Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Ἕνα βιβλίο, ποὺ διαφέρει ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα βιβλία ὅσο τὸ διαμάντι ἀπὸ τὰ χαλίκια. Περιέχει τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, τὴ συνταγὴ τῆς εὐτυχίας τῆς ἀνθρωπότητος. Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἄκουγαν τὸ Εὐαγγέλιο, εἰρήνη, δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη θὰ βασίλευαν στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπάρχῃ σὲ κάθε σπίτι, καὶ νὰ τὸ διαβάζουν ὅλοι. Ὅπου εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ διάβολος δὲ᾿ μπορεῖ νὰ σταθῇ, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Τί λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Περιγράφει ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα;
Τί λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Περιγράφει ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα;
* * *
Σὲ μιὰ πόλι ζοῦσε μιὰ νέα γυναίκα. Ἦταν ὑγιής. Ἀλλὰ μιὰ μέρα κάτι αἰσθάνθηκε στὸ κορμί της κι ἀνατρίχιασε. Κάποια ἀσθένεια παρουσιάστηκε. Ἀσθένεια, ποὺ προερχόταν ὄχι ἀπὸ φυσικὰ ατια, ὅπως λένε οἱ γιατροί, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀόρατη ὑπερφυσικὴ πονηρὰ δύναμι ποὺ λέγεται σατανᾶς (ἐπιτρέπει μερικὲς φορὲς ὁ Θεὸς καὶ στὸ σατανᾶ νὰ πειράζῃ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως βλέπουμε καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ). Ὅπως λοιπὸν παίρνεις μιὰ βέργα καὶ τὴ λυγίζεις, ἔτσι ὁ σατανᾶς λύγισε τὴ σπονδυλική της στήλη. Κι ἀπὸ τότε ἡ γυναίκα κυρτώθηκε,
καμπούριασε, καὶ περπατοῦσε πλέον πολὺ δύσκολα, ἔχοντας τὸ κεφάλι στραμμένο πρὸς τὰ κάτω. Ἀπὸ μακριὰ ἔμοιαζε μὲ ζῷο ποὺ περπατάει μὲ τὰ τέσσερα.
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτή, μολονότι ἦταν σὲ τέτοια κατάστασι, ἤλπιζε στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Καὶ νά ἦρθε ἡ εὐκαιρία. Ἦταν Σάββατο, ἡμέρα ἀργίας γιὰ τοὺς Ἑβραίους, κ᾿ ἦταν ὅλοι στὴ συναγωγή. Κοντὰ στοὺς ἄλλους ἦταν ἐκεῖ καὶ ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ συγκύπτουσα. Ἔσυρε τὰ βήματά της καὶ πῆγε, μολονότι λόγῳ τῆς καταστάσεώς της μποροῦσε νὰ ἀπουσιάσῃ. Ἄλλοι, μὲ πόδια γερά, δὲν πατοῦνε στὴν ἐκκλησία· αὐτή, σακάτισσα, θεωροῦσε καθῆκον της νὰ πάῃ νὰ λατρεύσῃ τὸ Θεό. Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη νά καὶ ἦρθε στὴ συναγωγὴ ὁ Χριστός. Ἄρχισε νὰ διδάσκῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, κι ὅλοι ἄκουγαν. Ἰδιαιτέρως ἄκουγε ἡ συγκύπτουσα. Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνίας, τὴν εἶδε, τὴ λυπήθηκε, καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν κάνῃ καλά. Καὶ τὴν ἔκανε. Πῶς; Ὤ τῶν θαυμάτων σου Χριστέ! Ἂς μὴ σὲ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ἐσὺ κάνεις τὰ μεγαλύτερα θαύματα. Ὁ Χριστὸς εἶπε ἕνα λόγο, καὶ ἡ γυναίκα θεραπεύθηκε· τὸ κορμί της ἔγινε ἴσιο σὰν κυπαρίσσι, τὸ κεφάλι της ὑψώθηκε, καὶ δόξαζε τὸ Θεό.
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτή, μολονότι ἦταν σὲ τέτοια κατάστασι, ἤλπιζε στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Καὶ νά ἦρθε ἡ εὐκαιρία. Ἦταν Σάββατο, ἡμέρα ἀργίας γιὰ τοὺς Ἑβραίους, κ᾿ ἦταν ὅλοι στὴ συναγωγή. Κοντὰ στοὺς ἄλλους ἦταν ἐκεῖ καὶ ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ συγκύπτουσα. Ἔσυρε τὰ βήματά της καὶ πῆγε, μολονότι λόγῳ τῆς καταστάσεώς της μποροῦσε νὰ ἀπουσιάσῃ. Ἄλλοι, μὲ πόδια γερά, δὲν πατοῦνε στὴν ἐκκλησία· αὐτή, σακάτισσα, θεωροῦσε καθῆκον της νὰ πάῃ νὰ λατρεύσῃ τὸ Θεό. Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη νά καὶ ἦρθε στὴ συναγωγὴ ὁ Χριστός. Ἄρχισε νὰ διδάσκῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, κι ὅλοι ἄκουγαν. Ἰδιαιτέρως ἄκουγε ἡ συγκύπτουσα. Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεανὸς ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνίας, τὴν εἶδε, τὴ λυπήθηκε, καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν κάνῃ καλά. Καὶ τὴν ἔκανε. Πῶς; Ὤ τῶν θαυμάτων σου Χριστέ! Ἂς μὴ σὲ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ἐσὺ κάνεις τὰ μεγαλύτερα θαύματα. Ὁ Χριστὸς εἶπε ἕνα λόγο, καὶ ἡ γυναίκα θεραπεύθηκε· τὸ κορμί της ἔγινε ἴσιο σὰν κυπαρίσσι, τὸ κεφάλι της ὑψώθηκε, καὶ δόξαζε τὸ Θεό.
* * *
Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶνε ἡ περικοπή. Τί θέλει νὰ μᾶς διδάξῃ; γιατί γράφονται τέτοια περιστατικὰ στὸ Εὐαγγέλιο; Ἡ ἱστορία αὐτή, θὰ πῇ κάποιος, μπορεῖ νὰ ἐνδιαφέρῃ ἀνθρώπους ἀῤῥώστους καὶ σακάτηδες· τί μ᾿ ἐνδιαφέρει ἐμένα ποὺ εἶμαι γερός;… Σωματικῶς εἶσαι γερός· ψυχικῶς ὅμως εἶσαι; ἔχεις τὴν ψυχικὴ ὑγεία, ποὺ εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τὴ σωματική; Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἕνας καθρέφτης, μέσα στὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Διότι αὐτὴ ἡ συγκύπτουσα γυναίκα εἶνε εἰκόνα ὅλων μας, ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Καὶ νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω αὐτό.
Ἑκατομμύρια ζῷα ὑπάρχουν στὸν κόσμο. Ὅλα περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα κ᾿ ἔχουν τὸ κεφάλι στραμμένο στὴ γῆ. Ἕνα μόνο ζωντανὸ ὂν περπατάει μὲ τὰ δύο, ὄρθιο. Ἔχει τὸ κεφάλι ψηλά, γιατὶ πλάστηκε γιὰ τὰ μεγάλα καὶ τὰ ὑψηλά. Αὐτὸ σημαίνει κατὰ μία ἐτυμολογία ἡ λέξι ἄνθρωπος· σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὸ κεφάλι ἄνω, κοιτάζει τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, καὶ δοξάζει τὸ Θεό, ἐνῷ τὰ ζῷα πλάστηκαν νὰ κοιτάζουν τὴ γῆ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν λέγεται ἄν-θρωπος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ στὴν ἐκκλησία ἀκοῦμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.)· ὅσοι εἶστε μέσ᾿ στὸ ναό, λέει, πάψτε νὰ σκέπτεσθε τὰ μάταια καὶ ἁμαρτωλὰ πράγματα, ἡ διάνοια καὶ ἡ καρδιά σας νὰ ὑψωθοῦν στὸ Θεό.
Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι δὲ᾿ σκέπτονται τὰ ὑψηλά. Εἶνε ψυχὲς συγκύπτουσες, ζῳώδεις. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο, ὅταν τρῶς σὰν τὸ χοῖρο, ἁρπάζῃς σὰν τὸ λύκο, τρέφῃς ἐκδίκησι σὰν τὴ γκαμήλα, δαγκώνῃς χειρότερα ἀπὸ τὴν ὀχιὰ καὶ τὸ σκορπιό;… Τὴ μορφὴ ἔχουμε τοῦ ἀνθρώπου· στὴν καρδιὰ εἴμαστε θηρία. Ἕνας σοφὸς ἔγραψε σ᾿ ἕνα σπουδαῖο βιβλίο του· Ἐὰν κάθε ἄνθρωπος ἔπαιρνε τὴ μορφὴ ποὺ τοῦ ἁρμόζει, θὰ βλέπαμε νὰ παρουσιάζωνται ὁ ἕνας σὰν ἀλεποῦ, ὁ ἄλλος σὰ᾿ λύκος, ὁ ἄλλος σὰν κροκόδειλος, ὁ ἄλλος σὰ᾿ λιοντάρι, ὁ ἄλλος σὰν γκαμήλα, ὁ ἄλλος σὰν σκορπιός, ὁ ἄλλος σὰν φίδι… Μέσα σὲ χιλιάδες κόσμο, ποῦ καὶ ποῦ θά ᾿βλεπες κανέναν μὲ μορφὴ ἀνθρώπου.
Μᾶς τίμησε ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ ἐμεῖς ἀφήσαμε τὸν ἑαυτό μας νὰ καταπέσῃ. Εἶχε δίκιο ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος Διογένης, ποὺ μέρα μεσημέρι ἄναψε φανάρι στὴν ἀγορά, καὶ μέσ᾿ στὸ πλῆθος φώναζε· ―«Ἄνθρωπον ζητῶ!» Τοῦ ἔλεγαν· ―Καλά, τί ἔπαθες; ἐμεῖς δὲν εμαστε ἄνθρωποι; ―Ἄνθρωπον ζητῶ! ἐπέμενε αὐτός.
Πάει πλέον ἀγρίεψε, ζούγκλα ἔγινε ὁ κόσμος. Κρίμα στὰ γράμματα, στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια. Τώρα ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε ἁπλῶς θηρίο, εἶνε κάτι χειρότερο. Ἕνα λιοντάρι πόσους μπορεῖ νὰ φάῃ; Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶνε πιὸ ἐπικίνδυνος. Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, ἀπ’ ὅλα τὰ θηρία ποὺ τρέφει ἡ γῆ τὸ ἀγριώτερο εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Καὶ στὶς μέρες μας ἔγινε ἐπιστημονικὸ θηρίο. Δὲν εἶνε ὡπλισμένο μὲ δόντια καὶ νύχια, μὲ δύναμι σωματική. Αὐτὴ τὴν ὥρα στὰ ἀεροδρόμια εἶνε ἕτοιμα ἀεροπλάνα· ἂν μποῦν μέσα ἀεροπόροι, ἀνεβοῦν ψηλά, σὰν «μαυροπούλια» ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ πιέσουν ἕνα κουμπί, μποροῦν νὰ σπείρουν τὸν πυρηνικὸ ὄλεθρο. Μία ἀτομικὴ βόμβα νὰ πέσῃ στὴν Ἀθήνα, μία στὴ Θεσσαλονίκη, μία στὸ Βελιγράδι, μία στὴ Σόφια, μία στὴ Μόσχα, μία στὸ Λονδῖνο, μία στὴ Νέα Ὑόρκη, καὶ θὰ γίνουν ὅλες οἱ πόλεις στάχτη. Ποῦ φτάσαμε, σὲ ποιά ἀγριότητα καταντήσαμε! Τί νὰ τὶς κάνῃς τὶς τηλεοράσεις, τὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὰ ἄλλα κομφὸρ ποὺ γέμισαν τὰ σπίτια; Ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν σὲ καλύβες· ἀλλὰ μέσα στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἅγιοι. Τώρα μέσα στὰ πολυτελῆ διαμερίσματα κατοικοῦν θηρία καὶ δαίμονες, καὶ ἡ ἀνθρωπότης κινδυνεύει ἀπὸ αὐτούς.
―Μὰ γιατί, θὰ πῆτε, καταντήσαμε ἔτσι; Ἀπαντᾷ ἕνας Ῥῶσος συγγραφεύς, προφήτης τοῦ Ῥωσικοῦ λαοῦ· ―Διότι ὅλοι, Ἀνατολὴ καὶ Δύσις, ξεχάσαμε τὸ Θεό! Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ· καὶ χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα. Κι ὅπως εἶπε ἕνας ἄλλος προφήτης, τοῦ δικοῦ μας γένους, θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὶς ἀτομικὲς βόμβες δὲν εἶνε ἀγράμματοι χωρικοὶ καὶ βοσκοί, εἶνε ἐπιστήμονες. Λένε ὅτι, ἂν πέσουν ἀτομικὲς βόμβες, μπορεῖ ἀκόμη κι ἀπὸ τὴν τροχιά του νὰ βγῇ ὁ πλανήτης, νὰ καταστραφῇ ὁ κόσμος. Ὅλα τὰ ἐποίησε καλὰ ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐποίησε κακά.
Ἑκατομμύρια ζῷα ὑπάρχουν στὸν κόσμο. Ὅλα περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα κ᾿ ἔχουν τὸ κεφάλι στραμμένο στὴ γῆ. Ἕνα μόνο ζωντανὸ ὂν περπατάει μὲ τὰ δύο, ὄρθιο. Ἔχει τὸ κεφάλι ψηλά, γιατὶ πλάστηκε γιὰ τὰ μεγάλα καὶ τὰ ὑψηλά. Αὐτὸ σημαίνει κατὰ μία ἐτυμολογία ἡ λέξι ἄνθρωπος· σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὸ κεφάλι ἄνω, κοιτάζει τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, καὶ δοξάζει τὸ Θεό, ἐνῷ τὰ ζῷα πλάστηκαν νὰ κοιτάζουν τὴ γῆ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν λέγεται ἄν-θρωπος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ στὴν ἐκκλησία ἀκοῦμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.)· ὅσοι εἶστε μέσ᾿ στὸ ναό, λέει, πάψτε νὰ σκέπτεσθε τὰ μάταια καὶ ἁμαρτωλὰ πράγματα, ἡ διάνοια καὶ ἡ καρδιά σας νὰ ὑψωθοῦν στὸ Θεό.
Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι δὲ᾿ σκέπτονται τὰ ὑψηλά. Εἶνε ψυχὲς συγκύπτουσες, ζῳώδεις. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο, ὅταν τρῶς σὰν τὸ χοῖρο, ἁρπάζῃς σὰν τὸ λύκο, τρέφῃς ἐκδίκησι σὰν τὴ γκαμήλα, δαγκώνῃς χειρότερα ἀπὸ τὴν ὀχιὰ καὶ τὸ σκορπιό;… Τὴ μορφὴ ἔχουμε τοῦ ἀνθρώπου· στὴν καρδιὰ εἴμαστε θηρία. Ἕνας σοφὸς ἔγραψε σ᾿ ἕνα σπουδαῖο βιβλίο του· Ἐὰν κάθε ἄνθρωπος ἔπαιρνε τὴ μορφὴ ποὺ τοῦ ἁρμόζει, θὰ βλέπαμε νὰ παρουσιάζωνται ὁ ἕνας σὰν ἀλεποῦ, ὁ ἄλλος σὰ᾿ λύκος, ὁ ἄλλος σὰν κροκόδειλος, ὁ ἄλλος σὰ᾿ λιοντάρι, ὁ ἄλλος σὰν γκαμήλα, ὁ ἄλλος σὰν σκορπιός, ὁ ἄλλος σὰν φίδι… Μέσα σὲ χιλιάδες κόσμο, ποῦ καὶ ποῦ θά ᾿βλεπες κανέναν μὲ μορφὴ ἀνθρώπου.
Μᾶς τίμησε ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ ἐμεῖς ἀφήσαμε τὸν ἑαυτό μας νὰ καταπέσῃ. Εἶχε δίκιο ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος Διογένης, ποὺ μέρα μεσημέρι ἄναψε φανάρι στὴν ἀγορά, καὶ μέσ᾿ στὸ πλῆθος φώναζε· ―«Ἄνθρωπον ζητῶ!» Τοῦ ἔλεγαν· ―Καλά, τί ἔπαθες; ἐμεῖς δὲν εμαστε ἄνθρωποι; ―Ἄνθρωπον ζητῶ! ἐπέμενε αὐτός.
Πάει πλέον ἀγρίεψε, ζούγκλα ἔγινε ὁ κόσμος. Κρίμα στὰ γράμματα, στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια. Τώρα ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε ἁπλῶς θηρίο, εἶνε κάτι χειρότερο. Ἕνα λιοντάρι πόσους μπορεῖ νὰ φάῃ; Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶνε πιὸ ἐπικίνδυνος. Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, ἀπ’ ὅλα τὰ θηρία ποὺ τρέφει ἡ γῆ τὸ ἀγριώτερο εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Καὶ στὶς μέρες μας ἔγινε ἐπιστημονικὸ θηρίο. Δὲν εἶνε ὡπλισμένο μὲ δόντια καὶ νύχια, μὲ δύναμι σωματική. Αὐτὴ τὴν ὥρα στὰ ἀεροδρόμια εἶνε ἕτοιμα ἀεροπλάνα· ἂν μποῦν μέσα ἀεροπόροι, ἀνεβοῦν ψηλά, σὰν «μαυροπούλια» ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ πιέσουν ἕνα κουμπί, μποροῦν νὰ σπείρουν τὸν πυρηνικὸ ὄλεθρο. Μία ἀτομικὴ βόμβα νὰ πέσῃ στὴν Ἀθήνα, μία στὴ Θεσσαλονίκη, μία στὸ Βελιγράδι, μία στὴ Σόφια, μία στὴ Μόσχα, μία στὸ Λονδῖνο, μία στὴ Νέα Ὑόρκη, καὶ θὰ γίνουν ὅλες οἱ πόλεις στάχτη. Ποῦ φτάσαμε, σὲ ποιά ἀγριότητα καταντήσαμε! Τί νὰ τὶς κάνῃς τὶς τηλεοράσεις, τὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὰ ἄλλα κομφὸρ ποὺ γέμισαν τὰ σπίτια; Ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν σὲ καλύβες· ἀλλὰ μέσα στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἅγιοι. Τώρα μέσα στὰ πολυτελῆ διαμερίσματα κατοικοῦν θηρία καὶ δαίμονες, καὶ ἡ ἀνθρωπότης κινδυνεύει ἀπὸ αὐτούς.
―Μὰ γιατί, θὰ πῆτε, καταντήσαμε ἔτσι; Ἀπαντᾷ ἕνας Ῥῶσος συγγραφεύς, προφήτης τοῦ Ῥωσικοῦ λαοῦ· ―Διότι ὅλοι, Ἀνατολὴ καὶ Δύσις, ξεχάσαμε τὸ Θεό! Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ· καὶ χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα. Κι ὅπως εἶπε ἕνας ἄλλος προφήτης, τοῦ δικοῦ μας γένους, θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο». Κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὶς ἀτομικὲς βόμβες δὲν εἶνε ἀγράμματοι χωρικοὶ καὶ βοσκοί, εἶνε ἐπιστήμονες. Λένε ὅτι, ἂν πέσουν ἀτομικὲς βόμβες, μπορεῖ ἀκόμη κι ἀπὸ τὴν τροχιά του νὰ βγῇ ὁ πλανήτης, νὰ καταστραφῇ ὁ κόσμος. Ὅλα τὰ ἐποίησε καλὰ ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐποίησε κακά.
* * *
―Μᾶς ἀπελπίζεις ἔτσι. Δηλαδὴ ἔρχεται τὸ τέλος τοῦ κόσμου;…
Δὲν ξέρω, ἀδέρφια μου. Ἐγὼ ἕνα μπορῶ νὰ πῶ· ὅτι ὑπάρχει ἐλπίδα. Ἐγὼ ὁ γέρος ἐπίσκοπος πρέπει νὰ σᾶς πῶ τὴν πικρὰ ἀλήθεια, ὅτι ὑπάρχει ἐνδεχόμενο μεγάλης καταστροφῆς. Εἴμαστε δώδεκα παρὰ πέντε· λίγη διορία ἔχει ἡ ἀνθρωπότης. Ὑπάρχει ὅμως ἐλπίδα. Ποιά εἶνε ἡ ἐλπίδα μας; Μία λέξις· μία λέξις, ποὺ δὲ᾿ θέλουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε. Εἶνε τὸ μόνο φάρμακο, ἡ μόνη σωτηρία. Ποιά εἶνε ἡ λέξις αὐτή; Θὰ τὴν πῶ, θὰ μὲ ἀκούσετε; Εἶνε ἡ μετάνοια. Τί θὰ πῇ μετάνοια; Ν’ ἀλλάξουμε μυαλά, νὰ σκεφθοῦμε διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι σκεπτόμεθα, ἡ καρδιά μας νὰ αἰσθανθῇ ἄλλα αἰσθήματα.
Νὰ μετανοήσουμε. Ἔπειτα καὶ ἡ περίοδος αὐτὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων εἶνε περίοδος μετανοίας. Πέφτω καὶ σᾶς προσκυνῶ, ἀδέρφια μου καὶ πατέρες μου, καὶ σᾶς παρακαλῶ. Ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, νὰ πᾶτε στὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ πῆτε τ’ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ χύσετε ἕνα δάκρυ γι᾿ αὐτά.
―Καὶ τί θὰ κερδίσουμε μὲ τὴν ἐξομολόγησι;
Τί θὰ κερδίσουμε; Σᾶς ἀπαντῶ πάλι μ’ ἕνα Ῥῶσο. Δὲν πίστευε. Ἀλλὰ στὴ φυλακὴ τῆς Σιβηρίας, ποὺ τὸν πήγανε οἱ τσάροι, ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ διάβασε, καὶ πίστεψε στὸ Χριστό. Τότε πῆγε σ’ ἕνα πνευματικὸ πατέρα (στάρετς) κ᾿ ἐξωμολογήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του. Ὅταν βγῆκε εἶπε· «Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου».
Θέλεις νὰ δῇς ἂν εἶνε ζωντανὴ ἡ θρησκεία μας; Πήγαινε στὸν πνευματικό, γονάτισε καὶ πὲς ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματά σου. Τότε θὰ αἰσθανθῇς, ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλη θρησκεία πιὸ ζωντανὴ καὶ θαυματουργὴ ἀπὸ τὴ θρησκεία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Δὲν ξέρω, ἀδέρφια μου. Ἐγὼ ἕνα μπορῶ νὰ πῶ· ὅτι ὑπάρχει ἐλπίδα. Ἐγὼ ὁ γέρος ἐπίσκοπος πρέπει νὰ σᾶς πῶ τὴν πικρὰ ἀλήθεια, ὅτι ὑπάρχει ἐνδεχόμενο μεγάλης καταστροφῆς. Εἴμαστε δώδεκα παρὰ πέντε· λίγη διορία ἔχει ἡ ἀνθρωπότης. Ὑπάρχει ὅμως ἐλπίδα. Ποιά εἶνε ἡ ἐλπίδα μας; Μία λέξις· μία λέξις, ποὺ δὲ᾿ θέλουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε. Εἶνε τὸ μόνο φάρμακο, ἡ μόνη σωτηρία. Ποιά εἶνε ἡ λέξις αὐτή; Θὰ τὴν πῶ, θὰ μὲ ἀκούσετε; Εἶνε ἡ μετάνοια. Τί θὰ πῇ μετάνοια; Ν’ ἀλλάξουμε μυαλά, νὰ σκεφθοῦμε διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι σκεπτόμεθα, ἡ καρδιά μας νὰ αἰσθανθῇ ἄλλα αἰσθήματα.
Νὰ μετανοήσουμε. Ἔπειτα καὶ ἡ περίοδος αὐτὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων εἶνε περίοδος μετανοίας. Πέφτω καὶ σᾶς προσκυνῶ, ἀδέρφια μου καὶ πατέρες μου, καὶ σᾶς παρακαλῶ. Ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, νὰ πᾶτε στὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ πῆτε τ’ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ χύσετε ἕνα δάκρυ γι᾿ αὐτά.
―Καὶ τί θὰ κερδίσουμε μὲ τὴν ἐξομολόγησι;
Τί θὰ κερδίσουμε; Σᾶς ἀπαντῶ πάλι μ’ ἕνα Ῥῶσο. Δὲν πίστευε. Ἀλλὰ στὴ φυλακὴ τῆς Σιβηρίας, ποὺ τὸν πήγανε οἱ τσάροι, ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ διάβασε, καὶ πίστεψε στὸ Χριστό. Τότε πῆγε σ’ ἕνα πνευματικὸ πατέρα (στάρετς) κ᾿ ἐξωμολογήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του. Ὅταν βγῆκε εἶπε· «Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου».
Θέλεις νὰ δῇς ἂν εἶνε ζωντανὴ ἡ θρησκεία μας; Πήγαινε στὸν πνευματικό, γονάτισε καὶ πὲς ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματά σου. Τότε θὰ αἰσθανθῇς, ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλη θρησκεία πιὸ ζωντανὴ καὶ θαυματουργὴ ἀπὸ τὴ θρησκεία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος