Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

«Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. 1,21)

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥO IHΣΟΥΣ ΕΙΝΕ Ο ΣΩΤΗΡΑΣ

Κυριακὴ πρὸ Χρ. Γεννήσεως (Ματθ. 1,1-25)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὺγουστίνου Καντιώτου

ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΥΡΙΟΥὉ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, τοῦ ὁποίου τὴν θεία γέννησι θὰ ἑορτάσουμε σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστὸς ἔσωσε τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος θὰ εἶχε καταστραφῆ ἐὰν δὲν ἐρχόταν ἐκεῖνος.
Ἡ διαφθορὰ τῶν ἀνθρώπων ἦταν μεγάλη, ἀφάνταστη. Δὲν ἦταν μία φυλὴ ἢ ἕνα ἔθνος μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό· ὅλα τὰ ἔθνη ζοῦσαν στὴν ἁμαρτία. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ, εἶχαν παρεκτραπῆ σοβαρά. Ἡ ἁμαρτία, σὰν μία μεταδοτικὴ νόσος –δὲν ὑπάρχει περισσότερο κολλητικὴ ἀσθένεια– εἶχε μεταδοθῆ παντοῦ.
Τὴν εἰκόνα τῆς διαφθορᾶς ἐκείνης μᾶς δίνει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ἀκούσατε πολλὰ ὀνόματα, πάνω ἀπὸ σαράντα. Τὰ ὀνόματα αὐτὰ δὲν εἶνε ὀνόματα ἁγίων· πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτούς, ἄντρες καὶ γυναῖκες, εἶχαν διαπράξει μεγάλα ἁμαρτήματα, ἐγκλήματα σοβαρά. Γιὰ παράδειγμα ἂς δοῦμε μερικούς.

Ὁ Ἰακὼβ (Ματθ. 1,2) ἐξαπάτησε τὸν γέροντα πατέρα του καὶ μὲ τὴν ἀπάτη πῆρε τὰ πρωτοτόκια, τὰ ὁποῖα κανονικὰ ἀνῆκαν στὸν ἀδελφό του τὸν Ἠσαῦ (βλ. Γέν. 27ο).
Ἁμάρτησε ὁ Ἰακώβ, ἁμάρτησαν καὶ οἱ ἕντεκα γυιοί του (Ματθ. 1,2). Αὐτοί, ὅπως γνωρίζουμε, φθόνησαν τὸν ἀδελφό τους τὸν Ἰωσήφ, τὸν πούλησαν σὰν σκλάβο σὲ Αἰγυπτίους ἐμπόρους, καὶ εἶπαν ψέματα στὸν πατέρα τους ὅτι τὸν ἔφαγε κάποιο θηρίο (βλ. Γέν. 37ο).
Ἁμάρτησε ἐπίσης ὁ Δαυΐδ (Ματθ. 1,6-7). Ποιά ἦταν τὰ ἁμαρτήματά του; Μεγάλα καὶ βαρειά, μοιχεία καὶ φόνος. Πῆρε κατ᾽ ἀρχὴν παρανόμως τὴ Βηρσαβεέ, σύζυγο ἑνὸς ἀξιωματικοῦ του, τοῦ Οὐρία, καὶ συζοῦσε μαζί της ἀναίσχυντα, γινόμενος ἔτσι δημόσιο σκάνδαλο. Καὶ μόνο αὐτό; Γιὰ νὰ σκεπάσῃ τὸ ἕνα ἁμάρτημά του, διέπραξε κι ἄλλο ἔγκλημα πιὸ βαρύ, προκάλεσε φόνο, σκότωσε τὸν σύζυγο τῆς Βηρσαβεέ, τὸν Οὐρία (βλ. Β΄ Βασ. 11ο).
Ἁμάρτησε καὶ ὁ γυιὸς τοῦ Δαυΐδ, ὁ Σολομῶν (Ματθ. 1,6-7). Βρῆκε αὐτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του ἰσχυρὴ βασιλεία καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ σοφία καὶ ἄλλα εἰρηνικὰ ἔργα του, ἀλλὰ τόσο στὰ νιᾶτα του ὅσο καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἦταν ἐπιρρεπὴς στὰ θέλγητρα τῆς σαρκός, συζεύχθηκε μὲ πολλὲς γυναῖκες καὶ κατήντησε «ὁ ἐραστὴς τῆς σοφίας ἐραστὴς πορνῶν γυναικῶν» (Μ. Καν. ᾠδ. ζ΄· βλ. Γ΄ Βασ. 11,1 κ.ἑ.).
Ὁ Ὀζίας (Ματθ. 1,8-9), ποὺ λέγεται καὶ Ἀζαρίας (βλ. Δ΄ Βασ. 15ο καὶ Β΄ Παραλ. 26ο), κατεκρίθη, γιατὶ αὐτὸς, ἐνῷ ἦταν ὄχι ἱερεὺς ἀλλὰ βασιλεύς, μπῆκε στὸ ναό, πῆρε τὸ θυμίαμα καὶ προσέφερε λατρεία, ἁμάρτημα γιὰ τὸ ὁποῖο τιμωρήθηκε μὲ λέπρα. (Ἂν τότε αὐτὸς λεπρώθηκε ἐπειδὴ θυμίασε χωρὶς νὰ ἔχῃ ἄδεια, φαντασθῆτε τί ἔχουν νὰ πάθουν ἐκεῖνοι οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ ποὺ χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ τους πλησιάζουν καὶ κοινωνοῦν καὶ δέχονται στὴν ἀκάθαρτη ὕπαρξί τους ἐκεῖνον τὸν Καθαρό, ποὺ οὔτε οἱ ἄγγελοι δὲν μποροῦν ν᾽ ἀτενίσουν).
Ἁμάρτησε ὁ Ὀζίας, ἁμάρτησε καὶ ὁ Μανασσῆς (βλ. Ματθ. 1,9-10· βλ. Δ΄ Βασ. 21,1-18 καὶ Β΄ Παραλ. 33,1-20), διότι ἀρνήθη τὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ λάτρευσε τὰ εἴδωλα.
Ἀλλ᾽ ἀρκετὰ τὰ παραδείγματα αὐτά. Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐξετάσουμε τί ἔκαναν οἱ ἄλλοι ποὺ ἀναφέρονται στὸν κατάλογο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἐκεῖνο ποὺ βλέπουμε εἶνε, ὅτι μέσα στὸν κατάλογο αὐτὸν τῶν προγόνων τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν ἁμαρτωλοὶ μεγάλοι· ἄλλοι ἀπατεῶνες ὅπως ὁ Ἰακώβ, ἄλλοι μοιχοὶ ὅπως ὁ Δαυΐδ, ἄλλοι πόρνοι ὅπως ὁ Σολομῶν, ἄλλοι εἰδωλολάτρες ὅπως ὁ Ὀζίας, ἄλλοι φθονεροὶ ὅπως τὰ ἀδέρφια τοῦ Ἰωσήφ.
Καὶ ἂν αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα συνέβαιναν μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, φανταστῆτε τώρα τί φοβερὰ ἁμαρτήματα θὰ συνέβαιναν μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν – εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ ὄχι πλέον ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ οἱ θεοὶ ἁμάρταναν. Οἱ θεοί, κατὰ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία, ἔκαναν τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα· ὁ Ζεὺς ἦταν μοιχός, ὁ Ἄρης αἱμοβόρος, ὁ Βάκχος μέθυσος, ἡ Ἥρα ζηλότυπη, ἡ Ἀφροδίτη ἀσελγής, ὁ Ἑρμῆς κυνηγὸς τοῦ κέρδους κ.τ.λ..
Οἱ θεοὶ προστάτες τοῦ κακοῦ, τῶν παθῶν, τῆς ἀνηθικότητος. Κι ἀφοῦ οἱ θεοὶ προστάτευαν τὰ ἐγκλήματα, τί περιμένετε πλέον νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι; Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ –ἐνῷ ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» δική του (Γέν. 1,26)– τότε ὁ ἄνθρωπος ἔπλαθε θεοὺς κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν τῆς πεπτωκυίας φύσεώς του, θεοὺς ποὺ «εὐλογοῦσαν» τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ «προστάτευαν» ἐκείνους ποὺ δούλευαν σ᾽ αὐτά. Ἔτσι «καθησύχαζαν» καὶ κατασίγαζαν οἱ ἀρχαῖοι τὶς διαμαρτυρίες τῆς συνειδήσεώς τους.

* * *

Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἔμοιαζε τότε μὲ ἕνα ἀφηνιασμένο ἄλογο, ποὺ ἔσπασε τὰ λουριὰ καὶ τὰ χαλινάρια καὶ τρέχει ἀσυγκράτητο στὸ γκρεμό. Αὐτός ἦταν ὁ κόσμος ὅταν ἦρθε στὴ γῆ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔβαλε χαλινάρι στὸν ξέφρενο κατήφορο ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἅρμα τῆς ἀνθρωπότητος, διώρθωσε τὴ λανθασμένη καὶ καταστρεπτικὴ πορεία του, φώτισε τὸ δρόμο του· ἀπεκάλυψε τὴν ἀλήθεια, διέλυσε τὴν πλάνη, γκρέμισε τὰ εἴδωλα, κήρυξε τὴν ἀγάπη. Δημιούργησε ἀπὸ τὰ ἐρείπια ἕνα νέο κόσμο, τὴν Ἐκκλησία του.
Καὶ νά σήμερα ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος, ἀναγγέλλοντας τὸ μέλλον ἐκείνου ποὺ θὰ γεννηθῇ, ἔδωσε ἐντολὴ στὸν μνήστορα Ἰωσήφ, νὰ δώσῃ εἰς τὸ παιδίον τὸ γλυκὺ ἐκεῖνο ὄνομα Ἰησοῦς, ποὺ σημαίνει «Σωτήρας»· «Τέξεται δὲ υἱὸν (θὰ γεννήσῃ υἱὸν ἡ Μαριὰμ) καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν (καὶ θὰ τὸν ὀνομάσῃς Ἰησοῦ)· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (γιατὶ αὐτὸς θὰ σώσῃ τὸν λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους). Καὶ πράγματι, ὅταν γεννήθηκε τὸ Θεῖο Βρέφος, ὁ Ἰωσὴφ «ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς) (Ματθ. 1,21,25).
Ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Ἀπεκάλυψε τὴν ἀλήθεια καὶ θεμελίωσε τὴν ἁγία του Ἐκκλησία. Κι ἀπὸ τότε ἡ ἁγία του Ἐκκλησία ἔγινε τὸ λιμάνι ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Ὤ ἐὰν αὐτὸ τὸ δεχόταν καὶ τὸ πίστευε ὅλος ὁ κόσμος!
Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μπόρεσαν νὰ συλλάβουν τὴν ἀλήθεια ὅτι μόνο διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ βροῦν αὐτὸ ποὺ ζητοῦν, τὴ λύτρωσι ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία, τὴν σωτηρία τους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ὑποφέρουν, γι᾽ αὐτὸ καὶ τόση διαφθορὰ καὶ τόση δυστυχία βασανίζει ἀκόμα τὴν ἀνθρωπότητα.
Ναί, ἀγαπητοί μου. Ἐὰν σήμερα τὸ ἄτομο δυστυχῇ –καὶ πόσο δυστυχεῖ τὸ γνωρίζουμε ὅλοι–, ἐὰν ἡ οἰκογένεια κοντεύῃ νὰ διαλυθῇ καὶ καθημερινῶς ἀκοῦμε οἰκογενειακὰ ναυάγια, ἐὰν ἡ κοινωνία μας παρουσιάζῃ τόσα ἐλαττώματα καὶ κακίες, ἐὰν ἡ ἀνθρωπότητα κινδυνεύῃ νὰ πνιγῇ μέσα στὸν ὠκεανὸ τῆς πλάνης καὶ τοῦ μίσους, ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται στὸ ὅτι δὲν ἐννοοῦμε, ὡς σύνολο, νὰ πλησιάσουμε τὸν Χριστό. Δὲν εἶν᾽ αὐτὸ παραλογισμός; Τί θὰ λέγατε, ἀδελφοί μου, γιὰ τὸν πλοίαρχο ἐκεῖνον πού, ἐνῷ κινδυνεύει νὰ ναυαγήσῃ, ἐν τούτοις δὲν ἐννοεῖ νὰ ὁδηγήσῃ τὸ πλοῖο του στὸ λιμάνι ποὺ βρίσκεται μπροστά του, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ παραδέρνῃ στὸ πέλαγος; Ἢ τί θὰ λέγατε γιὰ τὸν ἀσθενῆ ἐκεῖνον πού, ἐνῷ ἔχει μπροστά του τὸ φάρμακο, αὐτὸς δὲν ἐννοεῖ νὰ τὸ πάρῃ, ἀλλὰ προτιμᾷ νὰ μένῃ χωρὶς αὐτὸ καὶ τέλος νὰ πεθαίνῃ; Αὐτὸ κινδυνεύουμε νὰ πάθουμε κ᾽ ἐμεῖς. Κινδυνεύουμε νὰ πνιγοῦμε, μὰ δὲν ἐννοοῦμε νὰ προσεγγίσουμε στὸ λιμάνι τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ῥίξουμε ἐκεῖ τὴν ἄγκυρά μας· κινδυνεύουμε νὰ πεθάνουμε ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας, μὰ δὲν ἁπλώνουμε τὸ χέρι νὰ πάρουμε τὸ φάρμακο ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός· δὲν κάνουμε τὸ βῆμα τῆς μετανοίας, δὲν ἀποφασίζουμε νὰ προσέλθουμε στὴν ἐξομολόγησι καὶ τὴν θεία κοινωνία.

* * *

Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Σωτήρας. Ἑορτάζουμε τὴ γέννησί του. Ἂς γίνῃ ἡ μεγάλη αὐτὴ ἑορτὴ εὐκαιρία νὰ σκεφτοῦμε καὶ ν᾽ ἀποφασίσουμε. Μὲ πόθο ψυχῆς ἂς τὸν πλησιάσουμε, ἂς τὸν παρακαλέσουμε καὶ ἂς τοῦ ποῦμε·
Σύ, Κύριε, ποὺ ἔσωσες τὸν κόσμο ἀπὸ τὴ φοβερὴ καταστροφή· σύ, ποὺ εἶσαι τὸ ἴαμα τῶν ἁμαρτωλῶν, ἡ δόξα τῶν δικαίων, τὸ καύχημα τῶν ἀγγέλων, σὲ παρακαλοῦμε, ἄκουσέ μας, λύτρωσέ μας ἀπὸ τὰ δεινά, καὶ ἀξίωσέ μας νὰ ἑορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα ὅπως οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν ψάλλοντας τὸν ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 18-12-1938.