Οἱ οἰκουμενιστὲς ἱερωμένοι
–διαστρεβλώνοντας οἰκτρὰ τὴν πραγματικότητα καὶ τὴν Πίστη–
συναγωνίζονται, ποιός θὰ ἀποκτήσει τὴν εὔνοια τοῦ γκουροὺ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου!
«Πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν
ἐπὶ τὸ χεῖρον,
πλανῶντες καὶ πλανώμενοι».
Ἀπὸ τὸν σημερινὸ Ἀπόστολο, (προς Τιμόθεον Β΄, γ΄10-15).
Διαβάζοντας τὰ διάφορα κείμενα τῶν οἰκουμενιστῶν λυκοποιμένων ρασοφόρων, κυρίως ἀρχιμανδριτῶν ἄνευ μάνδρας μὲ προοπτικὴ ἐπισκοπικῆς καριέρας, διακρίνουμε, ὅτι τὰ κείμενά τους αὐτὰ ἔχουν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὡς σκοπὸ τὴν εὔνοια τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Τὰ κείμενα αὐτὰ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἁγιοπατερικῶν χωρίων, ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς διαχρονικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ὀρθοδόξου μαρτυρίας ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πληθώρα αἱρετικῶν ἀπόψεων, βλασφήμων σκέψεων καὶ ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ λόγων τοῦ Πατριάρχη καὶ τῶν οἰκουμενιστῶν ἀρωγῶν του σὲ ἕνα ἀνίερο ἀγῶνα δρόμου, ποιός θὰ φανεῖ ὁ πιὸ αἱρετικός.
Σὲ αὐτὰ τὰ κείμενα ὁ γκουροὺ
τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ,
ἀρχι-αιρεσιάρχης
Βαρθολομαῖος
ἐμφανίζεται
ἀπροκάλυπτα
ὡς
«προφήτης»,
«πατέρας»,
καὶ
«διδάσκαλος»
τῆς
Ἐκκλησίας. Ἕνα τέτοιο κατάπτυστο κείμενο, ἀπομίμηση τῆς ρητορικῆς τῶν ρητόρων ποὺ ζοῦσαν στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορα μὲ μόνη τους ἀσχολία τὸν ἐγκωμιασμό του, εἶναι τὸ πρόσφατο κείμενο τοῦ γνωστοῦ ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα γιὰ τὴν ποιότητα τοῦ λόγου του ἀρχιμανδρίτη Γ. Φραγκουλάκη μὲ τίτλο «Διαθρησκειακὸς καὶ Οἰκουμενικὸς Διάλογος» (ἐδῶ).
Στὸ κείμενο αὐτὸ προσπαθεῖ ὁ ἐν
λόγῳ
Ἀρχιμανδρίτης
ἀπεγνωσμένα
καὶ
ἀθεολόγητα
νὰ ἀποδείξει,
ὅτι οἱ οἰκουμενιστικὲς πρακτικὲς τῶν
λυκοποιμένων τῆς Παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι θεάρεστες
καὶ
ἀνάλογες
μὲ
τὴν
φύση
καὶ
τὴν
διδασκαλία
τῆς
Ὁρθοδόξου
Ἐκκλησίας.
Στὸ κείμενο αὐτὸ γίνεται φανερό ὅτι:
α) Δὲν ἀναφέρεται κανένας Ἅγιος, κανένας
Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως παρατηρεῖται προσπάθεια ὑποβάθμισης τῶν Ἁγίων,
τρανταχτὴ ἀπόδειξη βλασφημίας. Γράφει ὁ κ. Φραγκουλάκης: «Σε ότι αφορά στην οικουμενική κίνηση, στον περιβόητο “οικουμενισμό”, που με
τόσο πάθος ασχολούνται κάποιοι, έχουν προσδώσει ερμηνείες και έννοιες που
ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα».
Αὐτοὶ οἱ «κάποιοι»
κατὰ τὸν «μέγα θεολόγο» κ. Φραγκουλάκη εἶναι μεγάλοι γέροντες, ὅπως ὁ π. Ἀθανάσιος
Μυτιληναῖος, ὁ π. Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης, καθὼς καὶ ἀναγνωρισμένοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας
μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελομίροβιτς, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
τῆς Κροστάνδης, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μόνο τοὺς μὴ Ἕλληνες
Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸν κ. Φραγκουλάκη, δὲν κατάλαβαν τὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
καὶ ἡ ἀνακήρυξή του ὡς ἑωσφορικὴ Παναίρεση ἐκ μέρους τους «δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα».
Οἱ μόνες ἀναφορὲς ποὺ γίνονται στὸ κείμενο
εἶναι ρήσεις τοῦ Πατριάρχη, ρήσεις οἰκουμενιστῶν ταγῶν, ὅπως ὁ μητροπολίτης
Σηλυβρίας Αἰμιλιανός, ρήσεις δυτικῶν νεοθεολόγων, ὅπως ὁ Konrad Raiser καὶ ρήσεις
μεταπατερικῶν θεολόγων, ὅπως ὁ κ. Νικόλαος Ματσούκας. Ἐννοεῖται ὅτι γιὰ τὸν κ.
Φραγκουλάκη ὁ γκουροὺ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
εἶναι ἀνώτεροι τῶν Ἁγίων.
β) Χρησιμοποιεῖται τὸ γνωστὸ οἰκουμενιστικὸ
λεξιλόγιο στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει ἡ λέξη αἵρεση καὶ κακοδοξία, ἐνῶ παράλληλα ἐμφανίζονται
συνειδητὲς γενικολογίες καὶ ἀσάφειες μὲ σκοπὸ τὴν χειραγώγηση τοῦ ποιμνίου -τὸ ὁποῖο
οἱ οἰκουμενιστὲς ἀφήνουν ἐδῶ καὶ δεκαετίες σκοπίμως ἀκατήχητο- καὶ ἀπίστευτες
βλασφημεῖες, ὅπως «Η οικουμενική κίνηση ξεκίνησε στις αρχές του 20ού
αιώνα, όταν κάποιοι Χριστιανοί οραματίστηκαν ένα νέο μέλλον της Εκκλησίας και της Κοινωνίας. Στο ξεκίνημά του ο
οραματισμός αυτός στηριζόταν στην πεποίθηση, ότι ο Χριστιανικός πολιτισμός και
οι Χριστιανικές αξίες θα μπορούσαν να επεκταθούν σε όλο τον κόσμο». Ὁ κ. Φραγκουλάκης ὑποστηρίζει ἐδῶ ἀπροκάλυπτα ἕνα «νέο μέλλον» τῆς «νέας ἐκκλησίας»
τοῦ Βαρθολομαίου καὶ τῶν αὐλικῶν του. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Μία Ἐκκλησία Του δὲν ὑπάρχουν
πιὰ γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές.
γ) Ὑπάρχει καταφανὴς διαστέβλωση
τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, συνήθης πρακτικὴ τῶν ἀπανταχοῦ αἱρέσεων. Γράφει
ὁ κ. Φραγκουλάκης ἀναφέροντας τὸν λόγο τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Ἀβραάμ νὰ ἀφήσει τὴν
γῆ του καὶ νὰ πορευθεῖ στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας (Γεν. 12, 1-3).
«Και μόνο τούτος ο Λόγος θα μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιο των Διαθρησκειακών
Διαλόγων από πλευράς Ορθοδοξίας. Φαίνεται ξεκάθαρα ο Θεός να παροτρύνει την
έξοδο από τα όρια και την συνάντηση με το συνάνθρωπο, κάτι το οποίο κάνει και ο
ίδιος ο Χριστός αργότερα όταν συναντιέται με τη Σαμαρείτιδα. Η συνάντηση
μάλιστα αυτή αποτελεί ουσιαστικά τον πρώτο Διαθρησκειακό διάλογο. Όμως έχουμε
και άλλες περιπτώσεις που ο Χριστός, μέσα από την διδασκαλία του αναδεικνύει
την αναγκαιότητα της επικοινωνίας με τους υπολοίπους ανθρώπους και ιδιαιτέρως
με τους αλλόθρησκους και τους αλλοεθνείς.Τρανό παράδειγμα αποτελεί η διήγηση,
από τον ίδιο το Χριστό, της παραβολής του καλού Σαμαρείτη (Λουκ. 10, 25-37). Εδώ δεν έχουμε απλά ένα διάλογο μεταξύ αλλοθρήσκων και
αλλοεθνών όπως στην περίπτωση της Σαμαρείτιδος, αλλά την σωτηρία της ίδιας της
ζωής. Όποιος πραγματικά θέλει να συναντήσει τον συνάνθρωπό του δεν πρέπει να
προβάλλει αξιώσεις. Θα τον πλησιάσει στην όποια καλή ή κακή πνευματική
κατάσταση που εκείνος βρίσκεται. Ο Χριστός όταν μιλούσε ήξερε τα ψυχικά κενά
των συνομιλητών του. Όμως δεν έδειχνε απέχθεια, ούτε περιφρονούσε».
Τὰ παραδείγματα ποὺ ἀναφέρονται
στὸ παραπάνω κείμενο εἶναι συνειδητὲς διαστρεβλώσεις τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ
φανερώνουν ἕνα ἀπύθμενο βάθος πανουργίας. Τὰ παραδείγματα αὐτὰ εἶναι
παραδείγματα εὐαγγελισμοῦ
τῆς Μίας Ἀλήθειας καὶ τῆς μοναδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καὶ
ὄχι διαλόγου οἰκουμενιστικοῦ χαρακτῆρα, τὸ δὲ παράδειγμα τοῦ καλοῦ
Σαμαρείτη δὲν εἶναι κἂν διάλογος.
Ὁ Χριστὸς δὲν μίλησε μὲ τὴν
Σαμαρείτιδα γιὰ νὰ κάνει ἀτέρμονο διάλογο, γιὰ νὰ δεῖ, τί τοὺς ἑνώνει καὶ ὄχι
τί τοὺς χωρίζει. Μίλησε μαζί της γιὰ νὰ τὴν σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ δὲν
δίστασε νὰ τῆς ἀναφέρει καὶ τὸν ἁμαρτωλὸ βίο της.
Ἂν ὁ Χριστός, κ. Φραγκουλάκη, δὲν
προέβαλε ἀξιώσεις, τότε γιατί εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα «Ἔρχεται
ὥρα, καὶ ἤδη ἦρθε, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς θὰ λατρεύσουν τόν Πατέρα “ἐν
Πνεύματι καὶ Ἀληθεία. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν Πνεύματι
καὶ Ἀληθεία δεῖ προσκυνεῖν”», μιλώντας γιὰ ἀληθινοὺς προσκυνητὲς καὶ ἀναφέροντας
δύο φορὲς τὴν ἀξίωση τῆς Ἀληθείας; γιατί μίλησε γιὰ μικρὸ ποίμνιο; γιατί ἀναρωτήθηκε,
ἂν θὰ βρεῖ πίστη, ὅταν θὰ ξαναέρθει στὴν γῆ, γιατί τὸν σταύρωσαν;
Ἂν οἱ Ἀπόστολοι, κ. Φραγκουλάκη,
δὲν προέβαλαν ἀξιώσεις τότε γιατί φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν καὶ διώχθηκαν; Γιατί
εἶπε ὁ Ἀπ. Παῦλος· «Ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε
τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι»; Τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου δὲν σᾶς ἐλέγχουν; Δὲν ἀξιώνουν
ἀπὸ ἐσᾶς τὴν Ἀλήθεια καὶ ὄχι τὴν κολακεία τοῦ Πατριάρχη;
Ἂν οἱ Ἅγιοι, κ. Φραγκουλάκη, δὲν
προέβαλαν ἀξιώσεις, τότε γιατί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶπε «ὁ Μωάμεθ δὲ κυρίευσε τὸν κόσμο μὲ τὴν δύναμη του, ἀλλὰ μὲ
τὴν δύναμη τοῦ διαβόλου»; Γιατί ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος χαρακτήρισε τὰ λόγια τῶν
Ἀρειανῶν «ἰὸν ὄφεων»; Γιατί τόσοι Ἅγιοι
χαρακτήρισαν βαρύτατα τοὺς αἱρετικούς, συμβουλεύοντάς μας ἀκόμη καὶ «χαίρειν αὐτοῖς μὴ λέγετε»; Γιατί ὀνομάζει ἡ ὑμνολογία
τῆς Ἐκκλησίας μας –μᾶλλον ἄγνωστη γιὰ σᾶς– τοὺς Ἰουδαίους «δυσσεβεῖς, θεοκτόνους, κατάκριτο συναγωγή»; Γιατί
ὁ Χριστὸς τοὺς χαρακτήρισε «γενεὰ ἄπιστο καὶ
διεστραμμένη»; Γιατί ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς δὲν ἤθελε τοὺς
λατινόφρονες οὔτε στὴν κηδεία του; Γιατί ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς συμβούλευσε τὸ
ποίμνιο «τὸν Πάπα νὰ καταράστε»;
Ὁ κ. Φραγκουλάκης μιλάει στὸ
κείμενό του γιὰ τὴν ἀνάγκη «εἰλικρίνειας, βαθιᾶς μαχητικῆς πίστης, ταπείνωσης». Δυστυχῶς ἐννοεῖ τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι τὸν ἑαυτό του καὶ
φυσικὰ τὸν Πατριάρχη. Αὐτὸ καὶ ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι κοινὰ στὰ οἰκουμενιστικὰ
κείμενα. Πλήρης διαστρέβλωση καὶ ἀναφορὰ κατὰ τὸ δοκοῦν τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου,
προσπάθεια χειραφέτησης τῶν ἀπὸ τοὺς ποιμένες τους ἐγκαταλελειμένων καὶ
προδομένων ψυχῶν καὶ διάδοση τῆς αἱρέσεως. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν ὑπάρχει
δυστυχῶς ἐλπίδα μετανοίας τῶν οἰκουμενιστῶν. Προσβλέπουν τὸ «νέο μέλλον τῆς νέας ἐκκλησίας τους» καὶ τὸ
μόνο ποὺ θέλουν εἶναι νὰ ὑμνοῦν συναγωνιζόμενοι τὸν Πατριάρχη, νὰ δείξουν τὴν αὐλικότητά
τους καὶ τὴν ὑποταγή τους, μήπως καὶ γίνουν ἀρχιμανδρῖτες, ὀφφικιάλιοι,
Πρωτοπρεσβύτεροι, Ἐπίσκοποι καὶ ἴσως κάποτε χαλίφης στὴν θέση τοῦ χαλίφη.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Κλασσικὸς Φιλόλογος, Ἱστορικός