Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Αυτό δεν το περιμέναμε απο τον "ΣΩΤΗΡΑ"

«Ο ΣΩΤΗΡ» οδηγείται σε επικίνδυνους αιρετικούς κρημνούς!

 
  λλο ἕνα προβληματικὸ ἄρθρο τοῦ περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»! Τελικὰ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ (ποὺ τοὺς ἐξυπηρετεῖ γιὰ προωθοῦν ἀπρόσκοπτα τὸ «ἔργο» τους), ὁδηγεῖ σὲ ἐπικίνδυνους αἱρετικοὺς κρημνοὺς τὴν Ἀδελφότητα. Μὲ τὴν εὐκαιρία, ἂς πάψουν κάποια μέλη καὶ κάποιοι «Σωτηρικοί», εἴτε τηλεφωνικά, εἴτε μὲ e-mail νὰ μᾶς κατηγοροῦν γιὰ ἐπιθέσεις ἐναντίον τους. Τοὺς ἀγαποῦμε ὡς πρόσωπα, καὶ λυπούμαστε κάθε φορὰ ποὺ ἀναγκαζόμαστε νὰ παρουσιάσουμε τὶς λανθασμένες ἐνέργειές τους σὲ θέματα πίστεως.
   Στὸ ἄρθρο, λοιπόν, αὐτὸ «Ὁ Σωτήρ», παραδόξως ὑποβαθμίζει τὴν σημασία ποὺ ἔχει γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ὁ ὅρος «ἱστορικὲς Ἐκκλησίες», ποὺ ψηφίστηκε στὴν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, παρότι ἔχει ξεκαθαριστεῖ ἀπὸ Ἐπισκόπους, Δογματολόγους, πρωτοπρεσβυτέρους καὶ θεολόγους, ἀκόμα καὶ πρὶν πραγματοποιηθεῖ ἡ «Μεγάλη καὶ Ἁγία Σύνοδος», ὅτι μία τέτοια ἀπόφαση δίδει ἐκκλησιαστικότητα στὶς αἱρέσεις.
  Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω ἔχουν ἀποφανθεῖ ὅτι, ἐὰν περνοῦσε μία ἔκφραση στὴν Σύνοδο, διὰ τῆς ὁποίας νὰ ἀποκαλοῦνται «Ἐκκλησίες» οἱ αἱρετικοί, τοῦτο θὰ ἀποτελοῦσε νίκη γιὰ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ τελικὰ αὐτὸ συνέβη, ἀφοῦ α) δὲν ὑπῆρξε στὶς ἀποφάσεις τῆς Συνοδου καμιὰ ἀναφορὰ γιὰ αἱρέσεις, καὶ β) ἀντίθετα πέρασαν τὸν ὅρο «ἱστορικὲς Ἐκκλησίες», κάτι ποὺ ἐπεδίωκε ὁ ἀρχηγὸς τῆς αἱρέσεως, καθότι γνώριζε ὅτι –στὴν παροῦσα φάση– ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ ἐπιτύχουν οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστὲς ξεκάθαρα τὸν τελικό τους στόχο. Ἐξ ἄλλου ἕνας απὸ τοὺς λόγους ποὺ κάποιες Ἐκκλησίες δὲν  συμμετεῖχαν στὴν Σύνοδο, καὶ κάποιοι Ἐπίσκοποι δὲν ὑπέγραψαν ἦταν ὅτι στὰ Προσυνοδικὰ κείμενα περιελαμβάνετο αὐτὸς ὁ ὅρος.
    Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγνοεῖ ὁ συντάκτης τοῦ ἄρθρου καὶ ἡ συντακτικὴ ἐπιτροπὴ τοῦ «Σωτῆρος»; Νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι, ὁ κ. Σταῦρος Μποζοβίτης (Σ.Μ.) π.χ., μέλος τῆς συντακτικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ «Σωτῆρος» σὲ βιβλίο του(*) παρουσιάζει καὶ ἀποδεικνύει τὶς ἀνεπίτρεπτες διφορούμενες ἐκφράσεις καὶ τὰ λάθη ποὺ ὑπάρχουν στὶς «ΚΟΙΝΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ» Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων (ἡ ἐμμονὴ στὶς ὁποῖες ἀποτελεῖ αἵρεση), στὰ πλαίσια τῶν σχετικῶν Διαλόγων.
  Στὰ περὶ «Κοινῶν Δηλώσεων» ὁ κ. Σ.Μ. εἶναι ἀκριβὴς καὶ σχολαστικός (ὅπως καὶ ἔπρεπε νὰ εἶναι· αὐτὴ εἶναι ἡ γραμμὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων) καὶ ἐξηγεῖ γιατί ἐκφράσεις ποὺ φαίνονται ὀρθές, ποὺ χρησιμοποίησαν ἀκόμα καὶ ἅγιοι, δὲν μποροῦμε νὰ τὶς χρησιμοποιήσουμε, ἐφ’ ὅσον πίσω κρύβεται κάποια παγίδα αἱρετική, ἐφ’ ὅσον μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν αἱρετικά, ἐφ’ ὅσον κρύβουν αἱρετικὸ φορτίο καὶ σκοπιμότητες.
   Ὑπ’ ὄψιν, ὅτι οἱ «Κοινὲς Δηλώσεις», τὶς διφορούμενες ἐκφράσεις τῶν ὁποίων ὁ κ. Σ.Μ. καταδικάζει δικαιολογημένα στὸ βιβλίο του, δὲν ἦσαν ἀποφάσεις κάποιας «Ἁγίας καὶ μεγάλης Συνόδου», ἀλλὰ κείμενα στὸ πλαίσιο τῶν Διαλόγων! Μάλιστα ὁ κ. Σ.Μ. στὸ ὡς ἄνω βιβλίο, παρουσιάζει ἕνα συγκλονιστικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴ στάση τῶν πιστῶν τοῦ 6ου αἰῶνος ἀπέναντι στὴν αἵρεση τῆς ἐποχῆς τους, τὸ ὁποῖο ἀναρτοῦμε στὸ τέλος.
 Τώρα, λοιπόν, ποὺ οἱ διφορούμενες αὐτὲς ἐκφράσεις διατυπώθηκαν καὶ ψηφίστηκαν σὲ ἐπίσημο Συνοδικὸ κείμενο τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», καὶ αὐτὴν τὴν ἀπόφαση τὴν ἐπικαλοῦνται οἱ Οἰκουμενιστὲς ὡς νίκη, ἔρχεται «Ο ΣΩΤΗΡ» νὰ τὸ θεωρήσει αὐτὸ ἐξ ἀντιθέτου, ὡς «νίκη» τῶν Ὀρθοδόξων! Ἐπειδὴ τάχα εἶναι "ὀλιγότερον" αἵρεση, ἀπ' ὅτι θὰ ἦταν, ἂν ψηφιζοταν ἡ κατακριθεῖσα ἀρχικὴ πρόταση τῶν Προσυνοδικῶν κειμένων; Ὑπάρχει ὀλιγότερη καὶ περισσότερη αἵρεση; Καταργεῖται ἡ πρόθεση, ποὺ σαφῶς δηλώθηκε μὲ τὶς ἀρχικὲς ἐκφράσεις, μὲ μιὰ ἄλλη συμβιβαστικὴ πρόταση, ἀπὸ ἀνθρώππους ποὺ παραμένουν σταθεροὶ στὶς κακόδοξες προοπτικές τους;
   Χωρὶς ντροπὴ «Ο ΣΩΤΗΡ» μᾶς καθησυχάζει καὶ μᾶς λέει ὅτι τάχα, ὁ Οἰκουμενιστὴς Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, ποὺ τορπίλισε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καὶ δέχτηκε ἄλλη, συμβιβαστικὴ ἔκφραση, εἶναι καὶ ἥρωας καὶ ὁμολογητὴς τῆς πίστεως, ἀφοῦ ἀνέτρεψε τὶς αἱρετικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν!!! Χωρὶς ντροπὴ «Ο ΣΩΤΗΡ» ἀποδέχεται τὴν αἱρετικὴ αὐτὴ ἀπόφαση, υἱοθετώντας τὴ φράση τοῦ Ἱερώνυμου ὅτι δι΄ αὐτῆς τῆς αἱρετικῆς προσθήκης «προστατεύεται μὲ πολὺ σαφῆ τρόπο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία»;(!!!) Δὲν νομίζει «Ο ΣΩΤΗΡ» ὅτι ἔδωσε ὡραία ἰδέα στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καὶ ἄλλους Οἰκουμενιστὲς Μητροπολίτες, ὥστε νὰ ὑποστηρίξουν στὴν προσεχῆ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας ὅτι νικήσαμε στὴν Κρήτη, καὶ ἀντὶ ὀργῆς -οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι- νὰ εἰσπράξουν συγχαρητήρια; Καὶ βέβαια, ὅτι ἔδωσε μεγάλη χαρὰ καὶ σὲ ἄλλους σιγονταροΟικουμενιστὲς νὰ προβάλουν τὸ ἄρθρο τοῦ «Σωτήρα» γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν σιγονταροΟικουμενιστικὴ κακόδοξη τακτική τους;  (π.χ. ἐδῶ). 
   Καὶ κάτι ἀκόμα σημαντικότατο. Γιατί «Ο ΣΩΤΗΡ» ἀγνοεῖ, ὅτι οἱ συγκαλέσαντες καὶ προϊστάμενοι τὴ «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» εἶναι ἔτσι κι ἀλλιῶς αἱρετικοί; Μήπως ἀνακάλεσαν τὶς ἐκκλησιολογικὲς αἱρετικὲς κακοδοξίες τους; Μήπως σταμάτησαν τὶς συμπροσευχὲς καὶ τὶς ἄλλες προωθητικές της Παναιρέσεως
ἐνέργειές τους; Ἢ μήπως, ἀντίθετα, ἀντὶ νὰ τὶς σταματήσουν τὶς αὔξησαν καὶ διὰ τῶν ἀκαδημαϊκῶν οἰκουμενιστῶν θεολόγων τὶς προπαγανδίζουν καὶ τὶς ὑποστηρίζουν καὶ μετὰ τὴν Σύνοδο δυναμικά; Χωρὶς τὴν Σύνοδο, δηλαδή, δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενισμός, αἵρεση; Ὅλα εἶναι ὄμορφα καὶ ἀγγελικῶς καμωμένα; Γιατί «Ο ΣΩΤΗΡ» σιγοντάρει τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές; Γιατί δὲν παίρνει θέση; Γιατί δὲν τοὺς κατονομάζει; Τρέμει καὶ φοβᾶται (μαζὶ μὲ τοὺς "Σωτηρικοὺς" Ἐπισκόπους) μὲ τὴν σκέψη πώς, ἂν τοὺς κατονομάσει, τότε πρέπει πάραυτα νὰ διακόψει τὸ Μνημόσυνό τους;

        ς δοῦμε λοιπόν, πῶς ἔχει τὸ θέμα.
    Κάθε Ὀρθόδοξος Σύνοδος συγκαλεῖται πρωτίστως γιὰ νὰ καταδικάσει κάποια συγκεκριμένη αἵρεση τῆς ἐποχῆς της, καὶ βέβαια νὰ ἀντιμετωπίσει ἄλλα σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα ἢ ἄλλες αἱρέσεις.
   Ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου, ἀντίθετα, δὲν διετύπωσε μόνο κάποιες «διφορούμενες ἐκφράσεις», ὅπως ἡ ἔκφραση «ἱστορικὲς Ἐκκλησίες», ἀλλὰ πρωτίστως καὶ ἐπιμόνως (παρόλο πού, πρὶν πραγματοποιηθεῖ, ἀσκήθηκε αὐστηρὴ καὶ ἔντονη κριτικὴ στὸ θέμα αὐτό) ΟΧΙ ΜΟΝΟ ἀρνήθηκε νὰ καταδικάσει τὴν αἵρεση τῆς ἐποχῆς μας, τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ παραλλήλως ἀρνήθηκε καὶ νὰ χρησιμοποιήσει τὴ λέξη «αἵρεση»  καὶ «αἱρετικοί», πραγματικότητα βοώσα τῆς ἐποχῆς μας, στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει μόνο μία αἵρεση, ἀλλὰ ἑκατοντάδες αἱρέσεις καὶ παραθρησκεῖες.
    Ἄρα, λοιπόν, δὲν περιλαμβάνει ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου μόνο μία κάποια «διφορούμενη ἔκφραση», ἀλλὰ ἕνα καλὰ καταστρωμένο πονηρὸ σχέδιο, μία ὁλοφανερὴ ἀπόφαση νὰ ἀμνηστευθεῖ ἡ Παναίρεση καὶ νὰ νομιμοποιηθοῦν οἱ αἱρέσεις ὡς «ἀδελφὲς» ἐκκλησίες ἤ, στὴν χειρότερη περίπτωση νὰ τεθοῦν οἱ βάσεις γιὰ τὴν σταδιακὴ ἐπισημοποίησή τους.
 Σημάτης Παναγιώτης

    Στὴ συνέχεια παραθέτουμε κάποιες θεολογικὲς θέσεις ποὺ διατυπώθηκαν.
    Ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος γράφει:
  «Μέχρι σήμερα, ὅλες οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶχαν ὡς πρώτιστο καὶ βασικό τους μέλημα τὴ διακήρυξη τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ταυτόχρονη καταδίκη της αἵρεσης καὶ τῆς διαίρεσης τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τὰ συνοδικὰ κείμενα διακρίνονταν γιὰ την λεπτολόγο ἀκρίβεια στὴ διατύπωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρίας καὶ στὴν τεκμηρίωσή της στὶς πρὸ αὐτῶν Συνόδους καὶ τοὺς «ἐκκρίτους πατέρες»… Στὴν πάγια αὐτὴ συνοδικὴ πρακτικὴ δὲν φαίνεται νὰ στοιχίζεται το κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον. Ἤδη ἡ Ἱερὰ Σύνοδος του Πατριαρχείου  τῆς Γεωργίας κατὰ τὴ συνεδρίαση τῆς 16.2.2016 τὸ ἀπέρριψε συνοδικῶς».
     Ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης γράφει:
   «Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ οἱ σκοποὶ τῆς “Συνόδου” δὲν ἐκινοῦντο στὴν ὀρθόδοξη συνοδικὴ παράδοση, ἡ ὁποία βασικῶς προϋποθέτει ὅτι κάθε σύνοδος ἀκολουθεῖ καὶ σέβεται τὶς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων συνόδων “ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις Πατράσι”· καταδικάζει τὶς συμπροσευχὲς ποὺ ἐκεῖνες ἀπαγόρευσαν καὶ τὶς αἱρέσεις ποὺ ἐκεῖνες κατεδίκασαν, σὰν νὰ εἶναι ὅλες οἱ σύνοδοι συνεδρίες μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς συνόδου. Καταπολεμεῖ καὶ ἀναθεματίζει νέες αἱρέσεις ποὺ ἐμφανίσθηκαν …καὶ γενικῶς φροντίζει νὰ τηρεῖται ἀπαρασάλευτα ἡ εὐαγγελικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση. Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔπραξε ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα. Ὄχι μόνο δὲν ἐπανέλαβε τὴν καταδίκη τῶν αἱρέσεων ποὺ οἱ παλαιὲς σύνοδοι κατεδίκασαν, ὅπως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἀλλὰ ἀντίθετα τὶς ὀνόμασε ἐκκλησίες. Ἀντὶ νὰ καταδικάσει τὴν νέα παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν εἰσήγαγε συνοδικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐπαινώντας τὰ ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ τὴν ἐξευτελιστικὴ συμμετοχή μας στὸ λεγόμενο “Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιών”, δηλαδὴ στὸ προτεσταντικὸ “Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων”. Ἀπέφυγε νὰ καταδικάσει τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖες ἔγιναν πλέον συρμὸς καὶ μόδα· ἀντίθετα τὶς ἐπεκύρωσε μὲ τὴν συμπροσευχὴ τῶν ἑτεροδόξων παρατηρητῶν στὶς διάφορες ἀκολουθίες.
  Στὸ πολυσυζητημένο κείμενο, «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο», ἀφήνεται σκόπιμα ἡ δυνατότητα νὰ θεωροῦνται ὡς ἐκκλησίες παλαιὲς καὶ νέες αἱρέσεις, παρὰ τὶς προσπάθειες διασαφήσεως καὶ διορθώσεων ποὺ ἔγιναν, οἱ ὁποῖες ὄχι μόνον δὲν ἔγιναν δεκτές, ἀλλὰ καὶ ἀποτέλεσαν ἀφορμὴ νὰ ἀσκηθοῦν πιέσεις γιὰ τὴν ἀπόσυρσή τους, ὅπως εὐθαρσὼς κατήγγειλε ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος».
    Ὁ καθηγητὴς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος Γράφει:
  Ἡ “Μεγάλη καὶ Ἁγία Συνοδος” «1. Δὲν καταδίκασε τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ τὴν εἰσήγαγε «συνοδικῶς», δηλ. δεσμευτικὰ γιὰ τὶς δέκα (10) Αὐτοκέφαλες ποὺ συμμετεῖχαν.
   2. Ἀναγνωρίζει τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν», τὰ κείμενά του καὶ τοὺς σκοπούς του, ἤτοι: Ὅτι τὸ ἐν λόγῳ Παγκόσμιο Συμβούλιο εἶναι «Ἀδελφότητα Ἐκκλησιῶν», στὴ βάση τῆς ἰσότητας ὡς πρὸς τὴν κατεχόμενη ἀπὸ αὐτὲς θεολογικὴ ἀλήθεια (ἄρθ. 1 Καταστατικοῦ ΠΣΕ). Δηλ. ὅταν μία Ἐκκλησία (ὀρθόδοξη ἢ προτεσταντική) γίνει μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. ἀναγνωρίζει ὡς Ἐκκλησίες τὶς λοιπὲς ὀρθόδοξες ἢ προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες – μέλη.
   3. Στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» οὐσιαστικὰ δέχτηκε ὅτι «δὲν ἀποτελεῖ καθ’ ἑαυτὴν τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὴν «Ἐκκλησία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ».
     Ὁ κ. Τσελεγγίδης, τέλος, καθηγητὴς Δογματικῆς στὸ Α.Π.Θ. γράφει:
   «Στὴν Κρήτη ὄχι μόνο δὲν καταδικάσθηκε καμμία ἑτεροδοξία (αἵρεση), ἀλλὰ καὶ ἐπιχειρήθηκε μία φοβερή, θεσμικῶς, ἔκπτωση ἀπὸ τὴν συνοδικῶς ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, μία ἔκπτωση οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν «Ὅρο Πίστεως» τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Συγκεκριμένα, πρόκειται γιὰ τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ἑαυτήν.
   Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Ὅμως, στὴ «Διάσκεψη» τῆς Κρήτης, δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀποδέχθηκαν ἀθεολόγητα τὴν «Βαπτισματικὴ Θεολογία» καὶ ἔμμεσα τὴν «Θεωρία τῶν Κλάδων», ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τοὺς Μαρωνίτες, τοὺς Νεστοριανούς, τοὺς Μονοφυσίτες Ἀντιχαλκηδονίους, τοὺς Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν γιὰ τὴν χριστολογικὴ τοὺς αἵρεση ἀπὸ σειρὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἀπὸ τὴν Τρίτη ἕως καὶ τὴν Ἕκτη), ἀλλὰ καὶ τὴν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν, ποὺ ἀντιπροσωπεύονται στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν».
   Ἀποτελεῖ πνευματικὴ παραφροσύνη καὶ πνευματικὸ πραξικόπημα ἡ πράξη τῆς ἀπόπειρας γιὰ Συνοδικὴ ἀπόφαση στὸ Κολυμπάρι πρὸς ἀναγνώριση ὡς Ἐκκλησιῶν τῶν καταδικασθέντων αἱρετικῶν ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Αὐτό, στὴν πράξη, εἶναι συγκρητισμὸς καὶ ΟἰκουμενισμόςΟἱ «λύκοι» ὀνομάστηκαν «πρόβατα» τῆς μίας καὶ μόνης λογικῆς ποίμνης, τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδικότερα, γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, λεκτικῶς, ὁμολογήσαμε τὴν πίστη μας στὸν Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρακτικῶς ὅμως ἀκυρώσαμε αὐτὴν τὴν πίστη, ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες, ὄχι μόνον αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ἄλλες Χριστιανικὲς Κοινότητες.
   Κατὰ συνέπειαν, δὲν εἶναι δυνατὸν σὲ ἕνα Συνοδικὸ δογματικοῦ χαρακτήρα Κείμενο νὰ μὴν ὑπάρχει θεολογικὴ ἀκρίβεια καὶ οἱ ἑτερόδοξοι νὰ ἀναγνωρίζονται ὡς Ἐκκλησίες. Αὐτὸ θὰ σήμαινε, ἢ ὅτι γίνεται συνειδητὴ ἔκπτωση στὸ ἐκκλησιολογικὸ δόγμα, ἢ ὅτι ὑπάρχει διγλωσσία, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται.
    Μὲ τὴν ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου, ποὺ χαρακτηρίζεται γιὰ τὶς σκόπιμες ἀσάφειες καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὶς θεολογικὲς ἀντιφάσεις του, ἡ «Ἀρχιερατικὴ Διάσκεψη» στὴν Κρήτη κατοχύρωσε θεσμικὰ τὸν Οἰκουμενισμό, εἰσάγοντας ἔτσι καὶ προωθώντας τὴν ἐκκλησιολογικὴ σύγχυση στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Ὑπενθυμίζω συγκεκριμένα τὴν παράγραφο 16, ὅπου σημειώνονται τὰ ἑξῆς: «Ἐν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως εἶναι τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)… Παραλλήλως, ὑφίστανται καὶ ἄλλοι διαχριστιανικοὶ ὀργανισμοὶ καὶ περιφερειακὰ ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» (ΚΕΚ), τὸ «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (ΣΕΜΑ) καὶ τὸ «Παναφρικανικὸν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν». Ταῦτα μετὰ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τηροῦν σημαντικὴν ἀποστολὴν διὰ τὴν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου».
   Τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ὄρου «Ἐκκλησία», γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς Προτεστάντες, συναντοῦμε κατὰ κόρον καὶ στὶς παραγράφους 19 καὶ 21, στὸ ἴδιο Κείμενο. Ἡ παραπάνω διατύπωση σημαίνει, ὅτι ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συμφωνοῦμε πὼς οἱ ἑτερόδοξοι-αἱρετικοὶ συμβάλλουν σημαντικὰ στὴν προώθηση τῆς ἑνότητας τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Ἀπὸ ἐδῶ πιστοποιεῖται, ὅτι, ὅσοι ψήφισαν καὶ ὅσοι ὑπέγραψαν αὐτὸ τὸ Κείμενο, δὲν συνειδητοποίησαν σίγουρα, ὅτι «ὁ Οἰκουμενισμὸς ἔχει πνεῦμα πονηρίας καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα», κατὰ τὴν χαρισματικὴ ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ τοῦ Κατουνακιώτη. Ἡ θεμελιακὴ θέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὁ δογματικὸς πλουραλισμός. Αὐτὸ σημαίνει, πρακτικά, τὴν δογματικὰ νομιμοποιημένη συνύπαρξη διαφορετικῶν δογματικῶς πίστεων. Ὅποιος ἀμφισβητεῖ τὸν δογματικὸ αὐτὸ πλουραλισμό, χαρακτηρίζεται φανατικὸς καὶ φονταμενταλιστής…
   Ἔχω τὴν βαθύτατη πεποίθηση, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπικινδυνότερη πολυαίρεση, ποὺ ἐμφανίστηκε ποτὲ στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο, γιατί ὁ Οἰκουμενισμός, ἐξαιτίας τοῦ συγκρητιστικοῦ χαρακτήρα του, συνιστᾶ τὴν πιὸ δόλια ἀμφισβήτηση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴν πιὸ σοβαρὴ νόθευσή της. Ἀμβλύνει σὲ ἀπαράδεκτο βαθμὸ τὴν δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ δημιουργεῖ σύγχυση γύρω ἀπὸ τὴν ταυτότητα τῆς Πίστεώς μας. Κενώνει πονηρὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς σώζουσας Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας –πρᾶγμα ποὺ ἔχει ὀλέθριες σωτηριολογικὲς συνέπειες- μὲ τὸ νὰ θεωρεῖ ὅλες τὶς θρησκευτικὲς πίστεις νόμιμες σωτηριολογικῶς, ὅταν ὑποστηρίζει, ὅτι ὅλες οἱ ἑτερόδοξες καὶ ἐτερόθρησκες πίστεις εἶναι ὁδοί, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἴδια σωτηρία.
Τὸ ἄρθρο τοῦ «Σωτῆρος»:

Η Μεγάλη Σύνοδος…
Ἡ ὀνομαζόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Ὀρθοδοξίας συνεκλήθη καὶ συνεδρίασε στὴν Κρήτη τὴν ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς (18-26 Ἰουνίου 2016).

   Δύο μῆνες μετά, κρίνοντας μὲ νηφαλιότητα τὸ ὅλο ἐγχείρημα, μποροῦμε νὰ καταλήξουμε στὶς ἑξῆς παρατηρήσεις γιὰ τὴν ἀμφιλεγόμενη «Σύνοδο»:

   Ἕνα πρῶτο ἐρώτημα ἀφορᾶ στὴν ἴ­δια τὴ φύση τῆς Συνόδου: Ἦταν πράγματι Σύνοδος; Τὸ ἐρώτημα εἶναι καίριο. Διότι κατὰ τὴ σύγκλησή της καὶ τὶς ἐργασίες της, μὲ τὴν καθιέρωση νὰ ψηφίζουν μόνο οἱ Προκαθήμενοι καταλύθηκε οὐσιαστικὰ ἡ ἔννοια τῆς συνοδικότητας. Ἦταν περισσότερο, ὅπως παρετήρησε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἐπισκοπῆς Μπάτσκας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας Εἰρηναῖος (Μπούλοβιτς), μιὰ «Σύναξις Προκαθημένων», ἡ ὁποία μάλιστα «ἐνεργεῖ ἐμπράκτως ὡς συλλογικός τις πάπας».
   Τὴν προβληματικότητα τὴν ἀναγνώρισαν καὶ ἔνθερμοι ὑποστηρικτὲς τῆς «Συνόδου». Ἔτσι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας στὴν ὁμιλία του κατὰ τὴν ἐναρκτήρια συνεδρίαση τῆς «Συνόδου», ἀπαντώντας στοὺς ἐπικριτές της, εἶπε ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ «ἰδιαιτερότητα... δὲν εἶναι ἕνα ἀκριβὲς ἀντίγραφο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων... εἶναι κάτι ἰδιαίτερο».
   Πιὸ ξεκάθαρα ὁ καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης κ. Χρυσόστομος Σταμούλης, ἀναφερόμενος στὶς καινοτομίες της, τὴ λεγόμενη «ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας» καὶ τὴν καθιέρωση τῆς «μίας ψήφου ἀνὰ Ἐκκλησία», εἶπε πρὶν τὴ σύγκλησή της τὰ ἑξῆς: «Ὄντως, ἡ συγκεκριμένη διαδικασία εἶναι ἀμάρτυρη ἐντὸς τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὄντως φαίνεται νὰ ἀγνοεῖται τὸ ἱστορικὸ κεκτημένο ποὺ θέλει τὸν κάθε ἐπίσκοπο νὰ ἔχει μία ψῆφο. Ὄντως φαίνεται νὰ ἀντικαθίσταται ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν πρῶτο καὶ νὰ ὑποχωρεῖ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου γιὰ χάρη τοῦ καθόλου τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ χάνεται στ᾿ ἀλήθεια ‘‘ἡ ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ’’. Ἤ, ἀκόμη πιὸ σκληρά, ἡ υἱοθέτηση τῆς μίας ψήφου νὰ ἀποτελεῖ τὸν "θρίαμβο τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ τύπου τῶν ‘‘συμβάσεων’’". Καὶ δὲν χωράει καμία ἀμφιβολία πὼς σὲ ὅ­λα τὰ παραπάνω θὰ μπορούσαμε νὰ προσθέσουμε καὶ ἄλλα. Νὰ ποῦμε γιὰ παράδειγμα ὅτι μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ὁμοφωνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς μίας ψήφου ἡτ­τᾶται ἡ Ἐκκλησιολογία τῆς συνοδικότητας, βιάζεται ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ περιθωριοποιεῖται ἡ ἴδια ἡ ζωή».
   Ὁ κ. Σταμούλης ὅμως σωστὰ ἐπισημαίνει καὶ ἕνα ἀκόμη σημεῖο ἐξίσου προβληματικό: Τὸ ὅτι ἡ «Σύνοδος», ἔτσι ὅπως προετοιμάστηκε, ἦταν ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν λαό. Εἶπε: «Ἐὰν διαπιστώνεται, λοιπόν, ἕνα ἔλλειμμα, αὐτὸ βρίσκεται στὴν ἐνημέρωση τῆς βάσης, στὴν ἐνημέρωση τῶν λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν κληρικῶν, τόσο τῶν δύο πρώτων βαθμίδων, ὅσο καὶ τῶν ἐπισκόπων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Φαίνεται ἔτσι νὰ λησμονεῖται ἢ νὰ παραθεωρεῖται πὼς ‘‘ἡ Σύνοδος δὲν συνέρχεται γιὰ τὸν ἑαυτό της· συνέρχεται γιὰ ὅλο τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο’’, καθὼς "“εἶναι ἐκ τοῦ σώματος”, “ἐν τῷ σώματι”, “διὰ τὸ σῶμα”". Ὡς ἐκ τούτου, οἱ ἐνστάσεις οἱ ὁποῖες καὶ ἐδῶ διατυπώθηκαν ἀπὸ μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δὲν εἶναι χωρὶς ἔρεισμα». [Βλ. Χρυσόστομου Σταμούλη, «Ἡ λειτουργία τῆς ὁμοφωνίας καὶ ἡ ποιητικὴ τῆς ἑνότητας». Εἰσήγηση στὸ Συνέδριο «Πρὸς τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» (3-5 Δεκεμβρίου 2015)].
   Ἂν λοιπὸν ἡ «Σύνοδος» εἶναι ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἀποτελεῖ ἁπλὴ σύμβαση ἀτομοκεντρικοῦ τύπου, ἂν καταστρέφει τὴν Ἐκκλησιολογία τῆς συνοδικότητας, ἂν βιάζει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ περιθωριοποιεῖ τὴ ζωή, μποροῦμε νὰ τὴ θεωροῦμε πραγματικὴ Σύνοδο;
   Ἂς ἔρθουμε σὲ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα. Ἡ «Σύνοδος» ὀνομάστηκε Μεγάλη. Ἦ­ταν ὅμως; Βέβαια ἔτσι συγκλήθηκε, ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ γίνει πραγματικὰ Μεγάλη, διότι κατ᾿ αὐτὴν ἡ Ὀρθοδοξία ἐμφανίστηκε διχασμένη. Ὁ διχασμὸς ἔγινε φανερὸς πρωτίστως κατὰ τὴ σύγ­κλησή της, ὁπότε τέσσερις ἀπὸ τὶς δεκατέσσερις Ἐκκλησίες ἀρνήθηκαν νὰ μετάσχουν. Ἔγινε ὅμως φανερὸς καὶ κατὰ τὶς συνεδριάσεις της, ὅπου καὶ σὲ ἄλλα, κυρίως ὅμως στὸ σημαντικότερο θέμα της, αὐτὸ τῆς σχέσεως τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν ὑπόλοιπο Χριστιανικὸ κόσμο, ἐκδηλώθηκαν ἔντονες ἀντιδράσεις καὶ πολλοὶ ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν τὸ τελικὸ κείμενο.
   Ἡ ἀδυναμία τῆς Συνόδου νὰ παρουσιάσει ἑνωμένη τὴν Ὀρθοδοξία ἑρμηνεύεται ἀπὸ πολλοὺς ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὰ εἰς βάρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξυφαινόμενα σχέδια ἐπεκτάσεως τῆς ἐξουσίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κατατρύχεται, ὡς γνωστό, ἀπὸ τὸ ἀντιπαραδοσιακὸ σύνδρομο τῆς «Τρίτης Ρώμης», ὅπως ἀρέσκεται νὰ αὐτοαποκαλεῖται.
   Ἀκόμη ὅμως κι ἂν γίνει δεκτὸ ὅτι σκοπιμότητες γεωπολιτικῶν παιχνιδιῶν ἐξουσίας ὤθησαν τὶς τέσσερις Ἐκκλησίες νὰ ἀπόσχουν –κάτι ποὺ οἱ ἴδιες ἀρνοῦνται κατηγορηματικά–, αὐτὴ ἡ ἀπουσία στερεῖ ἀπὸ τὴ «Σύνοδο» τὴν προσωνυμία «Μεγάλη» καὶ τὸν πανορθόδοξο χαρακτήρα. Μάλιστα πολὺ περισσότερο ποὺ οἱ ἀποῦσες Ἐκκλησίες ποιμαίνουν πάνω ἀπὸ τὸ μισὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο τῆς γῆς.
   Τοὺς πραγματικοὺς βέβαια λόγους τῆς ἀπουσίας τῶν τεσσάρων Ἐκκλησιῶν τοὺς γνωρίζει καὶ θὰ τοὺς κρίνει ὁ Θεός. Θεολογικῶς ὅμως ὀφείλουμε κάτω ἀπὸ τὰ ἐπιφαινόμενα νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια.

   Καὶ ἐν προκειμένῳ ἡ ἁπλὴ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ «Σύνοδος» δὲν εἶχε πανορθόδοξο χαρακτήρα, κι αὐτὸ καθιστᾶ τὶς ὅποιες ἀποφάσεις της περιορισμένης ἐμβέλειας καὶ σημασίας.

   Τὸ σημαντικότερο βέβαια ἐρώτημα εἶναι τὸ ἂν ἡ «Σύνοδος» ἦταν Ὀρθόδοξη. Καίριο πράγματι ἐρώτημα, δεδομένου ὅτι κεντρικότατη ἐπιδίωξη σ᾿ αὐτὴ τὴ «Σύνοδο» ὑπῆρξε ἡ προσπάθεια κάποιων νὰ περιορίσουν τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ περιορισμὸς αὐτὸς θὰ γινόταν μὲ τὴν ἔγκριση τῆς προτάσεως νὰ ἀναγνωριστοῦν ὡς Ἐκκλησίες οἱ ἑτερόδοξες Χριστιανικὲς ὁμολογίες, δηλαδὴ οἱ μονοφυσιτίζουσες ὁμάδες τῆς Ἀνατολῆς καὶ οἱ αἱρετικὲς ἐκτροπὲς τῆς Δύσεως: ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταν­τισμός.
   Ἡ ἀναγνώριση ἀπορρίφθηκε, χάρη κυ­­ρίως στὴ σθεναρὴ ἀντίσταση τῆς Ἐκ­κλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ τελικὴ ἀπόφαση μὲ τροπολογία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλ­λάδος, προϊὸν συμβιβασμοῦ τῶν ἀν­τίθετων ἀντιλήψεων, δὲν δέχεται ὕ­παρξη ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μόνο «ἀ­ποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν».
   Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀ­θηνῶν κ. Ἱερώνυμος, παρουσιάζοντας τὴ συμβιβαστικὴ πρόταση δήλωσε τὰ ἑξῆς: «Μὲ τὴν τροπολογία αὐτὴ πετυχαίνουμε μία Συνοδικὴ ἀπόφαση, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία περιορίζει τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῶν σχέσεων πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους ὄχι στὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ μόνο στὴν ἱστορικὴ ὀνομασία αὐτῶν ὡς ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκ­­κλησιῶν ἢ Ὁμολογιῶν. Οἱ ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς εἶναι αὐτονόητες. Ὄχι μόνο δὲν ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς μὲ ὁποιονδήποτε τρό­πο τὴ μακραίωνη Ὀρθόδοξη παράδοση, ἀλλ’ ἀντιθέτως προστατεύεται μὲ πολὺ σαφὴ τρόπο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκ­κλη­σιολογία».
   Ἂν καὶ ἀπὸ πολλοὺς θεωρεῖται ἀπαράδεκτη ἀκόμη καὶ ἡ συμβιβαστικὴ αὐτὴ ἀπόφαση, ἐντούτοις παραμένει ἀναμφίβολο ὅτι ἡ σκληρὴ οἰκουμενιστικὴ πρόθεση νὰ ἀναγνωριστοῦν οἱ ἑτερόδοξες ὁμάδες ὡς ἐκκλησίες ἀποφεύχθηκε.
   Βέβαια τὸ ὅλο κείμενο γιὰ τὴ σχέση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν ὑπόλοιπο Χριστιανικὸ κόσμο στὶς ἑπόμενες παραγράφους του εἶναι ὀρθοδόξως ἀπαράδεκτο. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς ἐκτροπῆς του εἶναι τὸ ὅτι γιὰ τοὺς διεξαγόμενους διαλόγους προβλέπει ὅτι «ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινὸς θεολογικῆς διαφορᾶς, ὁ θεολογικὸς διάλογος δύναται νὰ συνεχίζηται». 
   Ἔχουμε καὶ ἄλλοτε τονίσει ὅτι αὐτὸ εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο, διότι ὁδηγεῖ σὲ ἀτέλειωτο διάλογο καὶ συνεπῶς σὲ ἕνωση στὴν πράξη, ὅπως καθόριζε ἡ τακτικὴ τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «νὰ κλείσουμε τοὺς θεο­λόγους σὲ ἕνα νησὶ γιὰ νὰ συζητοῦν συνεχῶς καὶ ἐμεῖς νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν ἀγάπη».
   Τὸ κείμενο ἀναμειγνύει τὴν Ὀρθόδοξη ἀλήθεια μὲ οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ ἐγκωμιαστικὲς ἀναφορὲς στὴ λεγόμενη «οἰκουμενικὴ κίνηση» καὶ τὸ «Παγ­κόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν». «Εἶναι ἄμικτον μεῖγμα τῶν καθαρῶς Ὀρθοδόξων θέσεων καὶ τῶν ‘‘οἰκουμενικοῦ’’ ἤθους καὶ ὕφους ὡραιολογιῶν» καὶ «εἶναι ἡ πρώτη καὶ κυρία αἰτία τῆς ἀρνήσεως τῶν τεσσάρων Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων νὰ συμμετάσχουν εἰς τὴν Σύνοδον» (Ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος).
   Τὰ ἴδια τόνισε σὲ σχετικὴ κριτική του ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Τὸ ὅλο κείμενο εἶναι ἐλλειμματικὸ καὶ ἀντιφατικὸ ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησιολογία του, γιατὶ δὲν προσδιορίζει ποιὸς μετέχει καὶ ποιὸς δὲν μετέχει στὴν Ἐκκλησία, τί εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ποιὰ εἶναι τὰ ὅρια μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ αἱρέσεως». Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ ἴδιος ἀρνήθηκε νὰ τὸ ὑπογράψει.
   Τὸ διάτρητο θεολογικῶς αὐτὸ κείμενο καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νὰ τὸ ὑπογράψουν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ ὑποτιμητικὸ τοῦ ἐπισκοπικοῦ κύρους ἀτόπημα νὰ ὑπογράφουν ἀ.α. (ἀντ᾿ αὐτῶν) οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν τους, ἐνῶ οἱ ἐπίσκοποι αὐτοὶ ἦταν παρόντες καὶ ἠρνοῦντο νὰ ὑπογράψουν. Αὐτὴ ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ θλιβερὲς στιγμὲς τῆς «Συνόδου».
   Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι σὲ ὅλο τὸ φάσμα τῆς προετοιμασίας καὶ τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» ἐπικράτησε ἀπίστευτη σύγχυση. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ σύγχυση ἔνδειξη ἀπουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος;
   Ἀπὸ τὴν ὅλη αὐτὴ ἱστορία προῆλθε καὶ μιὰ ἐπιτυχία: Ἡ ἀποτυχία πανορθόδοξης ἐπιβολῆς τῆς οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
   Πρὶν τὴ «Σύνοδο», ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελοῦσε καίρια ἐπιδίωξη πολλῶν ἦταν αὐτὴ ἡ ἐπιβολή. Οἱ οἰκουμενιστὲς λογάριαζαν πὼς θὰ πετύχαιναν νὰ ἐπιβάλουν στὴν Ὀρθοδοξία τὴν Ἀθηναγόρεια ἐκτροπὴ μὲ πανορθόδοξη συνοδικὴ ἀπόφαση. Τὸ εἶχαν βέβαιο καὶ μάλιστα ἀπειλοῦσαν μὲ ἀποβολὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ἀντιτιθέμενους σ᾿ αὐτὸ πιστούς (Βλ. π.χ. ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ Πέτρου Βασιλειάδη στὸ «ΑΜΕΝ» μὲ τὸν τίτλο: «Ἡ διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία»).
   Ὅμως ἡ ἀπόφαση τῶν τεσσάρων Ἐκ­κλησιῶν νὰ μὴ μετάσχουν στὴ «Σύνοδο», ἡ ἀντίσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ ἄρνηση τόσων ἐπισκόπων νὰ ὑπογράψουν τὸ ἀπαράδεκτο ἄρθρο 6 κλόνισαν τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ματαίωσαν τὴν ἐπιχείρηση πανορθόδοξης ἐπιβολῆς του στὴν Ἐκκλησία.
   Ἡ δεινὴ αὐτὴ ἧττα τοῦ Οἰκουμενισμοῦεἶναι τὸ μεγαλύτερο κέρδος πού, ἂν καὶ ἀθέλητα, ἄφησε πίσω της ἡ «Σύνοδος».
   Ἂν ἦταν Σύνοδος πραγματικὰ Ὀρθόδοξη, θὰ εἶχε ἀναπαύσει τὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Ἄλλα περιμέναμε οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὴ «Μεγάλη Σύνοδο». Περιμέναμε νὰ ὁμολογήσει μὲ κρυστάλλινη διαύγεια τὴν Ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Χωρὶς μισόλογα, ἀμφιλεγόμενες διατυπώσεις καὶ προσπάθεια πλάγιας νομιμοποιήσεως τῆς οἰκουμενιστικῆς πλάνης.
   Περιμέναμε νὰ ὑποδείξει μὲ ἀληθι­νὴ «ἐν Χριστῷ» ἀγάπη στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας πλανεμένους «Χριστιανοὺς» ὅτι ὁ μόνος ἀσφαλὴς δρόμος σωτηρίας εἶναι ἡ ἐπιστροφή τους στὴν Ὀρθοδοξία, τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Περιμέναμε νὰ καταδικάσει τὶς φρικτὲς ἐκτροπὲς τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Νὰ χρησιμοποιήσει καὶ πάλι τὴν ἀτρόμητη καὶ ἀληθινὴ γλώσσα τῆς ἀπαντήσεως τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848 πρὸς τὸν Πάπα Πίο τὸν Θ΄. Νὰ ἐπαναλάβει τὴ λέξη: «ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ!», ποὺ ἐκεῖνοι οἱ μακάριοι μὲ πόνο καὶ γνήσια ἀγάπη εἶπαν γιὰ τὸ ἀντιχριστιανικὸ παπικὸ σύστημα.
   Ἐμεῖς εὐγνωμονοῦμε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ κυβερνάει τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπέτρεψε τὴν ἐπιδιωκόμενη ἐπιβολὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ στηριχτοῦμε οἱ πιστοὶ στὴν πατροπαράδοτη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ μένουμε ἀφοσιωμένοι σ᾿ αὐτὴν μέχρι θανάτου!
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
   Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα ἀπὸ βιβλίο τοῦ μέλους τοῦ «Σωτῆρος» κ. Σταύρου Μποζοβίτη «Τὰ Αἰώνια Σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι». Πρόκειται γιὰ μιὰ περίπτωση, κατὰ τὴν ὁποία οἱ πιστοὶ διακόπτουν τὴν κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑποχρεώνουν τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη Καππαδόκη νὰ βγάλει ἀπὸ τὰ δίπτυχα ὀνόματα αἱρετικῶν, ἀλλιῶς –τοῦ λέγουν μέσα στὸν ἱερὸ ναό– δὲν πρόκειται νὰ φύγουμε. Καὶ κλείνει ὁ λαὸς τὶς πόρτες, ἕως ὅτου ὁ Ὀρθόδοξος Πατριάρχης, ποὺ συμφωνοῦσε, ἀλλὰ ἤθελε αὐτὸ νὰ γίνει κατόπιν ἀποφάσεως Συνόδου …πραγματοποιεῖ τὴν θέληση τοῦ Λαοῦ!
  «Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχείας τοῦ μονοφυσίτου πατριάρχου Τιμοθέου, ὁ λαὸς ἔπαυσε νὰ κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων στοὺς ναοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκρηκτικὲς δὲ διαδηλώσεις ἐλάμβαναν χώρα στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες τῆς μεγάλης Πόλης.
   Τὸ ἔτος 518 καθὼς ἀπέθαναν Αὐτοκράτωρ καὶ Πατριάρχης… ἐξελέγησαν δύο Ὀρθόδοξοι, ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καππαδόξκης καὶ ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰουστῖνος ὁ Α΄. Τότε, ἡμέρα Κυριακή, 15 Ἰουλίου 518, ὁ Πατριάρχης μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ εἰσῆλθε στὴν μεγάλη Ἐκκλησία γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία. Πλησίασε τὸν ἄμβωνα, ὅταν δυνατὲς φωνὲς ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ ἔσπασαν τὴν τελετουργικὴ ἡσυχία. Οἱ πιστοὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη νὰ ἀναθεματίσει τὸν Σεβῆρο. Ὁ Πατριάρχης δέχθηκε τὰ λαϊκὰ αἰτήματα. Καὶ πάλι ὅμως οἱ φωνὲς τοῦ λαοῦ τὸν σταμάτησαν. Ἀπαιτοῦσαν νὰ ξεθαφτοῦν τὰ ὀστᾶ τῶν αἱρετικῶν Πατριαρχῶν καὶ νὰ ἐπιστραφεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ λείψανο τοῦ Πατριάρχου Μακεδονίου. Ὁ Πατριάρχης, παρόλο ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνουν οἱ ἀλλαγὲς στὰ δίπτυχα μὲ Συνοδικὴ ἀπόφαση, ἐν τούτοις ἀναγκάστηκε στὸ τέλος νὰ ὑπακούσει στὴν ἀνυποχώρητη λαϊκὴ ἀπαίτηση».

   Λεπτομερέστερα τὸ γεγονός, ποὺ σημειωτέον καταχωρήθηκε στὴν Πέμπτη Πρᾶξι τῆς ἐπὶ Πατριάρχου Μηνᾶ συγκληθείσης Συνόδου στὴν Κων/πολη τὸ ἔτος 536 (ἀπὸ τὸ ἴδιο βιβλίο τοῦ κ. Σ. Μ.):
   «Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφτασε στὸν ἄμβωνα ὁ Πατριάρχης, φωνὲς ἔφτασαν ἀπὸ ὅλον τὸ λαὸ ποὺ ἦταν μέσα στὸ ναό:
   -Ὁ Σεβῆρος τώρα νὰ ἀναθεματισθεῖ. Δὲν βγαίνω ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, ἂν δὲν πάρω ἀπάντηση (ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς).
  Καὶ ἐπειδὴ ἐπὶ πολὺ διάστημα ἐπέμενε ὁ λαὸς στὰ ἴδια αἰτήματα Πατριάρχης καὶ Ἐπίσκοποι ἀπάντησαν:
   Τὸ ὅτι ὁ Σεβῆρος, ἀφοῦ ἐχώρισε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἁγία Ἐκκλησία, ὑπέβαλε τὸν ἑαυτό του σὲ καταδίκη εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους. Ἀκολουθώντας λοιπὸν κι ἐμεῖς τοὺς θείους κανόνες καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ξένο τὸν θεωροῦμε αὐτόν, καὶ ἀφοῦ καταδικάστηκε ἀπὸ τοὺς θείους κανόνες γιὰ τὶς βλασφημίες του, τὸν ἀναθεματίζουμε κι ἐμεῖς.
   Τὴν ἑπομένη Κυριακὴ μόλις εἰσῆλθε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης στὸ ναό, ὁ λαὸς ἀπαίτησε νὰ καταχωρηθοῦν στὰ δίπτυχα τὰ ὀνόματα τοῦ Μακεδονίου, ὅπως καὶ οἱ τέσσερις Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Πατριάρχης ἀπέφευγε νὰ πραγματοποιήσει τὰ αἰτήματά τους (ἄμεσα), ἐπέμεναν νὰ φωνάζουν:
  -Ἐὰν δὲν γίνει τώρα, δὲν φεύγει κανείς. Σὲ διαβεβαιώνω, κλείνω τὶς πόρτες. Ἀδελφοὶ Ὀρθόδοξοι, μία ψυχή. Ὅποιος δὲν μιλᾶ εἶναι Μανιχαῖος.
  Καὶ ἐπειδὴ ἐπέμεναν γιὰ πολὺ διάστημα μὲ τὶς ἴδιες φωνές, τοὺς ἀπαντήθηκαν (ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς) τὰ ἑξῆς:
  -Τὸ ὅτι φροντίσαμε νὰ σᾶς ἱκανοποιήσουμε καὶ νὰ σᾶς φυλάξουμε ἀσκανδάλιστους, τὸ γνωρίζετε καλά. Ἐπειδὴ ὅμως πρέπει ὅλα νὰ γίνουν κανονικὰ καὶ μὲ εὐταξία, ἐπιτρέψτε μας νὰ συγκεντρώσουμε τοὺς θεοφιλεστάτους ἐπισκόπους, μὲ σκοπὸ νὰ προχωρήσουν ὅλα σύμφωνα μὲ τοὺς θείους κανόνες.
   Καὶ ἐπειδὴ ὁ λαὸς ἔκλεισε τὶς πόρτες καὶ ἐπέμεναν μὲ τὶς ἴδιες κραυγές, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἰωάννης, πρόσταξε νὰ καταχωρηθοῦν οἱ ἅγιες τέσσερις Σύνοδοι καὶ τὸ ὄνομα τῶν διατελεσάντων Ἀρχιεπισκόπων Εὐφημίου καὶ Μακεδονίου  στὰ δίπτυχα.
   Τότε μὲ μεγάλη φωνὴ ὅλοι οἱ τοῦ λαοῦ, ὡσὰν ἀπὸ ἕνα στόμα, φώναξαν:
   -Εὐλογητὸς ὁ Κύριος.
  Καὶ μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, ἐνῶ ἡ θεία Λειτουργία ἐπετελεῖτο ὡς συνήθως ἔκλεισαν οἱ πύλες. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τῶν διπτύχων μὲ πολὺ ἡσυχία συγκεντρώθηκε ὅλο τὸ πλῆθος γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ ἄκουγαν. Καὶ μόλις ὁ διάκονος ἐδιάβασε τὰ ὀνόματα τῶν τεσσάρων Συνόδων καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ὁσίας μνήμης Ἀρχιεπισκόπων Εὐφημίου καὶ Μακεδονίου καὶ Λέοντος, μὲ μεγάλη φωνὴ ἐφώναξαν ὅλοι:


     -Δόξα σοί, Κύριε!
__________________________
* «Τὰ Αἰώνια Σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι».