Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

«Συγχώρησης», η πιο ωραία λέξι!


                                    Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ἐκτάκτως, ἀγαπητοί μου, βρίσκομαι ἐδῶ καὶ θὰ κάνω μιὰ σύντομη ὁμιλία.
Ἀκούσατε τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Ἐὰν τὰ λόγια του φυτεύονταν μέσ᾽ στὴν καρδιά μας, θὰ ἤ­μα­σταν εὐτυχεῖς. Γι᾽ αὐτὸ χρειάζεται ἑρμηνεία.
* * *
Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα εἶνε μία παραβολὴ ἀ­πὸ τὶς ὡραῖες παραβολὲς ποὺ εἶπε τὸ χαριτό­βρυτο στόμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί θὰ πῇ παραβολή; Ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ ὁ Κύριος. Ἡ παραβολὴ μοιάζει μὲ τὸ ἀ­βγό, ποὺ ἔχει τσώφλι, ἔχει καὶ περιεχόμενο· τὰ λόγια τῆς παραβολῆς εἶνε τὸ τσώφλι, καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ λόγια της κρύβονται μεγά­λα νοήματα, ἡ οὐσία τῆς πίστεώς μας.
Ἡ παραβολὴ εἶνε γνωστή. Ἕνας βασιλιᾶς τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, λέει, εἶχε πολλοὺς δούλους, ποὺ τοὺς εἶχε ἀναθέσει διάφορες ἐργα­σί­ες, γιὰ τὶς ὁποῖες εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ παίρ­νουν ἀπὸ τὸ ταμεῖο του διάφορα ποσά. Νόμισαν ὅμως, ὅτι ποτέ δὲν θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὴ διαχείρισί τους. Ἀλλὰ μιὰ μέρα ὁ βασιλιᾶς ἀποφάσισε νὰ λογαριαστῇ μαζί τους. Καὶ γιὰ τὸν πρῶτο δοῦλο, ποὺ παρουσιάστηκε μπροστά του, ὁ λογαριασμὸς ἔδειξε, ὅτι χρωστάει στὸ βα­σιλιᾶ «μύρια τάλαντα» (Ματθ. 18,24).
Τί θὰ πῇ τάλαντο; Τὸ τάλαντο στὴν ἀρχαία ἐ­ποχὴ ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἕξι χιλιάδες (6.000) χρυσᾶ νομίσματα, ἦταν δηλαδὴ ἴσο μὲ ἑξήν­τα ἑκατομμύρια (60.000.000). Καὶ τὰ «μύρια» (=10.000) τάλαντα, ἐὰν πολλαπλασιάσουμε τὰ ἑξήντα ἑκατομμύρια ἐπὶ χίλια, θὰ δοῦμε ὅτι ἰ­σοῦνται μὲ ἕνα ἰλιγγιῶδες ποσό, ἑξήντα τρισ­­ε­κατομμύρια! ἀριθμὸς ἀσύλληπτος, ὅσο εἶνε ὁ προϋπολογισμὸς ἑνὸς μεγάλου κράτους. Τόσα πολλὰ χρωστοῦσε αὐτὸς ὁ δοῦλος.
Ὁ βασιλιᾶς τὸν κάλεσε νὰ τὰ ἐπιστρέψῃ, μὰ αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε πεντάρα στὴν τσέπη, καὶ διέταξε νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φυλακή, ἕως ὅτου ἀποδώσῃ ὅ,τι ὀφείλει. Αὐτὸς ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ ζητώντας ἀναβολὴ τῆς τιμωρί­ας καὶ προθεσμία νὰ ἐξοφλήσῃ. Καὶ τότε ὁ βασιλιᾶς, καλοκάγαθος ὅπως ἦταν, τὸν λυπή­θηκε καὶ δὲν τοῦ ἔ­δωσε ἀναβολή, ὅπως ζητοῦ­σε, ἀλλὰ τοῦ χάρισε ὅλο τὸ χρέος!
Βγαίνοντας ὅμως ὁ δοῦλος αὐτὸς ἀπὸ τὸ παλάτι συναντᾷ ἕνα συνάδελφό του, ὁ ὁποῖ­ος χρωστοῦσε σ᾽ αὐτὸν ἕνα μικρὸ ποσό, ἑ­κα­τὸ δηνάρια (δηλαδὴ χίλιες δραχμές), μικρὸ χρέος. Γι᾽ αὐτὸ τὸ μικρὸ ποσὸ τὸν ἅρ­παξε ἀπ᾽ τὸ λαιμὸ καὶ τὸν ἔπνιγε λέγοντας· –Δός μου ἀ­μέ­σως ὅ,τι μοῦ χρωστᾷς. –Μὰ δὲν ἔ­χω, ἄφησέ μου ἕνα περιθώριο. –Δὲν ξέρω ἂν ἔχῃς, ἐγὼ τὰ θέλω τώρα. Καὶ τὸν ἔρριξε στὴ φυλακή.
Οἱ σύνδουλοί τους λυπήθηκαν καὶ εἶπαν τὰ συμβάντα στὸ βασιλιᾶ. Τότε ἐκεῖνος τὸν κάλε­σε καὶ τοῦ λέει· –Ἄσπλαχνε! ὅταν μὲ παρα­κάλεσες ἐγὼ σοῦ χάρισα τὸ μεγάλο χρέος· ἐσὺ δὲν εἶχες τὴν καλωσύνη νὰ χαρίσῃς ἕ­να ἀσήμαντο ποσὸ στὸν ἀδελφό σου; Εἶσαι ἀ­πάνθρωπος, ἀνακαλῶ τὴ δωρεά. Καὶ διέταξε νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φυλακὴ μέχρι νὰ ἐπιστρέ­ψῃ ὅ­λο τὸ χρέος, δηλαδὴ γιὰ πάντα (βλ. Ματθ. 18, 23-35).
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή, τὸ τσώφλι, καὶ κάτω ἀπ᾽ αὐτὸ ὑπάρχουν νοήματα ὑψηλά, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν ὅλους. Θέτουμε τέσσερα ἐρωτή­ματα. Πρῶτον, ποιός εἶνε ὁ βασιλιᾶς; Δεύτε­­ρον, ποιός εἶνε ὁ δοῦλος ποὺ χρωστοῦσε τὰ μύρια τάλαντα; Τρίτον, ποιό εἶνε τὸ χρέος αὐτό; Καὶ τέταρτον, ποιός εἶνε ὁ τελευταῖος δοῦ­λος ποὺ χρωστοῦσε τὰ ἑκατὸ δηνάρια;
 Βασιλιᾶς στὴν παραβολή, ἀφέντης πραγμα­τι­κὸς ποὺ κυβερνᾷ καὶ ἐξουσιάζει τὸ σύμ­παν, εἶνε ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶνε «βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), καὶ δοῦλοι του ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά του.
 Ὁ πρῶτος δοῦλος, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων, ποιός εἶνε; Εἶπαν μερικοί, ὅτι εἶνε ὁ διάβολος, γιατὶ αὐτὸς ἁμαρτάνει περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους ἀνεξαιρέτως. Ναί, ἁμαρτάνει, ἀλλὰ δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία. Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐτὸς ποὺ ὤφειλε τὰ μύρια τάλαντα, τὸ μεγάλο ποσό, εἶ­νε ὁ κάθε ἁμαρτωλός· εἴμαστε ὅλοι μας.
 Χρέος ποιό εἶνε; Τὰ ἁμαρτήματά μας. Εἴδατε, ὅταν ἔχουμε κάποιο χρέος, χρωστᾶμε κάπου, τί ἀγωνία ἔχουμε μέχρι νὰ τὸ ἐξοφλήσου­­με, καὶ πόση χαρὰ νιώθουμε ὅταν τὸ ἐξοφλοῦ­με; Ἀλλὰ γιὰ ἕνα ἄλλο χρέος δὲν ἐνδιαφερόμαστε, καὶ τὸ χρέος αὐτὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας.
–Μά, θὰ πῇ κανείς, τόσο πολλὲς ἁμαρτίες ἔχει ὁ ἄνθρωπος; Μάλιστα. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του, ἕ­ως ὅτου κλείσῃ τὰ μάτια στὸ μάταιο κόσμο, ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει. Ἔτσι λέει ὁ Ἰώβ· Κανένας δὲν εἶνε καθαρὸς ἀπὸ τὸ ῥύπο τῆς ἁμαρτί­ας, ἔστω καὶ ἂν ἡ ζωή του διαρκέσῃ μιὰ μέρα πάνω στὴ γῆ (βλ. Ἰὼβ 14,4-5). Ἁμαρτάνουμε τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι, τὸ βράδυ, τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυ­χτα· ἁμαρτάνουμε στὸ δρόμο, στὶς πλατεῖες, στὰ χωράφια, παντοῦ· ἁμαρτάνουμε τὶς καθη­μερινές, ἁμαρτάνουμε καὶ τὴν Κυριακή.
Πῶς ἁμαρτάνουμε; Ἀκόμα καὶ στὴν ἐκκλησία, ὅταν τὰ κορμιά μας εἶνε μέσα μὰ τὸ πνεῦ­μα μας εἶνε ἔξω. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια περ­νοῦ­σαν τὰ ἅγια καὶ κλαίγανε. Ποῦ τώρα! Εἴδατε σεῖς κανένα δάκρυ; Ἔτσι, ἀδιάφοροι. Ἁμαρτάνουμε λοιπὸν κι αὐτὲς ἀκόμα τὶς ἅγιες στι­γμὲς τῆς λατρείας. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ πόδια, μὲ τὰ μάτια, μὲ τὰ αὐτιά, μὲ τὸ κορμὶ ὁλόκληρο. Κάνουμε ὅλες τὶς ἁμαρτί­ες. Ποιός μπορεῖ νὰ τὶς μετρήσῃ; πιὸ εὔκολο εἶνε νὰ με­τρήσῃς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης ἢ τὰ φύλλα τῶν δέν­τρων στὰ δάση. Αὐτὸς ποὺ λέει «Δὲν ἔ­χω ἁ­μαρτίες» εἶνε ψεύτης! ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του. Εἶνε σὰν ἕναν, ποὺ ἐνῷ ἔ­χει καρ­κίνο λέει, Εἶ­μαι καλά. Μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕναν θὰ βρῇς σήμερα νὰ συναισθάνεται ὅτι εἶνε ἁμαρτωλός, οἱ ἄλλοι ἐκδίδουν γιὰ τὸν ἑ­αυτό τους …πιστοποιητικὰ ἁγιότητος.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, τί θά ᾽­­πρεπε συμβῇ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας; Θά ᾽πρεπε ἡ γῆ νὰ σείεται διαρκῶς, τὰ ποτάμια νὰ φου­σκώ­σουν νὰ μᾶς πνίξουν ὅλους σὰν πον­τίκια, τὰ ἄ­στρα τοῦ οὐρανοῦ νὰ γίνουν ἀστρο­πελέκια στὰ κεφάλια μας… Θά ᾽πρεπε νὰ τιμωρηθοῦ­με· καὶ ὅ­μως ὁ Θεὸς δὲν μᾶς τιμωρεῖ. Τί κάνει; Μακρο­θυμεῖ. «Δόξα τῇ μα­κροθυμίᾳ σου, Κύριε»! Εἶνε τόσο μακρόθυμος, ὥστε μᾶς χαρίζει τὸ χρέος αὐτό, παίρνει σφουγγάρι καὶ μᾶς σβήνει ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα. Ὅταν πᾶμε στὸν πνευματικὸ κ᾽ ἐξομολογηθοῦμε, μᾶς δίνει ἄφεσι ἁμαρτιῶν.
* * *
Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε, ἀγαπητοί μου; Ὅ,τι ἔ­κανε ὁ σκληρὸς δοῦλος. Εἴμαστε μνησίκακοι. Κρα­τᾶμε τὸ κα­κὸ ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ ἄλλος· δὲν μοιάζουμε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, μοιάζουμε μὲ τὴν ἐκδικη­τικὴ καμήλα. Δὲν συγχωροῦμε. Πολλοὶ ἔρ­χον­ται στὴν ἐκκλησία, ἀνάβουν κεριά, προσ­κυ­νᾶ­νε εἰκόνες, πηγαίνουν νὰ ἐξομο­λογηθοῦν, μὰ συγχώρησι δὲν δίνουν. Μιὰ γριὰ πέθαινε σ᾽ ἕ­να χωριὸ καὶ πῆγε ἐκεῖ ὁ ἐξομολό­γος. Ἀ­φοῦ εἶπε τ᾽ ἁμαρτήματά της, τὴ ρω­τᾷ ὁ πνευματικός· –Ἔχεις κανένα ἐχθρό; –Ἔ­χω. –Νὰ τὸν συ­χωρέσῃς (κι ὁ ἐχθρὸς ἦταν ἀπ᾽ ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόρτα καὶ τῆς ζητοῦσε συγγνώμη). –Ὄχι, δὲν τὸν συγχωρῶ! πές μου ὅ,τι ἄλ­λο θέ᾽ς, πάτερ, βάλε μου νηστεία, βάλε μου τὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν τὸν συγχωρῶ… Καὶ δυσ­τυ­χῶς πέθα­νε χωρὶς νὰ συγχωρήσῃ! Μὰ ὅλοι οἱ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες νὰ διαβά­σουν συγχωρητικὴ εὐχή, ἂν ἐσὺ ὁ ἴδιος δὲν συγχωρή­σῃς τὸν ἐχθρό σου, ὁ Θεὸς δὲν σὲ συγχωρεῖ.
Καὶ πόσο λογικὸ εἶνε αὐτό! Ὑπο­θέστε, ὅτι χρωστᾶτε σὲ κάποιον ἕνα ἑκατομμύριο, κι αὐ­τὸς σᾶς λέει «Σοῦ χαρίζω τὸ ἑκατομμύριο, ἂν χαρίσῃς μία δραχμὴ στὸ γείτονα»· ποιός δὲν θὰ τὸ δεχόταν; Κι ὅ­μως ἐμεῖς δὲν τὸ δεχόμαστε, ἀφοῦ δὲν ἐννοοῦμε νὰ συγχωρήσουμε.
Εἴμαστε ὅμως καὶ ψεῦτες. Γιατί; Διότι στὸ «Πάτερ ἡμῶν» λέμε· Κύριε, «συγχώρεσε τὰ ἁ­μαρτήματά μας, ὅπως κ᾽ ἐμεῖς συγχωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων σ᾽ ἐμᾶς» (Ματθ. 6,12). Αὐ­τὸ λέμε. Τὸ ἐφαρμόζουμε; Δὲν τὸ ἐφαρμό­ζουμε. Λοιπὸν ψευδόμεθα, ἀφοῦ ἔχουμε μνησικακία.
Ἡ ὡραιότερη λέξι στὸν κόσμο εἶνε ἡ συγχώ­ρησις. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶνε ἀχάριστοι καὶ μνησίκακοι. Δύο ῥήματα δὲν ξέρουν νὰ ποῦν· «εὐχαριστῶ» καὶ «συγχωρῶ». Ὅλα τὰ κα­λὰ νὰ τοὺς κάνῃς, εὐχαριστῶ δὲν λένε. Καὶ καν­ένας δὲν ζητάει συγγνώμη. Ἀλλοίμονό μας, ἀ­δέρφια μου, θὰ πᾶμε στὴν κόλασι· εἴμαστε ψεύ­τικοι Χριστιανοί. Πρέπει ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ καρδιά μας σὰν τὸ τριαντάφυλλο, νὰ πλατυνθῇ· τότε θὰ εἴ­μαστε παιδιὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ συγχώρησε τοὺς σταυ­ρωτάς του λέγοντας «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34).
 Ἂς συγχωρήσουμε λοιπὸν ὅλοι – ἐδῶ εἶνε ὁ τελευταῖος δοῦλος· γονεῖς τὰ παιδιὰ καὶ παι­διὰ τοὺς γονεῖς, νύφες τὶς πεθε­ρὲς καὶ πεθερὲς τὶς νύφες, λαϊκοὶ τοὺς κληρικοὺς καὶ κληρικοὶ τοὺς λαϊκούς. Ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, νὰ συγχω­ροῦ­με. Διότι συγχωροῦμε; θὰ συγχωρηθοῦμε· δὲν συγχωροῦμε; δὲν θὰ συγχωρηθοῦμε.
Εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβει­ῶν ὅλων τῶν ἁ­γίων νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ν᾽ ἀποκτήσουμε πλατειὰ καρδιά, ποὺ νὰ χωράῃ τὸν κόσμο ὅλο· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 
 
                        Στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ 
                                     Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ;» (Α΄ Κορ. 9,7)
AΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ Θεό, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ φθάσουμε πάλι στὴν Κυριακὴ αὐτή. Μποροῦσε καὶ νὰ μὴ φθάναμε, λόγῳ τῶν τόσων ἁμαρτιῶν μας.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀδελφοί μου, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἶνε καὶ σχολεῖο, τὸ σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δείχνουν καὶ τὰ δύο ἀναγνώσματα, οἱ περικοπὲς ἀποστόλου καὶ εὐαγγελίου, ποὺ διαβάζονται ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη κάθε φορά.
Ὁ ἀπόστολος σήμερα περιέχει πολλὰ νοήματα, παραδείγματα, εἰκόνες. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς παρουσιάσω μόνο μία εἰκόνα.
* * *
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαντᾷ στοὺς κατηγόρους του. Μὰ εἶχε κατηγόρους; θὰ πῆτε. Καὶ ποιός μεγάλος ἄνθρωπος δὲν ἔχει κατηγόρους; Ἔτσι καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὸν συκοφαντοῦσαν καὶ τὸν διέβαλλαν, ὅτι δὲν εἶνε ἀπόστολος. Ἀπαντᾷ λοιπὸν ἐδῶ καὶ λέει· Εἶμαι ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπόδειξις τὸ κήρυγμά μου, ἀπόδειξις ἡ ἐκκλησία τῆς Κορίνθου ποὺ ἵδρυσα, ἀπόδειξις οἱ κόποι καὶ οἱ ὁδοιπορίες μου. Αὐτὰ πιστοποιοῦν, ὅτι εἶμαι ἀπόστολος.
Καὶ τί θὰ πῇ ἀπόστολος; Ἀπόστολος εἶνε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεχώρισε ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ μυριάδες ἄλλους γιὰ νὰ τοῦ ἀναθέσῃ μιὰ σοβαρὴ δουλειά· καὶ αὐτός, πάνω στὴν ἀποστολή του, θυσιάζει ὅλο τὸν ἑαυτό του· ὅπως τὸ λιβάνι καίγεται ὁλόκληρο, δὲ᾿ μένει τίποτα, ἔτσι καὶ ὁ ἀπόστολος ὅλη τὴ ζωή του τὴν «καίει» πάνω στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θυσιάζει καὶ οἰκογένεια καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα καὶ χρόνο καὶ χρῆμα καὶ αἷμα· εἶνε ἕτοιμος νὰ βρεθῇ μέσ᾿ στὰ μπουντρούμια τῶν φυλακῶν, νὰ ὑποστῇ τὰ πάντα, καὶ νὰ μαρτυρήσῃ ἀκόμη.
Τί εἶνε ὁ ἀπόστολος; Ἕνας στρατιώτης, στρατιώτης Χριστοῦ. Αὐτὸ λέει σήμερα ὁ Παῦλος στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα (βλ. Α΄ Κορ. 9,7· βλ. καὶ Β΄ Τιμ. 2,3). Κι ὅπως ὁ στρατιώτης παίρνει ἀπ᾿ τὸ στρατὸ τὸ σιτηρέσιό του, τὸ ποσὸ ποὺ χρειάζεται γιὰ τροφὴ καὶ ἐνδυμασία, κατὰ παρόμοιο τρόπο κ᾿ ἐγώ, ὡς στρατιώτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δικαιοῦμαι νὰ παίρνω τὸ σιτηρέσιό μου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾿ ἐγώ, λέει, καὶ αὐτὸ τὸ μισθό μου δὲν τὸν παίρνω. Θυσιάζω καὶ τὸ δικαίωμά μου αὐτό, γιὰ νὰ μὴ δώσω λαβὴ σὲ κανένα νὰ πῇ, ὅτι ζῶ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο.
* * *
Στρατιῶτες, λοιπόν, οἱ ἀπόστολοι· ὁ Παῦλος, ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι. Ἀλλὰ ὑπὸ γενικωτέραν ἔννοιαν στρατιῶτες εμεθα ὅλοι. Κ᾿ ἐσεῖς, ἀγαπητοί μου, εἶστε στρατιῶτες· στρατιῶτες τῆς πίστεως, τοῦ εὐαγγελίου, τοῦ Χριστοῦ.
―Καὶ ἀπὸ πότε γίναμε στρατιῶτες;
Στρατιώτης θεωρεῖται ἕνας νέος ἅμα παρουσιαστῇ στὸ κέντρο νεοσυλλέκτων καὶ τὸν ντύσουν στὸ χακί. Ἀφήνει τὰ πολιτικά του ροῦχα, τὰ κάνει ἕνα δεματάκι καὶ τὰ στέλνουν στὸ σπίτι στὴ μάνα του. Στρατιώτης γίνεται ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τοῦ φοροῦν τὴ στολή. Ἔτσι καὶ ὁ κάθε Χριστιανός. Ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου ὑπενθυμίζω, ὅτι ὅλοι εμαστε στρατιῶτες. Ὅλοι κάποια μέρα δώσαμε παρών, βγάλαμε τὰ ροῦχα τὰ βρώμικα καὶ φορέσαμε ἕνα ὁλόλαμπρο ἔνδυμα. Πότε ἔγινε αὐτό, πότε καταταγήκαμε στὸ στράτευμα; Τὴν ὥρα ποὺ ἕνας εὐλαβὴς ἱερεὺς μὲ τὸ στοργικό του χέρι μᾶς βύθιζε στὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Μᾶς ρώτησε τότε· ―«Ἀποτάσσῃ τῷ σατανᾷ;». ―«Ἀποτάσσομαι», επαμε. ―«Συντάσσῃ τῷ Χριστῷ;». Καὶ ἀποκριθήκαμε· ―«Συντάσσομαι». ―«Συνετάξω τῷ Χριστῷ;», θὰ εἶσαι στὸ ἑξῆς ὁριστικῶς μὲ τὸ Χριστό; ― «Συνεταξάμην», ὑποσχεθήκαμε (ἀκολ. βαπτ.).
Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη φορᾷς πλέον τὸν φωτεινὸ χιτῶνα, εἶσαι στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, καὶ καλεῖσαι νὰ πειθαρχῇς σ᾿ αὐτόν. Δὲ᾿ μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο αὐτὸν γιὰ νὰ γλεντοῦμε καὶ νὰ κάνουμε τὰ κέφια μας· μᾶς ἔφερε γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό. Εμεθα στρατιῶται Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ πολεμήσουμε. Μὲ ποιούς νὰ πολεμήσουμε; ποιοί εἶνε οἱ ἐχθροί μας;
   Πρῶτος ἐχθρὸς τοῦ Χριστιανοῦ εἶνε ὁ κόσμος, οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲ᾿ σκέπτονται καὶ δὲ᾿ ῥυθμίζουν τὴ ζωή τους μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ζοῦν κατὰ τὶς ἐπιθυμίες τους· ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τὸ ψεῦδος, τὴν ἀδικία, τὴν ἐκμετάλλευσι, τὴν ἀπιστία καὶ ἀθεΐα. Αὐτὸς εἶνε ὁ κόσμος. Καὶ σὲ ρωτῶ· τί θέσι θὰ πάρῃς ἀπέναντί του; Ἐὰν ῥυθμίζῃς τὴ ζωή σου μὲ ὅ,τι λέει ὁ κόσμος, τότε δὲν εἶσαι φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστιανὸς πάει κόντρα μὲ τὸν κόσμο, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ τὸν μισήσῃ, θὰ τὸν καταδιώξῃ. Ἀλλὰ τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἐὰν σᾶς μισῇ ὁ κόσμος, νὰ γνωρίζετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν» (Ἰωάν. 15,18). Μισεῖ ὁ κόσμος τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς πραγματικούς. Μὴ φοβᾶστε ὅμως. Ὁ Χριστὸς λέει· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (ἔ.ἀ. 16,33).
   Ὁ Χριστιανὸς ὅμως δὲν ἔχει μόνο ὁρατοὺς ἐχθροὺς μὲ «αἷμα καὶ σάρκα» (Ἐφ. 6,12)· ἔχει καὶ ἀόρατο ἐχθρό. Εἶνε ὁ σατανᾶς, ὁ διάβολος. Μᾶς πολεμεῖ μέρα καὶ νύχτα. Μᾶς πολεμεῖ μὲ τὰ λεφτά, μὲ τὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις, μὲ φόβητρα καὶ θέλγητρα, μὲ ποικίλους λογισμοὺς καὶ ἰδίως αἰσχρούς. Μᾶς πολεμεῖ ἀκόμα μὲ τὴ μαγεία, μὲ τὸν πνευματισμό, μὲ τὶς αἱρέσεις, μὲ τὸ μασονισμό, μὲ μύρια μηχανήματα· γιατὶ εἶνε πολυμήχανος. Καὶ ἀμφιβάλλω σήμερα ἀπὸ τοὺς χίλιους Χριστιανοὺς ἂν μένῃ ἕνας ὄρθιος. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία φωνάζει· «Στῶμεν καλῶς» (θ. Λειτ.), ἂς σταθοῦμε προσεκτικοί. Στὴν ἐποχή μας μάλιστα ὁ διάβολος θὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὴν ἄθεο ἐπιστήμη. Ἀλλ᾿ ὄχι, ἀδελφοί μου. Δὲ᾿ θὰ νικήσῃ ἡ ἀπιστία καὶ ἀθεΐα, δὲ᾿ θὰ νικήσῃ ὁ δράκων· θὰ νικήσῃ τὸ ἀρνίον, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἐσταυρωμένος (βλ. Ἀπ. 12,3 κ.ἑ.· 5,6,12· 13,8).
   Λοιπόν, στρατιώτης νὰ εἶσαι· νὰ πολεμᾷς ἐναντίον τοῦ κόσμου, ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὀργάνων του. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος ἐχθρὸς πολὺ κοντά μας. Δὲ᾿ φοβᾶμαι τὸ διάβολο ἅμα ἔχω τὸ Χριστό, δὲ᾿ φοβᾶμαι τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ξέρεις τί φοβᾶμαι; Τὸν ἑαυτό μου! Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς εἶνε ὁ ἑαυτός μας, ὁ κακὸς δηλαδὴ ἑαυτός μας, ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸν ὀνομάζει «ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος» (Ῥωμ. 6,6). Εἶνε τὰ πάθη μας, οἱ κακίες μας, οἱ κακὲς ἐπιθυμίες μας πού, ὅπως λέει ὁ ἄλλος ἀπόστολος, ὁ Πέτρος, «στρατεύονται κατὰ τῆς ψυχῆς» (Α΄ Πέτρ. 2,11). Ἡ ἐπιθυμία ἑδρεύει στὴν ψυχή. Δὲ᾿ φταίει δηλαδὴ τὸ σῶμα· αὐτὸ εἶνε ὄργανο. Ἡ κακὴ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς, αὐτὸς εἶνε ὁ κακὸς ἑαυτός μας ποὺ σπρώχνει τὸ σῶμα στὴν ἁμαρτία. Ὡς στρατιῶτες Χριστοῦ ἂς πολεμήσουμε λοιπὸν καὶ ἐναντίον τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας ἀντρίκια. Καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας τὸ ἔλεγαν· «Ἡ πιὸ μεγάλη νίκη εἶνε νὰ νικήσῃς τὸν ἑαυτό σου».
* * *
Ἀδελφοί μου! Στὸν ἀγῶνα αὐτὸ μᾶς καλεῖ σήμερα ὁ ἀπόστολος. Καὶ σὲ τέτοιο ἀγῶνα τὸ πρῶτο ποὺ ἀπαιτεῖται εἶνε νὰ εἶσαι ἄγρυπνος. Εἶδα στρατιῶτες στὰ χρόνια τοῦ πολέμου νὰ κεντοῦν τὸ κορμί τους μὲ βελόνες καὶ καρφιά, γιὰ νὰ μὴν ἀποκοιμηθοῦν. Γιατὶ λίγο ν᾿ ἀποκοιμηθοῦν, μπαίνει ὁ ἐχθρός. Μάτωναν τὸ δέρμα τους κι ἀκουγόταν· «Φύλακες, γρηγορεῖτε!». Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Ἂν είμεθα στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, «γρηγορεῖτε», ἀδέρφια μου! (Ματθ. 24,42· 25,13· 26,41· Μᾶρκ. 14,38· 13,35,37· Α΄ Κορ. 16,13 κ.ἀ.). Μπορεῖ νὰ γίνῃς ἅγιος, ἀσκητής, θαυματουργός, καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ πέσῃς στὸν ᾅδη. Προσοχὴ λοιπόν.
Τὸ δεύτερο ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη εἶνε τὰ ὅπλα. Ὁ στρατιώτης δὲ᾿ χωρίζεται ἀπὸ τὰ ὅπλα. Ἔχουμε κ᾿ἐμεῖς ὅπλα. Ὁ Χριστιανὸς διαθέτει ἀκαταμάχητο ὁπλοστάσιο. Ποιά εἶνε τὰ ὅπλα του; Ρωτῆστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ· τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τὸ κανόνι, ποὺ συντρίβει τὰ κάστρα τῆς ἀθεΐας καὶ τῶν αἱρέσεων. Δὲ᾿ θὰ νικήσουν οἱ θεωρίες τοῦ ἄλφα καὶ τοῦ βῆτα· θὰ νικήσῃ ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀνίκητος ἀρχιστράτηγός μας. Σημαία μας, ποὺ ἐβάφη μὲ τὸ αἷμα του, ὁ τίμιος σταυρός. Καὶ σάλπιγξ, ποὺ μᾶς καλεῖ στὴ μάχη, τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου.
Ἀλλὰ θέτω, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· Είμαστε στρατιῶτες Χριστοῦ;… Ἂν θέλετε νὰ δῆτε ἀληθινοὺς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, νὰ διαβάζετε τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Αὐτοὶ εἶνε ἀγωνισταί! Ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν ἀγωνιζόμεθα. Λιποτάκται είμεθα. Ἐὰν ἀγωνιζόμεθα, ἂν μᾶς πονοῦσε ἡ πίστι μας ὅπως μᾶς πονάει τὸ σπίτι μας τὰ παιδιά μας τὸ μαγαζί μας τὸ αὐτοκίνητό μας, ἄλλη θὰ ἦταν ἡ ζωή μας, ὁ τόπος μας θὰ εὐωδίαζε, δὲ᾿ θὰ ὑπῆρχε βλαστήμια!…
Ὅλοι νὰ καταλάβουμε τὸν προορισμό μας· νὰ γίνουμε ἀγωνισταί, νὰ πολεμήσουμε γιὰ τὴν πίστι μας, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ μας, γιὰ τὸ εὐαγγέλιο· καὶ τότε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ εἶνε μαζί μας εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος