
– Ἡ Παναγία ἡ Ἱεροσολυµίτισσα. Μία φορὰ τὴν εἶδα ἐκεῖ στὸ Καλύβι, στὴν Παναγούδα … Ἄν σοῦ τὸ πῶ, σὲ πόσους θὰ τὸ πῆς;
– Σὲ κανέναν, Γέροντα.
– Λοιπόν, εἶδα σὲ ὄραµα ὅτι θὰ πήγαινα µακρινὸ ταξίδι καὶ ἔπρεπε νὰ ἑτοιµάσω τὰ χαρτιά µου, διαβατήριο, συνάλλαγµα κ.λπ., ἀλλὰ οἱ ὑπάλληλοι δὲν µοῦ ἔκαναν τὰ χαρτιά. Ἐκεῖ ἦταν πολλοὶ ἄνθρωποι, ὅµως δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ µὲ βοηθήση. «Ποιός θὰ µὲ βοηθήση; λέω. Μὰ δὲν βρίσκεται κανένας, γιὰ νὰ ἐνδιαφερθῆ;». Εἶχα µιὰ ἀγωνία!… Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάζεται µία Γυναίκα µὲ λαµπερὸ πρόσωπο, ντυµένη στὰ χρυσαφένια. Εἶχε µία ὡραιότητα! Ἄστραφτε ὁλόκληρη! «Μὴν ἀνησυχῆς, ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω· ὁ Γυιός µου εἶναι Βασιλιάς», µοῦ λέει καὶ µἐ χτύπησε ἁπαλὰ στὸν ὦµο. Παίρνει τὰ χαρτιὰ καὶ µὲ µιὰ κίνηση τὰ βάζει στὸν κόρφο Της. Ὤ, τί κίνηση ἦταν ἐκείνη! Ὕστερα µοῦ εἶπε: «Θὰ περάσετε δύσκολες ἡµέρες», καὶ µοῦ ἀνέφερε κάτι ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνω κι ἐγώ. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ εἶδα τὴν Παναγία τὴν Ἱεροσολυµίτισσα σὲ ἕνα βιβλίο καὶ τὴν ἀναγνώρισα.