Όταν μου ανατέθηκε η εκφώνηση του Πανηγυρικού στην ηρωική επέτειο
της ημέρας του ΟΧΙ, σκεφτόμουν: Τι αλήθεια έχουμε να πανηγυρίσουμε εμείς
σήμερα; Ποιο Πανηγυρικό λόγο να αρθρώσουμε, δοξαστικό του ΟΧΙ, οι σύγχρονοι
Έλληνες του εύκολου ΝΑΙ;
Ο Πανηγυρικός σε μιας τέτοιας περικαλλούς ημέρας τη μνήμη, πρέπει
να εκφράζει το πανηγύρι των ψυχών των πανηγυριζόντων, αλλιώς είναι κούφιος
λόγος, υποκριτική τέχνη προσβολής
της μνήμης των ηρώων. Πρέπει να εκφράζει την ομόψυχη θέληση να τιμήσουν ένα
κορυφαίο γεγονός της ιστορίας που παραμένει στη συλλογική τους μνήμη ανεξίτηλα
γραμμένο, ένα γεγονός που χάρη στην αγάπη και την φροντίδα των παλιών
μεταλαμπαδεύεται στις ψυχές των νέων. Πρέπει να εκφράζει και να συναντά τα
συναισθήματα και τις σκέψεις, την συνείδηση της κοινότητος για την οποία
εκφωνείται. Να συναντάται με τις ψυχές των ηρώων, όχι στο χώρο του συμβολικού
και της φαντασίας, αλλά στο χώρο της πραγματικότητας, αφού για την Παράδοσή
μας, ζωντανοί και τεθνεώτες αποτελούμε ένα σώμα, μ’ αυτούς επικοινωνήσαμε πριν
λίγο με την επιμνημόσυνη δέηση.
Πανηγυρίζω για κάτι σημαίνει ότι αποδέχομαι
πρώτα ως ορθό, επαινετό, άξιο μιμήσεως το γεγονός για το οποίο πανηγυρίζω.
Εμείς, οι πανηγυρίζοντες, αποδεχόμεθα σήμερα ως πρότυπο ζωής τη θυσία των
πατέρων και μητέρων μας, με τέτοιο τρόπο που τα γεγονότα να μη μας διαψεύδουν;
«Πόσα κοινά σημεία έχουμε σαν
συλλογική ψυχοσύνθεση οι σημερινοί Έλληνες με εκείνους του Σαράντα; Πόσα
ομόφωνα "ΟXI" θα
είμασταν έτοιμοι να πούμε στις ποικιλόμορφες απειλές που υψώνονται γύρω μας»
εμείς, που τουλάχιστον δίνουμε την εντύπωση ότι αποφεύγουμε κάθε σκέψη για
σύγκρουση και αγώνα ακόμη και για τα νόμιμα εθνικά μας συμφέροντα;
Υπάρχουν πολλές “απαισιόδοξες”
φωνές πνευματικών ανθρώπων τα τελευταία χρόνια, και συνεχώς πληθαίνουν, που
ισχυρίζονται -μελετώντας τα συμπτώματα του σύγχρονου κοινωνικού μας βίου- πως έφτασε το τέλος του ελλαδικού κράτους.
Επισημαίνουν πως μηδενίσαμε την κληρονομιά του ΟΧΙ. «Σκορπίσαμε τα μεγάλα δώρα,
που οι πρόγονοί μας εξασφάλισαν σκορπώντας το αίμα τους». Διαπιστώνουν, πως
πελαγοδρομούμε άβουλοι, λαός και ηγεσία, χωρίς
άλλο όραμα πέρα από την
εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων, περιφέροντας τα ιερά της φυλής, τις αξίες για
τις οποίες οι πρόγονοί μας θυσιάστηκαν όχι ως ζωντανή παρακαταθήκη, αλλά ως
μουσειακό είδος. Αφήνουμε να λιμνάζουν τα εθνικά μας θέματα μεταξύ Ιμίων και
Κύπρου, μεταξύ Σκοπίων και Βρυξελών, μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας.
Όμως, όσο κι αν πολλές από αυτές
τις επισημάνσεις είναι σωστές, όσο κι αν τα ιδανικά μας σκεπάστηκαν από τις
μέριμνες του βίου, την φτώχια και την ανεργία, όσο κι αν έχουμε πέσει θύματα
ενός καταναλωτικού τρόπου ζωής, κυκλοφορούν
ακόμα στις καρδιές μας, στα κύτταρά μας και στη μνήμη μας οι ξεχωριστές στιγμές
της ιστορίας μας, οι κορυφαίες πράξεις ηρωισμού του λαού του Σαράντα, κάτι από
την μαγιά του ΟΧΙ. Το ανοσοποιητικό μας σύστημα λειτουργεί ακόμη, η ιστορική
μνήμη έχει εμποτίσει τη συλλογική και την κοινωνική μας ζωή, ἡ ματιά και η
σκέψη συναντάει ακόμη στα πολιτισμικά μας μνημεία τις ανταύγειες του ηρωισμού
και της μεγαλοσύνης των ηρώων, αναβαπτίζεται ή έστω επιχρυσώνεται με αυτές.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι: ως
πότε όμως; Ήδη η αφασία μας στην υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων
είναι φανερή από μακριά. Η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας, αναδίδει
μια ανυπόφορη δυσωδία, και όσο κι αν εμείς, οι μεγαλύτεροι, διαθέτουμε ακόμα τα
σωτήρια αντισώματα των παραμερισμένων αξιών της φυλής, οι νέοι μας, το αξιακό σύστημα των νέων
ανθρώπων, αναπτύσσεται σ’ ένα περιβάλλον, όπου αναδεικνύονται και επικρατούν
χαοτικά συστήματα αξιών, όπου τα ιδανικά αμφισβητούνται από την έμπρακτη ζωή
των μεγάλων, και έτσι τα παιδιά μας εμβολιάζονται με νοθευμένα αντισώματα.
Πανηγυρικός λόγος το 2005! Μήπως
είναι η κατάλληλη στιγμή ενός άλλου πανηγυρικού, εθνικής περισυλλογής, κάτι που
θα έφερνε αγαλλίαση στις παριστάμενες σκιές των ηρώων μεγαλύτερη από όσο οι
ρητορικές εγκωμιαστικές εξάρσεις; Μήπως θα γινόταν πανηγύρι πρωτόφαντο εκεί
ψηλά στις ουράνιες κατοικίες τους -πιο πάνω απ’ τις κορφές του Ολύμπου- αν έβλεπαν ότι στη μνήμη τους δεν ακούγονται
μεγάλα λόγια, αλλά παίρνονται μεγάλες αποφάσεις
αντάξιες των αγώνων και της θυσίας τους;
Είναι σίγουρο ότι εμείς εδώ, όσοι
Αιγιώτες προσήλθαμε να αποδώσουμε τιμή στους ήρωές μας, είτε από κοινωνική
υποχρέωση είτε από εσωτερική παρόρμηση, δεν πρόκειται να αλλάξουμε τα ελλαδικά
δεδομένα. Μπορούμε, όμως, να αλλάξουμε τη δική μας στάση απέναντι στα πράγματα.
Σύμφωνα με μια σοφή ρήση, «δεν πρέπει να ανησυχούμε τόσο για το τι
πρέπει να κάνουμε, όσο να ανησυχούμε μάλλον, για το τι
είμαστε».
Εξ άλλου «η φύση της
πανανθρώπινης υπάρξεως είναι τέτοια, ώστε κάθε ιδιαίτερο πρόσωπο, νικώντας το
κακό στον εαυτό του, επιφέρει μέσα από τη νίκη αυτή, ήττα του κοσμικού κακού,
τόσο μεγάλη, ώστε τα αποτελέσματα επενεργούν ευεργετικά επάνω στα πεπρωμένα
όλου του κόσμου».
Έτσι, αν και δεν έχουμε την
ψευδαίσθηση πως εμείς μπορούμε ν’ αλλάξουμε κάτι, όμως, δεν πρέπει να διαφεύγει
της προσοχής μας το γεγονός, ότι στην ιστορία δρουν αστάθμητοι παράγοντες,
απρόβλεπτες συγκυρίες που μεταβάλλουν τα πράγματα. Και εν τέλει, πως η σύνθεση
των επί μέρους γεγονότων γίνεται από Αυτόν που κυβερνάει την παγκόσμια ιστορία,
επιβραβεύοντας ευγενικές διαθέσεις και ηρωικές αποφάσεις. Και είναι βέβαιο πως την ιστορική πορεία του
ανθρώπου δεν κατευθύνει η απραξία, δεν την γονιμοποιεί η παθητικότητα, δεν την
ευνοεί ο ατομισμός, αλλά ο κοινός αγώνας, η τόλμη για την επικράτηση των αρετών
εκείνων που ανεβάζουν την κοινωνική ζωή σε υψηλότερα επίπεδα ελευθερίας και
αγάπης.
Αυτά ήταν και τα κύρια
χαρακτηριστικά του αγώνα του Σαράντα: ἡ νίκη του εαυτού ως θυσία, ἡ υπέρβαση
του ατομισμού, η ενότητα, η αγάπη. Αρετές, των οποίων οι αναβαθμοί διαπερνούν
την ψυχή των Ελλήνων από τους αρχαίους ως το Βυζάντιο και ως το Σαράντα και
εκφράζονται περιεκτικά και λιτά από τη γραφίδα του Πλάτωνα:
«Το νικάν εαυτόν, πασών νικών
πρώτη τε και αρίστη,
το δε ηττάσθαι αυτόν υφ’ εαυτού πάντων
αίσχιστον άμα και κάκιστον».
Κι αυτοί που αγωνίστηκαν
θυσιαστικά -και γι’ αυτό νίκησαν- δεν ήταν μόνο οι φαντάροι. Ήταν γέροντες,
παιδιά, γυναίκες που ζαλωμένες πολεμοφόδια, τρόφιμα, ρουχισμό ανέβαιναν κι ανέβαιναν στις κακοτράχαλες
βουνοκορφές της Πίνδου, κι ύστερα -ανάλαφρες σκιές- κατέβαιναν ζαλωμένες μ’
ευλάβεια τα ζωντανά λείψανα πληγωμένων φαντάρων. Κι ένιωθαν στις πλάτες τους να
τους βαραίνουν τα βογκητά του πόνου εναλλασσόμενα με το ρόχθο του θανάτου, κι όλα ν’ ανακατεύονται με τη βροχή ή το χιόνι,
τη λάσπη, το σκοτάδι.
Αυτές οι εικόνες της θυσίας,
αγιογραφίες φωτεινές αχειροποίητες, «θα χαρακτούν στη μνήμη του έθνους, θα
γίνουν όραμα συμβολικό, λιτανεία που πάει να καταθέσει το βαρύ τάξιμο στο
θυσιαστήριο της ελευθερίας».
Κι όλος αυτός ο ξεσηκωμός, η ψυχική ανάταση δεν ήταν μια ξαφνική
δημιουργία, δεν γεννήθηκε από το πουθενά. Ήταν ζύμωση αιώνων των αξιών της
φυλής στην συλλογική συνείδηση, πορεία ατέλειωτη εναλλασσόμενων στιγμών φωτός
και σκότους, ροή ημερών σημαντικών κι ασήμαντων, πικρών κι ευτυχισμένων,
«αδειανών χρόνων και λιμνασμένων αιώνων».
Φαίνεται να είναι ιστορικά
βεβαιωμένο πως στις κρίσιμες στιγμές το Έθνος, ανέσυρε από την εθνική του μνήμη
τις αρετές εκείνες που το βοήθησαν, όχι μόνο να ξεπεράσει τον κίνδυνο, αλλά και
να μεγαλουργήσει.
Και από τις αναρίθμητες αυτές περιπέτειες το
υποσυνείδητο του λαού έχει αποθησαυρίσει σοφία. Αυτή χρησιμοποίησε και το 1940.
«Το ιστορικό υποσυνείδητο
αγρυπνούσε την ώρα που ο λαός έδινε την εντύπωση, ότι ακούει πρόθυμα» τη φασιστική
προπαγάνδα «και ότι παρακολουθεί με απάθεια την πυρκαϊά να πλησιάζει ολοένα προς τα σύνορά του… Με
τις μυστικές κεραίες του όμως, αισθάνθηκε από μακριά τον κίνδυνο και ετοίμασε
τον πολύπλοκο μηχανισμό της αντιδράσεως».
«Η απόφαση για το όχι» προερχόταν από τα βάθη της καρδιάς του. «Το
απέδειξαν τα πράγματα. Κανείς δεν εδείλιασε… Όλοι σαν μια ψυχή υπερήφανη
ενώθηκαν στη θυσία. Αλλά τα πράγματα δεν θ’ αποδείκνυαν τίποτε, αν η απόφαση
των Ελλήνων δεν ήταν παρμένη από καιρό, αν δεν είχε ωριμάσει με τη σκέψη και
την επίγνωση ότι όφειλε να είναι απόφαση ακράδαντη».
Απέναντι, λοιπόν, στην
απαισιόδοξη θέση περί του τέλους της Ελλάδας, διατυπώνεται η αισιόδοξη άποψη,
ότι κάθε φορά που η Ελλάδα κινδυνεύει, ως άλλος από μηχανής θεός, εμφανίζεται
το συλλογικό ασυνείδητο και γιγαντώνει
τους Έλληνες, εγγυάται τη λειτουργία των
προγονικών αρετών που θα τους βγάλει από
τις δυσκολίες.
Όμως, το ιστορικό ασυνείδητο -ή
όπως αλλιώς το ονομάζουμε- δεν βρίσκεται σε μια στατική κατάσταση. Είναι μια
«λειτουργία που τελείται μέσα στην ψυχή του έθνους ολόκληρου σαν οργανικού
όντος υπερτάτης μορφής» αλλά «από γενεά σε γενεά ενισχύεται» ή αδυνατίζει «από
ένα θεσμό πολύ μεγάλης σημασίας, την παιδεία».
Έτσι, όσοι υποστηρίζουν ανέμελοι
ότι η συνείδηση του λαού μας θα λειτουργήσει και πάλι στην κρίσιμη στιγμή,
υποτιμούν ανεπίτρεπτα την παιδευτική σημασία της ιστορίας και, επί πλέον, δεν
έχουν φαίνεται συλλογιστεί πως ένας λαός δεν ζει μόνο για τον πόλεμο. Δεν
περιμένει έναν πόλεμο για να αποδείξει τις αρετές του. Ο ηρωισμός, η αξιοπρέπεια,
ο δημοκρατικός τρόπος ζωής είναι καθημερινή κατάκτηση. Ζυμώνονται μέσα στην
κοινωνία, στις αντιξοότητες της ζωής, μέσα στη σιωπή, την καθημερινή χαρά και
τον πόνο, τη δουλειά και τη σχόλη. Ἡ συνείδηση του Έθνους χρειάζεται
ανατροφοδότηση, χρειάζεται Παιδεία.
Όχι μόνο αυτή την ατροφική που
προσφέρεται στα εκπαιδευτήρια της χώρας μας, αλλά μια παιδεία δυναμική,
ολόπλευρη, παιδεία λόγου και πράξεων, με συντελεστές όλους τους φορείς
εξουσίας, την οικογένεια, την Εκκλησία, τους πολιτικούς άρχοντες, τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης, που όπως κατάντησαν σήμερα, συμβάλλουν στην διάλυση του
κοινωνικού ιστού και προσβάλλουν, όχι μόνο την καλαισθησία μας και την
ευπρέπεια, μα και τη νοημοσύνη μας. Όσο,
λοιπόν, η Παιδεία υπολειτουργεί σε όλους τους τομείς, ποιος μας εγγυάται ότι
καλλιεργούμε στους νέους -που αγνοούν- την ελληνική συνείδηση, δηλαδή τον
παγκοσμίου αποδοχής ελληνικό πολιτισμό; Και πώς περιμένουμε να λειτουργήσει
ελληνικά, δηλαδή πανανθρώπινα, η ψυχή των Ελλήνων που γαλουχείται με πρότυπα τα
υποπροϊόντα αμερικανικής παραγωγής και προελεύσεως, στους αντίποδες ακριβώς των
παγκόσμιων ελληνικών αξιών;
Αλλά τα εθνικά θέματα κάθε λαού, δεν είναι
συνυφασμένα μόνο με τις πολιτιστικές του αξίες, μα και την πολιτική λειτουργία.
Και στα πολιτικά θέματα η νεοελληνική κοινωνία δείχνει πελαγωμένη. Αποστρέφει
τη ματιά της από τις αξίες και την κληρονομιά του ΟΧΙ, αφού οι πολιτικές της
επιλογές λαμβάνονται με γνώμονα την μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευωχίας.
«Κυρίαρχη πρακτική κατάντησε να είναι ο “χλευασμός κάθε νοήματος πατρίδας,
κοινωνίας πολιτών, αθλήματος ελευθερίας”».
Ο πατριωτισμός, όμως, του Έλληνα
δεν είναι εθνικισμός.
«Είναι η αίσθηση της
αξιοπρέπειας. Όταν αυτή είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους, τότε το τροπάριο της
ειρηνοφιλίας διακόπτεται. Όχι από αγάπη προς τον πόλεμο. Από αγάπη προς αυτήν
την Ειρήνη. Γιατί τίποτα δεν εξυπηρετεί την Ειρήνη χειρότερα από την
καλοπροαίρετη διάθεση των λαών να δέχονται ραπίσματα».
Κυρίες και Κύριοι,
«Η θυσία που είναι η πεμπτουσία
της παραδόσεώς μας, μαρτυρημένη και θαυμαζόμενη παγκοσμίως, είναι αυτή που μας
διέσωσε στις κρίσιμες ιστορικές μας στιγμές. Θυσία για τις αξίες της Ελευθερίας
και της Δημοκρατίας, με εμπνευστή της την πίστη. Η θυσία, που πηγάζει από την
αγάπη είναι η βάση της κοινωνικής ζωής. Ο καταναλωτισμός, η διαφθορά, …που
πάντα υπήρχαν στην κοινωνική ζωή όλων των λαών σε κάποιο βαθμό, σήμερα έχουν
οδηγηθεί σε αμετρία που οδηγούν σε αδιέξοδο. Η θυσία που γίνεται από αγάπη,
θεραπεύει τις κοινωνικές ανάγκες, αλλά και ικανοποιεί και το ίδιο το άτομο που
θυσιάζει κάτι από την προσωπική του ζωή, για χάριν των αγαπωμένων προσώπων.
Όταν τα έθνη δεν αγωνίζονται σε αυτή την καθημερινή θυσία, που σημαίνει στέρηση
στο επίπεδο των αισθήσεων για χάρη του άλλου, τότε ή σβήνουν ή αναγκάζονται να
υποστούν θυσίες σε μεγαλύτερη κλίμακα, πολλές φορές στην εσχάτη θυσία του
αίματος».
Οι κίνδυνοι αφανισμού του έθνους
μας ως πολιτιστικής οντότητας και η μετατροπή του σε κάτι άλλο είναι υπαρκτοί.
«Ο πραγματικός στόχος του παγκόσμιου εξουσιασμού είναι η αλλοίωση της εθνικής
μας συνείδησης», γιατί μόνο έτσι νομίζει πως θα επιτύχει τους στόχους του. «Kι
είναι σημαντική η ευκαιρία που μας προσφέρει και πάλι η επέτειος της 28ης
Οκτωβρίου, γιατί όπως τότε οι αγωνιστές του '40 συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο κι
υψώθηκαν στα όρια της ελληνικής ηρωικής ψυχής, για να διαφυλάξουν τον εαυτό
τους και την πατρίδα τους, έτσι κι εμείς. Απαιτείται να συνειδητοποιήσουμε τους
κινδύνους που ύπουλα στην εποχή μας απειλούν την ύπαρξή μας…Kι έχοντας μπρός
στα μάτια μας τα ηρωικά τους παραδείγματα», έχοντας συμπαραστάτη μας και βοηθό
την αρχιστρατηγούσα Θεοτόκο, ας αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων με φρόνημα
μαρτυρικό, ευγνωμονούντες αυτούς που μας έδειξαν το δρόμο.
Σ. Π., Εκπαιδευτικός
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Τα εντός εισαγωγικών τμήματα αλίευσα από κείμενα των παρακάτω συγγραφέων, αλλά και σε κάποια άρθρα από το Internet: Βαλσάμη Γ., Γιανναρά Χρ., Καραμπελιά Γ., Μιχελή Π., Μυριβήλη Στρ., Παλαιολόγου Π., Παπανούτσου Ευάγγ., Πλάτωνος Νόμοι, Σικελιανού Άγγ., Τερζάκη Άγγ., Τσιρόπουλου Κ., περιοδικό «ΑΡΔΗΝ».