ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «Ο ΣΩΤΗΡ» ΓΙΑ ΤΗ ΜΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΨΕΥΔΟ-ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Του Κυριάκου
Κυριαζόπουλου
καθηγητή (επ.) του
Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Α.Π.Θ.
Το αξιόλογο
εκκλησιαστικό περιοδικό «Ο Σωτήρ» ισχυρίζεται ότι η δογματική απόφαση του
Συνεδρίου της Αποστασίας «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον» δήθεν δεν αναγνωρίζει τις αιρέσεις ως Εκκλησίες στο εξής
σχόλιό του: «Η αναγνώριση απορρίφθηκε, χάρη κυρίως στη σθεναρή αντίσταση της
Εκκλησίας της Ελλάδος. Η τελική απόφαση με τροπολογία της Εκκλησίας της
Ελλάδος, προϊόν συμβιβασμού των αντίθετων αντιλήψεων, δεν δέχεται ύπαρξη άλλων
Εκκλησιών, αλλά μόνο ‘αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν
κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών’. Ο
Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος, παρουσιάζοντας τη συμβιβαστική
πρόταση, δήλωσε τα εξής: ‘Με την τροπολογία αυτή πετυχαίνουμε μία Συνοδική
απόφαση που για πρώτη φορά στην ιστορία περιορίζει το ιστορικό πλαίσιο των
σχέσεων προς τους ετεροδόξους όχι στην ύπαρξη, αλλά μόνο στην ιστορική ονομασία
αυτών των ετερόδοξων χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών. Οι εκκλησιολογικές
συνέπειες της αλλαγής αυτής είναι αυτονόητες. Όχι μόνο δεν επηρεάζουν αρνητικώς
με οποιονδήποτε τρόπο τη μακραίωνη Ορθόδοξη παράδοση, αλλ’ αντιθέτως
προστατεύεται με πολύ σαφή τρόπο η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία’. Αν και από πολλούς
θεωρείται απαράδεκτη ακόμη και η συμβιβαστική αυτή απόφαση, εντούτοις παραμένει
αναμφίβολο ότι η σκληρή οικουμενιστική πρόθεση να αναγνωριστούν οι ετερόδοξες
ομάδες ως εκκλησίες αποφεύχθηκε» (http://aktines.blogspot.gr/2016/08/blog-post_600.html#more).
Η άποψη αυτή
του περιοδικού «Ο Σωτήρ» είναι εσφαλμένη, για τους εξής λόγους:
1 - Η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας
της Ελλάδος στο Συνέδριο της Αποστασίας της Κρήτης παραβίασε σαφώς την απόφαση
της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος του Μαïου 2016, η οποία έδωσε την
εντολή στην αντιπροσωπεία της να ψηφίσει στο εν λόγω Συνέδριο της Αποστασίας
ότι ο Παπισμός δεν είναι Εκκλησία.
2 – Η θεμελίωση του ισχυρισμού
αυτού πάνω στη δήλωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών είναι ανεπιτυχής. Διότι η δήλωση
αυτή του ίδιου Αρχιεπισκόπου, κατά το κοινώς λεγόμενο, απλώς «χρυσώνει το
χάπι».
3 – Ο ισχυρισμός του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών ότι η «συνοδική» απόφαση περιορίζει το ιστορικό πλαίσιο
των σχέσεων προς τους ετεροδόξους όχι στην ύπαρξη, αλλά μόνο στην ιστορική
ονομασία αυτών των ετερόδοξων χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών, είναι
σοφιστικός και λογικά ακατανόητος.
4 – Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
ισχυρίζεται ψευδώς ότι δεν αναγνωρίζονται οι ετερόδοξες Εκκλησίες ή Ομολογίες,
μέσω της σοφιστείας «της ιστορικής τους ονομασίας». Διότι οι συμμετέχουσες
Αυτοκέφαλες ήθελαν να αποφύγουν ή να περιορίσουν τις αντιδράσεις των Ορθοδόξων
πιστών, στην περίπτωση κατά την οποία προέβαιναν σε ευθεία και ειλικρινή
αναγνώριση των αιρετικών ως Εκκλησιών, ενώ με την εκ πλαγίου και με πονηρό και
σοφιστικό τρόπο αναγνώρισή τους επιδιώκουν να χρησιμοποιούν τη διγλωσσία έναντι
των Ορθοδόξων πιστών, όπως τούτο συμβαίνει με την υπ’ όψιν δήλωση του
Αρχιεπισκόπου (την οποία εξέδωσε όχι στην Κρήτη, αλλά κατά τη διάρκεια του
Συνεδρίου της Αποστασίας μέσω της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου στην
Αθήνα).
5 – Η αλήθεια είναι ότι η φράση
«η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορική ονομασία των άλλων ετεροδόξων
Χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών» προβαίνει, εκ πλαγίου και με πονηρό,
σοφιστικό και παραπλανητικό για τους Ορθοδόξους πιστούς τρόπο, στην αναγνώριση
των αιρετικών ως Εκκλησιών μέσω της ιστορικής ονομασίας τους ως Εκκλησιών, πριν
μετατραπούν λόγω των αιρετικών τους θέσεων σε αιρέσεις.
6 – Η εν λόγω φράση χαρακτηρίζει
ρητά τις αιρετικές ομάδες ως Εκκλησίες.
7 – Η εν λόγω φράση χαρακτηρίζει,
εξ αντιδιαστολής, την Ορθόδοξη Εκκλησία ως άλλη ετερόδοξη Εκκλησία, διότι
χαρακτηρίζει τις αιρετικές ομάδες σαν «άλλες ετερόδοξες (Χριστιανικές Εκκλησίες
ή Ομολογίες)», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι τόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και οι
αιρετικές ομάδες έχουν την Αλήθεια, ενώ ναι μεν τούτο είναι, με βάση την
Πατερική Θεολογία και την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, άτοπο και σοφιστικό, πλην
όμως είναι εντελώς Οικουμενιστικό, δεδομένου ότι ο Οικουμενισμός δέχεται την
ενότητα των «εκκλησιών μέσω της ποικιλίας των πίστεων μέσα στην «Εκκλησία του
Οικουμενισμού».
8 – Κατόπιν των ανωτέρω, δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός του Αρχιεπισκόπου Αθηνών ότι η
ανωτέρω φράση δήθεν προστατεύει με σαφή τρόπο την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, διότι
πράττει το εντελώς αντίθετο, την απαρνείται και υιοθετεί επισήμως τον
Οικουμενισμό (ή Γνωστικισμό ή Θρησκευτικό Συγκρητισμό). Τούτο θα φανεί λίαν
προσεχώς στην κοινή «Σύνοδο» Παπικών και πρώην Ορθοδόξων, η οποία θα
χαρακτηριστεί ψευδώνυμα ως «Οικουμενική», για ένωση με κοινό ποτήριο και κοινή
διοίκηση υπό των Πάπα και συνακόλουθη μετατροπή των πρώην Ορθοδόξων Εκκλησιών
σε Ουνιτικές, ενώ αυτές δεν θα παύσουν να αναφέρονται παραπλανητικά ως
«Ορθόδοξες». Τότε δεν θα χρειαστεί άλλη δογματική απόφαση για την ένωση αυτή,
διότι αρκεί η συγκεκριμένη φράση της δογματικής απόφασης του Συνεδρίου της
Αποστασίας της Κρήτης, καθώς και τα Κείμενα της Μεικτής Θεολογικής Επιτροπής
Παπικών και Ορθοδόξων.
9 – Επομένως, το περιοδικό «Ο
Σωτήρ», το οποίο επηρεάζει όσους ακολουθούν την εκκλησιαστική αδελφότητα «Ο
Σωτήρ» και άλλους, σφάλλει, όταν καταλήγει στο εν λόγω δημοσίευμά του ότι δήθεν παραμένει αναμφίβολο ότι αποφεύχθηκε η
σκληρή οικουμενιστική πρόθεση να αναγνωριστούν οι ετερόδοξες ομάδες ως
εκκλησίες. Είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει θεολογικά και λογικά «σκληρή» και
«μαλακή» οικουμενιστική πρόθεση» αναγνωρίσεως των αιρετικών ομάδων σαν
Εκκλησιών. Η αληθινή διάκριση είναι μεταξύ «ευθείας και ειλικρινούς» και «εκ
πλαγίου και με πονηρό και σοφιστικό τρόπο» αναγνωρίσεως των αιρετικών ομάδων
σαν Εκκλησιών. Αντιθέτως, για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, το Συνέδριο
της Αποστασίας των Χανίων εισήγαγε «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά για τις δέκα
(10) Αυτοκέφαλες, την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού – GNOSIS ή
Θρησκευτικού Συγκρητισμού) [βλ. τη Μελέτη και την Περίληψή της στο www.theognosia.gr].