Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Αποτείχιση από την αίρεση, όχι από την Εκκλησία
Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Α.Π.Θ.
ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ
ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1.
Ἀπαγορευμένη καὶ ἐπιτρεπόμενη ἀποτείχιση
Τὸν τελευταῖο καιρὸ γίνεται συχνὰ λόγος γιὰ «ἀποτείχιση» καὶ «ἀποτειχισμέ-νους» πιστούς, μὲ συχνὴ ἐπίσης καὶ μᾶλλον σκόπιμη παρανόηση τοῦ ἐννοιολογι-κοῦ περιεχομένου αὐτῶν τῶν λέξεων. Τὸ οὐσιαστικὸ ἀποτείχισις παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀποτειχίζω,
τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὰ Λεξικὰ σημαίνει: ὀχυρώνω, ἀποκλείω διὰ τείχους, ἐγείρω
μεσότοιχον. Ἑπομένως καὶ ἡ λέξη «ἀποτείχισις» σημαίνει: ἀποκλεισμὸς διὰ
τείχους, ὀχύρωσις. Τὸ δὲ τεῖχος ποὺ ὑψώνει κανεὶς γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ καλεῖται ἀποτείχισμα.
Εἶναι
σαφὲς ὅτι ἡ χρήση τῆς λέξεως ἀποτείχιση προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποιος
κίνδυνος, κάποιος ἐχθρός, γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑψώνει κανεὶς ἕνα τεῖχος.
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀποτειχίσεως φραστικὰ εἰσάγεται ἀπὸ
τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), ὅπου εἶναι
σαφέστατο καὶ ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀποτείχιση.
Αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι.
Συγκεκριμένα
μὲ τοὺς δύο προηγουμένους κανόνες ἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ ἀπο-τρέψει τὴν δημιουργία
σχισμάτων, τιμωρεῖ μὲ τὴν αὐστηρὴ ποινὴ τῆς καθαιρέ-σεως, διὰ τοῦ 13ου τὸν
πρεσβύτερο ἢ διάκονο, ὁ ὁποῖος διακόπτει τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπό του καὶ δὲν
ἀναφέρει τὸ ὄνομά του στὶς διάφορες εὐχὲς τῶν θείων λειτουργιῶν, πρὶν νὰ
καταδικασθεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ κάποια σύνοδο, «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως», ἐπικαλούμενος
κάποια δῆθεν ἀτοπήματα, «ἐγκλήματα», τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδὴ ὄχι θέματα πίστεως ἀλλὰ
διοικητικές, οἰκονομικὲς κ.ἄ. ἀτασθαλίες. Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ 14ος,
δηλαδὴ ἐπιβάλλει τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως στὸν ἐπίσκοπο τώρα, ποὺ γιὰ τοὺς ἴδιους
λόγους διακόπτει τὴν κοινωνία μὲ τὸν μητροπολίτη του. Ὁ 15ος κανόνας ἔχει μία ἰδιαιτερότητα:
Στὸ πρῶτο του μέρος λέγει τὰ ἴδια καὶ γιὰ τὸν μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος διακόπτει τὸ
μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου, στὴν δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἀνήκει. Στὸ δεύτερο μισὸ ὅμως
τοῦ κανόνος, ὅπου εἰσάγεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ὁ κανὼν προβαίνει σὲ
μία ἐξαίρεση, μὲ βάση τὴν ὁποία ἠμποροῦν οἱ κληρικοὶ ὁποιασδή-ποτε βαθμίδος καὶ
ἀξιώματος νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἱερατικῶς προϊστάμενό τους καὶ νὰ μὴ
τὸν μνημονεύουν· αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μητροπολίτης ἢ ὁ πατριάρχης
κηρύσσουν καὶ διδάσκουν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδὴ φανερά, ἀπροκάλυπτα, κάποια αἵρεση,
ποὺ τὴν ἔχουν καταδικάσει Σύνο-δοι καὶ Ἅγιοι Πατέρες, «παρὰ τῶν Ἁγίων Συνόδων ἢ
Πατέρων κατεγνωσμένην». Ἡ διακοπὴ μάλιστα αὐτὴ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀναφορᾶς
τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, μητροπολίτου, πατριάρχου γίνεται καὶ πρὶν ἀσχοληθεῖ
μὲ τὸ θέμα κάποια σύνοδος, δηλαδὴ καί «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως».