Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Ο τυφλός που έγινεν οδηγός Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 35-45)


«Τὶ σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον»

 (†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
πλᾶ, χωρὶς διάθεσιν θορύβου, περιγράφει, ἀγαπητοί μου, ὁ Ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸ σημερινὸν θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς. Ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον προεκάλεσεν ἔκπληξιν καὶ αἴσθημα εὐγνωμοσύνης εἰς τὸν θεραπευθέντα τυφλόν, ἀλλὰ καὶ θαυμασμὸν εἰς τὰ πήθη τοῦ λαοῦ.
Θὰ εἶναι, ὅμως, χρήσιμον νὰ παρακλουθήσωμεν προσεκτικὰ καὶ νὰ ἀναλύσωμεν βαθύτερα ὡρισμένα σημεῖα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, διότι ἐμφανίζουν πολὺ ἐνδιαφέρον καὶ ἐξαιρετικὴν ἐπικαιρότητα. Οὕτω, ἐξετάζοντες τὴν στάσιν τοῦ τυφλοῦ, διαπιστώνομεν ὅτι παρουσίασε τὰς ἐξῆς ψυχικὰς καταστάσεις:


1. Εἶχε συναίσθησιν τῆς τυφλώσεώς του.
Εἶναι τυφλός. Αἰσθάνεται πόσον δυστυχὴς εἶναι δι’ αὐτὸ του τὸ ἀτύχημα. Καταλαβαίνει πόσα τοῦ λείπουν ἀπὸ τὴν ζωήν. Θέλει νὰ λυτρωθῇ. Ποθεῖ νὰ ξαναβρῇ τὸ φῶς του. Ζῇ μὲ τὸ ὄνειρον αὐτό. Ὅπου καὶ νὰ βρεθῇ τὸν καίει ὁ πόθος τῶν ματιῶν του.

Σταμάτησε, ἀδελφέ, μιὰ στιγμὴ στὸ σημεῖον αὐτό. Δὲν εἶναι στὸν κόσμον μόνον αὐτὴ ἡ τύφλοσις. Ὑπάρχει, δυστυχῶς, καὶ ἄλλη. Ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα τῆς σωματικῆς. Εἶναι ἡ ψυχική.
Ἔχει καὶ ἡ ψυχὴ μάτια, ποὺ τυφλώνονται. Καὶ δὲν βλέπει τότε ποὺ πηγαίνει.
Καὶ ὁδηγεῖται εἰς τὸν κρημνόν. Καὶ πατάει ἐπάνω στὰ ἀναμμένα κάβρουνα. Καὶ πέφτει στὸ νερό. Καὶ ἀπειλεῖται τότε μὲ καταστροφήν. Καὶ τὸ χειρότερον εἶναι ὅτι πολλὲς φορὲς δὲν τὸ καταλαβαίνει αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ἔχει συναίσθησιν τῆς καταστάσεώς του. Νομίζει ὅτι εἶναι καλά. Ὅτι βλέπει. Ἐνῷ εἰς τὴν πραγματικότητα χάνεται. Καὶ καταστρέφεται ψυχικὰ καὶ σωματικά. Καὶ ἐπειδὴ δὲν καταλαβαίνει ὅτι εἶναι τυφλὸς στὴν ψυχή, δὲν ζητάει καὶ τὴ θεραπεία του. Καὶ τὴν σωτηρία του. Ἔτσι μένει γιὰ πάντα τυφλὸς στὴν ψυχή. Μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεόν. Μακυρὰ ἀπὸ τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐτυχίαν.
Καί, δυστυχῶς, ὑπάρχουν πολλοὶ στὶς ἡμέρες μας τέτοιοι, ποὺ εἶναι τυφλοὶ στὴν ψυχή. Πολλοί!...



2. Ἐπίστευσε.
Ἄς ἐπανέλθωμεν ὅμως εἰς τὸν τυφλὸν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀσφαλῶς θὰ ἐζήτησε τὴν βοήθεια ἰατρῶν. Ἀσφαλῶς θὰ ἐφήρμοσε πρακτικοὺς τρόπους θεραπείας, ποὺ ἐνδεχομένως θὰ τοῦ ὑπέδειξαν οἱ φίλοι του. Τίποτε ὅμως. Σήμερα, ἐκεῖ ποὺ κάθεται στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου, ἀκούει ἀσυνήθη θόρυβο καὶ ἀντιλαμβάνεται πρωτοφανῆ κίνηση. Ρωτάει τί συμβαίνει. Τοῦ λένε, ὅτι «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται». Περνάει ὁ Ἰησοῦς. Εἶχεν ἀκούσει διὰ τὸν μεγάλον Αὐτὸν Διδάσκαλον καὶ Ἰατρόν. Μέσα του ἀνάβει ἡ φλόγα τῆς πίστεως. Πιστεύει ὅτι μόνον Αὐτὸς, ὁ Χριστὸς, ἠμπορεῖ νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Νὰ τοῦ δώσῃ καὶ πάλιν τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία!
Μόνον Αὐτός!
Πόσο καλύτερα, ἀλήθεια, θὰ ἦτο ὁ κόσμος, ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι τυφλοὶ στὴν ψυχὴ καὶ κατρακυλοῦν στὸν κρημνὸ τῆς ἀμαρτίας καὶ καταστρέφονται, ἐπίστευαν ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς ἠμπορεῖ νὰ τοὺς ἀνοίξῃ τὰ μάτια, νὰ τοὺς πλημμυρίσῃ ἀπὸ φῶς, νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴν εὐτυχία, ποὺ ζητοῦν!  Δυστυχῶς, οἱ πολλοὶ δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται. Πηγαίνουν ἐδῶ, πηγαίνουν ἐκεῖ, κυνηγοῦν διακρῶς τὰ παράξενα, τὰ ἀνόητα, τὴν σκιάν, ἐνῷ ἄν ἤθελαν νὰ κάνουν ἕνα βῆμα πρὸς τὸν Θεόν, θὰ ἐτελείωναν ὅλα καὶ ὁ κόσμος θὰ ἐγίνετο ἕνα κομμάτι παραδείσου!
Ἄν ἤθελαν! Κρῖμα!

3. Παρεκάλεσε.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ τυφλὸς ἤκουσεν ὅτι περνάει ὁ Χριστὸς, ἠ καρδιά του ἐσκίρτησε. Ἦλθεν ἡ ὥρα, εἶπε μέσα του. Μέχρις ἐδῶ ἦταν ἡ δυστυχία μου. «Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Ἐβόησε, σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής. Ἐφώναξε, δηλαδή, ἔντονα, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς του.
Παρακαλεῖ τὸν Χριστὸν νὰ τὸν ἐλεήσῃ· νὰ τὸν βγάλῃ ἀπὸ τὸ φρικτὸ μαρτύριον, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο. Ἀντελήφθη ὅτι δὲν ὑπῆρχεν ἄλλο πρόσωπο ἱκανὸ νὰ τὸν βοηθήσῃ, νὰ τοῦ γλυκάνῃ τὴ ζωή. Καὶ καταφεύγει εἰς τὸν μόνον Σωτῆρα μὲ πίστιν, μὲ λαχατάρα, μὲ συγκινητικὸ πόθο.
Πόσον μᾶς διδάσκει ὁ τυφλός!  Πόσοι ἄνθρωποι σήμερα χάνονται μέσα στὰ πηχτὰ ψυχικὰ σκοτάδια!  Πόσοι νοιώθουν μέσα των τὸ κενό, τὴν ἐρημιά, τὴ θλίψη!  Πόσοι λαχταροῦν γιὰ λίγη χαρά, γιὰ λίγη γαλήνη ψυχῆς!  Πόσοι ποθοῦν μιὰ ζωὴ πλημμυρισμένη ἀπὸ συναισθήματα ἱκανοποιήσεως!  Κάνουν ὅμως τὸ λάθος, τὸ κάνομεν πολλὲς φορὲς καὶ ἡμεῖς, νὰ ἐξαρτῶμεν τὴν χαράν μας ἀπὸ ἄλλους παράγοντας καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Χριστόν. Δὲν καταφεύγομεν εἰς Ἐκεῖνον. Δὲν ζητοῦμε μὲ πόθον ἀπὸ Ἐκεῖνον τὸ φῶς τῆ ψυχῆς μας.
Ἄλλα πράγματα μᾶς παρασύρουν. Ἄλλες φωνὲς μᾶς ἐλκύουν. Ἄλλα φῶτα μᾶς σαγηνεῦουν. Καὶ περνοῦν τὰ χρόνια. Καὶ ζητᾶμε διαρκῶς καὶ ὅλο μὲ τὸ παράπονο εἴμεθα. Ἡ ψυχή μας εἶναι ἄδεια. Φτωχή. Ἔρημη ἀπὸ χαρὰ καὶ φῶς. Ἐνῷ ἀντιθέτως, ὅσοι καταφεύγουν εἰς τὸν Θεὸν καὶ ζητοῦν μὲ πίστι τὴ βοήθειά Του, βλέπουν ὅτι ἔρχεται Ἐκεῖνος νὰ τοὺς γεμίσῃ τὴν ψυχὴ μὲ τὰ οὐράνια δῶρα Του. Ἠμπορεῖ νὰ μὴ τὰ δίδῃ ἀμέσως. Κάποτε χρειάζεται ὁλίγη ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή. Ἀλλὰ στὸ τέλος τὰ δίδει. Ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὸν τυφλόν, ὁ ὁποῖος ἐκέρδισε, διότι
4. Ἐπέμενε.
Ὅταν ὁ τυφλὸς ἄρχισε νὰ φωνάζῃ, οἱ προπορευόμενοι ἠθέλησαν νὰ τὸν ἐπιπλήξουν, διότι ἐνόμισαν ὅτι μὲ τὶς φωνὲς του τυφλοῦ θὰ ἐνοχληθῇ ὁ Κύριος. Αὐτὸς ὅμως ὄχι μόνον δὲν ἐσταμάτησεν, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἐφώναζε μὲ ἀκόμη μεγαλυτέραν ἐπιμονήν: «Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με».
Ἦταν σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε: Τί λέτε, νὰ σιωπήσω; Ἐγὼ τόσον καιρὸν ἐπερίμενα τὴν ἡμέραν αὐτήν, καὶ τώρα ποὺ ἦλθε, νὰ μείνω μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα; Θὰ φωνάξω ὅσο μπορῶ δυνατώτερα. Ἡ ψυχὴ μου πονάει, στάζει αἷμα. Θέλω νὰ χαρῶ καὶ νὰ λυτρωθῶ!
Αὐτὸ θὰ πῇ φλόγα πίστεως. Δὲν λυγίζει μπροστὰ στὰ ἐμπόδια. Δὲν ἀποκάμνει. Ἐπιμένει καὶ προχωρεῖ.
Ἄν θὰ ἠθέλαμε νὰ μιμηθῶμεν καὶ ἡμεῖς τὸ παράδειγμα τοῦ τυφλοῦ πόσα πράγματα θὰ εἴχομεν ἐπιτύχει!

Αὐτὴ ἡ ἐπιμονὴ εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν καταφυγὴν εἰς τὸν Θεὸν ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ θαύματα.
Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιμονήν, ἄλλως τε, ὁ τυφλὸς τοῦ Εὐαγγελίου
5. Ἐνίκησε.
Διότι ὅταν ὁ Κύριος ἤκουσε τὴν γεμάτην ἀγωνίαν κραυγὴν τοῦ τυφλοῦ, ἐσταμάτησε καὶ διέταξε νὰ ὁδηγήσουν ἐμπρός Του τὸν ἄνθρωπον ποὺ ἐφώναζε. «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάμω»; Τὸν ἠρώτησε. «Θέλω νὰ ἰδῶ, Κύριε», ἀπήντησε μὲ πόνο καὶ πίστι. «Ἀνάβλεψον·  ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε», εἶπεν ἐπιβλητικὰ ὁ Χριστός. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴν ἀνέκτησε πάλιν τὸ φῶς του, δοξάζων τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Χάρις εἰς τὴν πίστιν του καὶ τὴν ἐπίμονον παράκλησιν, ποὺ ἔκαμε, ἐπέτυχε νὰ νικήσῃ καὶ νὰ ξαναβρῇ τὴν εὐτυχίαν του καὶ τὴν χαράν του.
Πόσοι τέτοιοι δυστυχισμένοι, ἁμαρτωλοί, δεσμῶται τῆς ἁμαρτίας, αἰχμάλωτοι τοῦ κακοῦ, δὲν κατώρθωσαν νὰ ξαναβροῦν τὸν ἑαυτὸν των καὶ τὴν χαράν των, νὰ ἀνακτήσουν τὴν ἀξιοπρέπειάν των χάρις εἰς τὴν πίστιν των καὶ τὴν καταφυγήν των εἰς τὸν Χριστόν!
Πόσοι, ἀλήθεια!
Ἀγαπητοί,
Ἕνας διαπρεπὴς ἰατρὸς τῆς Ἑλλάδος ἐπέρασε κατὰ τὴν κατοχὴν μεγάλα βάσανα. Ἀπὸ τὴν πολλὴν στεχώρια του τυφλώθηκε. Τότε ἀπεφάσισε ν’ αὐτοκτονίσῃ.....
Ὅμως ἕνας συγγενής του, τυφλὸς καὶ αὐτὸς ἐκ γενετῆς, κατώρθωσε νὰ τὸν παρηγορήσῃ.Τὸν ἔμαθε κατ’  ἀρχὴν νὰ διαβάζῃ μὲ  τὸ στύστημα Μπράϊγ, ὅπως λέγεται ἡ εἰδικὴ γραφὴ τῶν τυφλῶν. Τὸ πρῶτο βιβλίο, ποὺ ἄρχισε νὰ διαβάζῃ, ἦταν αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἀφοῦ τὸ ἐδιάβασε πολλὲς φορὲς, ἐζήτησε καὶ τὰ Εὐαγγέλια. Αὐτὸ ἦταν... Τότε ἄρχισε νὰ δοξάζῃ τὸν Θεόν, ποὺ ἐπέτρεψε νὰ χάσῃ εἰς τὰ 68 του χρόνια τὸ φῶς του, διὰ νὰ γνωρίσῃ τὸ ἄλλο φῶς, τὸ πνευματικόν, τὸ ἀνέσπειρον.
Μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὑπῆρξεν ἕνας ἀεικίνητος ἀγγελειοφόρος τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Εἶχεν ἕναν ἀνεψιόν, ὁ ὁποῖος τὸν ὡδηγοῦσε σὲ νοσοκομεῖα καὶ ἄλλα ἄσυλα πόνου. Ὁ τυφλὸς ἰατρὸς παντοῦ ἐσκόρπιζε τὴν αἰσιοδοξίαν. Εἶχεν ἀποκληθῆ «ὁ περιοδεύων ἱεροκῆρυξ». Ὅταν ἀπέθανε, χιλιάδες ἄνθρωποι ἐπῆγαν εἰς τὴν κηδείαν του. Ἄπειρα μάτια ἐδάκρυσαν, διότι εἶχαν βρῆ τὸ ἀληθινὸν φῶς, ὡδηγημένοι ἀπὸ τὸν τυφλὸν μέν, ἀλλὰ πιστὸν ἰατρόν.
Ἠμπορεῖ νὰ μὴ ἀνέκτησε τὸ φῶς του, ὅπως ὁ τυφλὸς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως μὲ τὴν βαθειά του πίστι ἐνίκησε τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπελπισία. Ἐκέρδισε τὸ ἄλλο φῶς, τὸ αἰώνιον. Ἔγινε παρηγορητὴς στρατιᾶς ἀπηλπισμένων. Ἀνεδείχθη δείκτης ὁδηγητικὸς ἐκεῖνων ποὺ εἶχαν τὰ μάτια των....
Ναί!  Ἔγινεν αὐτὸς ὁ τυφλὸς, ὁ ὁδηγὸς τῶν ἄλλων πρὸς τὸ φῶς! ...
 Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου. Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν (σελ. 210-214)
Ἐκδόσεις Β΄, Ἀποστολική διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος