Του Κων/νου Α. Οικονόμου δασκάλου του 16ου Δ. Σχ.
Λάρισας
ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ: Ο Άγιος
γεννήθηκε το 1547 στον Αιγιαλό Ζακύνθου. Το κοσμικό όνομά του ήταν Δραγανίγος
Σιγούρος. Η εύπορη οικογένειά του κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ ο πατέρας του,
Μώκιος, συμμετέχοντας στο βενετικό πόλεμο κατά των Τούρκων απέκτησε
αριστοκρατικό αξίωμα. Ο Άγιος είχε δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα.
Σύμφωνα με τοπική παράδοση, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον πραστάτη Κεφαλλονιάς,
Άγιο Γεράσιμο. Από μικρή ηλικία, η οικογένειά του τού παρείχε χριστιανική
ανατροφή ενώ είχε προσλάβει και ένα δάσκαλο ονόματι Καιροφυλά ώστε να
μεταδώσει στον μικρό τόσο γνώσεις θύραθεν παιδείας, όσο και «εκκλησιαστικά
γράμματα». Είναι βέβαιο πως απέκτησε σημαντική μόρφωση, αφού γνώριζε άψογα,
αρχαία ελληνικά, ιταλικά και λατινικά. Η θεολογική του επάρκεια αποδεικνύεται
από μια εργασίας του, που διασώθηκε, και αφορά σε υπομνηματισμό κειμένων του Γρηγορίου
του Θεολόγου.
Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ: Σε ηλικία
20 ετών και μετά το θάνατο των γονέων του, όπως προκύπτει από τη δωρεά όλης της
περιουσίας στον αδελφό του με μνεία στην αποκατάσταση της αδελφής του,
αποφασίζει, υπακούοντας στην κλήση του από το Θεό, να δεχθεί το “αγγελικό”
σχήμα ακολουθώντας ασκητικό βίο. Εκάρη στη μονή Στροφάδων, στο ομώνυμο νησί
νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Εκεί αφιερώθηκε στην προσευχή,
την μελέτη των Γραφών και ζούσε ασκητικό βίο, που τόσο ποθούσε. Σύντομα φάνηκε
και η πνευματική πρόοδός του, με αποτέλεσμα, μόλις δύο έτη αργότερα, να γίνει
ηγούμενος της μονής.
ΙΕΡΕΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ: Ένα
έτος αργότερα, και παρά τις επιφυλάξεις του ίδιου λόγω της βαριάς ευθύνης, ο
επίσκοπος Κεφαλληνιάς και Ζακύνθου Θεόφιλος χειροτόνησε τον Διονύσιο διάκονο
και εν συνεχεία ιερέα. Όταν το 1577 θέλησε να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους,
πέρασε από την Αθήνα για να πάρει την ευλογία του μητροπολίτη Νικάνορα και
εν συνεχεία να βρει καράβι προκειμένου νὰ ταξιδέψει στὰ Ἱεροσόλυμα. Αλλὰ, όταν ο αρχιερέας των Αθηνών άκουσε κάποια
Κυριακὴ τὸ λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλὲς παρακλήσεις, τὸν έκανε
επίσκοπο Αἰγίνης, μὲ τὴν ἐπίσημη ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και του
Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία. Έτσι ο Άγιος
εχρίσθη επίσκοπος λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο
νησί ήταν σημαντικό και αφορούσε στην υλική αλλά και πνευματική ανακούφιση των
καταπονημένων και φτωχών. Το 1579, ο άγιος λόγω του κοπιαστικού του έργου και
λόγω προβλημάτων υγείας, έστειλε επιστολή παράιτησης στον Πατριάρχη ζητώντας να
του επιτρέψουν να επιστρέψει στο νησί του. Ο Ιερεμίας, εκτιμώντας τις
ποιμαντικές ικανότητες του αγίου, τον έχρισε βοηθό επίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη
δραστηριότητά του και η φιλανθρωπία του στην Ζάκυνθο, προκάλεσε την επιβουλή
του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με
αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας, στον ηγεμόνα του νησιού
Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο
ίδιος δέχτηκε ταπεινά ώστε να μην προκληθούν σχίσματα.
Η ΦΥΓΑΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ: Η οικογένεια του αγίου, οι Σιγούροι και μια άλλη
οικογένεια του νησιού οι Μονδίνοι, σύμφωνα με διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται
στα αρχεία της Βενετίας, κτήση της οποίας ήταν η Ζάκυνθος, φαίνεται να είχαν
θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια
από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Ο δολοφονός του
Κωνσταντίνου, στην προσπάθεια να διαφύγει, αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι
της Αναφωνήτριας στα Βόρεια του νησιού, όπου βρισκόταν ο Άγιος, μη γνωρίζοντας
τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ρωτήθηκε από τον Διονύσιο, που
ήταν ο ηγούμενος, γιατί ζητεί καταφύγιο. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι
Σιγούροι, ενώ, μετά από διαρκείς ερωτήσεις, ομολόγησε πως δολοφόνησε τον
Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον
δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα
έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την
πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχώρησης και
υψηλής εφαρμογής της Χριστιανικής αγάπης.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΣΚΗΝΩΜΑ: Ο Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής
του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της της Αναφωνήτριας (Θεοτόκου). Πολύς κόσμος
πήγαινε κοντά του για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Εκεί
εκοιμήθη, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622 ή του 1624, ενώ η τελευταία του επιθυμία
ήταν να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων, της Μονής δηλαδή της
μετανοίας του, όπου και είχε χειροτονηθεί ιερέας. Τρία έτη μετά έγινε ανακομιδή
του λειψάνου του που βρέθηκε ακέραιο και ευωδιαστό. Έτσι παραμένει μέχρι και
σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του Αγίου στην Ζάκυνθο, η πόλη της οποίας έχει τον
Άγιο προστάτη και πολιούχο της. Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό
πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.
Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου κι ο φονιάς του αδελφού του
Του
Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ: Εκείνο το απόγευμα
ο ηγούμενος της Ι. Μονής Παναγίας Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο, Διονύσιος Σιγούρος
κλάδευE τα δέντρα του περιβολιού του μοναστηριού, όταν ένα
νέος άντρας, τρομαγμένος κι ανήσυχος, πλησίασε και πέφτοντας στα πόδια του
Διονυσίου ψιθύρισε: “Σώσε με, γέροντα. Με κυνηγούν να με σκοτώσουν”,
ρίχνοντας αγωνιώδεις ματιές στην αυλόπορτα. Ο ηγούμενος, που σαν Ζακυνθινός
γνώριζε όλους τους συντοπίτες του, κατάλαβε πως ο επισκέπτης ήταν ξένος. “Ποιος,
παιδί μου, καταδιώκει έναν ξένο άνθρωπο στο φιλόξενο νησί μας;” ρώτησε
παραξενεμένος. “Οι Σιγούροι, γέροντα.” Ξαφνιάστηκε ξανά ο γέροντας,
καθώς άκουσε πως τον ξένο κυνηγούσαν συγγενείς του.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: “Γιατί σε
κατατρέχουν οι Σιγούροι;”, τον ρώτησε ο ηγούμενος. Κι εκείνος: “Έκαμα
φονικό, δέσποτα,” Ο Διονύσιος έμεινε εμβρόντητος. “Ποιον σκότωσες;”,
τον ρωτά. “Τον άρχοντα Κωνσταντίνο Σιγούρο”, του απαντά εκείνος
κατεβάζοντας τα μάτια. Πληγώθηκε κατάκαρδα ο ηγούμενος, καθώς άκουσε πως
σκοτωμένος ήταν ο αδερφός του! Τα μάτια του υγράνθηκαν. Συναισθήματα θλίψης κι
οργής τον τύλιξαν και για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του να εκδικηθεί το
φονιά του αδερφού του, παραδίνοντάς τον για άμεση και δίκαιη τιμωρία. Όμως,
ευθύς αμέσως μετάνιωσε για τη σκέψη του. Χαλιναγώγησε το πάθος της εκδίκησης,
που γεννήθηκε στην ψυχή του. Όχι, δεν έπρεπε να πάρει εκδίκηση. Θυμήθηκε πως ο Κύριος είχε συγχωρήσει τους σταυρωτές Του πάνω στο σταυρό.
«Κύριε, ελέησόν με, τον αμαρτωλό», ψιθύρισε κι έκαμε το σημείο του
σταυρού.
ΜΙΜΗΣΙΣ ΚΥΡΙΟΥ: Στράφηκε στο φονιά
και, δίχως να του αποκαλύψει πως ήταν αδερφός του θύματος, τον ρώτησε ήρεμα: “Γιατί,
παιδί μου, σκότωσες αυτόν τον καλό άρχοντα του νησιού;” Κι εκείνος όλο
αγωνία και τρόμο είπε βιαστικά: “Η κακιά η ώρα, γέροντα. Μα μην το ψάχνεις.
Κρύψε με μονάχα, σε παρακαλώ, να γλιτώσω από τη δικαιολογημένη οργή τους. Κρύψε
με, γιατί όπου να ναι καταφτάνουνε στο μοναστήρι και θα με τουφεκίσουν.”
Τότε ο Διονύσιος, πράττοντας κατά μίμηση Χριστού,του είπε: “Θα σε κρύψω.
Ακολούθα με.” Τον έκρυψε σε απόκρυφο μέρος, που μήτε οι καλόγεροι δεν
γνώριζαν.
ΟΙ ΔΙΩΚΤΕΣ: Μόλις που
πρόλαβε ν' ασφαλίσει το φονιά κι οι Σιγούροι, ξαδέρφια και συγγενείς του,
κατέφτασαν αρματωμένοι, κατάκοποι και αγριεμένοι: “Πού είναι ο φονιάς,
γέροντα;”, τον ρώτησαν χωρίς περιστροφές. Ο πατέρας Διονύσιος έκανε πως δεν
γνώριζε τίποτε: “Δεν είμαστε φονιάδες εδώ, αδέρφια μου.” “Δε λέμε για
τους ανθρώπους του μοναστηριού, αλλά για το φονιά που τρύπωσε δω μέσα πριν από
λίγο.”, του απάντησαν. Ο ηγούμενος κράτησε όλη την ψυχραιμία του. Έπρεπε να
τους πείσει όχι μονάχα με λόγια, αλλά και με τη στάση του, πως ο φονιάς δεν
ήταν εκεί. Αν υποψιάζονταν πως τον έκρυβε για λόγους χριστιανικής ανεξικακίας,
εκείνοι θα κάναν το παν να τον ανακαλύψουν. “Γιατί πρόκειται;” ρώτησε ο
Διονύσιος. Εκείνοι του εξιστόρησαν τα γεγονότα όλα κι ο Άγιος άφησε τα δάκρυά
του, που ως τότε συγκρατούσε με κόπο, να τρέξουν στο πρόσωπό του. Θρήνησε βουβά
τον άδικο χαμό του αγαπημένου του αδερφού. Μετά από λίγες στιγμές ο Διονύσιος
τους ρώτησε, σκουπίζοντας τα μάτια του: “Ναι, αδέρφια μου, μα τώρα τι
γυρεύετε με τα ντουφέκια στο Μοναστήρι;” Ένας από τους διώκτες του
απάντησε: “Είδαμε πως ο φονιάς τράβηξε κατά δω, γέροντα, και νομίσαμε πως θα
σου γύρευε καταφύγιο. Όμως, πάμε, φεύγουμε, κάπου εδώ γύρω θα κρύβεται, αλλά θα
τον βρούμε. Δε θα γλιτώσει.” Οι Σιγούροι άφησαν
το Μοναστήρι και συνέχισαν την αναζήτηση του φονιά στο νησί.
ΙΛΑΣΜΟΣ: Όταν οι συγγενείς του ξεμάκρυναν, ο πατέρας Διονύσιος, πήγε στην
κρυψώνα και κάλεσε το φονιά να βγει έξω. Μόλις εκείνος βγήκε, του καταφίλησε τα
χέρια: “Σ' ευχαριστώ, άγιε ηγούμενε. Μου έσωσες τη ζωή.” Κι ο Άγιος τον
ρώτησε: “Άνθρωπέ μου, γνωρίζεις ποιος είμαι;” Εκείνος κούνησε το κεφάλι
του αρνητικά. “Είμαι ο αδερφός του σκοτωμένου”, του είπε με φωνή γεμάτη
πόνο. “Ο αδελφός μου, που εσύ του αφαίρεσες τη ζωή, κανέναν δεν είχε βλάψει.
Γιατί το έκανες;” Σάστισε ο φονιάς. Χλώμιασε ενώ το πάνω χείλι του
τρεμόπαιξε: “Κακιά ώρα, δέσποτα”, δικαιολογήθηκε ξανά τραυλίζοντας. “Πρέπει,
αδελφέ μου, να μετανιώσεις γι' αυτή σου την πράξη. Να γυρέψεις συχώρεση από το
Θεό. Αν χάσεις την ψυχή σου, τα 'χεις όλα χαμένα.”, του 'πε ο Ηγούμενος. Ο
άλλος έβαλε τα κλάματα λέγοντας με συντριβή: “Μετανιώνω, γέροντα, μετανιώνω.”.
Ο πατέρας Διονύσιος τον συγχώρεσε. Του έδωσε μάλιστα και κάποια χρήματα για τις
πρώτες του ανάγκες και τον συνόδεψε στο γιαλό, όπου τον μπαρκάρισε σε περαστικό
καράβι για την Πελοπόννησο.
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ο Γέρων Διονύσιος κοιμήθηκε
στη Ζάκυνθο στις 17 Δεκεμβρίου 1622 κι η Εκκλησία μας για τον ενάρετο βίο του,
τη χριστιανική και φιλάνθρωπη δράση και τα θαύματά του τον ανακήρυξε Άγιο
(1703). Για την άγια ζωή του και τα θαύματά του, που ακόμα συνεχίζονται, οι
κάτοικοι της Ζακύνθου έχουνε πολλά να διηγούνται.
Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΩΜΑΤΟΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ:https://www.youtube.com/watch?v=wIKR8byazZM
Η ΠΑΤΡΙΑΡΧ. ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ 17.12.2018:
ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ:https://www.youtube.com/watch?v=5aBD018o9IM
======================================================
-=============================================================
Έτερον Σχετικόν
======================================================
-=============================================================
Έτερον Σχετικόν
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΗΣΕΩΣ.
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ.
Ένας
νέος από αρχοντική οικογένεια αφήνει τα εγκόσμια και πηγαίνει στο
μοναστήρι. Αυτό βέβαια δεν είναι συνηθισμένο και φυσικό, όχι μόνο
σήμερα, αλλά και σε κάθε καιρό. Το φυσικό και συνηθισμένο είναι μια καλή
κοινωνική αποκατάσταση, να ακολουθήσει το παιδί το έργο του πατέρα και
να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Αλλ’
όμως βρίσκονται νέοι, κι ας διαμαρτύρονται κι ας αντιδρούν οι γονείς
τους, που βγαίνουν από τη συνήθεια και ξεπερνάνε τα ανθρώπινα μέτρα.
Είναι, καθώς λέγει ο Ιησούς Χριστός, «οι δυνάμενοι χωρείν». Ποτέ βέβαια με τη δική τους μόνο θέληση και δύναμη, αλλά πάντα οπλισμένοι και δυνατοί με τη θεία χάρη. αυμαστός
λοιπόν και μακαριστός είναι κι ο άγιος Διονύσιος, που αναφάνηκε στα
νεώτερα χρόνια αστέρας φαεινότατος, μαζί με πολλούς άλλους μάρτυρες και
οσίους, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν οικονομία της θείας
Πρόνοιας να στηριχθεί στη δοκιμασία του το αιχμάλωτο γένος των ορθοδόξων
χριστιανών. Ο άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1547
από γονείς που ξεχώριζαν στο νησί για τη λαμπρή τους κοινωνική θέση και
την οικονομική τους κατάσταση. Ο άγιος του Θεού σε νεαρή ηλικία τα
άφησε όλα, και κοινωνική θέση και πλούτο, κι έφυγε στο μοναστήρι της
Παναγίας της Παντοχαράς, που είναι στα Στροφάδια, δύο μικρά
αμπελοφυτεμένα νησιά, που βρίσκονται στο Ιόνιο πέλαγος στα νότια της
Ζακύνθου.
Όταν
τελειώθηκε στη μοναχική άσκηση, χειροτονημένος εν τω μεταξύ ιερέας, ο
άγιος Διονύσιος ξεκίνησε να πάει προσκυνητής στους Αγίους Τόπους. Ο
δρόμος του τον έφερε να περάσει από την Αθήνα, και ο τότε Μητροπολίτης
Αθηνών Νικάνορας, που είδε και εκτίμησε την πνευματικότητα και τις
αρετές του ιερομόναχου Διονυσίου, τον κράτησε κοντά του και σε λίγο
καιρό τον εξέλεξε και τον χειροτόνησε επίσκοπο Αιγίνης. Στην παλιά πόλη της Αίγινας σώζεται
και σήμερα έξω από την Εκκλησία ο πέτρινος θρόνος, όπου ο άγιος
Διονύσιος ανέβαινε και κήρυττε στους χριστιανούς. Ο άγιος του Θεού
ποίμανε το πνευματικό του στην Αίγινα ποίμνιο, καθώς λέγει η θεία Γραφή,
«μετ’ επιστήμης», σαν αληθινός δηλαδή και καλός ποιμένας της Εκκλησίας.
Το νησί της Αίγινας είναι ευλογημένος τόπος, όπου τον πάτησαν και τον
άγιασαν δύο όσιοι Πατέρες της Εκκλησίας· τότε μεν ο άγιος Διονύσιος και στις ημέρες μας ο άγιος Νεκτάριος ο επίσκοπος Πενταπόλεως. Κι οι δύο αξιωμένοι με τη χάρη των θαυμάτων, γι’ αυτό κι οι δύο στην Εκκλησία με τον τίτλο του θαυματουργού. Ο
άγιος Διονύσιος, αφού ποίμανε για καιρό την επαρχία του, ύστερα
παραιτήθηκε, γύρισε στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο και πέρασε το υπόλοιπο
του βίου του ως ηγούμενος στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας. Αυτό θα πει
πως ο αληθινός μοναχός, κι όταν λάβει ιερατικούς βαθμούς κι όταν φτάσει
να γίνει επίσκοπος, δεν ξεχνάει και θυμάται πάντα πως πρώτ’ απ’ όλα
είναι μοναχός. Στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας έλαμψε ακόμα για μια φορά η
αγιοσύνη του ανθρώπου του Θεού.
Συγχωρεί τον φονιά του αδελφού του!
Κάποια
μέρα μπήκε στο κελλί του ένας κυνηγημένος άνθρωπος, τρέμοντας και
ζητώντας προστασία. Είχε βάψει τα χέρια του σε ανθρώπινο αίμα, είχε
σκοτώσει τον αδελφό του αγίου Διονυσίου. Όταν το άκουσε, ο Άγιος ήταν
φυσικό να κλάψει μέσα του και φανερά να δακρύσει, ύστερα όμως σηκώθηκε,
άνοιξε την πίσω πόρτα του κελλιού του και οδήγησε το φονιά να φύγει, να
κρυφτεί και να σωθεί. Αυτή είναι μια ξεχωριστή και μοναδική πράξη στους
βίους των Αγίων της Εκκλησίας, για την οποία δεν υπάρχει ανθρώπινο μέτρο
για να την κρίνουμε. Πολύ περισσότερο, που όταν οι συγγενείς του
σκοτωμένου, αλλά και του Αγίου, και τα όργανα της εξουσίας ήλθαν στο
κελλί και ρωτούσαν για το φονιά, ο άγιος Διονύσιος προσποιήθηκε κι
απάντησε πως δεν τον είχε δει και πως δεν ήξερε τίποτε. Γι’ αυτό ένας
Ζακυνθινός ποιητής, θέλοντας να εγκωμιάσει την αρετή του αγίου Διονυσίου
και θαυμάζοντας το παράδειγμά του, σ’ ένα του ποίημα έγραψε αυτό τον
παράδοξο στίχο-«αγιάζει ο δούλος του Θεού την ώρα που αμαρτάνει»!
Η
αμαρτία του Αγίου ήταν ότι έκρυψε το φονιά του αδελφού και είπε πως δεν
τον είδε. Γι’ αυτό λέμε ότι έδώ δεν υπάρχει ανθρώπινο μέτρο για να
κρίνουμε την πράξη του αγίου Διονυσίου. Ένα μόνο μέτρο υπάρχει, ο λόγος
του Χριστού, που λέγει· «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Τα παραπέρα δεν είναι δικά μας, αλλ’ ανήκουν στη κρίση του Θεού.
Ο
άγιος Διονύσιος εκπλήρωσε το κοινό χρέος του βίου και «ετελειώθη εν
ειρήνη» στα 1624, σε ηλικία δηλαδή 77 ετών. Κατά την επιθυμία του, τον
έθαψαν στο μοναστήρι της μετάνοιας του στα Στροφάδια. Όταν ύστερα από
χρόνια θελήσανε να κάμουν ανακομιδή των αγίων λειψάνων του, το
ιερό σκήνος βρέθηκε ολόκληρο και ακέραιο, ντυμένο τα αρχιερατικά άμφια,
όπως το είχαν θάψει, ξεχύνοντας μια πνευματική και αγιασμένη ευωδία. Το
μετέφεραν αργότερα στη Ζάκυνθο και είναι τώρα και το προσκυνούν οι
πιστοί στο ναό, που τιμάται στο όνομα του αγίου Διονυσίου.
Στα
1703 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ύστερα από αναφορές
και αιτήσεις του κλήρου και του λαού της Ζακύνθου, που βεβαίωναν για τα
πολλά θαύματα και για την πίστη και συνείδηση της τοπικής Εκκλησίας στην
αγιοσύνη του, ανακήρυξε επίσημα και συγκαταρίθμησε τον άγιο Διονύσιο
επίσκοπο Αιγίνης στο εκκλησιαστικό αγιολόγιο για να τιμάται και
εορτάζεται από τους πιστούς και να δοξάζεται στο όνομά του ο Θεός, που
είναι «θαυμαστός εν τοις αγίοις αυτού», τώρα και πάντα και στους
ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.
(Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης +Διονυσίου, «Εικόνες έμψυχοι», εκδ. Αποστ. Διακονίας)
Τα Θαύματα του Άγιου Διονύσιου του ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΠΗΓΗΣ ΣΤΑ ΣΤΡΟΦΑΔΙΑ
Ο Άγιος
Διονύσιος (κατά κόσμον Δραγανιγός Σιγούρος) γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το
1547 και έκάρη μοναχός της Μονής Στροφάδων το 1547. Αφού έλαβε τους δύο
πρώτους βαθμούς της ίεροσύνης,χειροτονήθηκε επίσκοπος Αίγίνης και Πόρου
το 1577. Το έπόμενο έτος παραιτήθηκε από το αξίωμα του έπισκόπου και
έγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο ώς ήγούμενος της Ιεράς Μονής
Άναφωνητρίας μέχρι την κοίμησή του το 1622. Όταν ο άγιος άσκήτευε στις
Στροφάδες, κατέβηκε μια ημέρα μαζί με τον ύποτακτικό του στην παραλία
για ψάρεμα.Ο ύποτακτικός του δίψασε όμως, και ήθελε να γυρίσει πίσω στο
Μοναστήρι για να πιεί νερό, αφού εκεί κοντά δεν υπήρχε πόσιμο νερό. Τότε
ο Άγιος του υπέδειξε ένα κοντινό στην παραλία τόπο όπου πραγματικά ο
Μοναχός βρήκε νερό και ξεδίψασε. Η πηγή αυτή ονομάζεται και σήμερα
<<βρύση του Άγίου>>.
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΩΝ ΔΥΣΠΙΣΤΩΝ ΑΛΙΕΩΝ
Ο Άγιος
Διονύσιος κάποτε πήγαινε με άλλους κληρικούς ως προσκεκλημένος στην Μονή
Άγιου Γεωργίου στο νησάκι Βόϊδι. Οι ψαράδες όμως οι οποίοι τους
μετέφεραν με το πλοίο τους ήταν προληπτικοί κατά των ρασοφόρων,και
απέδωσαν στην παρουσία των κληρικών την αποτυχία τους στο ψάρεμα. Ο
Άγιος, θέλοντας να τους συνετίσει τους υπέδειξε που να ρίξουν τα δίχτυα
τους,και παρότι το μέρος εκείνο δεν είχε ποτέ ψάρια, οι ψαράδες έπιασαν
τόσα πολλά,ώστε δεν μπορούσαν να σηκώσουν τα δίχτυα τους. Τότε
προσκύνησαν τον Άγιο και του ζήτησαν συγχώρεση.
Η ΔΙΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ
Όταν ο Άγιος
μόναζε στην Μονή της Άναφωνητρίας, χρειάστηκε να κατέβει στην πόλη
συνοδευόμενος από τον διάκονο Δανιήλ. Στο δρόμο έπεσε ραγδαία βροχή αλλά
κατά τρόπο θαυμαστό δεν βράχηκε ούτε ο Άγιος ούτε ο συνοδός του. Λίγο
αργότερα συνάντησαν έναν χείμαρρο που ήταν αδύνατο να περάσουν. Τότε ο
Άγιος ευλόγησε τον χείμαρρο ο οποίος σταμάτησε αφήνοντας τον Άγιο και
τον συνοδό του να περάσουν.
Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ
Στον Ναό του
Άγιου Νικολάου των Ξένων βρέθηκε αδιάλυτο το σώμα αφορισμένης γυναίκας
νεκρής από πολύ καιρό. Ο Άγιος παρακλήθηκε από τους συγγενείς της
γυναικός να λύσει το επιτίμιο.Τότε διέταξε να βάλουν το πτώμα σε ένα
στασίδι.Κατόπιν προσευχήθηκε γονατιστός και με δάκρυα για την λύση του
αφορισμού. Μόλις τελείωσε την συγχωρητική ευχή ο Άγιος, το πτώμα έκλινε
το κεφάλι σαν να προσκυνούσε τον Άγιο και κατόπιν διαλύθηκε σε οστά και
χώμα.
Κάποτε,
κάποιος πληρωμένος φονιάς, σκότωσε τον αδελφό του Άγιου Διονυσίου, λόγω
κάποιων οικογενειακών εχθροπραξιών. Ο δολοφόνος μετά τον φόνο κατέφυγε
στα βουνά, για να αποφύγει την οργή των συγγενών του θύματος, ενώ ένα
απόσπασμα στρατού τον κυνηγούσε. Μετά από λίγο έφτασε και στο Μοναστήρι
όπου βρισκόταν ο Άγιος. Ο δολοφόνος, χωρίς να ξέρει την συγγένεια του
Άγιου με το θύμα του φόνου, του ζήτησε να τον κρύψει. Ο Άγιος με ηρεμία
ζήτησε να μάθει τον λόγο για τον οποίο τον καταδιώκαν, και τότε έμαθε
πως που είχε μπροστά του και ζητούσε την προστασία του είχε σκοτώσει τον
αδελφό του. Συγκλονισμένος από τον θάνατο του αδελφού του συλλογίστηκε
τα λόγια της συγχώρησης του Κυρίου επάνω στον Σταυρό προς τους σταυρωτές
του.
Έπειτα
άπλωσε το χέρι του προς τον δολοφόνο και τον ευλόγησε συγχωρώντας τον.
Μετά από λίγο έφτασε στο Μοναστήρι και το στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Άγιος
τότε είπε στο απόσπασμα πως δεν είχε δει τον δολοφόνο σε εκείνα τα
μέρη. Αφού έφυγε το απόσπασμα ο Άγιος οδήγησε τον δολοφόνο στην πίσω
εξώπορτα του Μοναστηριού, από όπου τον βοήθησε να διαφύγει με μια βάρκα.
Όταν μετά
την κοίμηση του Άγιου Διονυσίου, και την ανακομιδή των Λειψάνων του, το
Σκήνωμα του βρέθηκε άθικτο, τοποθετήθηκε από τους Μοναχούς της Μονής
Στροφάδων σε ειδική Λάρνακα μέσα στο Καθολικό της Μονής, μέχρι την
επίσημη ανακήρυξη του ως Άγίου το 1703. Πρίν από αυτήν ο ιερομόναχος
Δανιήλ, που ήταν και ηγούμενος της Μονής Στροφάδων, αμφέβαλλε για την
αγιότητα του Ιεράρχου. Μια νύχτα όμως νόμισε πως είδε τον Εκκλησιάρχη να
του ζητάει την ευχή για να σημάνει τον Όρθρο. Ο Ηγούμενος τότε
κατευθύνθηκε πρός τον Ναό και μπαίνοντας τον είδε φωταγωγημένο, και τον
Άγιο να στέκεται όρθιος έξω από τη Λάρνακα και να Ιερουργεί
υπηρετούμενος από Ιερείς και Διακόνους. Τότε ένας από τους Ιερείς λέει
στο ηγούμενο Δανιήλ <<πληροφορήθηκες τώρα, η αμφιβάλλεις;>>.
Τρομαγμένος ο ηγούμενος, έφυγε από τον Ναό και όταν γύρισε για να
επιβεβαιώσει το προηγούμενο όραμα του είδε τον Άγιο να αποσύρεται στην
Λάρνακα του, τα φώτα του Ναού να σβήνουν και τους Ιερομένους να
χάνονται.
Μια ευσεβής
γυναίκα της Ζακύνθου, είχε πολλή θλίψη επειδή είχε τέσσερα κορίτσια και
κανένα αγόρι. Από συγγενείς της άκουγε για τον Άγιο Διονύσιο και για τα
θαύματα του που έκανε σε πιστούς που ζητούσαν την βοήθειά Του, γι΄ αυτό
και εκείνη με πίστη τον παρακάλεσε όπως με τη μεσιτεία Του,να αποκτήσει
αρσενικό παιδί. Έπειτα από πολλές προσευχές, ένα βράδυ βλέπει στον ύπνο
της ένα Αρχιερέα να της λέει << Τι ζητάς από εμένα και με
παρακαλάς; Εάν θέλεις να πετύχεις αυτό που ζητάς πήγαινε στις Στροφάδες
να πάρεις από το φυτό (αμάρακος) και από ένα άλλο που βρισκόταν πίσω από
το Άγιο Βήμα του Καθολικού. Έπειτα πιές από αυτά και θα αποκτήσεις
αρσενικό παιδί όπως θέλεις>>.
Έπειτα την
ευλόγησε στο πρόσωπο και εξαφανίστηκε. Η γυναίκα ξύπνησε και σκεπτόμενη
το όραμα, πίστεψε πώς αυτός που εμφανίστηκε στον ύπνο της ήταν ο Άγιος
Διονύσιος, που άκουσε τις παρακλήσεις της και μάλιστα της θύμισε τις
Στροφάδες όπου ήταν ο και το Ιερό του Λείψανο. Αμέσως έστειλε έναν
αδελφό της εκεί, για να της φέρει με πολλή προσοχή τα βότανα που της
είχε πει ο Άγιος και τα οποία με ευλάβεια και πίστη ήπιε όπως της είχε
παραγγείλει. Πράγματι μετά από λίγο καιρό έμεινε έγκυος και γέννησε
αγόρι δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο Διονύσιο.
ΕΚΔΙΩΞΗ ΤΩΝ ΑΚΡΙΔΩΝ
Στο λειβάδι
που καλλιεργούσαν για τις ανάγκες τους οι Μοναχοί των Στροφάδων, συχνά
οι σοδειές απειλούνταν από χιλιάδες ακρίδες που κατέτρωγαν τα σπαρτά.
Σαν σωτήριο μέσο στην απειλή αυτή οι Μοναχοί είχαν βρεί την Λιτάνευση
του Ιερού Λειψάνου του Άγιου στα χωράφια του Μοναστηριού, πράγμα που
έκανε τις ακρίδες να φεύγουν διωγμένες προς τη θάλασσα.
ΤΟ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ο Μοναχός
Ματθαίος της Μονής των Στροφάδων, που υπήρξε και υποτακτικός του Αγίου
Διονυσίου, είδε κάποτε στον ύπνο του τον Άγιο να του προλέγει ότι σε
οκτώ ημέρες θα γίνει σεισμός καταστρεπτικός που θα προκαλέσει ζημιές στο
Μοναστήρι γι΄ αυτό και του συνέστησε να ειδοποιήσει τον Ηγούμενο. Όμως ο
μοναχός δεν έδωσε σημασία στο όραμα, θεωρώντας το υπνοφαντασία. Την
όγδοη ακριβώς ημέρα έγινε καταστρεπτικότατος σεισμός που γκρέμισε το
μεγαλύτερο μέρος του οικοδομήματος της Μονής. Ανάμεσα σε αυτά που έπεσαν
ήταν ένας πύργος που πέφτοντας παρέσυρε και έναν μοναχό που βρισκόταν
επάνω του, ο οποίος με μόνη την επίκληση του Αγίου σώθηκε αν και
γκρεμίστηκε από μεγάλο ύψος.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΜΟΝΑΧΟΥ
Κάποτε, στη
Μονή των Στροφάδων, άσκήτευε ο μοναχός Καλλιόπιος από την Κεφαλλονιά, ο
οποίος ήθελε να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του και να εγκαταλείψει τη
Μονή. Μιά νύχτα στον ύπνο του εμφανίστηκε ο Άγιος, νουθετώντας τον να
μην εγκαταλείψει τη μοναχική του ζωή. Αυτό έκανε και ο μοναχός και
παρέμεινε στη Μονή ως το τέλος της ζωής του.