Ὁ λόγος ὁ ὁποῖος μᾶς ἀνάγκασε νά
προβοῦμε εἰς αὐτήν τήν μικράν ἐργασία καί μελέτη εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἀμφισβήτησις
ἐκ μέρους κάποιων ἀδελφῶν, κυρίως Ἀντιοικουμενιστῶν, τῆς ἐπιτακτικῆς ἀπολύτου
καί ὑποχρεωτικῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, περί ἀμέσου ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς
αἱρετικούς Ἐπισκόπους και ποιμένας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ κατηγορία καί μομφή τήν
ὁποία μᾶς ἀπηύθυναν, ὅτι δῆθεν παρερμηνεύουμε τίς Γραφές και, ὡς ἐκ τούτου,
ἐξάγουμε τά συμπεράσματα τά ὁποῖα μᾶς ἐξυπηρετοῦν, προκειμένου νά στηρίξωμε τό
ὑποχρεωτικό τοῦ ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Ἱερᾶς Συνόδου.
Παρουσιάζοντας λοιπόν αὐτήν τήν μικράν ἐργασία στούς ἀδελφούς,
προσεπιδηλοῦμε ὅτι ἡ ἐντολή αὐτή τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ πλέον σαφής καί
ἀδιαμφισβήτητη μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί, κατά τήν γνώμη μας, αὐτή ἡ ἐντολή
εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία μέ διαφόρους τρόπους ἔχει καταγραφεῖ περισσότερες φορές
ἀπό τίς ἄλλες ἐντολές, σέ σημεῖο θά λέγαμε νά τήν συναντᾶς, μελετώντας τήν Ἁγία
Γραφή, συνεχῶς μπροστά σου.
Παρ’ ὅλα αὐτά αὐτήν τήν ἐντολή, ἡ
ὁποία εἶναι ἴσως ἡ μόνη ἡ ὁποία, ὄχι μόνο προστατεύει τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τήν
πλάνη, ἀλλά προστατεύει καί τήν ἀλήθεια, καί τήν Ἁγία Γραφή, καί ὅλη τήν
Ὀρθόδοξο Παράδοσι ἀπό τή νοθεία καί τήν ἐκκοσμίκευσι, αὐτήν τήν ἐντολή σήμερα
τήν ἀμφισβητοῦν κάποιοι, τήν περιορίζουν ὡς θεσπισθεῖσαν ἀπὸ μόνο ἕναν Ἱερό
Κανόνα μιᾶς τοπικῆς Συνόδου, τόν ὁποῖο γιά εὐνοήτους λόγους τόν ἐβάπτισαν
δυνητικό, τήν ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ τήν ὑπέταξαν στίς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
καί τῆς Ν. Ἐποχῆς μέ τό νά θεωρήσουν ὅτι ἡ ἐφαρμογή της προκαλεῖ σχίσμα, ἔξοδο
ἀπό τήν Ἐκκλησία (τῶν αἱρετικῶν) κ.λπ.
Τήν ἐντολή αὐτή τήν ἔφεραν στά μέτρα
των, τήν ἀπομόνωσαν ἀπό τήν ὑπόλοιπη Ἁγία Γραφή καί φυσικά ἀπό τό πνεῦμα της·
διδάσκουν ὅτι χρειαζόμαστε Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι πρέπει πρῶτοι νά τήν ἐφαρμόσουν
καί μετέπειτα αὐτοί θά τούς ἀκολουθήσουν· διδάσκουν ὅτι χρειάζονται Συνοδικές ἀποφάσεις περί καταδίκης τῆς
αἱρέσεως γιά νά τήν ἐφαρμόσουν· διδάσκουν ὅτι οἱ σύγχρονοι γέροντες δέν τήν
ἐφάρμοσαν καί ἄρα καλύπτονται πίσω ἀπό αὐτό τό λάθος των, καί τελικῶς, μέ ὅλες
αὐτές τίς διδασκαλίες των, τά τεχνάσματα καί τίς ἐφευρέσεις των, κατήργησαν αὐτήν τήν σωτήρια ἐντολή, ἡ ὁποία
ὡς μόνιμη ἐπωδός εὑρίσκεται διάχυτη σέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή πρός προστασία μας,
θά λέγαμε καί ὡς φύλαξ ἄγγελος τῆς Ἐκκλησίας.
Διά τῆς καινοτόμου αὐτῆς διδασκαλίας
λοιπόν, ἤδη δρέπομε τούς καρπούς τῆς δειλίας μας καί τῆς ὀλιγωρίας μας, βλέπομε
πλέον τήν ραγδαία καί μέ γεωμετρική πρόοδο αὔξησι τῆς αἱρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι παραμένουν ἁπλοί παρατηρητές τῶν γεγονότων καί
ἐξελίξεων.
Οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές
Ἀρχιεπίσκοποι, Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι ρυθμίζουν καί κατευθύνουν πλέον τήν
ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦν, ἄλλοι μετά χαρᾶς και
ἀδιαφορίας (οἱ χλιαροί καί ἀδιάφοροι), ἄλλοι μετά διαμαρτυριῶν, διακηρύξεων καί
χαρτοπολέμου (οἱ συνειδητοί καί προβληματισμένοι)· πάντως ὅλοι εἶναι στόν χορό
τῆς αἱρέσεως καί ὁ καθένας κινεῖται σ’ αὐτόν τόν χορό ἀναλόγως τῆς γνώσεως καί
τῆς προαιρέσεως του.
Ἕνας ἐπί πλέον λόγος διά τόν ὁποῖο
ἔγινε αὐτή ἡ μικρή ἐργασία καί μελέτη εἶναι καί τό ὅτι πάλι καί πολλάκις
ἐζητήσαμε ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές νά κατοχυρώσουν ἁγιογραφικῶς τίς θεωρίες
των καί τήν στάσι των ἀπέναντι στήν αἵρεσι καί αὐτοί, γνωρίζοντας προφανῶς ὅτι
εἶναι ἀκατοχύρωτη καί κατά τό δή λεγόμενο στόν ἀέρα, ἀπέφυγαν νά ἀπαντήσουν, ἤ
ὅταν ἀπαντοῦσαν ἔλεγαν ἀλλά ἀντί ἄλλων.
Ἡ παρουσίασις τῶν ἁγιογραφικῶν ἐντολῶν,
οἱ ὁποῖες ἐντέλλονται τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί
Ἐπισκόπους, ἀποδεικνύει τήν πλήρη ἁρμονία καί ταύτισι τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν
Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἀποδεικνύει δέ ἐπί πλέον ὅτι ὅλοι οἱ Ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν
γιά τούς αἱρετικούς καί γιά τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ αὐτούς, ὁμιλοῦν διά τούς
ἔχοντας αἱρετικά φρονήματα γενικῶς (εἴτε
δηλαδή καταδικασμένοι ὑπό Συνόδου, εἴτε ὄχι) καί ὄχι, ὅπως μέ πονηρία καί ἀπάτη
διδάσκουν οἱ Ἀντοικουμενιστές, ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες ὁμιλοῦν γιά τούς καταδικασμένους
ὑπό Συνόδου αἱρετικούς καί ἄρα, οἱ μή καταδικασμένοι, δέν ὑπάγονται στίς
διατάξεις καί στά ἐπιτίμια τῶν Κανόνων. Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν
εἶναι σκόπιμη, ὕπουλη καί ἐφησυχαστική καί φυσικά ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ ὅλη
τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Τά ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα
παραθέτομε κατωτέρω δέν εἶναι τά μοναδικά, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τήν ἄμεσο
ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά ἐκρίναμε ὅτι εἶναι τά
σημαντικώτερα, διότι ὅπως ἐπαναλάβαμε, παντοῦ ἡ Ἁγία Γραφή ὁμιλεῖ γιά τήν
ἀποτείχισι, διότι τελικῶς αὐτή ἀποτελεῖ τήν προστασία της καί τήν προστασία τῶν
πιστῶν καί γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι εἶναι ἡ φύσις τῆς ἀληθείας τέτοια, ὥστε νά
μήν δέχεται οἱαδήποτε ἐπιμιξία καί ἀλληλοπεριχώρησι μέ τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι.
Ὅπως εἴχαμε προαναγγείλει,
προκειμένου να κατοχυρωθοῦν οἱ ἔχοντες ἀγαθή προαίρεσι διά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως
πορεία τῶν Ὀρθοδόξων, δημοσιεύομε τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα διακελεύουν ἤ ὑπαινίσσονται
τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, προσθέτοντας καί ὁρισμένα
σχόλια, τά ὁποῖα βοηθοῦν εἰς τήν κατανόησι τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων, τά ὁποῖα
προέρχονται ἀπό τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἑρμήνευσαν
καί κατενόησαν τήν Ἁγία Γραφή. Θά ἀκολουθήση
δέ καί ἡ παράθεσις ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων καθώς καί ἡ
διδασκαλία τῶν Ἁγίων γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων. Ἴσως ὑπάρχουν
καί ἄλλα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού ὁμιλοῦν δι’ αὐτήν τήν ὑπόθεσι τά ὁποῖα
διέφυγον τῆς προσοχῆς μας, ἀλλά καί αὐτά πού παρουσιάζομε νομίζομε ὅτι εἶναι ἀρκετά
πρός κατοχύρωσι ἑκάστου. Ἡ παρουσίασις αὐτή
τῶν κειμένων χρειάζεται ἴσως σήμερα πού κατά κοινῇ ὁμολογίᾳ διερχόμεθα τούς ἐσχάτους
καιρούς, σέ παλαιότερες ὅμως ἐποχές οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν κατά κανόνα τό χάρισμα
καί τήν ἐμπειρία τῆς πίστεως καί ἐγνώριζαν ἀπό ποιούς ποιμένες ἔπρεπε νά ἀπομακρυνθοῦν
καί ποιούς νά ἐμπιστεύωνται. Ἡ σύγχυσις
δέ αὐτή ἐπί τοῦ θέματος τούτου, τό ὁποῖο ὑπάρχει σήμερα εἶναι ἴσως καί ἡ
καλυτέρα ἀπόδειξις τοῦ ἐσχατολογικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἐποχῆς μας. Τά ἁγιογραφικά
αὐτά κείμενα πού συλλέξαμε εἶναι τά ἑξῆς:
Α. ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
1. Ψαλμός 25, 4-5 –Κείμενο: «οὐκ ἐκάθισα
μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω· ἐμίσησα ἐκκλησίαν
πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω».
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
χρησιμοποιεῖ τόν ψαλμό αὐτόν μαζί μέ τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου γιά νά
διδάξη ὅτι, ὄχι μόνο νά μήν ἔχωμε καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς,
καί μέ αὐτούς πού ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς, ἀλλά οὔτε στούς ναούς
πού κατέχονται ἀπό αὐτούς νά εἰσερχώμεθα χάριν προσευχῆς καί ψαλμωδίας. Εἰς ἀπάντησιν κάποιων ἐρωτήσεων τοῦ μοναχοῦ
Μεθοδίου ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Ἐρώτησις Γ΄: Περί τῶν
κοινωθέντων ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν ἱερέων τῶν κοινωνησάντων τῇ αἱρέσει, καί
κατεχομένων ὑπ’ αὐτῶν· εἰ χρή ἐν αὐταῖς εἰσιέναι χάριν εὐχῆς καί ψαλμῳδίας.
Ἀπόκρισις:
Οὐ χρή τό καθόλου εἰς τάς τοιαύτας ἐκκλησίας εἰσιέναι, κατά τούς εἰρημένους
τρόπους· ἐπειδή γέγραπται· Ἰδού ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. Ἅμα γάρ τῷ εἰσαχθῆναι
τήν αἵρεσιν, ἀπέπτη ὁ ἔφορος τῶν ἐκεῖσε ἄγγελος, κατά τήν φωνήν τοῦ μεγάλου
Βασιλείου· καί κοινός οἶκος ὁ τοιόσδε χρηματίζει ναός. Καί οὐ μή εἰσέλθω,
φησίν, εἰς Ἐκκλησίαν πονηρευομένων. Καί ὁ Ἀπόστολος· Τίς συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ
μετά εἰδώλων;» (Φατ. 549,832,29).
Ἐδῶ ἀντιθέτως πρός τήν Ἁγία Γραφή οἱ ἀντιοικουμενιστές
κάθονται στήν ἴδια τράπεζα (μάλιστα πνευματική) μέ τούς Οἰκουμενιστές αἱρετικούς,
τούς μνημονεύουν, τούς ἀναγνωρίζουν κ.λπ.
2. Ὁ ψαλμός 138, 21-22: «οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ
τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό
μοι».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἑρμηνεύοντας τόν ψαλμό αὐτό
μᾶς διδάσκει τά ἑξῆς: «”Οὐχί τούς μισοῦντας
σε Κύριε, ἐμίσησα;” Ὅτι τούς μέν σούς ἠγάπων καί ἀπεδεχόμην φίλους∙ τούς δέ ἐχθρούς
σου τελείως ἐμίσουν. Ἐχθροί δέ τοῦ Θεοῦ
πρώτως μέν καί κυρίως οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες∙ δεύτεροι δέ μετ’ ἐκείνους οἵ τε
τήν εἰδωλολατρείαν πρεσβεύοντες καί οἱ τῶν αἱρέσεων ἀρχηγοί» (Ε.Π.Ε. 7, 264,15).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος στούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ
συγκαταλέγει καί τούς ἀρχηγούς τῶν αἱρέσεων· ἐμεῖς ὀφείλομε νά τούς μισοῦμε
σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή και, φυσικά, νά μήν ἔχωμε μαζί των καμμία ἐκκλησιαστική
κοινωνία. Μέ τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία δηλώνομε ἐμπράκτως ὅτι ὄχι μόνο δέν
τούς μισοῦμε, ἀλλά ἀπεναντίας εἴμεθα ἐνσωματωμένοι μαζί των τούς ἀναγνωρίζομε ὡς
ποιμένες τούς ἀκολουθοῦμε κ.λπ.
3. Γένεσις 12, 1-4: «Καὶ εἶπε
Κύριος τῷ Ἅβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου
τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω· καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος
μέγα καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογημένος· καὶ εὐλογήσω
τοὺς εὐλογοῦντάς σε καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν
σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. καὶ ἐπορεύθη
Ἅβραμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ᾤχετο μετ᾿ αὐτοῦ Λώτ. Ἅβραμ δὲ ἦν ἐτῶν
ἑβδομηκονταπέντε, ὅτε ἐξῆλθε ἐκ Χαρράν».
Διατί ἄρραγε ἐχρειάσθηκε νά φύγη ὁ Ἀβραάμ
ἀπό τήν πατρίδα του καί τούς στενούς του συγγενεῖς καί μάλιστα σ’ αὐτήν τήν ἡλικία;
Τήν ἀπάντησι τήν ἔχομε ἀπό τά ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλου, ὁ ὁποῖος
ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός διατάσσει τόν Ἄβραμ
νά φύγη ἀπό τήν πατρίδα του Οὔρ, διότι ἡ εἰδωλολατρεία τοῦ ξένου τόπου τῆς
Χαναάν δέν ἦτο τόσον ἐπικίνδυνος εἰς αὐτόν, ὅσον ἡ εἰδωλολατρεία τοῦ
περιβάλλοντος τῆς πατρίδος, τοῦ πατρικοῦ του οἴκου καί τῶν συγγενῶν του» (Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο΄, τομ. 1 , σελ. 110).
Ἡ φυγή λοιπόν τοῦ Ἀβραάμ ἀπό τούς οἰκείους
καί συγγενεῖς του ἦτο ἡ ἀσφαλής ὁδός διά νά μήν ἐπηρεασθῆ καί ἀλλοιωθῆ τό
φρόνημά του ἀπό τήν εἰδωλολατρεία. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας,
ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει καί διαδίδεται εἰς αὐτόν ἡ αἵρεσις. Διά νά μήν ἀλλοιωθῆ τό φρόνημά μας καί
σταδιακῶς θεωρήσωμε τήν αἵρεσι ὡς Ὀρθοδοξία, ἤ ζῶντας μέσα στήν αἵρεσι νομίζομε
ὅτι συγχρόνως ἀνήκομε καί στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἐκκλησιαστικῶς
ἀπό τόν χῶρο, καί τά ἄτομα, τά ὁποῖα εἶναι φορεῖς τῆς αἱρέσεως.
Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι ἔτι
περισσότερον ἐπικίνδυνος ἀπό τήν εἰδωλολατρεία, διότι αὐτή ἐμφανίζεται καί
διαδίδεται εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί διότι ἐμπεριέχει στοιχεῖα καί
διδασκαλίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλοιωμένα καί διεστραμμένα βεβαίως, τά ὁποῖα ὅμως
εἶναι ἱκανά νά ἀλλοιώσουν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο,
συμπορευόμενοι σήμερα μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχει ἀλλοιωθῆ τό φρόνημα
τῶν Ὀρθοδόξων σέ σημεῖο μάλιστα, ὥστε νά μή θεωροῦμε ἀλλοίωσι τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως καί Παραδόσεως π.χ. τίς συμπροσευχές καί συνιερουργίες, τήν ἀναγνώρισι
τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, τήν ἔνταξι τῶν Ὀρθοδόξων στό
Π.Σ.Ε. κ.λπ. Μάλιστα αὐτά θεωροῦνται ἀπό τούς πολλούς καί πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας,
ἀπεγκλωβισμός καί ἀπομάκρυνσις ἀπό τό περιθώριο κλπ. Διά ταῦτα πάντα καί ἄλλα
πού κατά καιρούς ἀναφέρομε, ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ἀβραάμ «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί τῆς συγγενείας σου»,
ἰσχύει ἀπολύτως καί διά τήν αἵρεσι τῆς κάθε ἐποχῆς καί τῆς ἐποχῆς μας καί
βεβαίως τήν ἐφάρμοσαν ἐπακριβῶς ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι, ἐξαιρουμένων τῶν
συγχρόνων γερόντων, τούς ὁποίους ἤδη οἱ Οἰκουμενιστές ἄρχισαν νά ἁγιοποιοῦν ἐν
σπουδῇ γιὰ εὐνοήτους λόγους.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μόνον διαφυλάσσομε ἀλώβητον τήν Ὀρθόδοξον
πίστιν εἰς τόν ἑαυτόν μας καί φυσικά ἀνήκομε ὄντως στήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον
βασικό στοιχεῖο καί γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καθαρή καί Ὀρθόδοξος
πίστις.
4. Ἡσαΐας 48,22: «Οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος,
τοῖς ἀσεβέσιν».
Τό
χωρίον αὐτό τοῦ προφήτου Ἡσαΐα τό χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γιά
νά μᾶς διδάξη ὅτι, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς, γίνεται πρωτίστως γιά νά
προστατευθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν ἀλλοίωσι τοῦ φρονήματός των και, βεβαίως,
γιά νά συναισθανθοῦν καί συνειδητοποιήσουν ποῦ εὑρίσκονται καί ποία ὁδό ἀκολουθοῦν.
Σέ ἐπιστολή
του πρός τόν ἡγούμενο Αὐξέντιο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πρός δέ ὅτι τοῖς Ἰουδαίοις λογομαχία πρόκειται, ἔα τούς χριστομάχους, ὦ
πατέρων ἄριστε, λυττᾶν εἰς ἑαυτούς∙ οἱ γάρ αὐτοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ ἡμῶν
τάς διδαχάς ἀπορραπίσαντες, τάς τε τῶν ἀποστόλων ὑποθήκας παρωσάμενοι καί
συλλήβδην πάντων τῶν θεοφόρων τάς ὑψηγορίας βδελυξάμενοι σχολῇ γ’ ἄν ὑφ’ ἡμῶν αὐτούς, ὁ Κύριος εἶπεν, τυφλοί
εἰσιν. καί ὁ προφήτης φησίν∙ οὐκ ἔστι
λέγειν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι λέγει Κύριος. πρός γάρ τῷ μηδέν ὠφελεῖσθαι ἐν τῇ
συμβολῇ τοῦ λόγου καί ἑαυτούς παραβλάψοιμεν, τοῖς ἰοβόλοις αὐτῶν ῥήμασι δίκην ὄφεως
φαρμακευόμενοι. ὁ θεός συντρίψει τούς ὀδόντας αὐτῶν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν∙ τάς
μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν ὁ Κύριος» (Φατ.
518, 772,14).
Ἐπίσης
ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἄλλη ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται
πρός ὅλους τούς δεδιωγμένους διά τήν Ὀρθόδοξο πίστι, χρησιμοποιῶντας πρός
κατοχύρωσι τόν Μ. Βασίλειο, ἐπικαλεῖται πάλι τό ἴδιο χωρίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα
καί ἀπαγορεύει τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἀκόμη
καί τόν ἁπλό χαιρετισμό, ὅταν αὐτός γίνεται γιά νά δείξωμε ἀγάπη καί φιλία πρός
τούς αἱρετικούς: «...εἰ δεῖ εἰς εὐκτήριον αὐτῶν εἰσέρχεσθαι
εὐχῆς χάριν καί εἰ δεῖ τήν ἁγίαν ἀναφοράν ἐν αὐτῷ ἐπιτελεῖν μετά ἰδίας
τραπέζης; οὐδαμῶς ἑκάτερον. εἰ δεῖ χαίρειν αὐτοῖς λέγειν καί ἀσπάζεσθαι; οὐδαμῶς,
ὥς φησιν ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Κύριος ἐκώλυσεν τόν κοινόν ἀσπασμόν∙ ὥστε τοῦτο
κατά σύμβασιν, ὡς δέ ἐξ ἀγάπης καί φιλίας φευκτέον, ἵνα πληρωθῇ ἐν τούτῳ∙ οὐκ ἔστι
λέγειν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν» (Φατ. 393, 547,77).
Οἱ Ὀρθόδοξοι
λοιπόν πρέπει νά ἀπομακρύνωνται ἀπό τούς αἱρετικούς διότι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο,
τά λόγια των εἶναι δηλητήριο μέ τό ὁποῖο σάν φίδια δηλητηριάζουν τούς Ὀρθοδόξους
καί δή τούς ἁπλουστέρους. Ὅταν λοιπόν δέν ἀπομακρύνονται ἀπό αὐτούς, ἀλλά ἀπεναντίας
ἔχουν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, παραβαίνουν βασικές ἐντολές τῆς Ἁγίας Γραφῆς
καί φυσικά τά ἐπακόλουθα εἶναι πρόδηλα καί καθημερινῶς τά ψηλαφοῦμε.
5. Ἡσαΐας 52, 10-12: «Καὶ ἀποκαλύψει Κύριος τὸν βραχίονα τὸν ἅγιον
αὐτοῦ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐθνῶν, καὶ ὄψονται πάντα ἄκρα τῆς γῆς τὴν σωτηρίαν τὴν
παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. ἀπόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθατε ἐκεῖθεν καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε,
ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε, οἱ φέροντες τὰ σκεύη Κυρίου· ὅτι οὐ μετὰ
ταραχῆς ἐξελεύσεσθε, οὐδὲ φυγῇ πορεύσεσθε, προπορεύσεται γὰρ πρότερος ὑμῶν Κύριος
καὶ ὁ ἐπισυνάγων ὑμᾶς Θεὸς ᾿Ισραήλ».
Ἐδῶ ὁ
Θεός διά τοῦ προφήτου Ἡσαΐου δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ὁ λαός του πρέπει νά ἀπομακρυνθῆ
ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί νά μήν ἔχη καμμία ἐπικοινωνία μέχρι τοῦ νά ἀγγίξη
κάτι ἀκάθαρτο. Αὐτή ἡ ἐντολή ἀπευθύνεται
πρωτίστως στούς Λευΐτας, δηλαδή τό ἱερατεῖο τῶν Ἑβραίων, ἀλλά καί πρός ὅλον τόν
λαό. Τό χωρίο αὐτό τό χρησιμοποιεῖ πρῶτα
ὁ ἴδιος ὁ ἀπ. Παῦλος (Β΄ Κορινθ. 6,17) διά
νά διδάξη τούς Κορινθίους καί κατ’ ἐπέκτασιν ὅλους μας, νά μήν συνοδοιποροῦν σέ
ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τούς ἀπίστους, τούς εἰδωλολάτρες κλπ.
Ἐδῶ
φαίνεται καί ἡ συμφωνία καί ὁμοφωνία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπί τοῦ θέματος τούτου,
διότι ὁ ἴδιος ὁ ἀπ. Παῦλος γενικεύει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός τούς Ἑβραίους, νά
ἀπομακρυνθοῦν δηλαδή ἀπό τήν Βαβυλώνα, καί
διακελεύει τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό ὅλους αὐτούς πού ἔχουν ἀλλότρια πρός
τούς Ὀρθοδόξους φρονήματα. Τό χωρίον αὐτό
τό χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο
Βασίλειο γιά νά διδάξη τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς καί, εἰδικά,
τήν ἀποφυγή τῶν ἀξιωμάτων, τά ὁποῖα οἱ αἱρετικοί δίδουν γιά νά δελεάσουν τούς Ὀρθοδόξους
κληρικούς καί νά τούς ἔχουν ὑποχειρίους∙
«....ὁ λόγος δέ ἐπί πάντων τῶν οὕτως
πεπραχότων καί γελοῖόν ἐστιν ἄρτι τό ἐπιτιμᾶν, μᾶλλον δέ φρενοβλάβεια τῶν ἐπιτιμώντων
καί σκινδαλμός τῶν εὐσεβούντων, σύγχυσίς τε καί ἀβλεψία ἐπί τῇ Χριστοῦ ὁμολογία.
δεῖν τοῦ ἀποστόλου ἀκοῦσαι, λέγοντος στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ, ἀτάκτως
περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν, ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν, μᾶλλον δέ αὐτοῦ
τοῦ θεοῦ, διά τοῦ προφήτου βοῶντος∙ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου
μή ἅπτεσθε∙ κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, τούς οὕτως διαστελλομένους δηλονότι καί μή συγχέοντας τήν Χριστοῦ ὁμολογία». (Φατ. 495,730,20).Ἐδῶ ὁ ὅσιος ἐπί πλέον διδάσκει ὅτι
ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπιφέρει σύγχυσι τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας,
διότι ἄλλα λέμε μέ τά λόγια καί ἄλλα πράττομε μέ τά ἔργα.
6. Ἡσαΐας 66,3: «Ὁ δὲ ἄνομος ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα, ὁ δὲ ἀναφέρων σεμίδαλιν
ὡς αἷμα ὕειον, ὁ διδοὺς λίβανον εἰς μνημόσυνον ὡς βλάσφημος· καὶ αὐτοὶ ἐξελέξαντο
τὰς ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ἃ ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἠθέλησε».
Ὁ
Προφήτης στό σημεῖο αὐτό τονίζει ὅτι οἱ θυσίες, οἱ προσφορές καί τά
τελούμενα
γενικῶς ὑπό τῶν ἀσεβῶν δέν εἶναι εὐπρόσδεκτα στόν Θεό. Οἱ αἱρετικοί δέ
εἶναι οἱ πλέον ἀσεβεῖς διότι διαστρέφουν τήν Ἁγία Γραφή καί τά
δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τοιουτοτρόπως ἀσεβοῦν ἀμέσως καί
εὐθέως πρός
αὐτόν τόν Θεό. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης χρησιμοποιῶντας τήν
διδασκαλία τοῦ
Μ. Βασιλείου καί στηριζόμενος εἰς αὐτό τό χωρίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα μᾶς
διδάσκει
ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ ναός ἐβεβηλώθηκε διά τῆς αἱρέσεως, ἀνεχώρησε ἀπό αὐτόν ὁ
ἄγγελος,
ὁ ναός δέ ἔχασε τήν ἱερότητά του καί μετετράπη εἰς κοινό οἶκο. Δι’ αὐτό
καί ὅ,τι
τελεῖται εἰς αὐτόν δέν εἶναι εὐπρόσδεκτοι εἰς τόν Θεό. Ἀναφέρει
χαρακτηριστικά ὁ
ὅσιος σέ ἐπιστολή του στόν λογοθέτη Ἰωάννη:
«...(διότι
οὐ ναός θεοῦ ἅγιος ὁ ὑφ' αἱρετικῶν βεβηλούμενος, ἀλλ' οἶκος κοινός, ὡς φησίν ὁ
Μέγας Βασίλειος), τοῦ ἐφεστῶτος ἀγγέλου ἐν αὐτῷ ὡς ἐφ᾿ ἑκάστης ἐκκλησίας
ὑπεκστάντος διά τήν ἀσέβειαν. Διόπερ οὐδ᾿
ἡ τελουμένη ἐν αὐτῷ θυσία θεῷ εὐπρόσδεκτος· καί ἄκουσον αὐτοῦ λέγοντος· ὁ
ἀσεβής ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα»
(Φατ. 424,593,8).
Ἐδῶ ἐμμέσως
πλήν σαφῶς διδάσκει ὁ προφήτης καί οἱ Πατέρες τήν ἀπομάκρυνσι καί ἀποτείχισι ἀπό
αὐτούς τούς ναούς στούς ὁποίους εἰσῆλθε ἡ αἵρεσις, ἐφ’ ὅσον ὅ,τι τελεῖται δέν εἶναι
εὐπρόσδεκτον εἰς τόν Θεό.
7. Θρῆνος Ἱερεμίου 4,15: «Ἀπόστητε ἐκαθάρτων —καλέσατε αὐτούς—ἀπόστητε, ἀπόστητε, μὴ ἅπτεσθε, ὅτι ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν· εἴπατε
ἐν τοῖς ἔθνεσιν· οὐ μὴ προσθῶσι τοῦ παροικεῖν».
Ἐδῶ ὁ
προφήτης Ἱερεμίας μετ’ ἐπικλήσεως διδάσκει νά ἀπομακρυνθῆ ὁ λαός ἀπό τούς ἱερεῖς,
οἱ ὁποῖοι ἦσαν μολυσμένοι ἀπό διάφορες ἁμαρτίες. Ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἑρμηνεύοντας
τό χωρίο αὐτό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «”Ἀπόστητε
ἀπό ἀκαθάρτων”. Ἀκαθάρτους ἐκάλουν ἡμᾶς.
Εἶτα δείξας τίνας ὀνομάζει ἀκαθάρτους, ἀνέλαβε τό ρητόν, καί φησίν· “Ἀπόστητε ἀπό ἀκαθάρτων· ἀπόστητε μή ἐγγίσητε
αὐτοῖς, ὅτι παρώξυναν”, τουτέστιν τόν Θεόν. “Καί ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν”. Ἐγυμνώθησαν φησί, διά τήν παρανομίαν τῆς θείας ἐπικουρίας. “Εἴπατε ἐν
τοῖς ἔθνεσιν, οὐ μή προσθῶσι τοῦ παροικεῖν πρό προσώπου Κυρίου”. Παντελῶς φησίν
ἡμᾶς ἀπηγόρευσεν» (P.G. 81,801C).
Ἐπίσης
ὁ Ὀλυμπιόδωρος, διάκονος Ἀλεξανδρείας (στ’ αἰών) ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό τοῦ
προφήτου Ἱερεμία, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἤψαντο
ἐνδυμάτων» (προηγούμενος στίχος). Ὅσοι, φησίν, εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε,
Χριστόν ἐνεδύσασθε∙ φησίν οὖν, ὅτι καί περί αὐτήν τήν πίστιν ἐκινδύνευσαν. “Ἀπόστητε”.
Παραινέσατε ἀλλήλοις ἀποστῆναι ἀπό τῶν ἀκαθάρτων. Τό γάρ, Καλέσατε αὐτούς, ἀντί τοῦ, ἕκαστος τόν πλησίον νουθετήσατε. “Ὅτι
ἀνήφθησαν”. Ὅτι ὑποχείριοι τῇ ὀργῇ γεγόνασιν. “Εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν”. Εἴπατε,
φησίν, αὐτοῖς∙ Μή προστεθῆτε τοῦ παροικεῖν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἀντί τοῦ, Μή συναμίγνυσθε
τοῖς ἀλλοτρίοις» (P.G. 93, 756A).
Σύμφωνα
λοιπόν μέ τούς ἑρμηνευτές τοῦ χωρίου αὐτοῦ, ὁ προφήτης Ἱερεμίας διακελεύεται
τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς ἀκαθάρτους καί μολυσμένους ἱερεῖς τοῦ Ἰσραήλ. Μάλιστα ἀπαγορεύει
ὁποιαδήποτε προσέγγισι καί ἄγγιγμα «ἀπόστητε,
μή ἅπτεσθε». Αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό,
ἰσχύει καί γιά τόν πνευματικό μολυσμό τῆς πίστεως, δηλαδή τήν αἵρεσι. Μάλιστα ὁ
μολυσμός αὐτός εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος καί ὑπερβαλλόντως ἐπικινδυνότερος.
Σύμφωνα λοιπόν μέ τό χωρίο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀπομακρυνθοῦν
τελείως ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι
μολυσμένοι καί ἀκάθαρτοι ἀπό τήν αἵρεσι.
Σαφῶς
τό τονίζει αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος λέγοντας ὅτι μεγαλυτέρα εἶναι ἡ βλάβη ποὺ
προέρχεται ὄχι τόσο ἀπὸ κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως,
τῆς κατὰ πρόσωπον δηλαδὴ ἐναντιώσεως πρὸς τὸν Θεὸν τῶν κακοδοξούντων: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων
τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ
κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς
τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν,
Ἐρώτησις κʹ).
8. Σοφία Σειράχ 9,13: «Μακρὰν ἄπεχε ἀπὸ ἀνθρώπου, ὃς ἔχει ἐξουσίαν
τοῦ φονεύειν, καὶ οὐ μὴ ὑποπτεύσῃς φόβον θανάτου· κἂν προσέλθῃς, μὴ πλημμελήσῃς,
ἵνα μὴ ἀφέληται τὴν ζωήν σου· ἐπίγνωθι ὅτι ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις καὶ ἐπὶ ἐπάλξεων
πόλεων περιπατεῖς».
Τό
χωρίο αὐτό ἔχει ἀπόλυτον θά λέγαμε ἐφαρμογή στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν ἐξουσία πνευματική, καί διά τῆς αἱρέσεως φονεύουν ὅσους τούς πλησιάζουν ἐκκλησιαστικῶς
καί τούς ἐμπιστεύονται τίς ψυχές των. Ἡ ἀπομάκρυνσις
λοιπόν ἀπό αὐτούς μᾶς διασφαλίζει τήν πνευματική ζωή, τό δέ πλησίασμα πρός αὐτούς
σημαίνει ὅτι βαδίζομε «ἐν μέσῳ παγίδων»,
ὅτι περιπατοῦμε «ἐπί ἐπάλξεων πόλεων»,
δηλαδή μέ ἄλλα λόγια ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους
σημαίνει κατά τήν πατερική ὁρολογία, ὅτι εἴμεθα στό στόμα τοῦ λύκου.
Τήν ἴδια
θέσι ἐκφράζει ἐμφαντικά καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος: «Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ
συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα
εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις
οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν
ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ
αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν
αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ
θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Περὶ
μετανοίας καί κατανύξεως).