Κόποι καὶ μόχθοι, ἀγαπητοί μου, συκοφαντίες καὶ διωγμοί, καὶ τέλος μαρτυρικὸς θάνατος, νά πῶς διήνυσε τὸ στάδιο τῆς ἐπιγείου ζωῆς του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν θὰ διέφεραν· θὰ βάδιζαν κι αὐτοὶ τὴν «τεθλιμμένην ὁδόν» (Ματθ. 7,14), τὸ ματωμένο δρόμο, ποὺ πρῶτος βάδισε καὶ πότισε μὲ τὸ αἷμα του ὁ θεῖος Διδάσκαλός τους.
Δυστυχισμένοι, οἱ πιὸ δυστυχισμένοι ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους θὰ φαίνονταν οἱ ἀπόστολοι στὰ μάτια τοῦ κόσμου. Γιατὶ ὁ κόσμος ἔβλεπε μόνο τὴν πορεία τους καὶ ὄχι τὸ τέρμα αὐτοῦ τοῦ δρόμου· ἔβλεπε μόνο τὴν ἀνηφοριά, τὰ κοφτερὰ λιθάρια ποὺ ματώνουν τὰ πόδια, τ᾽ ἀγκάθια ποὺ πληγώνουν τοὺς διαβάτες, τὰ ἐπικίνδυνα περάσματα ποὺ τρομοκρατοῦν τοὺς δειλούς, τὸν καυστικὸ ἥλιο ποὺ καίει τὸ μέτωπο, τὶς θλίψεις ποὺ κάνουν νὰ τσακίζωνται ἀπ᾽ τὴν ὁδοιπορία καὶ οἱ πιὸ γενναῖοι· ἔβλεπε τοὺς σταυρούς, τὶς φυλακές, τὰ σπαθιά, τοὺς τροχούς, τὶς ἀγχόνες, τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα βασανιστήρια τῶν ἀποστόλων καὶ μαρτύρων τῆς πίστεως.
Ὅλα αὐτὰ θὰ ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου καὶ θὰ ἐλεεινολογοῦσαν τοὺς ἀποστόλους. Πόσο δυστυχισμένοι, πόσο ἀνόητοι, πόσο ἠλίθιοι –θὰ ἔλεγαν– φάνηκαν οἱ ἀπόστολοι! Ἄφησαν μιὰ μαγεμένη λίμνη, μιὰ ἥσυχη ζωή, φίλους καὶ συγγενεῖς, γιὰ ν᾿ ἀκολουθήσουν ἕνα Ναζωραῖο καὶ γιὰ χάρι του ἀποφάσισαν νὰ πεθάνουν!…
Τέτοια θὰ ἔλεγαν οἱ σύγχρονοι τῶν ἀποστόλων. Ἀλλὰ τέτοια λένε καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ ἀφωσιωμένους ἀκολούθους τοῦ Κυρίου κάθε ἐποχῆς οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, γιατὶ κι αὐτοὶ βλέπουν μόνο τὴν πορεία τοῦ δρόμου καὶ ὄχι τὸ τέρμα.
Ἂν ὅμως ὁ Κύριος τοὺς ἀξίωνε νὰ δοῦν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως τὸ τέρμα, τί δηλαδὴ ἐπιφυλάσσει ὁ Κύριος γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀκολούθους του, ἄ τότε, τότε θὰ ἄλλαζαν σκέψεις καὶ ἄλλες κρίσεις θὰ ἔκαναν· θὰ ἔλεγαν μὲ πεποίθησι καὶ βεβαιότητα, ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, τοὺς ἀποστόλους καὶ ἀκολούθους τοῦ Κυρίου, ἄλλοι πιὸ εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι, καὶ θ᾽ ἀκολουθοῦσαν κι αὐτοὶ τὴν ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν θεία δόξα καὶ μακαριότητα.
Τί εἶνε αὐτὴ ἡ θεία δόξα καὶ μακαριότης; Ποιός μπορεῖ νὰ τὴν περιγράψῃ, νὰ μᾶς τὴν παραστήσῃ; Μόνο κάποιος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ τὴν ζήσουν θὰ μποροῦσε νὰ δώσῃ κάποια πληροφορία. Ἕνας π.χ. ἀπὸ αὐτούς, ὅπως γνωρίζουμε, εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ κάποτε «ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον». Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς μετὰ τὴν ἁρπαγὴ ἐκείνη τὸ μόνο ποὺ εἶπε εἶνε, ὅτι «ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,4), δὲν μπορεῖ δηλαδὴ ἄνθρωπος νὰ πῇ ἐκεῖνα ποὺ ἄκουσε ἐκεῖ. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν κανένας τρόπος νὰ πάρῃ κανεὶς μιὰ ἰδέα τῆς ἁγίας ἐκείνης καταστάσεως;
* * *
Μιὰ εἰκόνα τῆς θείας δόξης καὶ μακαριότητος μᾶς δίνει, ἀγαπητοί μου, ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Κυρίου, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα.
Ἡ Μεταμόρφωσις, τῆς ὁποίας τὸ ἱστορικὸ εἶνε γνωστὸ σὲ ὅλους, ἔγινε γιὰ νὰ δώσῃ στοὺς ἀποστόλους,
καὶ διὰ τῶν ἀποστόλων σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, μιὰ εἰκόνα τῆς δόξης τοῦ Ἰησοῦ, τῆς μακαριότητος ποὺ θ᾿ ἀπολαύσουν οἱ δίκαιοι κοντά του, ὅσοι σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο ἀγωνίστηκαν, ἀγωνίζονται καὶ θ᾿ ἀγωνιστοῦν κάτω ἀπὸ τὴ σημαία τοῦ Εὐαγγελίου «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» (Α΄ Τιμ. 6,12 βλ. καὶ Β΄ Τιμ. 4,7) καὶ τῆς ἀρετῆς.
Παρατηρῆστε πόσο εὐτυχισμένοι εἶνε οἱ τρεῖς ἐκλεκτοὶ μαθηταὶ (ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης) τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος μας, στιγμὲς ποὺ θὰ τοὺς ἔμεναν πλέον ἀλησμόνητες σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τους.
Βρίσκονται στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Θαβώρ. Ἐκεῖ βλέπουν τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουν τὸν Κύριο. Βλέπουν τὸ μὲν πρόσωπό του νὰ λάμπῃ «ὡς ὁ ἥλιος», τὰ δὲ ἱμάτιά του νὰ εἶνε λευκὰ «ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. 17,2). Βλέπουν τὸ Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, τοὺς δύο μεγάλους καὶ ἔνδοξους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης, γιὰ τοὺς ὁποίους πολλὰ εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία. Ὤ! ὅταν οἱ ἀπόστολοι ἦταν μικρὰ παιδιὰ καὶ ἄκουγαν μὲ ἔκστασι ψυχῆς τοὺς γονεῖς τους καὶ τοὺς ἱερεῖς τους νὰ διηγοῦνται τὰ ἔνδοξα κατορθώματα τῶν δύο αὐτῶν ἀνδρῶν, πόσο θὰ τοὺς θαύμαζαν, πόσο θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ τοὺς ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τους, νὰ τοὺς ἄκουγαν μὲ τ᾽ αὐτιά τους! Καὶ νά τώρα, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας εἶνε μπροστά τους «συλλαλοῦντες» μετὰ τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπουν «νεφέλην φωτεινήν». Καὶ ὄχι μόνο βλέπουν Ἰησοῦ, Μωυσῆ, Ἠλία, νεφέλη φωτεινή, οὐράνια πρόσωπα καὶ πράγματα, ἀλλὰ καὶ ἀκοῦνε τὴ θεία φωνὴ «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (ἔ.ἀ. 17,3-5).
Τί θεσπέσιο ὅραμα, τί οὐράνιες ἀπολαύσεις, τί στιγμὲς θείου μεγαλείου! Εἶνε τόση ἡ χαρὰ κ᾽ ἡ εὐτυχία ποὺ ζοῦν οἱ μαθηταὶ τὶς λίγες αὐτὲς στιγμὲς πάνω στὴ γυμνὴ κορυφὴ τοῦ ὄρους, ὥστε ὁ πιὸ ἐνθουσιώδης ἀπὸ αὐτούς, ὁ Πέτρος, ὑποβάλλει στὸν Κύριο θερμὴ παράκλησι, νὰ παραταθῇ τὸ θαυμάσιο ὅραμα κι αὐτοὶ νὰ μείνουν ἐκεῖ διαρκῶς νὰ τὸ βλέπουν· «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι…» (ἔ.ἀ. 17,4).
Ὅ,τι λοιπὸν ἀπήλαυσαν οἱ τρεῖς μαθηταὶ τὶς λίγες ἐκεῖνες στιγμὲς τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, θὰ τὸ ἀπολαύσουν στὸν μέγιστο βαθμὸ ὅλοι ὅσοι ζοῦν καὶ πεθαίνουν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Γι᾿ αὐτοὺς ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος ἑτοίμασε «βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25,34), ποὺ μπροστά της ἡ δόξα τοῦ Θαβὼρ εἶνε μιὰ μικρὴ γεῦσι. Ποιός θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ περιγράψῃ τὸν πλοῦτο τῶν θεϊκῶν ἀπολαύσεων τῆς βασιλείας αὐτῆς; Ἐκεῖ θὰ ὑπάρχουν τρία πράγματα· θεωρία ὑψηλή, συντροφιὰ ἁγία, ἀτμόσφαιρα φωτεινὴ – ἀμίαντη.
Θεωρία ὑψηλή! Ἐὰν στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Θαβὼρ οἱ τρεῖς μαθηταὶ ἔβλεπαν τὸν Ἰησοῦ σὲ δόξα μαζὶ μὲ τὸ Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, ἐκεῖ, ἀπὸ τὰ θεωρεῖα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, οἱ δίκαιοι θὰ δοῦν τὸν Ἰησοῦ σὲ δόξα ἀφάνταστη νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα τάγματα τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ἐκεῖ θὰ βλέπουν τὴν Παναγία Παρθένο, τοὺς ἀποστόλους, τοὺς μάρτυρες· καὶ τί δὲν θὰ βλέπουν! Ἀπὸ τὴ σκοπιὰ ἐκείνη θὰ βλέπουν τὰ ἄπειρα καὶ θαυμαστὰ δημιουργήματα τῆς ἁγίας Τριάδος. Τί ὁράματα! ἀλλὰ καὶ τί
Συντροφιὰ ἁγία! Ἂν ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς εὐχαριστῇ νὰ συναστρεφώμαστε μὲ πρόσωπα ἀνώτερά μας καὶ ν᾿ ἀκοῦμε τὶς ὁμιλίες τους, πόση εὐχαρίστησι καὶ ἀπόλαυσι θὰ προξενῇ στοὺς δικαίους ἡ συναναστροφὴ μὲ ὅλους τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ! Καὶ ἐκλεκτοὶ θὰ εἶνε ὅλοι ὅσοι θὰ βρίσκωνται ἐκεῖ. Ἐκεῖ θὰ «συλλαλοῦν», θὰ συνομιλοῦν γιὰ τὰ οὐράνια πράγματα, ἐκεῖ θὰ εἶνε ἀνεξάντλητα τὰ θέματα καὶ οἱ ἀνακοινώσεις γιὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ οἱ δίκαιοι «γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς» (Μᾶρκ. 16,17). Τί συντροφιὰ λοιπὸν ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ τί
Ἀτμόσφαιρα φωτεινή, ἀμόλυντη! Ὅπως σὲ κορυφὲς πανύψηλων βουνῶν ἡ ἀτμόσφαιρα εἶνε καθαρή, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὰ διάφορα μικρόβια ποὺ ζοῦν σὲ χαμηλὰ στρώματα καὶ σὲ μολυσμένα τενάγη ἢ τέλματα τῆς γῆς, ἔτσι καὶ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα, μέσα στὴν ὁποία θὰ ζοῦν οἱ δίκαιοι, θὰ εἶνε φωτεινή, διαυγής, καθαρή, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ ὅλα τὰ μικρόβια τῆς δαιμονικῆς μοχθηρίας καὶ τῆς ἀνθρώπινης κακίας. Ψυχικὴ ὑγεία ζηλευτὴ θὰ βασιλεύῃ ἀπ᾽ ἄκρη σὲ ἄκρη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖ οἱ δίκαιοι θ᾿ ἀναπνεύουν τὸν ἀμόλυντο ἀέρα τοῦ παναγίου Πνεύματος. Ἂν ἐδῶ πιάνῃ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀσφυξία ἀπὸ τὰ διάφορα «ἀσφυξιογόνα» τοῦ σατανᾶ, ἐκεῖ οἱ δίκαιοι δὲν θὰ δοκιμάζουν τὴν στενοχωρία ποὺ δημιουργεῖ στὶς καθαρὲς ψυχὲς ἡ ὕπαρξι, ἡ διάδοσι καὶ ἡ μετάδοσι τοῦ κακοῦ. Ἐκεῖ… Ἀλλὰ τί νὰ συνεχίζουμε τὶς περιγραφές; Ἐκεῖ εἶνε ὅλα ἀπερίγραπτα.
Παρατηρῆστε πόσο εὐτυχισμένοι εἶνε οἱ τρεῖς ἐκλεκτοὶ μαθηταὶ (ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης) τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος μας, στιγμὲς ποὺ θὰ τοὺς ἔμεναν πλέον ἀλησμόνητες σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τους.
Βρίσκονται στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Θαβώρ. Ἐκεῖ βλέπουν τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουν τὸν Κύριο. Βλέπουν τὸ μὲν πρόσωπό του νὰ λάμπῃ «ὡς ὁ ἥλιος», τὰ δὲ ἱμάτιά του νὰ εἶνε λευκὰ «ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. 17,2). Βλέπουν τὸ Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, τοὺς δύο μεγάλους καὶ ἔνδοξους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης, γιὰ τοὺς ὁποίους πολλὰ εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία. Ὤ! ὅταν οἱ ἀπόστολοι ἦταν μικρὰ παιδιὰ καὶ ἄκουγαν μὲ ἔκστασι ψυχῆς τοὺς γονεῖς τους καὶ τοὺς ἱερεῖς τους νὰ διηγοῦνται τὰ ἔνδοξα κατορθώματα τῶν δύο αὐτῶν ἀνδρῶν, πόσο θὰ τοὺς θαύμαζαν, πόσο θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ τοὺς ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τους, νὰ τοὺς ἄκουγαν μὲ τ᾽ αὐτιά τους! Καὶ νά τώρα, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας εἶνε μπροστά τους «συλλαλοῦντες» μετὰ τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπουν «νεφέλην φωτεινήν». Καὶ ὄχι μόνο βλέπουν Ἰησοῦ, Μωυσῆ, Ἠλία, νεφέλη φωτεινή, οὐράνια πρόσωπα καὶ πράγματα, ἀλλὰ καὶ ἀκοῦνε τὴ θεία φωνὴ «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (ἔ.ἀ. 17,3-5).
Τί θεσπέσιο ὅραμα, τί οὐράνιες ἀπολαύσεις, τί στιγμὲς θείου μεγαλείου! Εἶνε τόση ἡ χαρὰ κ᾽ ἡ εὐτυχία ποὺ ζοῦν οἱ μαθηταὶ τὶς λίγες αὐτὲς στιγμὲς πάνω στὴ γυμνὴ κορυφὴ τοῦ ὄρους, ὥστε ὁ πιὸ ἐνθουσιώδης ἀπὸ αὐτούς, ὁ Πέτρος, ὑποβάλλει στὸν Κύριο θερμὴ παράκλησι, νὰ παραταθῇ τὸ θαυμάσιο ὅραμα κι αὐτοὶ νὰ μείνουν ἐκεῖ διαρκῶς νὰ τὸ βλέπουν· «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι…» (ἔ.ἀ. 17,4).
Ὅ,τι λοιπὸν ἀπήλαυσαν οἱ τρεῖς μαθηταὶ τὶς λίγες ἐκεῖνες στιγμὲς τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, θὰ τὸ ἀπολαύσουν στὸν μέγιστο βαθμὸ ὅλοι ὅσοι ζοῦν καὶ πεθαίνουν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Γι᾿ αὐτοὺς ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος ἑτοίμασε «βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25,34), ποὺ μπροστά της ἡ δόξα τοῦ Θαβὼρ εἶνε μιὰ μικρὴ γεῦσι. Ποιός θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ περιγράψῃ τὸν πλοῦτο τῶν θεϊκῶν ἀπολαύσεων τῆς βασιλείας αὐτῆς; Ἐκεῖ θὰ ὑπάρχουν τρία πράγματα· θεωρία ὑψηλή, συντροφιὰ ἁγία, ἀτμόσφαιρα φωτεινὴ – ἀμίαντη.
Θεωρία ὑψηλή! Ἐὰν στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Θαβὼρ οἱ τρεῖς μαθηταὶ ἔβλεπαν τὸν Ἰησοῦ σὲ δόξα μαζὶ μὲ τὸ Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, ἐκεῖ, ἀπὸ τὰ θεωρεῖα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, οἱ δίκαιοι θὰ δοῦν τὸν Ἰησοῦ σὲ δόξα ἀφάνταστη νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα τάγματα τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ἐκεῖ θὰ βλέπουν τὴν Παναγία Παρθένο, τοὺς ἀποστόλους, τοὺς μάρτυρες· καὶ τί δὲν θὰ βλέπουν! Ἀπὸ τὴ σκοπιὰ ἐκείνη θὰ βλέπουν τὰ ἄπειρα καὶ θαυμαστὰ δημιουργήματα τῆς ἁγίας Τριάδος. Τί ὁράματα! ἀλλὰ καὶ τί
Συντροφιὰ ἁγία! Ἂν ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς εὐχαριστῇ νὰ συναστρεφώμαστε μὲ πρόσωπα ἀνώτερά μας καὶ ν᾿ ἀκοῦμε τὶς ὁμιλίες τους, πόση εὐχαρίστησι καὶ ἀπόλαυσι θὰ προξενῇ στοὺς δικαίους ἡ συναναστροφὴ μὲ ὅλους τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ! Καὶ ἐκλεκτοὶ θὰ εἶνε ὅλοι ὅσοι θὰ βρίσκωνται ἐκεῖ. Ἐκεῖ θὰ «συλλαλοῦν», θὰ συνομιλοῦν γιὰ τὰ οὐράνια πράγματα, ἐκεῖ θὰ εἶνε ἀνεξάντλητα τὰ θέματα καὶ οἱ ἀνακοινώσεις γιὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ οἱ δίκαιοι «γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς» (Μᾶρκ. 16,17). Τί συντροφιὰ λοιπὸν ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ τί
Ἀτμόσφαιρα φωτεινή, ἀμόλυντη! Ὅπως σὲ κορυφὲς πανύψηλων βουνῶν ἡ ἀτμόσφαιρα εἶνε καθαρή, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὰ διάφορα μικρόβια ποὺ ζοῦν σὲ χαμηλὰ στρώματα καὶ σὲ μολυσμένα τενάγη ἢ τέλματα τῆς γῆς, ἔτσι καὶ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα, μέσα στὴν ὁποία θὰ ζοῦν οἱ δίκαιοι, θὰ εἶνε φωτεινή, διαυγής, καθαρή, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ ὅλα τὰ μικρόβια τῆς δαιμονικῆς μοχθηρίας καὶ τῆς ἀνθρώπινης κακίας. Ψυχικὴ ὑγεία ζηλευτὴ θὰ βασιλεύῃ ἀπ᾽ ἄκρη σὲ ἄκρη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖ οἱ δίκαιοι θ᾿ ἀναπνεύουν τὸν ἀμόλυντο ἀέρα τοῦ παναγίου Πνεύματος. Ἂν ἐδῶ πιάνῃ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀσφυξία ἀπὸ τὰ διάφορα «ἀσφυξιογόνα» τοῦ σατανᾶ, ἐκεῖ οἱ δίκαιοι δὲν θὰ δοκιμάζουν τὴν στενοχωρία ποὺ δημιουργεῖ στὶς καθαρὲς ψυχὲς ἡ ὕπαρξι, ἡ διάδοσι καὶ ἡ μετάδοσι τοῦ κακοῦ. Ἐκεῖ… Ἀλλὰ τί νὰ συνεχίζουμε τὶς περιγραφές; Ἐκεῖ εἶνε ὅλα ἀπερίγραπτα.
* * *
Ἕνα εἶνε τὸ συμπέρασμα, ἀγαπητοί μου. Οἱ θλίψεις, ποὺ δοκιμάζουν βαδίζοντας τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου οἱ Χριστιανοί, δὲν εἶνε τίποτα μπροστὰ στὴν οὐράνια δόξα καὶ μακαριότητα ποὺ θ᾿ ἀπολαύσουν, ἐὰν μείνουν πιστοὶ σ᾽ Αὐτόν. Αὐτὸ ἔνιωσαν καὶ τὸ πῆραν ὡς μάθημα σπουδαιότατο οἱ τρεῖς ἐκλεκτοὶ μαθηταὶ σὰν σήμερα, ἡμέρα τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ ἂς ἐντυπώσουμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ διαλαλοῦμε σὲ ὅλους αὐτὸ ποὺ ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (῾Ρωμ. 8,18).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος