Διψά ό Χριστός!
Καντιώτου)
«Μετά τούτο ειδώς ό Ιησούς ότι πάντα
ήδη τετέλεσται, ίνα τελειωθή ή γραφή, λέγει Διψώ» (Ίωάν. 19,28)
Ο
Κύριος μας σήμερα βρίσκεται πάνω στο σταυρό. Ή φύσις πάσχει. Ή γη βυθίζεται στο
σκοτάδι, φορεί τα μαύρα. Τα βράχια σείονται, το καταπέτασμα του ναού σχίζεται.
Οι άγγελοι πενθούν και λένε στους ανθρώπους• Κλάψτε κ' εσείς για το Χριστό.
Πέντε
ώρες έμεινε πάνω στο ξύλο του σταυρού ό Κύριος. Απερίγραπτο το μαρτύριο του.
Άλλα και την ώρα του πόνου δεν έχασε τη διαύγεια του. Φίλοι και εχθροί, όλοι
πέρασαν από τη σκέψη του. Όλους τους θυμήθηκε με μια αγάπη άπειρη. Θυμήθηκε την
Παναγία Μητέρα και την εμπιστεύθηκε στον Ιωάννη με το «Ιδού ή μήτηρ σου» (Ίωάν.
19,27). Θυμήθηκε και τους σταυρωτάς και είπε το «Πάτερ, άφες αυτοίς• ου γαρ
οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23,34).
Άλλ'
ή ώρα του θανάτου πλησιάζει. Ή ζωή του Χριστού λειώνει σαν το κερί. Οι
σταυρωτοί βλέπουν την αγωνία και με σαδισμό επιχαίρουν για τα παθήματα του.
Τότε ό Χριστός ανοίγει τα χείλη και λέει• «Διψώ» (Ίωάν. 19,29).
Αυτό
το λόγο θέλησα να λάβω ως θέμα. Ελάτε να τον μελετήσουμε. Ζητώ τη βοήθεια του
Εσταυρωμένου και τη δική σας προσοχή. Χριστέ, βοήθησε με Χριστιανοί, προσέξτε
με.
«Διψώ».
Από την ώρα πού συνελήφθη στη Γεσθημανή μέχρι τη στιγμή πού είπε τη λέξη αυτή,
ό Χριστός υπέφερε μύρια μαρτύρια. Για κανένα όμως δεν άνοιξε το στόμα του να
παραπονεθεί• έμεινε άφωνος σαν άκακο αρνίο. Όταν του έβαλαν το ακάνθινο στεφάνι
δεν είπε «Ώ ή κεφαλή μου!», όταν τον χτύπησαν με το φραγγέλιο δεν είπε «'Ώ τα
νώτα μου!», όταν τον κάρφωναν δεν είπε «'Ώ τα πόδια, ω τα χέρια μου!». Τώρα
όμως πού πλησιάζει το τέλος λέει «Διψώ». Είναι μια ανάγκη του σώματος, Είναι
προπαντός ό πόνος της ψυχής του «Διψώ». Ποιος δίψα; Εκείνος πού δημιούργησε το
νερό και τις δεξαμενές του. Υδρατμοί και νέφη, θάλασσες και ωκεανοί, πηγές και
λίμνες, ποταμοί και ρυάκια, όλα Είναι έργα του. Αν δώσει μια διαταγή, ή θάλασσα
θα γίνει ξηρά, οι ωκεανοί θα δείξουν το βυθό τους, οι πηγές θα στερέψουν, οί
άνθρωποι θα πεθάνουν. και όμως ό δημιουργός του ύδατος διψά.