Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου: Ο Όσιος Λουκάς ο Στειριώτης – 7 Φεβρουαρίου (896-953)

 Επιμέλεια:  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

 Κωνσταντίνος  Αθ. Οικονόμου, Δάσκαλος Συγγραφέας 

Ἔπλησε Λουκᾶς θαυμάτων τὴν Ἑλλάδα,
Ὃς οὐδὲ νεκρὸς παύεται τῶν θαυμάτων.”

ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΓΕΝΝΗΣΗ: Η καταγωγή της οικογενείας του Οσίου Λουκά, του ιδρυτή της ομωνύμου ιεράς μονής της Βοιωτίας, ήταν από την Αίγινα. Για το φόβο όμως των Σαρακηνών [την εποχή εκείνη με κέντρο την Κρήτη οι Μωαμεθανοί αυτοί πειρατές επέδραμαν σε πλήθος παράλιων πολιτειών] οι πρόγονοί του εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Φωκίδας, κοντά στους πρόποδες του όρους του Ιωάννου ή Ιωαννίτζη ή όπως το λένε σήμερα οι κάτοικοι της Δεσφίνας, Γιαννιμάκι. Για τον ίδιο όμως λόγο έφυγαν και απ’ εκεί και πήγαν στο Καστόριον, το σημερινό Καστρί, δίπλα στους αρχαίους Δελφούς. Εκεί γεννήθηκε ο Λουκάς, τον Ιούλιο του 896 μ.Χ. Ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά του Στέφανου και της Ευφροσύνης. Από μικρός έδειχνε μεγάλη κλίση για τον ασκητικό βίο και περνούσε τις ώρες του με συνεχή προσευχή.


ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΒΙΟ: Το 910, σε ηλικία μόλις 14 ετών, ακολούθησε δύο μοναχούς στην Αθήνα. Εκεί, και στην Εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που τότε ήταν πάνω στην Ακρόπολη ή, κατ΄άλλους, στο μοναστήρι της Μεγάλης Παναγίας, το σημερινό Μοναστηράκι, ο Λουκάς έγινε μοναχός. Ίσως ο Λουκάς να έμεινε για λίγο σ’ ένα ασκηταριό στην πλαγιά του Υμηττού, όπου σήμερα είναι η μονή του Αστερίου [άλλωστε, κατά μία εκδοχή, το “Ασκητήριο Λουκά από του Στειρίου”, ίσως να έγινε με την πάροδο του χρόνου “Αστερίου”. Με τις πολλές όμως παρακλήσεις της μητέρας του ξαναγύρισε στο Καστόριο. Μετά από λίγους μήνες πήγε να ασκητέψει στο Γιαννιμάκι, όπου έμεινε επτά χρόνια, κοντά σ’ ένα μικρό εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Από δύο μοναχούς που πέρασαν απ’ εκεί πηγαίνοντας στη Ρώμη, πήρε το μέγα αγγελικό σχήμα, έγινε δηλαδή μεγαλόσχημος.


ΣΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΥ: Για να αποφύγει τις βαρβαρικές επιδρομές πήγε στο Ζεμενό της Κορινθίας, όπου έμεινε κοντά σε έναν στυλίτη ασκητή για 10 χρόνια. Το 927 σε ηλικία 31 ετών γύρισε και πάλι στο Γιαννιμάκι, όπου έμεινε 12 χρόνια. Απ’ εκεί πήγε στο Καλάμι, ένα μέρος με νερό, ανατολικά της Αντίκυρας [σήμερα λέγεται από τους κατοίκους του γειτονικού Κυριακίου, Ζάλτσα]. Μετά όμως από 3 χρόνια, για να σωθεί από τις επιδρομές κατέφυγε στον Αμπελώνα, ένα έρημo μικρό ξερονήσι, όπου έμεινε 3 χρόνια. Εκεί πήγαν οι τότε κάτοικοι του Στειρίου και τον έπεισαν να έλθει κοντά στο χωριό τους.

ΣΤΟ ΣΤΕΙΡΙ: Το 946, όταν ο Όσιος Λουκάς ήταν περίπου 49 ετών, εγκαταστάθηκε στην καταπράσινη και μαγευτική θέση, όπου σήμερα είναι το μοναστήρι του. Έκτισε το κελί του, ένα εκκλησάκι για να προσεύχεται και έφτιαξε έναν κήπο, όπου καλλιεργούσε τα χορταρικά του. Η φήμη του τράβηξε εκεί και άλλους ασκητές, όπως τους Γρηγόριο, Παγκράτιο και Θεοδόσιο. Μαζί τους και με την οικονομική βοήθεια πολλών θαυμαστών του, στρατηγών και αξιωματούχων του Κράτους, άρχισε την οικοδόμηση της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας. Δεν πρόλαβε όμως να την τελειώσει. Στο Στείρι τον επισκέπτονταν χιλιάδες πιστοί που ζητούσαν συμπαράσταση στις δυσκολίες τους και θεία φώτιση στη ζωή τους. Ανάμεσά τους και ο στρατηγός του Θέματος της Ελλάδος Κρηνίτης Αροτράς.

ΣΤΙΣ ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΜΟΝΑΣ: Το Νοέμβριο του 952 πρόβλεψε τον επικείμενο θάνατο του, που πράγματι συνέβη στις 7 Φεβρουαρίου του 953. Έζησε λιγότερο από 57 έτη. Ο μαθητής του Γρηγόριος τον έθαψε μέσα στο κελί του. Μετά το θάνατό του, η φήμη ότι το λείψανά του ήταν θαυματουργά έκανε πλήθος πιστών να συρρέουν στο μοναστήρι για να θεραπευθούν, και τα αρχικά κτίσματα έδωσαν τη θέση τους σε μνημειωδέστερα κτίρια.

ΘΑΥΜΑΤΑ – ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ – ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ: Ύστερα από 2 χρόνια, το 955 μ.Χ., οι συνασκητές και μαθητές του γιόρτασαν για πρώτη φορά τη μνήμη της Κοίμησής του. Ο Όσιος Λουκάς εκτός από την αυστηρή ασκητική ζωή που έκανε, την ταπεινοφροσύνη του, την αγάπη του για όλους τους ανθρώπους, την απέραντη φιλανθρωπία του, την ακλόνητη πίστη του στο Χριστό, είχε μεγάλη θαυματουργική και θεραπευτική δύναμη. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκανε στη ζωή του, ενώ, μετά το θάνατο του, χιλιάδες ασθενείς έρχονταν προσκυνητές στον τάφο του από τον οποίο ανέβλυζε μύρο, και έβρισκαν τη θεραπεία τους. Αλλά ο Όσιος Λουκάς είχε και προφητική ικανότητα. Είχε προβλέψει την επιδρομή των Βουλγάρων, την απελευθέρωση της Κρήτης από την κατοχή των Αράβων [Σαρακηνών], το θάνατό του, κ.ά. Η απελευθέρωση μάλιστα της Κρήτης, την οποία είχε προβλέψει το 942 και η οποία πραγματοποιήθηκε 19 χρόνια αργότερα, το 961, από το Νικηφόρο Φωκά, συντέλεσε στο να αυξηθεί ο σεβασμός προς τη μνήμη του ιδιαίτερα στη βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη1. Πλούσιες δωρεές στέλνονταν στη Μονή τακτικά. Στα θεία χαρίσματα του ασκητή Οσίου οφειλόταν και η στενή του σχέση με τους στρατηγούς του Θέματος της Ελλάδος, με έδρα την ακμάζουσα τότε Θήβα. Οι στρατηγοί Πόθος, γιος του Λέοντος Αργυρού, και Πρωτοσπαθάριος Κρηνίτης ο Αροτράς τίμησαν τον Όσιο. Ο Κρηνίτης μάλιστα άρχισε να κτίζει με έξοδά του εκκλησία, όσο ζούσε ο Όσιος, το 946, στο όνομα της Αγίας Βαρβάρας. Έτσι, όχι μόνο τελείωσε η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, η οποία σήμερα είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο, αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, το 1011 μ.Χ., κτίστηκε και ο δεύτερος, ο μεγάλος ναός, το Καθολικό, από τον τότε ηγούμενο Φιλόθεο. Η οικοδομή του Καθολικού, αποδίδεται, σύμφωνα με την παράδοση, σε τρεις αυτοκράτορες του Βυζαντίου: Τον Ρωμανό Β (959-963), τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο (976-1028) και τον Κωνσταντίνο Θ τo Μονομάχο (1042-1056). Η εκκλησία αυτή αφιερώθηκε στον Όσιο Λουκά και μέσα σ’ αυτήν τοποθετήθηκε η λειψανοθήκη του.

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ: Το ιερό λείψανο του Οσίου Λουκά σήμερα βρίσκεται στο μοναστήρι, όπου έφθασε το 1986 από την Βενετία, ενώ χιλιάδες επισκέπτες από την Ελλάδα, και όχι μόνο, προσέρχονται στη Μονή για να το προσκυνήσουν2. Η παράδοση του μοναστηριού βεβαίωνε ότι τα ιερά λείψανα του Οσίου είχαν αρπαγεί κατά τον 13ο αι. από τους Σταυροφόρους και είχαν μεταφερθεί στο Βατικανό. Η είδηση της ανεύρεσης ….

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΔΩ: https://oakhellas. blogspot.com/2025/01/7-896- 953.html

Σήμερα όμως η Εκκλησίας μας και η Κρήτη τιμά έναν αγωνιστή του Κρητικού απελευθερωτικού αγώνα και Νεομάρτυρα, τον άγιο Γεώργιο Διβόλη από την Κυδωνία.

Ο άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος Διβόλης,vο εξ Αλικιανού, Κυδωνίας Κρήτης [7.2. 1867]

Του Κων/νου Οικονόμου

ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΝΕΟΤΗΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυς του Χριστού γεννήθηκε στην Κρήτη, χωριό Αλικιανού Κυδωνίας, την 24η Μαΐου του 1846 από ευγενείς γονείς, τον Ιερέα Νικόλαο Διβόλη, που καταγόταν από τη Φολέγανδρο, και την Αικατερίνη Μπουζιανοπούλου, καταγόμενη από την σηματικότερη οικογένεια του Θέρισσου της Κυδωνίας. Στο Θέρισσο μετέβη και ο πατέρας του ως εφημέριος. Εκεί ο Γεώργιος ανετράφη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ο Γεώργιος έμαθε και λίγα γράμματα, ίσα-ίσα να μπορεί να διαβάζει. Κι όμως εκείνα τα λίγα τον ωφέλησαν ιδιαίτερα. Ο Νεομάρτυς του Χριστού, εργαζόταν ως γεωργός. Μετά τη σκληρή ολοήμερη δουλειά στα αμπέλια και έπειτα από το δείπνο, διάβαζε συναξάρια των Αγίων της Ορθοδοξίας μας, ιδιαιτέρως δε των Μαρτύρων. Αυτό το έκανε κάθε βράδυ, μέχρι τα μεσάνυχτα. Του έλεγαν μάλιστα συχνά οι γονείς του: “Παιδί μου πρέπει να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς, αύριο πάλι έχεις εργασία”. Και ο Γεώργιος συνήθιζε να τους απαντά: “Δεν αναπαύομαι ούτε κοιμούμαι ευχάριστα, εάν πρώτα δεν χορτάσω από θεία ανάγνωση”.

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΑΔΕΛΦΟ: Κατά το τέλος του 1865, ένα βράδυ, διάβασε τον βίο ενός Μάρτυρα και γέμισε η καρδιά του από θείο έρωτα. Τότε, στέναξε βαθειά και είπε με κατάνυξη: “Χριστέ μου, αξίωσε κι εμένα να χύσω το αίμα μου για την αγάπη σου”. Ο αδελφός του Ιωάννης, ο οποίος ήταν τυφλός και άκουγε την ανάγνωση, του είπε: “Τι λές εκεί αδελφέ μου; Δεν ξέρεις ότι για να γίνει αυτό που είπες πρέπει να εγερθεί διωγμός κατά των Χριστιανών; Και εσύ μπορεί να υποφέρεις τα μαρτύρια, αλλά πόσοι θα αρνηθούν τον Χριστό μας και θα χαθούν;” Ο Γεώργιος αναστέναξε βαθειά και είπε: “Ναι Χριστέ μου, αν είναι θέλημά σου, αξίωσέ με να χύσω το αίμα μου για την αγάπη σου, όπως κι Εσύ έχυσες το αίμα Σου για τη δική μου αγάπη”. Ο αδελφός του φύλαξε στην καρδιά του τους λόγους του αυτούς, μυστικούς. Και να λοιπόν πως τελικά εκπληρώθηκε η επιθυμία του Αγίου.

ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1866: Όταν στα 1866, ξεκίνησε η γνωστή επανάσταση στην Κρήτη, ο Γεώργιος βοηθούσε τον αγώνα ως αγγελιαφόρος μεταφέροντας επιστολές από τον έναν οπλαρχηγό στον άλλο, ή όπως αλλιώς μπορούσε. Την Κυριακή 5η Φεβρουαρίου του 1867, βρέθηκε στο χωριό Φουρνέ της επαρχίας Κυδωνίας, μαζί με πολλούς επαναστάτες, οι οποίοι όμως προδόθηκαν από έναν “Χριστιανό”, στον Τούρκο πασά. Ο τελευταίος έστειλε πολυάριθμο στρατό που περιέζωσε το χωριό και συνέλαβε πολλούς, οδηγώντας τους στο στρατόπεδό του. Μάλιστα, δύο επαναστάτες απ’ το Φουρνέ, τους βασάνιζαν ανηλεώς για να μαρτυρήσουν από ποιο χωριό καταγόταν ο καθένας. Έπειτα, φυλάκισε τους κατοίκους των ορεινών χωριών, ενώ τους υπόλοιπους τους έστειλε στα Χανιά στο Μουσταφά πασά, ο οποίος παρακληθείς από τον φίλο του Ιωάννη Τσαπάκη ή Γιάννακα, απέστειλε επιστολή στον πασά που τους συνέλαβε για να απολύσει όσους κρατούσε. Αυτός όμως ο αιμοβόρος, διέταξε τον σκοπό του στρατοπέδου του να κρατήσει τον αγγελιοφόρο του Μουσταφά με διάφορες δικαιολογίες, μέχρι να εκτελέσει την απάνθρωπη απόφασή του, καθώς την νύχτα της Κυριακής προς την Δευτέρα, τους κατέσφαξε όλους! Και δεν τους σκότωνε απλώς, αλλά κατέκοβε πρώτα τα αυτιά, την μύτη, τη γλώσσα, τα χέρια, τα πόδια, τα απόκρυφα μέλη, εξώρυσε τα μάτια και τελευταία έκοβε και την κεφαλή! Αυτό το τέλος έλαβαν όλοι αδιακρίτως οι γενναίοι εκείνοι αγωνιστές της Κρήτης.


ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΕΞΩΜΟΤΗ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ: Κάποιος Μουλατζιμπαχρής, αξιωματικός από το χωριό Αλικιανού, που γνώριζε από παιδί τον Γεώργιο, πλησίασε και του λέει: “Έλα μωρέ Γιωργάκη, να κάμεις μια δουλειά που θα σου πώ, για να γλυτώσεις τη ζωή σου, εάν θέλεις, διότι σε γνωρίζω από μικρό παιδί, και σε λυπούμαι να αποθάνεις”. Τότε ο Γεώργιος τον ρώτησε: “τι δουλειά είναι αυτή, Μπαχρή Αγά”; Κι εκείνος του αποκρίθηκε: “Να γίνεις Τούρκος. Έτσι θα σωθείς”! Ο Γεώργιος γέλασε και του λέει: “Δεν αλλάξω την Πίστη μου, όχι μόνο αν μου χαρίσετε τη ζωή, αλλά και όλο τον κόσμο”. Τότε ο Αγάς πρόσθεσε: “Εγώ ήθελα να σου κάμω αυτό το καλό, διότι, όταν ήμουν μικρός ακόμη θυμούμαι ότι έσπασε το πόδι του ο αδελφός μου Αρίφ και του το θεράπευσε ο πατέρας σου. Αλλά αφού δεν δέχεσαι τη συμβουλή μου, μ’ άλλον τρόπο δε μπορώ να σε σώσω κι ας είναι η αμαρτία του θανάτου σου δική σου. Όμως, δεν λυπάσαι τουλάχιστον τους γονείς σου ή την αδελφή σου και τον τυφλό αδελφό σου που θα μείνουν απροστάτευτοι; Ο πατέρας σου είναι γέρος κι άμα εσύ πεθάνεις με τέτοιο σκληρό θάνατο, οπωσδήποτε θα πεθάνει κι αυτός απ’ τη λύπη του”. Όμως, ο ευλογημένος Γεώργιος έκλεισε το διάλογο ως εξής: “Αν είναι καλό αυτό που θέλεις να μου κάμεις, έχε το για τον εαυτό σου, κι εγώ Τούρκος δεν γίνομαι. Χριστιανός γεννήθηκα, χριστιανός είμαι και χριστιανός θα αποθάνω! Μάθε δε ότι πρό πολλού επεθύμησα το Μαρτύριο και ζήτησα απ’ τον Χριστό μου να με αξιώσει να απολαύσω το Ματύριο. Και τώρα, ας είναι δοξασμένος που με αξίωσε, να φανώ τόσο άφρων, να καταφρονήσω τη θεία δωρεά; Μάθε μάλιστα πως εσύ έπρεπε να γίνεις Χριστιανός που είσαι γεννημένος από μητέρα Χριστιανή και γνωρίζεις απ’ αυτήν πολύ καλά τα της αγίας μας Πίστεως. Για τους γονείς, τον αδελφό και την αδελφή μου μη σε μέλει, διότι ίσα-ίσα, άμα πεθάνω για τον Χριστό θα εύρω παρρησία προς Αυτόν και τότε θα τους προστατεύω περισσότερο και καλύτερα”! Τότε τον παρέλαβε κατ’ ιδίαν ένας Χριστιανός αξιωματικός, ονομαζόμενος Χατζηεμμανουήλ Φουγλανάκης και του λέει: “Βρε Γιωργάκη, κάνε αυτό που σου λέει ο Μπαχρή Αγάς, έστω για να τον ξεγελάσεις, να γλυτώσεις τη ζωή σου και όταν επιστρέψεις στο σπίτι σου, πάλι Χριστιανός είσαι και ο Θεός σε συγχωρεί, διότι βλέπει την ανάγκη”. Τότε του λέει και ο Γεώργιος: “Δεν φοβάσαι τον Θεό Καπετάν Μανώλη, να μου λες αυτά τα λόγια; Αν και δεν τα λές από κακία αλλά από πλάνη, δεν ξέρεις τι λέει το Ευαγγέλιο για αυτές τις περιστάσεις; Άκουσε τι λέει ο Χριστός: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς. Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Λοιπόν, εάν πράξω όπως μου λέγεις, πρέπει ύστερα να χύσω το αίμα μου για τον Χριστό, για να αποπλύνω την άρνηση και μάλιστα εάν πράξω αυτό τώρα, θα οργισθεί ο Χριστός και θα με καταδικάσει ως καταφρονητή της μεγάλης Χάριτός του, την οποία μου έδωσε καθώς του ζήτησα. Λοιπόν ας μην έχει ελπίδα ο Μπαχρής ότι θα γίνει το θέλημά του”.


ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Μετά απ΄αυτά, οι στρατιώτες οδήγησαν τον Άγιο στον Αγά, ο οποίος τον ρώτησε τι αποφάσισε. Ο Γεώργιος απάντησε με χαρά και θάρρος: “Ό,τι σου είπα και πρίν, αυτό σου λέω και τώρα και αυτό θα λέω και μέχρι τελευταίας μου αναπνοής. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Δεν αρνούμαι τον Χριστό μου, δεν γίνομαι Τούρκος, δεν αφήνω την υπέρλαμπρη Πίστη μου για να πιστεύσω στην ζωώδη και σκοτεινή δική σας σατανική πλάνη”. Ο Μπαχρή Αγάς, απελπισμένος, παρέδωσε τον Άγιο στους δημίους, οι οποίοι τον παρακινούσαν να πιεί μια φιάλη ρούμι, ίσως για να μην υποφέρει, αλλά αυτός γέλασε και τους είπε: “σας ευχαριστώ, δεν θέλω ρούμι να πιώ, διότι έχω να βαδίσω μεγάλο δρόμο και πρέπει να έχω σώας τας φρένας μου”. Τότε άρχισαν να τον κακοποιούν μαζί με άλλους αιχμαλώτους. Κι όπως τον βασάνιζαν, οι άλλοι Χριστιανοί έκλαιγαν και θρηνούσαν, ο ένας τη ζωή του, ό άλλος την γυναίκα του και τα παιδιά του, αυτός ο ευλογημένος στεκόταν σαν πέτρα και όχι μόνο δεν εφώναζε αλλά ούτε καθόλου στέναζε ή δάκρυζε. Αντιθέτως, το γενναίο κρητικόπουλο, έχαιρε σαν να στεκόταν γαμπρός στην ώρα της στέψης και δόξαζε τον Θεό και τον ευχαριστούσε διότι τον αξίωσε να φθάσει σ’ αυτή την ώρα και να πάθει για την αγάπη του. Ευχαριστούσε και τους δημίους …..