Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
εορτάζει 2 Δεκεμβρίου
1. Πρόλογος
Ένας ακόμη αγαπημένος και λαοφιλής Γέροντας των ημερών μας, μπήκε στο
Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας. Ας διαβάσουμε τον βίο του κι ας έχουμε τις
πρεσβείες του Αγίου Γέροντος. [1]
2. Ο Άγιος Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης ο Διορατικός
Παιδικά χρόνια
«Ο μακαριστός Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης Καρυστίας Ευβοίας,
που είναι κοντά στο Αλιβέρι. Οι γονείς του ήσαν πτωχοί, αλλ’ ευσεβείς
γεωργοί. Ο πατέρας του ονομαζόταν Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και η μητέρα του
Ελένη, το γένος Αντωνίου Λάμπρου. Ο πατέρας του είχε κλήση μοναχική,
αλλά τελικά δεν έγινε μοναχός. Υπήρξε, όμως, ψάλτης στο χωριό του και
δίδαξε στο Γέροντα την παράκληση της Παναγίας και ό,τι άλλο μπορούσε από την αγία πίστη μας.
Ο Γέροντας Πορφύριος κατά τη βάπτισή του
πήρε το όνομα Ευάγγελος, ήταν δε το τέταρτο από τα πέντε παιδιά των
γονέων του. Η φτώχεια ανάγκασε τον πατέρα του Γέροντα να ξενιτευτεί και
να πάει να δουλέψει στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.
Φοίτησε στο σχολείο του χωριού του μόνο για δύο χρόνια. Από οκτώ χρονών εργαζόταν. Έπιασε δουλειά στο ανθρακωρυχείο της περιοχής του και στη συνέχεια σε παντοπωλείο στη Χαλκίδα και στον Πειραιά.
Ο Γέροντας ως παιδί είχε έντονα πρόωρη ανάπτυξη. Όπως διηγήθηκε ο
ίδιος, από οκτώ χρονών ξυριζόταν. Από την παιδική ηλικία ήταν σοβαρός,
εργατικότατος, επιμελής και έδειχνε πολύ μεγαλύτερος από τα χρόνια του.
Στο Άγιον Όρος - Η μοναχική κλήσις
Διαβάζοντας το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτη συλλαβιστά, εκεί που
έβοσκε τα πρόβατα, αλλά και όταν δούλευε στο παντοπωλείο, αισθάνθηκε τον
πόθο να τον μιμηθεί. Αρκετές φορές ξεκίνησε για το Άγιον Όρος, αλλά για
διάφορους λόγους γύριζε πίσω. Τελικά, μεταξύ δώδεκα και δεκατεσσάρων ετών, ξεκίνησε με σταθερή απόφαση να φθάσει. Και ο Κύριος ευλόγησε την απόφασή του και έφθασε.
Ο προνοητής των πάντων και κυβερνήτης της ζωής μας Κύριος έφερε έτσι τα
πράγματα,
ώστε να συναντήσει μέσα στο καράβι, που πήγαινε από τη
Θεσσαλονίκη στο Άγιον Όρος, το μέλλοντα Γέροντά του, τον ιερομόναχο και
πνευματικό Παντελεήμονα. Αυτός τον ανέλαβε υπό την προστασία του μέσα
από το καράβι, τον παρουσίασε ως ανεψιό του και τον έμπασε στο Άγιον
Όρος, παρόλον που δεν επιτρεπόταν τότε η είσοδος στα παιδιά.
Η μοναχική ζωή
Ο Γέροντάς του, ο παπα-Παντελεήμονας, τον οδήγησε στα
Καυσοκαλύβια, στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου, στην οποία ασκήτευε μαζί
με τον ομομήτριο αδελφό του παπα-Ιωαννίκιο.
Έτσι ο Γέροντας Πορφύριος απέκτησε ταυτόχρονα δύο Γεροντάδες
και έκανε και στους δύο άκρα, αδιάκριτη και χαρούμενη υπακοή. Επιδόθηκε
με ζήλο στην εκούσια άσκηση και το παράπονό του ήταν ότι οι Γέροντές
του δεν του απαιτούσαν ακόμη μεγαλύτερη. Δεν γνωρίζουμε ακόμη επακριβώς
τα ασκητικά παλαίσματά του, γιατί δεν μιλούσε γι’ αυτά. Από τα λίγα, που
ανέφερε σπανίως σε ελάχιστα πνευματικά του παιδιά, συμπεραίνουμε ότι η
άσκησή του ήταν συνεχής, εντατική, χαρούμενη και σκληρή.
Ξυπόλυτος στα χιόνια και στα κακοτράχαλα μονοπάτια. Με λίγο ύπνο στο
πάτωμα, με μια κουβέρτα και με ανοιχτό το παράθυρο, ακόμη κι όταν
χιόνιζε. Με πολλές μετάνοιες, με γυμνό το σώμα από τη μέση και πάνω για
να μην τον ενοχλεί η νύστα.
Με εργασία την ξυλογλυπτική και στο ύπαιθρο, για ξύλα, για
σαλιγκάρια, για κουβάλημα χώματος στην πλάτη από μεγάλες αποστάσεις,
προκειμένου να δημιουργηθεί μικρός κήπος στα βραχώδη μέρη της καλύβης
του Αγίου Γεωργίου.
Και ταυτόχρονα εντονώτατη συγκέντρωση της προσοχής στα αναγνώσματα και
τα τροπάρια των ιερών ακολουθιών και αποστήθισή τους. Επί πλέον
αποστήθιση των ιερών Ευαγγελίων κατά τη διάρκεια του εργοχείρου και
συνεχής επανάληψή τους, ώστε στο μυαλό να μη μπορεί να μπει αργός λόγος ή
μη καλός λογισμός. Ήταν, κατά το χαρακτηρισμό, που ο ίδιος έδωσε στη
ζωή του εκείνα τα χρόνια «αεικίνητος».
Αλλά το βασικό, το κύριο γνώρισμα της άσκησής του, δεν ήταν τα
σωματικά παλαίσματα. Ήταν η πλήρης υποταγή στο Γέροντά του, η απόλυτη
εξάρτησή του από αυτόν, η ολοκληρωτική εξαφάνιση του θελήματός του μέσα
στο θέλημα εκείνου, η γεμάτη αγάπη, εμπιστοσύνη και θαυμασμό αφοσίωσή
του στο Γέροντά του, η ταύτισή του με εκείνον, η οποία τον έκανε δεκτικό
της διοχέτευσης των βιωμάτων του στη δική του ζωή. Αυτό είναι το
μυστικό, αυτό είναι το κλειδί, το ουσιώδες και κύριο.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς, αλλά φαίνεται ότι σύντομα μετά την εγκαταβίωσή του στο Άγιον Όρος, εκάρη μοναχός και ονομάσθηκε Νικήτας.
Η Ιερά Καλύβη Αγίου Ακακίου στα Καυσοκαλύβια
Η επίσκεψη της θείας Χάριτος
Σ’ αυτόν το γεμάτο φλόγα νέο μοναχό, που τά 'δωσε όλα για την
αγάπη του Χριστού και που δεν υπολόγισε ποτέ κόπους και αγώνες, δεν
είναι παράδοξο ότι αναπαύθηκε αισθητά η θεία Χάρις. Ήταν ξημερώματα, ο
κεντρικός ναός των Καυσοκαλυβίων, το Κυριακό, ήταν ακόμη κλειστός. Ο
μοναχός Νικήτας, όμως, περίμενε σε μια γωνιά του προνάρθηκα να κτυπήσουν
οι καμπάνες και ν’ ανοίξει η εκκλησία.
Δεύτερος μπήκε στον προνάρθηκα ο γερο-Δημάς, πρώην Ρώσος αξιωματικός,
ενενηκοντούτης, ασκητής, κρυφός άγιος και, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν
άλλος εκεί (δεν είδε το μοναχό Νικήτα που ήταν απόμερα), άρχισε να κάνει
στρωτές μετάνοιες και να προσεύχεται μπροστά στην κλειστή πόρτα του
ναού. Η θεία Χάρις ξεχείλισε από τον όσιο γερο-Δημά και έλουσε και
κατεκάλυψε τον έτοιμο να τη δεχθεί νεαρό Νικήτα. Τα αισθήματά του δεν περιγράφονται.
Γεγονός είναι ότι μετά τη θεία Λειτουργία και τη θεία Κοινωνία του ο
νεαρός μοναχός Νικήτας αισθανόταν τέτοια αισθήματα, ώστε, πηγαίνοντας
για το καλύβι του, σταμάτησε, άνοιξε τα χέρια του τεντωμένα και φώναζε
δυνατά “Δόξα Σοι, ο Θεός. Δόξα Σοι, ο Θεός. Δόξα Σοι, ο Θεός”.
Την επίσκεψη της Χάριτος ακολούθησε μια ριζική αλλαγή των ψυχοσωματικών ιδιοτήτων του νεαρού μοναχού Νικήτα. Ήταν η αλλοίωσις, η εκ της δεξιάς του Υψίστου. Ενεδύθη δύναμιν εξ ύψους και απέκτησε χαρίσματα υπερφυσικά.
Πρώτο σημείο ήταν ότι «διείδε» από μεγάλη απόσταση τους Γέροντές
του, που επέστρεφαν από μακριά. Τους “διείδε” εκεί που ήσαν, ενώ
ανθρωπίνως δεν ήσαν ορατοί. Αυτό το εξομολογήθηκε στον
παπα-Παντελεήμονα, ο οποίος του σύστησε προσοχή και σιωπή. Συμβουλές,
προς τις οποίες συμμορφώθηκε, μέχρις ότου έλαβε άλλη εντολή. Έπειτα
ακολούθησαν και άλλα. Τα αισθητήριά του ευαισθητοποιήθηκαν σε
ανυπέρβλητο βαθμό και οι ανθρώπινες δυνατότητές του αναπτύχθηκαν στο
έπακρο.