Στίς 9/22
Ὀκτωβρίου τοῦ 2018, τήν 10.44μ.μ. περίπου, κοιμήθηκε ὁ γέροντας
Γρηγόριος, ὁ ἐπί 38 ἔτη Καθηγούμενος τῆς Μονῆς Δοχειαρίου. Ἀγωνιστής
μοναχός, χαρισματοῦχος ἡγέτης, φωτισμένος νοῦς μέ κριτικό πνεῦμα,
στοργικός πνευματικός πατέρας, δόκιμος χειριστής τοῦ λόγου, ἀνακαινιστής
καί νέος κτίτορας τῆς παλαίφατης Μονῆς του.
Ὁ γέροντας Γρηγόριος μαθήτευσε παρά τούς πόδας τοῦ ὁσίου Ἀμφιλοχίου τοῦ Πατμίου ἀλλά καί τοῦ ὁσίου Φιλοθέου Ζερβάκου, ἡγουμένου τῆς Μονῆς Λογγοβάρδας Πάρου. Στά 29 του χρόνια ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μυρτιᾶς Αἰτωλοακαρνανίας καί κατόπιν τῆς Μονῆς Προυσοῦ Εὐρυτανίας. Ἀπό τό 1980 ἀνέλαβε τήν ἡγουμενεία τῆς Μονῆς Δοχειαρίου, μετατρέποντάς την ἀπό ἰδιόρρυθμη σέ κοινοβιακή Μονή. Καί οἱ τρεῖς Μονές πού παρέλαβε βρίσκονταν σέ ἐρειπιώδη κατάσταση, ἰδιαίτερα ἡ τοῦ Δοχειαρίου. Ἐδῶ προσέφερε τόν ἑαυτό του ὁλόκληρο στήν ἀνακαίνιση καί τή σωστή λειτουργία μιᾶς ἁγιορειτικῆς Μονῆς, πράγμα ἐξαιρετικά ἐπίπονο.
Τά μέτωπα πολλά. Ἐμπόδια ἀπανωτά. Ἔσοδα ἀπό πουθενά. Περιουσιακἀ στοιχεῖα ἀνύπαρκτα. Ὑποτιμητικά σχόλια ἀπό παλαιούς. Παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτά δέν ἐπιδίωξε γνωριμίες μέ πλούσιους φίλους, πολιτικούς συμμάχους καί ἰσχυρούς μέντορες. Ζοῦσε ταπεινά καί ἀπέριττα μέ τό βρισκούμενο, ὅ,τι εἶχε τό μοναστήρι, καί τά ἐλέη τῶν πιστῶν. Ἕνα μόνο ὑποστηρικτή εἶχε καί ἐκεῖ ἀκουμποῦσε ὅλα τά προβλήματά του: τήν Παναγία τή Γοργοϋπήκοο. Ἦρθε στή Μονή Δοχειαρίου γιατί ἔχει Παναγία, ἔλεγε. Ξεκίνησε νά παιανίζει μέ πολύ πόθο τήν Παράκλησή της, μεταφέροντας στήν ψαλμωδία του νησιώτικα μουσικά ἀκούσματα. Ἀπό τότε ἔγινε ἡ Παράκληση θρησκευτικός θούριος στά στόματα ὅλων, εἰς τά πέρατα ἅπαντα. Ξεκίνησε νά τελεῖ τήν ξεχασμένη ἀγρυπνία πρός τιμήν της. Ἀπό τότε πλήθη προσκυνητῶν συρρέουν στή χάρη της, εὐγνωμονώντας γιά τίς εὐεργεσίες της.
Δύο ἦταν οἱ θαυμαστές ἀποκαλύψεις στή ζωή τοῦ γέροντα: ἡ εὕρεση τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου νεομάρτυρα Ἰωάννου ἀπό τήν Κόνιτσα στήν κρύπτη τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς Προυσοῦ ἐπί ἡγουμενείας του, τό 1974 (ὅπου ἐπί ἑκατόν πενῆντα χρόνια ἦταν θαμμένος) καί ἡ ἀποκάλυψη τῆς παλαιᾶς πρωτότυπης τοιχογραφίας τῆς Παναγίας Γοργοϋπηκόου στή Μονή Δοχειαρίου, τό 1997 (πού πάλι ἐπί ἑκατόν πενῆντα χρόνια ἦταν κρυμμένη πίσω ἀπό τή νεώτερη εἰκόνα μέ ρωσική τεχνοτροπία).
Ὁ γέροντας ἔφερε ἀκούσια διά βίου στούς ὤμους του ἕνα μεγάλο σταυρό: τὀ νεανικό διαβήτη, κληρονομιά ἀπό τή μάνα του, ἀπό τά 27 του χρόνια. Στήν ἀρχή προσπάθησε μέ τούς γιατρούς στό νοσοκομεῖο, μήπως μπορέσουν νά τό ρυθμίσουν ἰατρικά. Μάταια ὅμως. Κατόπιν ἀγωνίστηκε νά τό κρατᾶ σέ χαμηλά μέτρα μέ δίαιτα, σωματική ἐργασία καί κίνηση. Πολύ συχνά ὅμως ἀπό τίς στενοχώριες καί τίς εὐθύνες ἀπορρυθμιζόταν. Ἔτσι συνήθισε ὁ ὀργανισμός του σέ ὑψηλές τιμές ζαχάρου. Περίπου τά τελευταῖα 25 χρόνια, ὅταν ἡ μέση του ἄρχισε νά διαμαρτύρεται ἔντονα καί ἡ σωματική του ἐργασία μειώθηκε πολύ, ξεκίνησε νά κάνει ἐνέσεις ἰνσουλίνης, πού ὅμως ἐπέφεραν δυσάρεστα ἀποτελέσματα στήν ὐγεία του. Ἦταν ἕνας διαρκής ἀγώνας, χωρίς ἀνάπαυλα, πού χρειαζόταν ἀφάνταστη ὑπομονή καί ψυχικό σθένος, καί μάλιστα, ἄν σκεφτεῖ κανείς πώς εἶχε ὅλη τήν εὐθύνη γιά τή Μονή πού διοικοῦσε καί τά πρόσωπα πού ποίμαινε.
Δύο πτέρυγες, δίδασκε, ἔχει ὁ μοναχός γιά νά πετάει στά οὐράνια: τή λατρεία καί τή διακονία. Ἡ φροντίδα γιά τή λατρεία καί τήν εὐπρέπεια τοῦ ναοῦ ἦταν ἀκόρεστη. Ἤθελε καθαρή καί εὐδιάκριτη ἀνάγνωση, σύμμετρη ψαλμωδία καί συμμετοχή ὅλων. Συχνές οἱ λειτουργικές παρατηρήσεις στούς κληρικούς. Μετέδιδε ζωντάνια, σχολίαζε, σ᾽ ἔκανε πάντα πιό προσεκτικό. Στάση ἤθελε καί ὄχι κάθισμα στήν ἐκκλησία. Ὅταν ὅμως ἀργότερα ἄρχισαν μεγάλα ἔργα-ἀνακαινίσεις στή Μονή, πού συμμετείχαμε κατά δύναμιν καί ὑπέρ δύναμιν, δἐν μάλωνε ὅταν κοιμόμαστε στό στασίδι.
Ἦταν ὁ πρῶτος στό Ἅγιον Ὄρος πού κρέμασε καινούργια καντήλια στίς πανηγύρεις τῆς Μονῆς καί τό Πάσχα. Στόλισε τά προσκυνητάρια μέ ἀνακαινισμένες τίς παλιές καί μέ νέες ποδιές. Φρόντισε νά φτιάξει νέα ἄμφια γιά τούς κληρικούς, καλύμματα καί σκεύη τῆς Ἁγίας Τραπέζης, νέα ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια καί ἀργυρούς πολυελαίους. Καί ὄχι μόνο στό Καθολικό τῆς Μονῆς, ἀλλά ἀτέλειωτη φροντίδα κατέβαλε γιά ἀνακαίνιση καί στολισμό ὅλων τῶν παλαιῶν παρεκκλησίων-ἐξωκλησίων καί θεμελίωση νέων. Ὅλα αὐτά πληρώνονταν ὄχι βέβαια ἀπό τό φτωχικό βαλάντιο τῆς Μονῆς -οὔτε γιά ἀστεῖο! Εἶχε ἕνα δικό του τρόπο νά παρακινεῖ ἄλλους νά συμμετέχουν στή λατρεία καί τό στολισμό τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον ἐδύνατο ἕκαστος, πού δέ μποροῦσαν νά τοῦ φέρουν ἀντίρρηση.
Ὁ γέροντας ἀγαποῦσε τήν κοινή ἐργασία τῶν μοναχῶν, τήν παγκοινιά, στόν κῆπο, στήν οἰκοδομή, στό δάσος, στά ἀμπέλια, στό μαγειρεῖο. Ἔλεγε πώς ἐκεῖ, μπροστά σέ ὅλους, φαίνεται καί ὁ ἐργατικός καί ὁ ράθυμος, καί ὁ ὑπάκουος καί ὁ δύστροπος, καί ὁ πρόθυμος καί ὁ γογγυστής. Ἔτσι, ντρεπόμενος ὁ ἕνας τόν ἄλλον, πιέζει τόν ἑαυτό του καθένας νά δείξει κάτι καλύτερο. Ζήταγε ἀκόμα τήν ὥρα τῆς διακονίας νά τηροῦμε σιωπή, ἔλλογη ὄχι ἄλογη, ὥστε ἡ διακονία νά συμβαδίζει μέ τήν προσευχή. Ὁ ἴδιος ἔλεγε κάποιο ἀστεῖο, πείραζε τό λωλο-Χαράλαμπο, ἤ σχολίαζε κάτι, ἀλλά ἀπό μᾶς ἀπαιτοῦσε ἡσυχία καί σιωπή.
Δίδασκε ὅτι ὁ μοναχός πρέπει νά ἐργάζεται γιά τή συντήρησή του, γιά τή συντήρηση τῆς Μονῆς καί γιά νά ἐλεεῖ τούς φτωχούς. Ἰδιαίτερα ἡ νεότητα θέλει κόπους. Ὁ ἴδιος πρῶτος παρών παντοῦ. Ἀτελείωτες οἱ ὧρες ἐργασίας στή Μονή. Τήν ἑσπέρα «ὁ ἥλιος ἔγνω τήν δύσιν αὐτοῦ», ἀλλά ὁ ἡγούμενος οὐκ ἔγνω τήν δύσιν αὐτοῦ. Ὅταν τό φῶς τῆς ἡμέρας δέν ἔφτανε γιά νά τελειώσει ἡ δουλειά, ἄναβαν τά λούξ ἀσετυλίνης καί οἱ προβολεῖς αὐτοκινήτων ἤ λάμπες μέ ἠλεκτρογεννήτρια. Ὅταν ἔπιανε τό τσαπί στούς κήπους, ἀλλοίμονο σέ ὅσους ἦσαν κοντά του. Σταματοῦσε μόνο γιά λίγο κολατσό τό μεσημέρι καί μόνο ὅταν τό φῶς ἐγκατέλιπε τό Ἅγιον Ὄρος τή νύχτα. Ὅταν μᾶς καλοῦσε γιά νά μαζέψουμε πέτρες γιά χτίσιμο, δέν προλαβαίναμε νά κουβαλᾶμε στό αὐτοκίνητο τίς πέτρες πού μᾶς ὑποδείκνυε. Ἀεικίνητος νοῦς, πιό γρήγορος ἀπό τήν ἀστραπή, γένναγε λύσεις ἀκούραστα σέ κάθε πρόβλημα. Πρίν τελειώσει μία δουλειά, εἶχε ἕτοιμη τήν ἑπόμενη καί τή μεθεπόμενη στό νοῦ του. Κάθε βράδυ σκεπτόταν πῶς καί ποῦ θά ἀπασχοληθοῦν τήν ἑπομένη οἱ μοναχοί του. Καί κάθε πρωΐ εἶχε ἕτοιμη δουλειά γιά τόν καθένα. Ποτέ δέν ἀναπαυόταν μέ ἀργό μοναχό.
«Πῆρα γριά γυναίκα ἀλλά ὄμορφη», ἔλεγε μεταφορικά γιά τή Μονή Δοχειαρίου. Νησιώτικο μοναστήρι, μέ ἀσβεστωμένους τοίχους, μικρές γειτονιές ἐδῶ κι ἐκεῖ, σαχνισιά καί μπαλκόνια, πεζοῦλες καί καλντερίμια, ἁπλωμένα ὅλα ἀνάλαφρα πάνω στήν πλαγιά τοῦ βουνοῦ. Κάθε γωνιά ξεχωριστή, κάθε μαχαλάς ζωγραφικός πίνακας. Δέν ἄφησε γωνιά πού νά μήν τήν περιποιηθεῖ,. Δέν ἄφησε πεζούλα πού νά μή φυτέψει, νά μή βγάλει τ᾽ ἀγριόχορτα, νά μήν ποτίσει τά νέα βλαστάρια. Πρίν τίς πανηγύρεις, μέ ἀνασκουμπωμένο τό ζωστικό ἔπλενε μέ τό μεγάλο λάστιχο τίς αὐλές, ἀπό τό ἀρχονταρίκι μέχρι κάτω τό μουράγιο. Ὅλα ἔπρεπε νά εἶναι λάμποντα κι ἀστράπτοντα. Πάντα ἤθελε λάστιχα γιά πότισμα στίς βρύσες τῆς αὐλῆς κι ἀλλοίμονο σ᾽ ὅποιον τά ἔπαιρνε γιά ἄλλες χρήσεις. Γεννημένος καί μεγαλωμένος στήν ὕπαιθρο ἀπό ἀγροτική οἰκογένεια, ἀγαποῦσε τή φύση, τά δέντρα, τά λουλούδια, τά ζῶα, τίς ἀγροτικές δουλιές, τό μαγείρεμα στόν ἔξω φοῦρνο, τήν περιποίηση τοῦ χώρου πού ζοῦσε. Κάποτε ἐπισκέπτης τόν ρώτησε:
-Γέροντα, ἀπό ποῦ εἶσαι;
-Γιατί ρωτᾶς;
-Μήπως εἶσαι Μικρασιάτης; Οἱ Μικρασιάτες ἀγαποῦν καί περιποιοῦνται τό χῶρο τους τόσο πολύ.
-Οἱ παποῦδες μου κατάγονταν ἀπό τήν Ὀδησσό, ἀπήντησε.
Πάντα τόνιζε, αὐτό πού μποροῦμε νά κάνουμε μόνοι μας, νά μήν τό ζητᾶμε ἀπό ἄλλους. Γι᾽ αὐτό, ἔσπρωχνε νά μάθουμε τέχνες ἀπαραίτητες γιά τήν ἀνακαίνιση καί λειτουργία τῆς Μονῆς, ἀφήνοντας ἐλεύθερη τήν πρωτοβουλία τοῦ διακονητῆ στή λεπτομέρεια καί τήν ἀπόδοση τῆς μορφῆς. Δέν ἐνοχλοῦσε μέ παρατηρήσεις, ὅταν ἔβλεπε πρόθυμη διακονία καί ἱλαρά πρόσωπα. Μάλιστα τότε ἦταν πού ἔδινε τήν ἑπόμενη κατεύθυνση, χωρίς νά περιμένει τήν ὁλοκλήρωση τῆς προηγούμενης. Τό παντέφορο βλέμμα του διείσδυε παντοῦ. Διέκρινε τίς ἀνάγκες καί ἔβαζε προτεραιότητες. Ἡ συνεπής διακονία ἐπαινεῖτο πάντοτε διακριτικά ἀλλά σέ τρίτους. Ποτέ στόν ἴδιο ἀδελφό. Ἦταν ὅμως κεραυνοβόλος, ὅταν συναντοῦσε ραθυμία καί προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις. Ἡ καθυστέρηση τό πρωΐ στήν παγκοινιά, χωρίς ἰδιαίτερο λόγο, συνιστοῦσε «ἔγκλημα καθοσιώσεως»! Ποιός δέν τόν φοβήθηκε τίς ὧρες ἐκεῖνες, πού οἱ φωνές του ἀκούγονταν μέχρι τό μουράγιο!
Κάθε βράδυ ὅμως μέ ξεκλείδωτη τήν πόρτα τοῦ Ἡγουμενείου δεχότανε καθένα πού ἐρχότανε λίγο νά χαλαρώσει ἤ νά ζεσταθεῖ κοντά στή μοναδική σόμπα πού ἔκαιγε τό χειμώνα, ἤ νά ρωτήσει κάτι. Κάθε βράδυ ρωτοῦσε καθένα (ἄν ἐργαζόταν μακρυά του) πῶς πέρασε τή μέρα, τί ἔφτιαξε, ποῦ ἀπασχολήθηκε. Λίγο τσίπουρο ἤ ἕνα γλυκό πού πρόσφερε ὁ διακονητής, ἕνας ζεστός λόγος, μία διήγηση ἤ ἀναμνήσεις τοῦ γέροντα ἀπό τήν Πάτμο καί τό γέροντα Ἀμφιλόχιο ἤ ἀναγνώσεις, μᾶς ἔκαναν νά ξεχνᾶμε τόν κόπο τῆς ἡμέρας, τίς φωνές, τίς δυσκολίες καί τόν ὄγκο τῆς ἐργασίας πού βλέπαμε μπροστά μας. Ἦταν κυριολεκτικά δοσμένος στήν ἀδελφότητα. Ὅλα τά ἄλλα ἦταν πάρεργα. Ἐκεῖνες τίς ὧρες, πού συνήθως ἔτρωγε τό βραδυνό του, βλέπαμε ἕναν ἄλλο Γέροντα, τρυφερό καί στοργικό πατέρα, μέ κατανόηση καί συμπάθεια γιά τόν καθένα. Μάλιστα ἐκεῖνες τίς ὧρες τόν ἀκούγαμε συχνά ὅλοι νά μιλᾶ στό τηλέφωνο μέ πνευματικοπαίδια του, (διότι μόνο τότε τόν εὕρισκαν εὔκαιρο) ὅπου ἔδινε προσωπικά συμβουλές, μάλωνε, στήριζε καί ἐνίσχυε τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά μᾶς πεῖ ποτέ: -Περάστε ἔξω, ἔχω κάτι ἰδιαίτερο νά πῶ. Ἔτσι, μαθαίναμε τόν τρόπο τῆς ποιμαντικῆς του χωρίς διδασκαλία.
Ποίμαινε μέ διάκριση καί ἐλευθερία τούς μοναχούς του, σεβόμενος τόν χαρακτήρα καθενός. Δέν ἔβαζε μπροστά μας καλούπια. Τόνιζε τά ἀγαθά στοιχεῖα καθενός καί ὁδηγοῦσε πρός μίμηση, χωρίς νά ἐπιβάλλει. Ἔδινε μοναχικά πρότυπα ἀπό παλαιούς πατέρες πού εἶχε γνωρίσει ἤ συναναστραφεῖ, χωρίς νά ἀπαιτεῖ τέλεια ἀντιγραφή. Ἤθελε νά βλέπει ἕστω καί μικρή προσπάθεια καί τότε ἔκανε στραβά μάτια σέ ἀνθρώπινες ἑλλείψεις καί ἀδυναμίες. Ἄκουε καί ὑπάκουε στή συνετή κι ἐμπεριστατωμένη γνώμη τοῦ ἀδελφοῦ πάνω στή διακονία του, ἐφ᾽ ὅσον ἐκεῖνος τοῦ γεννοῦσε ἐμπιστοσύνη. Μᾶς μετέδιδε θάρρος, ὅτι ὁ ἀγώνας μας -ὅσο μικρός κι ἄν εἶναι- ἀναγνωρίζεται, γίνεται ἀποδεκτός χωρίς ἐπαίνους καί κούφια λόγια, πάντα ὅμως ἤθελε κι ἄλλο. Ποτέ δέν εἶπε, φτάνει ὅσο ἔκανες. Πάντα περίμενε τό ἑπόμενο βῆμα. Αὐτό μᾶς ἔδινε φτερά νά συνεχίσουμε, χωρίς νά λογαριάζουμε καθόλου τόν ἑαυτό μας. Ρίχναμε τόν ἑαυτό μας στή διακονία τοῦ κοινοβίου, χωρίς θέλω, νομίζω, ἔχω τή γνώμη, κουράστηκα, κρυώνω…
Ἀκόμα, δέν ἐφείδετο νά μαλώσει μεγαλύτερους ἀδελφούς μπροστά σέ νεώτερους, ὁσάκις τό ἔκρινε δίκαιο, ἤ νά ὑπερασπιστεῖ νεώτερο μπροστά σέ παλαιότερο ἀδελφό, πράγμα πού μᾶς ἐφιστοῦσε τήν προσοχή, ὅτι κι ὅταν γίνεις παλαιότερος, μήν πάψεις νά προσέχεις. Ὅταν μεγαλύτεροι ἀδελφοί τοῦ μιλοῦσαν ἰδιαίτερα γιά θέματα διοίκησης τῆς Μονῆς παρουσίᾳ νεωτέρων, δέν ἀπαντοῦσε σιγανά, μήν ἀκούσουν οἱ νεώτεροι, ἀλλά μέ παρρησία καί ἄφοβα εἰς ἐπήκοον ὅλων.
Στήν Τράπεζα μιλοῦσε συχνά γιά τήν ἀπαλλαγή τῶν παθῶν, τά ὁποῖα ἀνέλυε μέ θαυμαστή λεπτομέρεια καί μάλιστα πάντοτε μέ εἰκόνες ἀπό τήν καθημερινή ζωή καί τή φύση ἀλλά καί μέ τήν ἀθυροστομία τοῦ νησιώτη. Ἡ ὁμιλία ἄρχιζε γλαφυρά μέ κάποια παλιά ἱστορία ἤ ἕνα φυσικό γεγονός καί ὅλοι ἀναρωτιόμαστε ποῦ θά καταλήξει, ποῦ θά σύρει τό λόγο, γιά ποιόν χτυπᾶ ἡ καμπάνα σήμερα. Μήπως γιά μένα; Ἔχτιζε τόσο ὄμορφα τό λόγο, πέτρα-πέτρα, πού δέν ἄφηνε περιθώρια ἐρωτήσεων ἤ κενά ἀναπάντητα, χωρίς ποτέ νά θίγει δημόσια κανέναν. Ὅποιος εἶχε παρασυρθεῖ σέ λάθος, ἤ στήν διακονία ἤ στήν ἐξομολόγηση, καταλάβαινε μόνος του γιά ποιόν τά λέει. Ἔδειχνε τό δρόμο γιά τή μετάνοια καί τήν ταπείνωση, πάντοτε ἀποδεχόμενος τόν εἰλικρινῶς μετανοοῦντα, κάθε Σάββατο στό Ἡγουμενεῖο, καί δίς καί τρίς καί ἑβδομηκοντάκις ἑπτά.
Διακριτικά καί προσεκτικά παρακινοῦσε στήν προσευχή, ὄχι ὅμως εἰς βάρος τῆς διακονίας. Δέν θά προσεύχομαι ἐγώ στό κελλί μου, ὅταν οἱ ἄλλοι διακονοῦν, διότι «μείζων πασῶν ἀρετῶν ἡ ἀγάπη». Ὅταν οἱ κόποι ὑπερῆρον τάς κεφαλάς ἡμῶν, δέν μάλωνε γιά τήν ἀμέλεια στήν προσευχή, ἤ στό «μέ πῆρε ὁ ὕπνος». «Τό ἐρειπωμένο μοναστήρι ἔχει ἀνάγκη τή διακονία ὅλων. Ἀργότερα θά βροῦμε ὥρα γιά προσευχή», ἔλεγε.
Κατά τήν ἵδρυση τοῦ γυναικείου Μετοχίου στό Σοχό Λαγκαδᾶ κάθε μέρα μπροστά ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ. Διάλεγε τίς πιό ταπεινωτικές δουλιές, νά σκουπίζει καί νά καθαρίζει μέ σκεπάρνι τά ξύλα ἀπό τίς πρόκες. Χιλιάδες πρόκες... -Ποιός κάρφωσε τόσες πρόκες; Ἐκεῖνος ὅμως σκεφτόταν τά ἑπόμενα βήματα. Μέ καθαρό νοῦ ἀπαντοῦσε στίς ἐρωτήσεις τῶν μαστόρων περί τοῦ πρακτέου, χωρίς νά μᾶς ἐπιβαρύνει ἐκ τῶν προτέρων μέ τόν ὄγκο τῆς δουλειᾶς πού ἀπαιτεῖτο. Κάθε φορά χάραζε τόν ἑπόμενο στόχο, ἀνάλογα μέ τό χρόνο καί τίς δυνατότητές μας. (Κάποιοι πού δέν ἄντεξαν στό πρόγραμμά του ἀναχώρησαν...) Οἱ κόποι γιά ἕνα κοινό σκοπό ἀδελφώνουν τούς ἀνθρώπους. Ὅλοι χαιρόμαστε σήμερα κι ἀπολαμβάνουμε τούς κόπους ἐκείνους, ἐνθυμούμενοι τήν ὑπερβολική πίεση στόν ἑαυτό μας, κάποιες στιγμιαῖες ἐσωτερικές ἀντιδράσεις, ἀλλά καί εὐχάριστες στιγμές πάνω στή δουλειά, ἀδελφικά πειράγματα, σκωπτικές φιλοφρονήσεις(!), τίς ἀγελάδες τοῦ Νικόλα τοῦ γείτονα πού γκρέμιζαν τά ὑπαίθρια κουζινικά μας, καί τόσα ἄλλα... Πάντα ὅμως τή μορφή τοῦ γέροντα δίπλα μας, σάν τή κλῶσσα πού ταΐζει, προστατεύει καί φροντίζει μέ κάθε τρόπο τά πουλιά της!
Στήν Ἱερά Κοινότητα (δηλαδή στίς Διπλές Συνάξεις) ἡ παρουσία του ποτέ δέν πέρναγε ἀπαρατήρητη. Ρωτοῦσαν σιγανόφωνα κυτάζοντας δεξιά κι ἀριστερά: -Ἦρθε σήμερα; Πάντοτε μέ τό ἀστεῖο, μέ τό πείραγμα καί μέ τήν ἐπιμονή του ἔδειχνε τό δρόμο πού θεωροῦσε σωστόν, ἀκόμα κι ἄν πήγαινε ἀντίθετα στό ρεῦμα τῶν πολλῶν ἤ στό κύρος παλαιότερων γεροντάδων. Μέ σθένος καί διακριτικότητα δέ δίσταζε νά θίξει τά κακῶς κείμενα εἴτε ἐνώπιον πολιτικῶν εἴτε ἐνώπιον ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων. Πολλές φορές ἔβγαλε τό ἱερό Σῶμα ἀπό δύσκολες καταστάσεις, μεταβάλλοντας τή γνώμη τῶν ἀντιθέτων. Ἦταν ἀπό ὅλους σεβαστός (ἀκόμα καί ἀπό ἐκείνους πού δέ συμφωνοῦσαν μαζί του) γιά τή σύνεση, γιά τή συνέπειά του στήν τάξη καί τά προνόμια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γιά τούς ἀτελείωτους κόπους στή Μονή του καί γιά τόν ἄφοβο καί τολμηρό χαρακτήρα του.
Τά τελευταῖα πέντε χρόνια πού ξεχείλισε τό ποτήρι τῆς ἀνομίας στήν χώρα μας, πού τό ἀνήθικο, τό πρόστυχο, τό ἄσεμνο, τό ἁμαρτωλό ἔγινε νόμος τοῦ κράτους, ὁ γέροντας ἀποφάσισε νά διαμαρτυρηθεῖ δημόσια, στέλλοντας πύρινα γραπτά ἄρθρα στό διαδίκτυο. Δέ θά προδώσουμε τήν πίστη τῶν πατέρων μας. Δέ θά ποδοπατήσουμε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Δέ θά ξεπουλήσουμε τήν ἱστορία μας, βροντοφώναξε. Πολλοί στηρίχτηκαν μέ τό λόγο του καί δόξασαν τό Θεό πού ἀκούστηκε φωνή ἀντίδρασης ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Κάποιοι τά φωτοτύπησαν καί τά δίνουν σέ ἄλλους δωρεάν.
Τέλος, ὅταν τό σαρκίο του ἀσθένησε ἕως θανάτου (καί πρίν ἀσθενοῦσε συχνά, ἀλλά τήν ἑπόμενη τόν βλέπαμε ὄρθιο νά κατευθύνει, σά νά μή συνέβη τίποτα τήν προηγούμενη) εἴδαμε τό Γέροντα νά ὑπομένει τόν πόνο καθημερινά μέ ἀτελείωτη ὑπομονή καί ἀντοχή, χωρίς νά ἐκνευρίζεται πρός τούς διακονητές, χωρίς νά ἀπαιτεῖ εἰδική τροφή ἤ περιποίηση, χωρίς νά ζητᾶ ἰατρικές γνωματεύσεις ἤ γιατί αὐτό τό φάρμακο κι ὄχι ἐκεῖνο. Συχνά ἐξωμολογεῖτο μπροστά μας ἤ ἐνώπιον κοσμικῶν λάθη ἤ παραλείψεις του. Εἶχε ἀφήσει ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό του μέ κάθε ἐμπιστοσύνη σά μικρό παιδί στά χέρια τοῦ διακονητῆ ἰατροῦ, πού τόν συνόδευε ὑπέρ τήν εἰκοσαετία ὡς ἄγγελος στά προβλήματα τῆς ὑγείας του καί τοῦ ἀδελφοῦ νοσοκόμου.
- Γέροντα, θά πᾶμε στόν Παράδεισο; τόν ρωτήσαμε τίς τελευταῖες μέρες του.
- Ἐγώ ἀποκλείεται, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός. Ἐσεῖς θά πᾶτε.
-Εὐχαριστοῦμε, γέροντα. Πρέσβευε γιά μᾶς στόν Κύριο. Καλή ἀντάμωση στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Ἱερ. Φιλόθεος Δοχειαρίτης