[:Α΄προς Κορινθίους, 13,1-8]
Και πρόσεξε από πού αρχίζει· πρώτα από αυτό που θεωρούνταν από αυτούς θαυμαστό και μέγα, το χάρισμα των γλωσσών. Και αφού παρουσίασε το χάρισμα, δεν δείχνει τόσο όσο είχαν αυτοί, αλλά πολύ περισσότερο. Διότι δεν είπε: «εάν ομιλώ γλώσσα», αλλά «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ (:εάν υποτεθεί ότι έχω τέτοια ικανότητα, ώστε να εννοώ και να ομιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων)»[Α΄Κορ.13,1]. Τι σημαίνει «των ανθρώπων»; Όλων των εθνών της οικουμένης. Και ούτε σε αυτήν την υπερβολή αρκέστηκε, αλλά θέτει και άλλη πολύ μεγαλύτερη, καθώς συνεχίζει και λέγει: «καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον(:και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έχω γίνει χαλκός που ηχολογάει ή κύμβαλο που αλαλάζει χωρίς να αναδίδει κανένα μουσικό φθόγγο)». Είδες πού ανύψωσε το χάρισμα και πού το γκρέμισε και το καταβίβασε; Διότι δεν είπε απλώς, ότι δεν είμαι τίποτε, αλλά ότι «έγινα χαλκός που ηχεί», κάτι αναίσθητο και άψυχο.