Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ» ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ Ή ΑΠΛΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ; Του Κυρ. Κυριαζόπουλου

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ» ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ; Του Κυρ. Κυριαζόπουλου


ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ
Ή ΗΜΙ-ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ» ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ
 Ή ΑΠΛΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ;
Του Κυριάκου Κυριαζόπουλου
καθηγητή (επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ;
ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΑΠΛΑΝΩΣ ΘΕΟΛΟΓΕΙΝ (Ή ΑΛΑΘΗΤΟ) ΣΤΗ ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ» ΟΝΤΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ, ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΙΣΧΥ,  Ή ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΣΕΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ;
ΑΝ ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΣΥΓΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ;
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
………………………………………
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
          Διαπιστώσαμε ιδίως από τον μη έγκυρο για τους λόγους τους οποίους εξηγούμε στην περίληψη κανονικο-δογματικής μελέτης μας με θέμα «Αξιολόγηση της λεγόμενης ‘Αγίας και Μεγάλης Συνόδου’» (ἐδῶ)  Κανονισμό της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» της Κρήτης (17/6-27/6/2016) τη λειτουργία μιας δήθεν «Πανορθόδοξης Συνόδου», η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το γνήσιο συνοδικό θεσμό, αλλά δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, το οποίο στην πραγματικότητα έχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα και καμία απολύτως συνοδική εξουσία.
          Η διαπίστωση αυτή μας οδήγησε στη εξέταση όλων των μορφών τέτοιων Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών τα οποία, μετά την Οικουμενιστική Εγκύκλιο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1920, λειτούργησαν και λειτουργούν στην πράξη μετονομασμένα ψευδεπίγραφα ως «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Σύνοδοι», τα πορίσματα της οποίας εξέτασης αναπτύσσουμε στα οικεία κεφάλαια της παρούσας μελέτης. Διότι το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών μετονομασμένο έτσι λειτουργεί στην πράξη ως η Ανώτατη Αρχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας εν γένει (σαν «Αγία Έδρα ή Βατικανό» της Ορθόδοξης Εκκλησίας).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ;
ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΑΠΛΑΝΩΣ ΘΕΟΛΟΓΕΙΝ (Ή ΑΛΑΘΗΤΟ) ΣΤΗ ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;
Η Συνοδική Λειτουργία της Εκκλησίας, κατά τους Αποστόλους και τους Πατέρες,  στηρίζεται στα δύο βασικά δόγματα της Εκκλησίας, το Τριαδολογικό και το Χριστολογικό. Όπως τα Τρία Πρόσωπα της Μίας ως προς την ουσία Της Τριάδος  λειτουργούν συνοδικά, έτσι και η στρατευομένη Εκκλησία πρέπει να λειτουργεί συνοδικά (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Τριαδική Συνοδικότητα, η Εκκλησία ως Μυστήριο του Χριστού, Ορθόδοξη Φιλοσοφία της Αλήθειας – Δογματική της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τομ. 4, σελ. 187-188, γαλλική έκδοση). Όπως στο Πρόσωπο του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, δηλ. του Κυρίου Ιησού Χριστού,  λειτουργούν συνοδικά οι δύο φύσεις Του (Αγ. Μαξίμου του Ομολογητή, Επιστολή 5, Ελληνική Πατρολογία, τομ. 91, σελ. 484), έτσι και στο Σώμα του, και ειδικότερα στη στρατευομένη Εκκλησία Του, πρέπει να λειτουργούν συνοδικά ο θείος και ο ανθρώπινος παράγοντας, το Άγιο Πνεύμα και οι πιστοί, οι οποίοι στις διάφορες μορφές Εκκλησιαστικών Συνόδων [1) της Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, 2) της Τοπικής ή Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ή 3) της Οικουμενικής Συνόδου], εκπροσωπούνται από τους Επαρχιούχους Επισκόπους των κατά τόπους Εκκλησιών ή Επισκοπών τους, οι οποίοι έχουν την αποστολική εξουσία και διακονία να αποφασίζουν ψηφίζοντας όλοι τους, Μαζί με το Άγιο Πνεύμα -αλλά όχι με εμπαιγμό του Αγίου Πνεύματος (όπως έπρατταν οι ψευδο-σύνοδοι που αναφέρονται στην Εκκλησιαστική Ιστορία)- επί δογματικών και ποιμαντικών θεμάτων των αντίστοιχων εκκλησιαστικών περιφερειών, ενώ οι πιστοί (λοιποί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί) έχουν, δυνάμει της ειδικής ή της γενικής ιερωσύνης τους, το δικαίωμα και το καθήκον να αποδέχονται ή να απορρίπτουν ιδίως τις συνοδικές αποφάσεις που αφορούν σε θέματα πίστεως (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, ο.π., σελ. 192-196. Επίσης, Ι. Καρμίρης, Η διοργάνωσις της επιγείου Εκκλησίας και η σχέσις αυτής προς την επουράνιον, Εκκλησιολογία, σελ. 365-808).
Ως προς την ισότητα των Επαρχιούχων Επισκόπων στις Συνόδους, ο Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί τα εξής:
1 - Κάθε τοπική Εκκλησία υπό τον τελούντα την Ευχαριστία Επίσκοπό της κατέχει το πλήρωμα της Εκκλησίας και πραγματοποιείται ως Σώμα Χριστού στη Θεία Ευχαριστία. Στην ενότητα και την ισότητα και την ταυτότητα της Χάρης, της Πίστεως και της Δομής των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών (δηλ. των Επισκοπών) βρίσκεται η μια Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Έκφραση της ενότητάς της είναι η Πανορθόδοξη ή Οικουμενική
Σύνοδος» (Εκκλησιολογία, σελ. 546). Σημειωτέον ότι, όπως διευκρίνισε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος, στη σύναξη της Ιεραρχίας του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης τον περασμένο Αύγουστο, η μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν είναι Οικουμενική, διότι δεν μετέχουν οι Παπικοί και οι Προτεστάντες, δηλαδή με βάση την αιρετική διεύρυνση του όρου «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» του Συμβόλου της Πίστεως της Α΄και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, η οποία συγκρητιστική διεύρυνση περιλαμβάνει συγκρητιστικά στην Εκκλησία του Χριστού τους Παπικούς και τους Προτεστάντες.
2 – Των Οικουμενικών (και όλων γενικά) των Συνόδων μετείχαν με πλήρη δικαιώματα (δηλ. και με δικαίωμα αποφαστιστικής ψήφου) μόνον οι Επίσκοποι, ήτοι Πατριάρχες, Έξαρχοι, Μητροπολίτες, απλοί (Επαρχιούχοι, δηλ. Ποιμενάρχες) Επίσκοποι» (Εκκλησιολογία, σελ. 673).
3 – Η αυθεντία όλων των Συνόδων υπόκειται υπό την ύψιστη αυθεντία της όλης Εκκλησίας, όχι μόνον εκ μέρους των Επισκόπων και λοιπών κληρικών, αλλά και εκ μέρους των πιστών (μοναχών και λαϊκών), το σύνολο των οποίων δεν πλανάται στην πίστη, επειδή έχουν «χρίσμα από του Αγίου και την αλήθειαν» γνωριζόντων (Α΄ Ιωαν. Β΄ 20, 27) και βιούντων και όντων όλων διδακτών Θεού (Ιωαν. ΣΤ΄, 45). Το κριτήριο της αποδοχής κάποιας Συνόδου από το Σώμα της Εκκλησίας, με την ανωτέρω έννοια, είναι η ακριβής από αυτήν διατύπωση της Ορθόδοξης Πίστης, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. Η εγκυρότητα κάποιας Συνόδου δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη, εξαρτώμενη από τη βούληση εκείνου που την συγκαλεί ή από τον αριθμό των συγκροτούντων αυτήν επισκόπων κλπ., αλλά εξαρτάται από την εκ των υστέρων αβίαστη αναγνώριση της εγκυρότητάς της από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες (δηλ. τις Επισκοπές), στις οποίες ενεργεί ο  ίδιος Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος, όπως και από την αποδοχή των αποφάσεών της από ολόκληρο το εκκλησιαστικό πλήρωμα το αποτελούμενο από κληρικούς και λαϊκούς, ως προερχόμενων από του επιστατούντος Αγίου Πνεύματος του «μεγάλου διδασκάλου της Εκκλησίας» (Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχηση 16, 19, ΒΕΠ 39, 209), και εκφραζουσών την κοινή πίστη και συνείδηση, όπως και τη λειτουργική και μυστική εμπειρία και ζωή του εκκλησιαστικού πληρώματος, λαμβανομένου υπόψη ότι Η ΔΩΡΕΑ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΤΟΥΤΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ (Εκκλησιολογία, 675-677). 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ» ΟΝΤΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ, ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΙΣΧΥ,  Ή ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΣΕΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ;
ΑΝ ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΣΥΓΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ;
Α.
Επί πατριαρχίας Μελετίου Δ΄ Μεταξάκη Α΄ Πανορθοδόξο Συνέδριο του 1923
Το Α΄ Πανορθόδοξο Συνέδριο ειλικρινά ονομάστηκε Συνέδριο και όχι Σύνοδος, δεδομένου ότι αποτελούνταν από εκπροσώπους Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, οι οποίες ήταν μέλη του.
Το Α΄ Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923 επί πατριαρχίας Μελετίου Δ΄ του Μεταξάκη, το οποίο, ενώ ήταν Συνέδριο και όχι Σύνοδος και γι’ αυτό δεν είχε τη σχετική αρμοδιότητα, εξουσιοδότησε αντικανονικώς τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να αποφασίσουν την εισαγωγή από τις Συνόδους των Ιεραρχιών τους της καινοτομίας του νέου εορτολογίου, καθώς και άλλες καινοτομίες, όπως τον δεύτερο γάμο των κληρικών. Βεβαίως, το νέο εορτολόγιο δεν είναι θέμα δογματικό, αλλά τάξεως, το οποίο αφορά την ενότητα του εορτασμού των ακινήτων εορτών από τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Συνεπώς, αρμοδιότητα για την εισαγωγή του είχε και έχει μόνον μια όντως Ορθόδοξη Πανορθόδοξη Σύνοδος.
Το νέο εορτολόγιο, ως γνωστόν, βασίζεται στο παπικό γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο:
α) μέχρι τότε προσπαθούσαν να επιβάλουν οι Παπικοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως ένα απαραίτητο βήμα για την ένωσή της μαζί τους χωρίς τούτοι να αποκηρύξουν τις αιρετικές πλάνες τους, ενώ μέχρι το 1923 τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία αντιστέκονταν στην εισαγωγή του και
β) χρησιμοποιήθηκε εν τέλει στην πράξη ως το πρώτο βήμα της εφαρμογής της Παναίρεσης του Οικουμενισμού, αν και η Εγκύκλιος του 1920, η οποία είχε αποσταλεί στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, παρέμεινε απόρρητη μέχρι το 1949, οπότε τη δημοσίευσε ο Ι. Καρμίρης στον Α΄ τόμο των Δογματικών και Συμβολικών του Μνημείων.
Β.
Επί πατριαρχίας Βαρθολομαίου Α΄ του Αρχοντώνη, το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών ονοματοδοτείται ψευδεπίγραφα ως Σύνοδος και όχι ως Συνέδριο.
Τα είδη τέτοιων ψευδεπίγραφων «Συνόδων», ήτοι Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, τα οποία λειτούργησαν, την εξεταζόμενη περίοδο, είναι τα εξής τέσσερα (4):
Α) οι λεγόμενες «Μείζονες και Υπερτελείς Σύνοδοι (Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών)», Α΄, Β΄, και Γ΄
Β) η λεγόμενη «Ιερά Διευρυμένη Σύνοδος (των τεσσάρων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου)»
Γ) η λεγόμενη «Δ΄ Μείζων και Υπερτελής Πανορθόδοξη Σύνοδος», και
Δ) οι λεγόμενες «Πανορθόδοξες Σύνοδοι», ήτοι 1) «Αγία και Ιερά Σύνοδος» και 2) «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος».
          Τα δύο πρώτα είδη των Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών είναι ημι-πανορθόδοξου χαρακτήρα και τα δύο τελευταία είδη των ίδιων Συνεδρίων είναι πανορθόδοξου χαρακτήρα.
          Συγκεκριμένα:
Α) Ψευδεπίγραφα ονομάστηκαν ως «Μείζονες και Υπερτελείς Σύνοδοι (Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών)» τα εξής Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών:
α) Το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, το οποίο ψευδεπίγραφα ονομάστηκε Α΄ Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος (Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών).
Το Συνέδριο αυτό έλαβε χώρα στο Φανάρι από 30 - 31 / 7 / 1993). Συμμετείχαν μόνον οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως  Αλεξανδρείας, Κύπρου και Ελλάδος. Η σύνθεση αυτού του Συνεδρίου Αυτοκέφαλων Εκκλησιών ήταν ελληνόφωνη, ήτοι διεπόταν από εθνοφυλετισμό, ερχόμενη έτσι σε αντίθεση με τον Όρο της Ορθόδοξης Τοπικής Συνόδου  του 1872 κατά του Εθνοφυλετισμού. Διότι αποκλείστηκαν οι λοιπές δέκα (10) Αυτοκέφαλες Εκκλησίας, κατά βάση μη ελληνόφωνες, από τη συμμετοχή σε αυτό το Συνέδριό τους. Το θέμα της συγκλήσεως ήταν οι δήθεν αντικανονικές εκκλησιαστικές δραστηριότητες του αοιδίμου Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διοδώρου, δύο Αρχιεπισκόπων (του κ. Τιμοθέου Βόστρων, τότε Λύδδης, και του κ. Ησυχίου, σημερινού Μητροπολίτη Καπιτωλιάδος και Πατριαρχικού Επιτρόπου Ιεροσολύμων)  και δύο κληρικών του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, οι συνιστάμενες σε δήθεν εισπήδηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, η οποία υπάγεται στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Το Συνέδριο αυτών των τεσσάρων (4) Αυτοκέφαλων – αναρμοδίως διότι όχι μόνον δεν ήταν πραγματική Πανορθόδοξη Σύνοδος αλλά ούτε καν Σύνοδος, δεδομένου ότι μέλη του ήταν αυτές οι τέσσερις (4) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες – καταδίκασε αναρμόδια - διότι δεν ήταν Πανορθόδοξη Σύνοδος, αφού οι συνοδικοί αρχιερείς δεν είχαν ατομικό δικαίωμα αποφασιστικής ψήφου, αλλά Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών το οποίο είχε ως μέλη του αποκλειστικά τις ανωτέρω ελληνόφωνες Εκκλησίες -, αντικανονικά και αυθαίρετα - αφού δεν δίκασε με την προβλεπόμενη κανονική ποινική δικονομία - σε  καθαίρεση τον αοίδιμο Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διόδωρο και τους ανωτέρω δύο Αρχιεπισκόπους και δύο κληρικούς του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων [Ν. Μαγγίνα, Εκκλησιαστική Αλήθεια 19 (1994), τευχ. Α΄].
Σημειωτέον ότι:
α) Ουδεμία πραγματικά Πανορθόδοξη Σύνοδος όρισε ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει αποκλειστική δικαιοδοσία επί της Ηπείρου της Αυστραλίας. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι:
α.1.) Παράλληλες με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δικαιοδοσίες στην Αυστραλία διαθέτουν και οι εξής τρεις (3) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες: 1) της Ρωσίας (Επισκοπή Καμπέρρας της Υπερόριας Εκκλησίας της Ρωσίας, η οποία είναι ημιαυτόνομη Εκκλησία του Πατριαρχείου της Ρωσίας), 2) της Σερβίας (Επισκοπή Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας), και 3( της Ρουμανίας (Επισκοπή Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας).
α.2.) Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως  στηρίζει την αποκλειστική δικαιοδοσιακή του απαίτηση στην Αυστραλία στη φράση του 28ου Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου «εν τοις βαρβαρικοίς», δηλ. εκτός ορισμένων ορίων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, δηλ. επί του υπόλοιπου του Πλανήτη Γη, θεωρεί ότι έχει το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δικαιοδοσία, χωρίς αυτή η ερμηνευτική προσέγγιση να γίνεται αποδεκτή τουλάχιστον από τις μη ελληνόφωνες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
α.3) Δεν προσκλήθηκαν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως να συμμετάσχουν στο εν λόγω Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, ελληνόφωνης σύνθεσης, οι μη ελληνόφωνες Αυτοκέφαλες Εκκλησίας, για να μην υποστηρίξουν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, διότι οι μη ελληνόφωνες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δεν αναγνωρίζουν αποκλειστική δικαιοδοσία στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σε σχέση με την Ορθόδοξη διασπορά, στην οποία ανήκει και η Αυστραλία.
α.4) Είναι σαφές ότι ο πραγματικός λόγος της καθαίρεσης του αοίδιμου Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διοδώρου δεν ήταν η λεγόμενη «εισπήδησή του στη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας που υπάγεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως», αλλά ο σωφρονισμός του λόγω της πλήρους αντίθεσής του στην επέλαση της Παναίρεσης του Οικουμενισμού, δεδομένου ότι ο αοίδιμος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Διόδωρος:
α.1.) εξέδωσε την περίφημη αντιοικουμενιστική και ομολογιακή Εγκύκλιο του 1989 (ἐδῶ),  
α.2.) απέσυρε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών το 1989 και αποφάσισε τη διακοπή κάθε μορφής διαλόγου γενικά με τους ετεροδόξους και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων υπήρξε η πρώτη Αυτοκέφαλη Εκκλησία που προέβη σε αυτές τις αντιοικουμενιστικές ενέργειες,
α.2.) κατήγγειλε την δήθεν χριστολογική συμφωνία του 1991 μεταξύ Ορθοδόξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, πλην του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, και Μονοφυσιτών, όταν αυτή κοινοποιήθηκε στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, προς όλους τους Προκαθημένους των κατά τόπους Αυτοκέφαλων και Αυτόνομων Εκκλησιών, προς το Αγιώνυμο Όρος, τις Θεολογικές Σχολές της Ελλάδος και όλους τους Ορθόδοξους λαούς, και την διακήρυξε ως άκυρη, παρά το γεγονός ότι Ορθόδοξοι Προκαθήμενοι πρότειναν την υλοποίηση των συμφωνηθέντων και την παράλληλη καταδίκη σε απομόνωση της αντιδρώσας Εκκλησίας Ιεροσολύμων (βλ. Αρχιμ. Δημητρίου Βασιλειάδη, Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η Οικουμενική Κίνηση, σε: Οικουμενισμός, Γένεση- Προσδοκίες – Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου, τομ. Α΄, σελ. 251-258).
β) Το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, το οποίο ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «Β΄ Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος (Ελληνόφωνων Εκκλησιών)».
Το Συνέδριο αυτό έλαβε χώρα στο Φανάρι στις 14-12-1993. Είχε την ίδια ελληνόφωνη σύνθεση με την προηγηθείσα Α΄ λεγόμενη «Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο». Αποφάσισε την άρση της αντικανονικής και αυθαίρετης καθαιρέσεως μόνον του αοιδίμου Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διοδώρου. Και επέβαλε αναρμόδια - διότι δεν ήταν Πανορθόδοξη Σύνοδος, αφού οι συνοδικοί αρχιερείς δεν είχαν ατομικό δικαίωμα αποφασιστικής ψήφου, αλλά Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών το οποίο είχε ως μέλη του αποκλειστικά τις ανωτέρω ελληνόφωνες Εκκλησίες -, αντικανονικά και αυθαίρετα - αφού δεν δίκασε με την προβλεπόμενη κανονική ποινική δικονομία - την ποινή του αφορισμού στον μακαριστό θεολόγο Νικόλαο Σωτηρόπουλο με την κατηγορία ότι δήθεν υποκινούσε τον λαό σε ανταρσία και απείθεια, επειδή κατήγγελλε δημοσίως την Παναίρεση του Οικουμενισμού.
Σημειωτέον πριν την άρση της αντικανονικής και αυθαίρετης καθαίρεσής του, είχε προηγηθεί συνάντηση του αοιδίμου Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διοδώρου με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τους εκπροσώπους των Εκκλησιών Αλεξανδρείας, Κύπρου και Ελλάδος στις 20-11-1993 και δόθηκε η υπόσχεση και διαβεβαίωση από τον προαναφερθέντα αοίδιμο Πατριάρχη Ιεροσολύμων ότι δεν θα έχει δικαιοδοσιακή απαίτηση στην Αυστραλία, παράλληλη με εκείνη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως [Ορθοδοξία 1 (1994) 327-330].
γ) Το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, το οποίο ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «Γ΄ Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος (Ελληνόφωνων Εκκλησιών)».  
Το Συνέδριο αυτό έλαβε χώρα στο Φανάρι στις 21-4-1994.  Είχε την ίδια ελληνόφωνη σύνθεση με τις δύο προηγούμενες Α΄ και Β΄ λεγόμενες «Μείζονες και Υπερτελείς Συνόδους». Αποφάσισε την άρση της αντικανονικής και αυθαίρετης καθαιρέσεως των δύο ανωτέρω Αρχιεπισκόπων και δύο κληρικών  της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, ύστερα από τις αιτήσεις μετανοίας τις οποίες αυτοί κατέθεσαν σε σχέση με την εκ πρώτης όψεως δικαιοδοσιακή απαίτηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην Αυστραλία, την παράλληλη με εκείνη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως [Ορθοδοξία 1 (1994) 502-504).
Β) Ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «Ιερά Διευρυμένη Σύνοδος» το Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών το αποτελούμενο από τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου».
   Έλαβε χώρα στο Ορθόδοξο Κέντρο Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο Σαμπεζύ της Γενεύης στις 17-5-2006. Το θέμα του ήταν η εξέταση του απασχολούντος την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου Αρχιεπισκοπικού ζητήματος, το οποίο προέκυψε για τους κυριότερους διεκδικητές του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου από την ασθένεια του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Α΄, η οποία κατέστησε δυσχερή την άσκηση των καθηκόντων του. Αποφάσισε – αναρμοδίως για δύο (2) λόγους, πρώτον διότι δεν ήταν Πανορθόδοξη Σύνοδος, αλλά Συνέδριο το οποίο είχε ως μέλη του τα τέσσερα (4) πρεσβυγενή Πατριαρχεία, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου, και δεύτερον διότι το θέμα του εν λόγω Συνεδρίου ήταν της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ιεράς Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου - την έκπτωση από τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Κύπρου του ανωτέρω Αρχιεπισκόπου Κύπρου, λόγω σοβαρής και μακρόχρονης ασθενείας, και την κήρυξη του εν λόγω Θρόνου εν χηρεία, με την εξής διατύπωση: «Η Ιερά Σύνοδος [δηλ. το Συνέδριο των τεσσάρων (4) πρεσβυγενών Πατριαρχείων, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου], μετά βαθείας λύπης διεπίστωσεν ότι η υγεία του ασθενούντος Μακ. Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου έχει κλονισθή σοβαρώς από τετραετίας και είναι μη αναστρέψιμος, κατόπιν δε σχετικών εισηγήσεων των Μητροπολίτου Πάφου Χρυσοστόμου και Επισκόπου Κύκκου Νικηφόρου και γενομένης μυστικής ψηφοφορίας, δι’ ηυξημένης πλειοψηφίας, εκήρυξε τον Θρόνον της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου εν χηρεία…» [Ορθοδοξία 13 (2006) 227-239). 
Γ) Ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «Δ΄ Μείζων και Υπερτελής Πανορθόδοξη Σύνοδος» το Συνέδριο των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών στη Σόφια.
Το Συνέδριο αυτό έλαβε χώρα από 30-9 μέχρι 1-10-1998 στη Σόφια Βουλγαρίας, μετά από αίτηση του Πατριάρχη Βουλγαρίας Μαξίμου. Συμμετείχαν όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Το θέμα της ήταν η αντιμετώπιση και λύση των προβλημάτων, τα οποία προκάλεσε το Σχίσμα που δημιουργήθηκε το έτος 1992 στην Εκκλησία της Βουλγαρίας από τη δημιουργία παράλληλης Συνόδου από αρχιερείς του Πατριαρχείου Βουλγαρίας προς εκείνη του ίδιου Πατριαρχείου για πολιτικούς λόγους. Ορθά αναγνώρισε ως κανονικό τον Πατριάρχη Βουλγαρίας Μάξιμο και υποχρέωσε τους δημιουργήσαντες το σχίσμα αρχιερείς να υποταχθούν στη Σύνοδο του Πατριαρχείου Βουλγαρίας [Ορθοδοξία 5 (1998) 619-640 και Παράρτημα του Δ΄ τεύχους με τα Πεπραγμένα της συγκληθείσας στη Σόφια λεγόμενης «Μείζονος και Υπερτελούς Ιεράς Πανορθοδόξου Συνόδου, σελ. 7-211].
Όμως, κατά την έρευνα που περιέχεται στο βίντεο με τίτλο «Απομόνωση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων» (ἐδῶ), το οποίο δημοσιεύθηκε στο Youtube στις 19-6-2013, στο εν λόγω Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επιχείρησε την απομάκρυνση του Πατριάρχη Βουλγαρίας Μαξίμου, αλλά συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση του Μακαριώτατου Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, ο οποίος και αυτός ήταν και εξακολουθεί και μετά την αντικανονική και αυθαίρετη, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, έκπτωσή του από τον Πατριαρχικό Θρόνο  Ιεροσολύμων να είναι ενεργός αντιοικουμενιστής. Η συγκεκριμένη διάσταση της θέματος, εφόσον έχει βασιμότητα,  αποκαλύπτει ότι οι αρχιερείς που πραγματοποίησαν το σχίσμα στην Εκκλησία Βουλγαρίας, το οποίο εκ πρώτης όψεως φαινόταν να οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, επιδίωκαν την αυθαίρετη και αντικανονική ανατροπή του Πατριάρχη Βουλγαρίας Μαξίμου, λόγω των αντιοικουμενιστικών του φρονημάτων και πρακτικών, προκειμένου το Πατριαρχείο Βουλγαρίας να αποκτήσει οικουμενιστικό προσανατολισμό.
Δ) Ψευδεπίγραφα ονομάστηκαν «Πανορθόδοξες Σύνοδοι» τα εξής Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών:
α) Η λεγόμενη «Πανορθόδοξη Αγία και Ιερά Σύνοδος».
Το Συνέδριο αυτό έλαβε χώρα στο Φανάρι στις 24-5-2005, ύστερα από έκκληση της Ιεραρχίας και Αγιοταφικής Αδελφότητας των Ιεροσολύμων, δηλ. εκείνων που διέπραξαν τα εκκλησιαστικά ποινικά αδικήματα της φατρίας και τυρείας κατά του Κανονικού Πατριάρχη τους. Συμμετείχαν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, οι Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και πάσης Ελλάδος, και Τιράνων και πάσης Αλβανίας, ο Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας, και εκπρόσωποι των Πατριαρχείων Αντιοχείας, Ρωσίας, Ρουμανίας, και Γεωργίας, και της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, καθώς και της Αγιοταφικής Αδελφότητας Ιεροσολύμων.
Το τυπικό θέμα του ήταν η εξέταση των δυσάρεστων εκκλησιαστικών εξελίξεων στους κόλπους του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ενώ το συγκεκαλυμμένο αλλά πραγματικό θέμα του ήταν η αυθαίρετη και αντικανονική παύση του Κανονικού Μακαριώτατου Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ από τον Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων. Η αυθαίρετη και αντικανονική παύση του Κανονικού Μακαριώτατου Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ από τον Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων έγινε χωρίς δίκη και χωρίς κανονική του παραίτηση και πραγματοποιήθηκε δε με τη μέθοδο της διαγραφής του ονόματός του από τα Ορθόδοξα Δίπτυχα. Έτσι το εν λόγω Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών (ψευδεπίγραφα, Πανορθόδοξη Αγία και Ιερά Σύνοδος) - χωρίς το ίδιο να έχει σχετική αρμοδιότητα, δεδομένου δεν ήταν πραγματική Σύνοδος, αφού μέλη της ήταν οι συμμετέχουσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ενώ οι συμμετέχοντες αρχιερείς δεν διέθεταν ατομική αποφασιστική ψήφο -  επέτρεψε στα μέλη της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων τα οποία φατρίασαν κατά του Κανονικού Προκαθημένου τους, να εκλέξουν αντικανονικώς, για τον ανωτέρω λόγο, τον Ιερώτατο Αρχιεπίσκοπο Θαβωρίου κ. Θεόφιλο στον ίδιο Πατριαρχικό Θρόνο. Κατά πληροφορίες, υπήρξε μια αρνητική ψήφος (πιθανότατα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου) και δύο αποχές.
Η απόφαση του συγκεκριμένου Συνεδρίου Αυτοκέφαλων Εκκλησιών ανέφερε: «… κατόπιν μακρών διαβουλεύσεων ήχθη εις την απόφασιν να απευθύνη αδελφικήν έκκλησιν προς τον Μακ. Πατριάρχην Ιεροσολύμων κ. Ειρηναίον όπως οικειοθελώς υποβάλη την παραίτησιν αυτού… Του Μακ. Πατριάρχου κ. Ειρηναίου  αρνηθέντος να δεχθή τούτο, η Σύνοδος των Προκαθημένων απεδέχθη έναντι τριών επεχόντων την απόφασιν της πλειοψηφίας της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων περί αποκηρύξεως του Πατριάρχου αυτών, όπερ συνεπάγεται την διαγραφήν του ονόματος αυτού εκ των Ορθοδόξων διπτύχων» (Ορθοδοξία, 12 (2005) 263-281).
β) Η λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδος» (Κρήτη, από 17-27/6/2016).
          Γι’ αυτό το Συνέδριο της Αποστασίας των δέκα (10) από τις δεκατέσσερις (14) Αυτοκέφαλες «Εκκλησίες», οι οποίες εκπροσωπούν μόνον το ένα τρίτο (1/3) των Ορθόδοξων πιστών, και οι οποίες εισήγαγαν «συνοδικώς», ήτοι δεσμευτικά για τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες, την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Νέο-γνωστικισμού ή  Θρησκευτικού Συγκρητισμού) [ψευδεπίγραφα καλούμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», δεδομένου ότι μέλη της ήταν μόνον  οι δέκα (10) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ενώ οι συμμετέχοντες αρχιερείς δεν διέθεταν ατομικές αποφασιστικές ψήφους], βλέπετε τις ακόλουθες μελέτες μου:
1 – Αξιολόγηση της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» (ἐδῶ),
2 – Μελέτη για το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων των δέκα (10) Αυτοκέφαλων «Εκκλησιών» (οι οποίες εκπροσωπούν μόνον τον ένα τρίτο (1/3) των Ορθοδόξων], το οποίο εισήγαγε «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Γνωστικισμού – Gnosis, ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού), και για την αναγκαία και αναπόφευκτη εκκλησιολογική συνέπεια της διακοπής κοινωνίας με τους Προκαθημένους και Επισκόπους των δέκα (10) Αυτοκέφαλων «Εκκλησιών», οι οποίοι δεν καταδικάζουν, ως Παναιρετικό, τούτο το Συνέδριο της Αποστασίας (ἐδῶ).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
          Οι λεγόμενες «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Σύνοδοι», δηλ. τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, δεν είναι Σύνοδοι, δεδομένου ότι τα μέλη τους δεν είναι οι συμμετέχοντες αρχιερείς με δικαίωμα αποφασιστικής ψήφου, αλλά Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες μετέχουν είτε δια των προκαθημένων τους είτε δι’ εκπροσώπων τους είτε δια των προκαθημένων και  εκπροσώπων τους. Διότι για την ύπαρξη Συνόδου σε όλα τα επίπεδα, είτε σε επίπεδο Αυτοκέφαλης Εκκλησίας (Σύνοδος Ιεραρχίας αυτής), είτε σε επίπεδο Τοπικής Συνόδου ορισμένων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, είτε σε επίπεδο Πανορθόδοξης ή Οικουμενικής Συνόδου, απαιτείται καθένας από τους συνοδικούς αρχιερείς να διαθέτει ατομική αποφασιστική ψήφο (34ος Αποστολικός, όπως εφαρμόστηκε σε όλα αυτά τα είδη Συνόδων).
          Επειδή οι λεγόμενες «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Σύνοδοι», δηλ. τα Συνέδρια Αυτοέφαλων Εκκλησιών, δεν είναι Σύνοδοι, γι’ αυτό το λόγο δεν έχουν συνοδική εξουσία, δηλ. δεν εκδίδουν έγκυρες αποφάσεις, δογματικές ή ποιμαντικές, ούτε αυτοδικαίως άκυρες, αλλά ακυρώσιμες από ενδεχομένως μέλλουσα να συγκληθεί όντως Ορθόδοξη Πανορθόδοξη Σύνοδο, δεδομένου ότι οι συμμετέχουσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες τις θεωρούν ως δεσμευτικές γι’ αυτές.
          Αυτά τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών έχουν ως πρότυπό τους το ειλικρινά ονομασθέν ως Συνέδριο Εκκλησιών του έτους 1923, το οποίο επέτρεψε αναρμοδίως – διότι δεν ήταν Πανορθόδοξη Σύνοδος για να παρέχει εξουσιοδοτήσεις στις Συνόδους των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών να  εισάγουν αυτές οικουμενιστικές καινοτομίες -  την εισαγωγή κάποιων καινοτομιών της Παναίρεσης του Οικουμενισμού (νέο εορτολόγιο, δεύτερος γάμος κληρικών κλπ.), ως πρώτων μέτρων εφαρμογής της Παναίρεσης του Οικουμενισμού, μετά την έκδοση της Εγκυκλίου του 1920 του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ως γνωστόν, αυτή η Εγκύκλιος περιέχει τον Καταστατικό Χάρτη της Παναίρεσης του Οικουμενισμού. Η ίδια, όμως, Εγκύκλιος, που είχε αποσταλεί στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, δεν δόθηκε στη δημοσιότητα παρά μόνον από τον Ιωάννη Καρμίρη στον δεύτερο τόμο των Δογματικών και Συμβολικών του Μνημείων το έτος 1968.
          Επί πατριαρχίας, όμως, Βαρθολομαίου Α΄ του Αρχοντώνη, τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών μετονομάστηκαν ψευδεπίγραφα σαν «Σύνοδοι», παρά το γεγονός ότι δεν πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις για την ύπαρξη Συνόδου. Διότι, όπως ρητά αναγνωρίζεται στα Πρακτικά της λεγόμενης «Αγίας και Ιεράς Συνόδου» της 24-5-2005, το εν λόγω Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών αυτοχαρακτηρίζεται ως δήθεν «Σύνοδος των Προκαθημένων». Δεν υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και στο Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο θεσμός «Συνόδου των Προκαθημένων». Διότι, όπως προκύπτει από την Εκκλησιαστική Ιστορία, από τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, από τους Ιερούς Κανόνες, από την Πατερική Θεολογία και από την Αγία Γραφή, όταν οι επαρχιούχοι αρχιερείς, δηλ. οι ποιμενάρχες, συνέρχονται σε Σύνοδο οποιουδήποτε επιπέδου, επειδή όλοι οι συνοδικοί αρχιερείς, ανεξάρτητα από τη διοικητική  τους θέση στο πλαίσιο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην οποία ανήκουν,  εκπροσωπούν τις επισκοπές τους, είναι εκκλησιολογικά ίσοι μεταξύ τους και με τους προκαθημένους τους, οι οποίοι πρωτίστως μετέχουν σε οποιοδήποτε είδος Συνόδου με την ιδιότητά τους των επαρχιούχων αρχιερέων των επισκοπών των οποίων προϊστανται.
  Τα είδη των Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών των μετονομασμένων ψευδεπίγραφα σε «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Συνόδους», όπως προκύπτει σαφώς από τα μέχρι τώρα δεδομένα τους, είναι τα εξής: α) «ημι-πανορθόδοξες σύνοδοι» και β) «πανορθόδοξες σύνοδοι». «Ημι-πανορθόδοξες Σύνοδοι» είναι τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών στα οποία δεν προσκαλούνται από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, κατά την ανέλεγκτη κρίση του και για τους δικούς του υποκειμενικούς λόγους, όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά μόνον ορισμένες από αυτές ως μέλη τους. «Πανορθόδοξες Σύνοδοι» είναι  τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών στα οποία προσκαλούνται ως μέλη τους όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. «Ημι-πανορθόδοξες Σύνοδοι» είναι τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών τα οποία χαρακτηρίζονται ως  Α΄, Β΄, και Γ΄ «Μείζονες και Υπερτελείς Σύνοδοι (Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών)», καθώς και εκείνο που χαρακτηρίζεται ως «Ιερά Διευρυμένη Σύνοδος (των τεσσάρων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Κύπρου». «Πανορθόδοξες Σύνοδοι» είναι τα Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών τα οποία χαρακτηρίζονται ως 1) «Δ΄ Μείζων και Υπερτελής Πανορθόδοξη Σύνοδος»,  2) «Αγία και Ιερά Σύνοδος» και 3) «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος».
Οι σκοποί λειτουργίας στην πράξη Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών είτε μη μετονομασμένων σε «Συνόδους», δηλ. του Συνεδρίου Εκκλησιών του 1923, είτε μετονομασμένων ψευδεπίγραφα σε «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Συνόδους», όπως προκύπτει σαφώς από τα μέχρι τώρα δεδομένα τους, είναι οι ακόλουθοι:
Ένα τέτοιο Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών επιδιώκει:
1) να εισάγει οικουμενιστικές καινοτομίες μη επιτρεπόμενες από την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, ως βήματα εφαρμογής της Παναίρεσης του Οικουμενισμού (Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, 1923),
2) να εισάγει αυτήν καθ’ εαυτήν την Παναίρεση του Οικουμενισμού (ή Νέο-γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού) (λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», 2016),
3) να σωφρονίσει [λεγόμενες «Α΄, Β΄ και Γ΄ Μείζονες και Υπερτελείς Σύνοδοι (Ελληνόφωνων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών)» (1993-1994)] ή να καταδικάσει σε έκπτωση (Πανορθόδοξη Αγία και Ιερά Σύνοδος, 2005) Προκαθημένους Αυτοκέφαλων Εκκλησιών που δεν ακολουθούν την Παναίρεση του Οικουμενισμού,
4) να στηρίξει Προκαθημένους Αυτοκέφαλων Εκκλησιών οι οποίοι δεν ακολουθούν την Παναίρεση του Οικουμενισμού, σε περίπτωση δημιουργίας σχίσματος σε αυτές από αρχιερείς τους, αν δεν μπορεί, λόγω εσωτερικών διαφωνιών των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών σε αυτό το Συνέδριο, να καταδικάσει τους εν λόγω Προκαθημένους σε έκπτωση (Δ΄ Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος, 1998),
5) να αποφασίσει για ζήτημα το οποίο όχι μόνο δεν ανήκει σε Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, αλλά ούτε καν σε όντως Πανορθόδοξη Σύνοδο, δεδομένου ότι είναι εσωτερικό ζήτημα των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών [λεγόμενη «Ιερά Διευρυμένη Σύνοδος (των τεσσάρων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, με τη συμμετοχή μερικών αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου) (2006)].
Είναι σαφές ότι η ψευδεπίγραφη μετονομασία των Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών σε «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Συνόδους» ή «Συνόδους των Προκαθημένων» - οι οποίες άρχισαν να λειτουργούν στην πράξη μετά την εισαγωγή της Παναίρεσης του Οικουμενισμού στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και πιο συγκεκριμένα μετά την Οικουμενιστική Εγκύκλιο του εν λόγω Πατριαρχείου του έτους 1920 - εξυπηρετεί σαφώς την εκκλησιολογικώς και κανονικώς αυθαίρετη υπερύψωση των προέδρων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών έναντι των λοιπών επαρχιούχων αρχιερέων, μέσω της προκρίσεως της ιδιότητάς τους ως προκαθημένων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών σε βάρος της ιδιότητας των εν λόγω προέδρων ως επαρχιούχων αρχιερέων. Αυτή η ιδιότητα των προέδρων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών ως επαρχιούχων αρχιερέων  εκκλησιολογικώς και κανονικώς έχει τη βαρύνουσα σημασία της, λόγω της εκκλησιολογικής και κανονικής ισότητας των επαρχιούχων αρχιερέων των συνερχόμενων σε οποιοδήποτε είδος συνόδου, ανεξαρτήτως της διοικητικής θέσεως την οποία κατέχουν στο πλαίσιο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας τους. Οι διοικητικές θέσεις των επαρχιούχων αρχιερέων ως προέδρων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών έχει μόνο μια δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με την τάξη λειτουργίας οποιουδήποτε είδους Συνόδου, χωρίς αυτή η τάξη να επηρεάζει το ότι κάθε επαρχιούχος αρχιερέας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είναι ή δεν είναι προκαθήμενος, έχει ατομική αποφασιστική ψήφο.
          Η αντίθετη, όμως, προς την Εκκλησιολογία και το Κανονικό Δίκαιο, υπερύψωση των προκαθημένων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών στο Συνέδριό τους, το οποίο ονομάζεται ψευδεπίγραφα «Πανορθόδοξη ή Ημι-πανορθόδοξη Σύνοδος», εμπερικλείει  την περαιτέρω ατομική υπερύψωση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Μάλιστα ο Μητροπολίτης Προύσσης Ελπιδοφόρος Λαμπριανίδης του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως προσπάθησε εντελώς εσφαλμένα να υποστηρίξει θεωρητικά την ήδη εφαρμοζόμενη στην πράξη, μέσω δήθεν «Πανορθόδοξων ή Ημι-πανορθόδοξων Συνόδων»,  περαιτέρω ατομική υπερύψωση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως έναντι των λοιπών Προκαθημένων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, αντί του «πρώτου μεταξύ ίσων (primus inter pares)», ως «πρώτου χωρίς ίσους (primus sine paribus)» (ἐδῶ), δηλ. με «παπικό», mutatis mutandis (ή με τις ανάλογες προσαρμογές) πρωτείο εξουσίας του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως εν ονόματι δήθεν του «συντονιστικού του ρόλου» σε σχέση με τις λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
          Συνεπώς, οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και μάλιστα οι τέσσερις (4) από αυτές που ορθά δεν συμμετείχαν στο Συνέδριο Αποστασίας της Κρήτης, επιβάλλεται
α) να παύσουν επιτέλους να συμμετέχουν σε τέτοια Συνέδρια Αυτοκέφαλων Εκκλησιών τα οποία έχουν μετονομαστεί ψευδεπίγραφα σε «Πανορθόδοξες ή Ημι-πανορθόδοξες Συνόδους», και
β) να απαιτήσουν επίμονα και σοβαρά τη λειτουργία πραγματικών Πανορθόδοξων Συνόδων, στις οποίες οι Προκαθήμενοι και οι αρχιερείς των αντιπροσωπειών των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών θα είναι όλοι συνοδικά μέλη και ο καθένας από αυτούς θα έχει ατομικό δικαίωμα αποφασιστικής ψήφου, όπως ορίζει η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο.
Διότι, στην αντίθετη περίπτωση:
Α) Θα συνεχιστεί, μέσω τέτοιων Συνεδρίων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, η «συνοδική», αλλά δεσμευτική για τις συμμετέχουσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, εισαγωγή χιονοστιβάδας μεταγενέστερων οικουμενιστικών πλανών με τις αντίστοιχες δογματικές αλλοιώσεις των άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως μέχρι την πλήρη ανατροπή των θεμελιωδών δογμάτων της Μίας, Αγίας, Καθολικής Εκκλησίας, ήτοι του Εκκλησιολογικού στην αρχή και στη συνέχεια του Χριστολογικού και εν τέλει του Τριαδολογικού. Και
Β) Όποιοσδήποτε προκαθήμενος ή επαρχιούχος αρχιερέας, κληρικός, μοναχός ή λαϊκός, θα κινδυνεύει - από τη μη προβλεπόμενη από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και τους Ιερούς Κανόνες αλλά λειτουργούσα στην πράξη ανώτατη αρχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας εν γένει, ήτοι του Συνεδρίου Αυτοκέφαλων Εκκλησιών του μετονομασθέντος ψευδεπίγραφα σε «Πανορθόδοξη ή Ημι-πανορθόδοξη Σύνοδο - να υποβληθεί, αν μεν είναι κληρικός, στην ποινή της καθαίρεσης, αν δε είναι μοναχός ή λαϊκός στην ποινή του αφορισμού, επειδή θα εκφράζει ή θα εκφράζει αντιοικουμενιστικές θέσεις ή επειδή θα αναπτύσσει αντιοικουμενιστική δράση, όπως άλλωστε δικαιούται τόσο δυνάμει του Συντάγματος της χώρας του όσο και δυνάμει της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και του Ορθόδοξου Κανονικού Δικαίου.

          Χαρακτηριστική περίπτωση συνιστούν οι προαναγγελθείσες, από τον δημοσιογράφο κ. Παναγιώτη Ανδριόπουλο (Φως Φαναρίου, ἐδῶ, με περαιτέρω ανάρτηση στη Ρουμανική στο ἐδῶ), Α) καθαιρέσεις των κληρικών 1) π. Θεοδώρου Ζήση, ομότιμου καθηγητή Πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., 2) π. Αναστασίου Γκοτσόπουλου, εφημερίου της ενορίας Αγίου Νικολάου, της Μητροπόλεως Πατρών, 3) π. Πέτρου Χιρς, εφημερίου της ενορίας Προφήτου Ηλιού, Πετροκέρασων Θεσσαλονίκης, Μητροπόλεως Ιερισσού, 4) του π. Ματθαίου Βουλκανέσκου, εφημερίου της ενορίας Παναγίας Οδηγήτριας Λόφου Βώκου, Μητροπόλεως Πειραιώς, και Β) αφορισμοί 1) του κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, καθηγητή Δογματικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., και 2) του μοναχού Σεραφείμ Ζήση, από μέλλον να συγκληθεί Συνέδριο Αυτοκέφαλων Εκκλησιών μετονομασμένο ψευδεπίγραφα σε «Πανορθόδξη Σύνοδο», με βάση ανυπόστατες σε βάρος τους κατηγορίες για δήθεν «αντιεκκλησιαστική δράση, σκανδαλισμό των πιστών, προτροπή αυτών σε απείθεια, και καταφρόνηση της Κανονικής Εκκλησίας και της μέσα σε αυτήν παραδεδομένης τάξεως, και με βάση το άρθρο 22 του εγκριθέντος από τη λεγόμενη ‘Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας’ (ήτοι των δέκα Αυτοκέφαλων Εκκλησιών που συμμετείχαν σε αυτήν και οι οποίες εκπροσωπούν μόνον το ένα τρίτο των Ορθοδόξων), το οποίο άρθρο απαγορεύει απολύτως – το οποίο άρθρο έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο προς την, κατά τα ανωτέρω, Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, όσο και προς το Σύνταγμα της Χώρας (θρησκευτική ελευθερία,  ελευθερίες σκέψεως και εκφράσεως) - οποιαδήποτε κριτική των ψηφισθέντων ‘συνοδικών’ κειμένων». Στώμεν καλώς!