Μασκοφορία, η συνήθεια που έγινε λατρεία
Κανένας άλλος λαός δεν φοβήθηκε τον κορωνοϊό όσο ο ελληνικός.
Κανένας άλλος λαός δεν φοβήθηκε λιγότερο τον Θεό όσο ο ελληνικός.
Κανένας άλλος λαός δεν θεοποίησε τόσο πολύ την επιστήμη και την τεχνολογία όσο ο ελληνικός.
Είναι πλέον γνωστό σε όλους το φαινόμενο, ακόμη και σήμερα που η λεγόμενη πανδημία κατά του κορωνοϊού έχει ξεθυμάνει, οι νεοέλληνες ραγιάδες να κυκλοφορούν με την μάσκα τοποθετημένη είτε στον άνω βραχίονα είτε στο αντιβράχιό τους (δηλαδή στην επιφάνεια που εκτείνεται από τον αγκώνα μέχρι το χέρι), ώστε να έχουν την μάσκα πάντοτε σε θέση ετοιμότητας:
Όπως φοράμε ρολόι ή κρεμάμε τα γυαλιά ή τα κλειδιά μας από τον λαιμό μας, έτσι πλήθος πολιτών βλέπουμε να έχουν στερεωμένη την μάσκα στο μπράτσο, στον αγκώνα ή στον καρπό τους.
Ωστόσο, η μετατροπή της μάσκας σε ατομικό αξεσουάρ-αχώριστο σύντροφο, που υποτίθεται ότι μας προστατεύει από ιούς και μικρόβια, εν τέλει υπηρετεί τον ακριβώς ανάποδο σκοπό: μας εκθέτει σε κινδύνους για την υγεία και την ζωή μας, αφού η μάσκα, ευρισκόμενη επί πολλή ώρα στο χέρι μας, λειτουργεί ως συλλέκτης λοιμογόνων παραγόντων αερογενώς μεταφερόμενων, τους οποίους, μόλις τοποθετηθεί στο πρόσωπό μας, είναι ενδεχόμενο να διοχετεύσει στον οργανισμό μας!
Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλο ανθυγιεινό τρόπο μασκοχρησίας που υιοθέτησαν οι πολίτες χάριν της ευκολίας τους. Εδώ εμπίπτουν οι ακόλουθες κατηγορίες μάσκας: η μάσκα-μούσι, η μάσκα-κρεμαστάρι, η μάσκα-σκουλαρίκι και η μάσκα-κουβάρι.
Από την 16η Απριλίου 2023 οι κατηγορίες αυτές εμπλουτίσθηκαν με έναν ευφάνταστο τρόπο, τον οποίο θα ζήλευε και ο καλύτερος συγγραφέας δυστοπικού μυθιστορήματος.
Στο τέλος της αναστάσιμης θείας λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου (15/16.4.2023), πιστός που φορούσε συνεχώς την λευκή του πουλόμασκα αλλά την έβγαλε για να κοινωνήσει, είχε την εξής φαεινή ιδέα: