Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου: «Η ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΣΟΦΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ» 4-8-1985 (Β141)



ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 14,22-34]

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«Η ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΣΟΦΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 4-8-1985]

(Β141)

Μετὰ ἀπὸ τὸν χορτασμὸν τῶν πεντακισχιλίων, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἀκούσαμε τὴν περασμένη Κυριακὴ στὴν εὐαγγελικὴν περικοπή, βλέπομε νὰ ἀκολουθεῖ ἕνα περιστατικόν, ἐκτάκτως σπουδαῖον σὲ συμπεράσματα. Ὅσο οἱ μαθηταὶ ἐμοίραζαν τὰ κομμάτια τοῦ ἄρτου, τὸν ἄρτον, στὸ πλῆθος, ποὺ ἦταν σὲ πρασιὲς καὶ ἐδέχετο τὴν εὐλογημένη τροφὴ ἀπὸ τὸν Κύριον, ἐδέχοντο ἀπὸ τὸ πλῆθος, ποὺ ἐθαύμαζε διὰ τὸ καταπληκτικὸν αὐτὸ θαῦμα -νὰ πολλαπλασιαστεῖ ἡ τροφὴ ἡ ὑλική- νὰ λέγει στοὺς μαθητὰς ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἦτο σπουδαῖος. Σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτος ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον». «Αὐτός», λέει, «εἶναι αὐτὸς ποὺ περιμένομε, ὁ προφήτης. Ὁ μέγας προφήτης, ὅπως τὸν εἶχε προφητεύσει ὁ Μωυσῆς. Νὰ στείλει», λέγει, «ὁ Θεός, μέγαν προφήτην ὅπως ἐμένα», γιατί ὁ Μωυσῆς ἦτο εἰς τύπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας λοιπὸν αὐτὸ τὸ θαῦμα ὁ κόσμος θαυμάζει. Καὶ θαυμάζοντας, λέγει αὐτὰ εἰς τοὺς μοιράζοντας τὰ κομμάτια τοῦ ψωμιοῦ, εἰς τοὺς μαθητάς.

Ἡ πρόθεσις λοιπὸν τοῦ πλήθους ἦτο νὰ ἀνακηρύξουν τὸν Ἰησοῦν ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημο, βασιλέα. Σημειώσατε δὲ ὅτι οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν κάτω ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴν κατοχὴν καὶ πρὸ τῆς ρωμαϊκῆς κατοχῆς, ἑκατοντάδες χρόνια, ἔζησαν ξενικὴν κατοχήν. Ἔτσι, ὁ ἐθνικὸς πόθος γιὰ ἀπελευθέρωση ἦταν πιὰ ὥριμος καὶ ζητοῦσαν τὴ δεδομένη στιγμή, ὥστε καὶ τίς προφητεῖες ἀκόμη τῶν προφητῶν ποὺ ἀνεφέροντο εἰς τὸ μέγα θαῦμα τοῦ Μεσσίου, νὰ τίς ἔχουν διαφοροποιήσει καὶ νὰ τίς αἰσθάνονται ὅτι ἔπρεπε νὰ πραγματωθοῦν μέσα στὰ ὅρια καὶ τὰ πλαίσια τῆς ἐθνικῆς των ἀπελευθερώσεως.

Ὁ Ἰησοῦς γνωρίζει πολὺ καλὰ τὴν πρόθεση τοῦ πλήθους, ὅπως καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ ἐδέχθησαν οἱ μαθηταὶ Του ἀπὸ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ πλήθους. Γι᾿ αὐτὸ σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης- ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι ἀπὸ τὸν Ματθαῖο, ἀλλὰ μᾶς ἐξηγεῖ ὅμως τὸ φαινόμενον ὁ Ἰωάννης- : «Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὄρος αὐτὸς μόνος»Ὁ Ἰησοῦς, λέγει, ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι θὰ ἤρχοντο - προσέξτε τὸ ρῆμα- «ἁρπάζειν αὐτὸν»νὰ τὸν ἁρπάξουν, ποὺ σημαίνει ὅτι παρὰ τὴ θέλησή Του θὰ ἦτο ἡ ἀνακήρυξίς Του εἰς βασιλέα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος προλαβαίνει τοὺς μὲν μαθητάς, ὅπως μᾶς λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἀναγκάζει νὰ μποῦν εἰς τὸ πλοῖον -καὶ τοὺς ἀναγκάζει διότι δὲν ἤθελαν νὰ ἀποχωριστοῦν ἀπὸ τὸν Κύριον, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀναγκάζει ἀκόμη γιατί εἶχαν αἰσθανθεῖ ὅτι μποροῦσε κάτι ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον νὰ γίνει, μία πλήρωσις τῶν προσδοκιῶν τῶν ἐθνικῶν. Τοὺς ἀναγκάζει λοιπόν, μὲ τὸ ζόρι, νὰ μποῦν μέσα εἰς τὸ πλοιάριο καὶ νὰ Τὸν περιμένουν ἀπέναντι. Αὐτὸς δὲ μόνος διαλύει τὰ πλήθη καὶ ἀνέρχεται σὲ κάποιο ὕψωμα, σὲ κάποιο βουνό, διὰ νὰ προσευχηθεῖ.

Ἔτσι βλέπομε, ἀγαπητοί μου, ἐδῶ ὅτι ὁ Κύριος ἀποχωρίζεται ἀπὸ τοὺς μαθητάς. Ἴσως εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ Κύριος ἀποχωρίζεται ἀπὸ τοὺς μαθητάς Του. Καὶ ἦτο ἀνάγκη αὐτὸ νὰ γίνει. Καὶ τοὺς ἀφήνει ἀκριβῶς, πρῶτον νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι ζητοῦσαν μεγάλα καὶ ζητοῦσαν σπουδαία, ἐνῶ δὲν μένουν παρὰ μόνον εἰς τὴν ἀνθρωπίνη των φύσῃ, ἡ ὁποία εἶναι ἀδύναμος καὶ χωρὶς τὸν Χριστὸν στὴ ζωή των, δὲν θὰ μπορέσουν τίποτε νὰ πραγματοποιήσουν.

Τί συνέβῃ; Ὅταν μπῆκαν στὸ πλοιάριον, καὶ μᾶς λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν παραλία τῆς λίμνης 25-30 στάδια (τὸ στάδιον εἶναι 60 μέτρα) δηλαδὴ περίπου ἕνα ναυτικὸ μίλι, περίπου 1800 μέτρα, ἂν δεχθοῦμε 30. Περίπου ἕνα ναυτικὸ μίλι. Τότε ἦρθε ἄνεμος σφοδρός, ἐπέπεσε ἐπὶ τῆς λίμνης καὶ ἀνετάραξε τὴν λίμνην σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε οἱ ἔμπειροι ἐκεῖνοι ψαρᾶδες νὰ τρομοκρατηθοῦν ἀπὸ τὴ δυνατὴ ἐκείνη τρικυμία. Καὶ νὰ αἰσθάνονται ὅτι εἶναι πιὰ τὰ τελευταῖα τῆς ζωῆς τους. Καὶ τὸ χειρότερο γι᾿ αὐτούς· δὲν ἦταν μαζί τους ὁ Ἰησοῦς. Τοὺς ἀφήνει λοιπὸν μόνους, νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἀδυναμία τους, τὴν ἀσθένειά τους. Ἀγαπητοί μου, εἶναι πολὺ σπουδαῖο πρᾶγμα νὰ καταλάβομε κάποτε, σὲ μία βαθιὰ αὐτογνωσία, ὅτι δὲν εἴμαστε τίποτα χωρὶς τὸν Θεό. Ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», εἶναι ἀληθές. Καὶ αὐτὸ τὸ «οὐδέν», δὲν εἶναι μόνον ἁπλῶς, θά ᾿λεγε κάποιος, «νὰ χτίσω τὸ σπίτι μου ἢ νὰ φτιάξω τὴν οἰκογένειά μου». Καὶ αὐτὰ βεβαίως. Ἀλλὰ ἐὰν ὅμως ὁ Κύριος τὰ δίδει ἐνῶ ἐμεῖς δὲν Τὸν ἐπικαλούμεθα καὶ δὲν Τὸν χρειαζόμεθα, μᾶς τὰ δίδει κατὰ παραχώρησιν μέσα σὲ ἕνα πλαίσιο φυσικόν. Ἔκανε τὸν ἄνθρωπο, τοῦ εἶπε νὰ αὐξάνει καὶ νὰ πληθύνεται καὶ νὰ προκόβει στὴ ζωή του. Μὲ βάση αὐτὴν τὴν ἀρχικὴν εὐλογίαν. Συνεπῶς τὸ δίδει ὁ Θεός, εἴτε ὁ ἄνθρωπος τὸν προσέχει τὸν Θεόν, εἴτε ὄχι, κατὰ παραχώρησιν. Ὅταν ὅμως εἶναι κατ᾿ εὐλογίαν, ἐκεῖ ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἀδύνατος ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὸν Χριστόν, εἶναι ἡ σωτηρία. Τὸ εἶπε ὁ Ἴδιος: «Ἐγὼ εἰμι ἡ ὀδός». Πῶς θὰ πᾶς ἄνθρωπε, εἰς τὸν Πατέρα, πῶς θὰ ἀποκτήσεις τὴν Θεογνωσίαν (Θεό-γνωσίαν) ἐὰν δὲν βαδίσεις τὴν ὁδὸν ποὺ λέγεται Ἰησοῦς Χριστός; Δὲν βαδίσεις τὴν πεπατημένην ὁδὸν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, διὰ νὰ γνωρίσεις τὸν ἄγνωστον Θεὸν Λόγον καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Εἶναι ἀδύνατον λοιπόν. Εἶναι ἀδύνατον πράγματι, χωρὶς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ πετύχομε τὴ σωτηρία μας. Μὰ ἐὰν ὅλα εἶναι σπουδαία, ἡ σωτηρία εἶναι τὸ μέγιστον. Καὶ ἐάν τὴ σωτηρία δὲν ἐπιτύχει κανείς, τότε τί ἐπέτυχε; Τίποτα δὲν πέτυχε.

Ἀκόμη ὁ Κύριος ἀφήνει μόνους τοὺς μαθητάς, γιὰ νὰ τοὺς δώσει ἕνα μάθημα. Ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ἐφησυχάζουν ἐὰν οἱ ἴδιοι δὲν ἀγωνιστοῦν, μὲ τὸ νὰ νομίζουν ὅτι ἔχουν τὸν Ἰησοῦν μαζί τους καὶ ὅτι ὅλα θὰ πᾶνε καλά. Ἔτσι, μὲ τὴν δοκιμασίαν αὐτὴν τοῦ πειρασμοῦ, δηλαδὴ τὴν τρικυμία, ταράζει τὰ νερὰ τῆς λίμνης, διὰ νὰ ἀφυπνίσει τοὺς μαθητὰς νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦν. Τί νὰ ἀγωνιστοῦν; Νὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ νὰ σώσουν τὴ ζωὴ τους μέσα στὸ πλοιάριον; Ὄχι αὐτό. Νὰ ἐπικαλεστοῦν τὸν Κύριον. Καὶ νὰ νιώσουν ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνίζονται στὴ ζωή τους, γιὰ νὰ εἶναι ὁ Θεὸς μαζί τους.

Τρίτον. Ὁ Κύριος τοὺς ἀφήνει νὰ παλεύουν μὲ τὰ κύματα τῆς λίμνης, γιὰ νὰ τοὺς προετοιμάσει στὴν ἀπουσία τὴ δική Του. Τὴν λέξη «ἀπουσία» τὴν βάζω ἐντὸς εἰσαγωγικῶν. Διότι ὁ Κύριος εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ θεανθρωπίνη Του φύσῃ εἶναι πανταχοῦ παρών. Εἶπα «μὲ τὴ θεανθρωπίνη Του». Ἕνεκα τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως. Εἶναι πανταχοῦ παρών. Συνεπῶς, πρέπει νὰ μάθει τοὺς μαθητὰς νὰ αἰσθάνονται ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, παντοῦ βέβαια ἀλλὰ χωρὶς νὰ Τὸν βλέπουν. Ἔτσι, νὰ αἰσθάνονται ὅτι ζοῦν, ἀγωνίζονται, «ἀπόντος»-ἐντὸς εἰσαγωγικῶν- τοῦ Κυρίου. Ὅτι ὁ Κύριος ἀπουσιάζει. Ὁ Κύριος ἔφυγε. Ἔφυγε στοὺς οὐρανούς. «Ἐγὼ τώρα τί θὰ κάνω ἐδῶ εἰς τὴν γῆν;». Διότι θὰ ἔλεγαν «Ἔ, εἶναι ὁ Κύριος ἐδῶ εἰς τὴν γῆν· ὅ,τι πεῖ Ἐκεῖνος, αὐτὸ θὰ κάνω». Πρέπει νὰ ἐνεργοποιήσω τὸν ἑαυτόν μου, γιὰ νὰ δῶ τί μπορῶ νὰ κάνω ἐδῶ εἰς τὴν γῆν. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ ἐφησυχάζω. Δὲν πρέπει νὰ μένω ἔτσι. Καὶ πρέπει νὰ αἰσθάνομαι ὅτι πρέπει νὰ κυνηγήσω ἀπὸ πίσω τὴ δική Του τὴν παρουσία. Νὰ κυνηγήσω ἀπὸ πίσω τὴ Χάρη τὴ δική Του. Ἐκείνη μὲ κυνηγοῦσε. Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ τὴν κυνηγήσω ἐγώ. Γιατί; Γιατί τὴν ἔχασα. Φαινομενικά. Γιατί ἔχασα τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Φαινομενικά. Ξέρετε ἐκεῖνο τὸ παιγνίδι τοῦ κυνηγητοῦ ποὺ παίζαμε ἅμα εἴμαστε μικρὰ παιδιά. Ἐκεῖνον ποὺ ἐκεῖνος κυνηγοῦσε ἔπιανε, τὸν χτυποῦσε στὴν πλάτη, ἐκεῖνο τὸ ἀντιστροφή, σὰν χαμένος, ἄρχισε νὰ κυνηγάει τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ παιχνίδι, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ εἰκόνα ποὺ εἶπα, γίνεται ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς κυνηγάει πρῶτος τὸν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος ἀλλοιώνεται. Αἰσθάνεται τὴν παρουσία Του. Καὶ μόλις νιώσει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος, τὸν χάνει τὸν Θεό. Τότε μέσα του γεννιέται ἡ ἐμπειρία τῆς ἀναζητήσεως τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε κυνηγάει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό. Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀλλεπάλληλον κυνηγητὸν δημιουργεῖται ἡ ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τώρα κάνει ἐδῶ ὁ Κύριος. Ἀπουσιάζει· γιὰ νὰ Τὸν ἀναζητήσουν.

Καὶ ἀκόμα ἕνα τέταρτον σημεῖον. Ἔπρεπε οἱ μαθηταὶ νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ὑπερήφανα αἰσθήματα καὶ ὑπερήφανα φρονήματα, χάνουν τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν μὲν εἶναι εὐλαβεῖς ἄνθρωποι, τότε τὴν χάνουν τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ παιδαγωγικά. Νὰ νιώσουν τὴ φτώχεια τους καὶ νὰ τὴν ἀναζητήσουν. Ὅταν ὅμως εἶναι ἀνευλαβεῖς, τότε τὴν χάνουν καταδικαστικὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ χάνει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ; Ὅταν εἶναι ὑπερήφανος. «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται». Πέστε μου, ποιός δὲν ἔνιωσε ποτὲ λογισμοὺς ὑπερηφανείας; Ποιός ποτὲ δὲν ἔνιωσε αἰσθήματα ὑπερηφανείας; Ἀλλὰ χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι ἀνευλαβής. Ὅμως, ἐγκαταλείπει ἐδῶ τώρα ὁ Θεός, γιὰ νὰ σοῦ πεῖ ὅτι μόνον μὲ τὴν ταπείνωση θὰ ἔχεις τὴ χάρη Του καὶ ὄχι μὲ τὴν ὑπερηφάνειά σου. Ὅταν μπαίνομε σὲ περιπέτειες, ἀγαπητοί μου, νὰ τὸ ξέρομε, ἔχομε χάσει τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ μαθηταὶ ἔχασαν τὴν παρουσία καὶ μπῆκαν στὴν περιπέτεια τῆς τρικυμίας. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μέσα στὴν ὑπερηφάνειά του, δέχεται τίς ποικίλες περιπέτειες. Ἔχετε ἀκούσει πολλὲς φορές -ὁ λαὸς τὸ ἔχει διαισθανθεῖ αὐτό- ὅτι: «Πολὺ γελάσαμε σήμερα, μὴ μᾶς ἔρθει κανένα κακό, Θεὸς φυλάξοι», λέμε. Γιατί συνδέομε τὸ ὅτι πολὺ γελάσαμε καὶ πολὺ χαρήκαμε, μὲ τὸ νὰ ἔρθει τώρα μία συμφορά; Ὑπάρχουν δύο λόγοι. Ὁ ἕνας λόγος εἶναι ὁ φθόνος τοῦ σατανᾶ. Δὲν θέλει νὰ βλέπει τὸν ἄνθρωπο νὰ χαίρεται καὶ τότε ἔρχεται καὶ τὸν καρπαζώνει. Ἀλλὰ παραχωροῦντος τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Τὸ δεύτερον εἶναι..., οὐσιαστικὰ τὸ ἴδιο μὲ τὸ πρῶτο, ἐφόσον κανεὶς μέσα στὴ χαρά του μπορεῖ νὰ δέχθηκε ἐπιδράσεις ὑπερηφανείας γιὰ μιὰ ἐπιτυχία, τὸν ἀφήνει ὁ Θεός, τὸν ἐγκαταλείπει. Ἀλλά, ὅταν ἀφήνει ὁ Θεός, πηγαίνει ὁ διάβολος. Καὶ τότε ἔρχεται ἡ συμφορά, ἔρχεται ἡ καρπαζιά, ἐπιτρέψατέ μου, ὁ κόλαφος. Ναί. Εἶχα σήμερα μία ἐπιτυχία; Αὔριο θὰ ἔχω μία περιπέτεια. Ἔχω σήμερα ἕνα αἴσθημα ἀσφαλείας; Αὔριο θὰ ἔχω ἕνα αἴσθημα ἀνασφαλείας. Αἰσθάνομαι τὰ πόδια μου νὰ πατοῦν γερὰ στὸ ἔδαφος; Αὔριο θὰ αἰσθάνομαι τὸ ἔδαφος νὰ τρέμει. Αὐτὰ ἂς τὰ καταλάβομε. Ὅταν τὰ φιλοσοφοῦμε, ὅταν τὰ βαθαίνομε, εἶναι ἡ παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ. Νὰ μᾶς δώσει νὰ καταλάβομε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ σταθοῦμε χωρὶς τὸν Θεό. Καὶ ὅτι χρειαζόμαστε τὴν ταπείνωση. Δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει ἡ ὑπερηφάνεια.

Σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης πάλι τὸ ἑξῆς: «Καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς Καπερναούμ -ἐνῶ δηλαδὴ οἱ μαθηταὶ ταξίδευαν-. Καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς». Εἶχε γίνει σκοτάδι. Νύχτωσε. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἔλθει μαζί τους. Αὐτὸς ποὺ ἔχει κενόδοξα φρονήματα, ὅπως εἶχαν οἱ μαθηταὶ ὅταν μπῆκαν στὸ πλοιάριο, γιὰ νὰ γίνουν σύμβουλοι καὶ Ὑπουργοὶ τοῦ βασιλέως Μεσσίου ποὺ θὰ ἀνεδεικνύετο, αὐτοὶ ποὺ καταλαμβάνονται ἀπὸ ἕνα σκοτάδι στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιά. Εἶναι τὸ σκότος ποὺ ἐπιφέρει γενικὰ ἡ ἁμαρτία, εἰδικότερα ἡ ὑπερηφάνεια. Καὶ δὲν βλέπει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι μαζί τους. Δὲν Τὸν βλέπουν. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τοὺς περιπολεῖ. Ἀλλὰ δὲν τὴν αἰσθάνονται. Διότι ὑπάρχει τὸ σκότος τοῦ νοῦ. Ἀκόμα δὲν ἔχει ἔρθει ὁ φωτισμός. Τὸ σκοτάδι αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα, ποὺ γεννοῦν τὰ κενόδοξα φρονήματα.

«Ἡ τε θάλασσα -λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης- ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο». «Ἀλλὰ καὶ ἡ θάλασσα», λέγει, «ἐφόσον ἐδέχετο τὸν ἄνεμο τὸν σφοδρόν, εἶχε μεγάλη θαλασσοταραχή». Ἀκόμα καὶ ἡ  κτίσις ἔρχεται ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἐκεῖνα τὰ ἀνάποδα ποὺ ἔρχονται ὅλα μαζί. Τὸ προσέξατε; Μόλις μᾶς ἔρθει κάτι ἀνάποδο, ἔρχεται καὶ δεύτερο, ἔρχεται καὶ τρίτο, ὅπως ἀκριβῶς δέχεται κανεὶς τοὺς κολάφους, τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλον, ἀπανωτά. Καὶ λέγει κάποτε ὁ ἄνθρωπος: «Κύριε, Κύριε...», ὅπως καὶ οἱ μαθηταὶ φώναξαν ὅταν εἶδαν -ἡ τελευταία τους τρομάρα...- τὸν Ἰησοῦν ἐπὶ τῶν ὑδάτων, νὰ περιπατεῖ ἐπὶ τῶν ὑδάτων κάπου στὶς τρεῖς τὴ νύχτα. Σκοτάδι, τρικυμία καὶ βλέπουν μία σκιὰ καὶ εἶπαν: «Τὸ φάντασμά μας θὰ εἶναι, ὁ ἄγγελός μας θὰ εἶναι, ὁ ἄγγελος ποὺ εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ μέσ᾿ τὸ πλοῖο, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς σώσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς καταστρέψει». Ὑπῆρχε ἡ ἀντίληψη ὅτι ἅμα δεῖ κανεὶς τὸν ἄγγελό του θὰ πεθάνει. «Ἦρθε ἡ ὥρα μας λοιπὸν νὰ πεθάνομε, νὰ πνιγοῦμε ἐδῶ μέσα στὴ λίμνη». «Καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν». Φώναξαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἦσαν μέσ᾿ τὸ πλοιάριο, οἱ μαθηταί. Εἶναι οἱ ἀπανωτὲς συμφορές, ποὺ στὸ τέλος ὁ ἄνθρωπος βγάζει κραυγή. Καὶ ἐπάνω στὴν κραυγή του ἀκούει: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». «Πάρετε θάρρος· Ἐγὼ εἶμαι. Μὴ φοβᾶστε». Εἶναι παρήγορο, ἀγαπητοί μου, πραγματικὰ παρήγορο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀκούσει αὐτὴν τὴν φωνήν.

Μᾶς λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Ματθαίου ὅτι ὅταν ὁ Κύριος μπῆκε στὸ πλοιάριον, κατάπληκτοι οἱ μαθηταὶ ἀπ' ὅ,τι ζοῦσαν, ἐβίωναν, «προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ». Ἔπεσαν καὶ Τὸν προσκύνησαν, λέγοντας: «Εἶσαι ἀληθινὰ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Κοιτᾶξτε· ἀνάρθρως. Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὄχι «ὁ Ὑἱός». Διότι ἀκόμη δὲν γνωρίζουν Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς.

Ἀλήθεια, Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς; Ποιά εἶναι ἡ ταυτότητα τοῦ Ἰησοῦ; Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς; Τὸν εἶδαν οἱ μαθηταί, ποὺ Τὸν ἠκολούθησαν, Τὸν εἶδαν τὰ πλήθη ποὺ ἐθαυματούργησε, Τὸν εἶδαν οἱ ὄχλοι ποὺ ἔφαγαν ψωμὶ ἀπὸ τὰ χέρια Του. Τὸν εἶδε ὁ Πιλάτος, ὁ Ἡρώδης. Τὸν εἶδε ὁ Καϊάφας, ὁ Ἄννας, Τὸν εἶδε ὁ Ἡρώδης καὶ οἱ Ἠρωδιανοὶ καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς. Ποιός εἶναι; Ἀγαπητοί μου, ἀνοῖξτε τὰ αὐτιά σας καὶ ἀκοῦστε. Διαβάζω ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, 9 κεφάλαιο, 5-10 στίχοι. Ὁμιλεῖ ὁ Ἰώβ. Καὶ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Θεό, διὰ τὸν Κύριον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸν Γιαχβέ, τὸν Κύριον. Καὶ λέγει: «Ὁ σείων τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν ἐκ θεμελίων, οἱ δὲ στῦλοι αὐτῆς σαλεύονται-Αὐτὸς ποὺ σείει αὐτὴν ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό· τὴ γῆ δηλαδή. Καὶ οἱ στῦλοι της, δηλαδὴ τὰ θεμέλιά της κλονίζονται-· ὁ λέγων τῷ ἡλίῳ καὶ οὐκ ἀνατέλλει, κατὰ δὲ ἄστρων κατασφραγίζει -Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ πεῖ στὸν ἥλιο νὰ μὴν ἀνατείλει, Αὐτὸς ποὺ κρατεῖ στὰ χέρια Του τὰ ἀστέρια καὶ μπορεῖ νὰ τὰ κλείσει καὶ νὰ τὰ σφραγίσει καὶ νὰ μὴ φωτίζουν-· ὁ τανύσας τὸν οὐρανὸν μόνος -Αὐτὸς ποὺ ἅπλωσε τὸν οὐρανόν, μὲ τὰ τρισεκατομμύρια τῶν ἀστέρων μόνος Του, χωρὶς βοηθούς-, καὶ περιπατῶν ὡς ἐπ᾿ ἐδάφους ἐπὶ θαλάσσης -Αὐτὸς ποὺ περπατεῖ σὰν νὰ εἶναι ξηρά, ἐπάνω στὰ κύματα τῆς θαλάσσης-· ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός - Δὲν ὑπάρχει ἀριθμὸς ἀπ᾿ τὰ μεγάλα καὶ τ᾿ ἀνεξιχνίαστα καὶ τὰ ἐξαίσια ποὺ κάνει Αὐτὸς ὁ Κύριος, ποὺ περιπατεῖ ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης σὰν σὲ ξηρά-».

Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς; Αὐτὸν ποὺ θαυμάζει καὶ ὑμνεῖ καὶ θεολογεὶ ὁ Ἰώβ. Εἶναι ὁ Γιαχβέ, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτὸς εἶναι. Ἐγνωρίσατε τὴν ταυτότητά Του; Εἶναι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ποὺ ἐνηνθρώπησε καὶ τώρα περιπατεῖ ἐπὶ τῶν κυμάτων. Εἶναι καταπληκτικό. Ὅταν λέγει «Ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε», αὐτὸ τὸ «Ἐγὼ εἰμὶ» στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ λέγει μόνον ὁ Κύριος, ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὁ Γιαχβέ. Αὐτὸς λοιπὸν τώρα λέγει στὴν Καινὴ Διαθήκη: «Ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε, Ἐγὼ εἰμι». «Ἐγώ, ὁ μοναδικὸς Θεός, ὁ ἀληθινὸς Θεός». Ναί. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

Ἀλλὰ ἐὰν ἔχομε, ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἔχομε δύο ὄψεις συναισθημάτων. Ἡ μία ὄψις εἶναι ὁ φόβος. Οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐφοβοῦντο πρὸ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ποὺ ἐνηνθρώπησε. Στὸ Σινᾶ φοβοῦνται, τρέμουν. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἄλλη ὄψις· ἡ ἀφοβία. «Μὴ φοβεῖσθε, Ἐγὼ εἰμι». Ἐκεῖνος ποὺ ἐγνώρισε λοιπὸν τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἔχει καὶ τὸν φόβον καὶ τὴν ἀφοβία. Τὸν φόβον ὅταν ἁμαρτάνει, τὴν ἀφοβία ὅταν τηρεῖ τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὅταν Τὸν ἀγαπᾷ.

Εἶναι μεγάλα πράγματα αὐτά, ἀγαπητοί μου. Ἔχομε τὴ μεγάλη εὐλογία ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γνωρίζομε Ἐκεῖνον ποὺ περιεπάτησε ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός. Ἄς πράξομε ὅ,τι καὶ οἱ μαθηταί. Νὰ Τὸν προσκυνήσουμε. Καὶ νὰ Τὸν προσκυνοῦμε σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας. Καὶ ἐνηνθρώπησε καὶ μᾶς εἶπε νὰ μὴ φοβούμεθα γιὰ ὅλα μας τὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα. «Ποιός εἶμαι; Τί εἶμαι; Ποῦ πηγαίνω; Τί εἶναι ὁ θάνατος; Τί εἶναι ἡ ζωή; Τί θὰ γίνω;». Αὐτὰ τὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα. Μᾶς εἶπε νὰ μὴ φοβόμαστε. Γιατί Ἐκεῖνος μᾶς ἔχει σώσει. Ἄς εἶναι δοξασμένο τὸ Ἅγιο Ὄνομά Του.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

•   http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 286.mp3

___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»