Την έλεγαν Χρυσάνθη. Ήταν 36 ετών. Μια νεαρή οδοντίατρος με προσδοκίες, με όνειρα, με δίψα για ζωή και επαγγελματική καταξίωση. Δούλευε στο ιατρείο της, μέχρι που η κυβέρνηση «αποφάσισε και διέταξε» να ποδοπατήσει τα όνειρα της και να την υποβάλει στο μαρτύριο του εργασιακού εκβιασμού, επειδή άσκησε το ανθρώπινο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος της, και δεν συναίνεσε σε μια υποχρεωτική ιατρική πράξη.

Δεν συμβιβάστηκε με την απολυταρχία και το πλήρωσε. Αναγκάστηκε να κλείσει το ιατρείο της, γιατί ο ηθικός της κώδικας υποδείκνυε πως δεν υπάρχει ζωή και υγεία, χωρίς ελευθερία. Το υπουργείο Υγείας την απέπεμψε τιμωρητικά από το ΕΣΥ, μαζί με χιλιάδες υγειονομικούς που βρέθηκαν στον δρόμο, μην έχοντας δικαίωμα σε μισθό, ασφάλιση ή εύρεση άλλης εργασίας.