Ἡ Κυβέρνησις καταργεῖ τὴν ἀργίαν τῆς Κυριακῆς παραμονὰς Πάσχα
Τοῦ κ. Παύλου Τρακάδα, Θεολόγου
Εἰς τὸ σχέδιον νόμου διὰ «μέτρα στήριξης τῶν συγγενῶν θυμάτων καὶ τῶν πληγέντων τοῦ σιδηροδρομικοῦ δυστυχήματος τῶν Τεμπῶν» τὸ Ὑπουργεῖον Ἀνάπτυξης συμπεριέλαβε τροπολογίαν διὰ τὴν λειτουργίαν τῶν καταστημάτων καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς, ἡ ὁποία ὑπερεψηφίσθη τὴν 31ην Μαρτίου. Ἡ παγκοσμιοποίησις τῆς οἰκονομίας τείνει νὰ καταργήση τὴν ἡμέραν ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν, ὑποχρεώνουσα τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀπασχολοῦνται κανονικῶς ὅπως καὶ κατὰ τὰς ὑπολοίπους ἡμέρας μὲ τὴν ἐπαγγελματικήν των δραστηριότητα, ὥστε νὰ μὴ εὑρίσκουν χρόνον, διὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν.
Εἰς τὸν παγκόσμιον χάρτην τῆς ἀνθρωπότητος τακτικὴ ἡμέρα ἀργίας ὑπῆρχε μόνον εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ἦτο τὸ Σάββατον, καὶ προέβλεπε τὴν ἀνάπαυσιν ὅλων ἀκόμα καὶ τῶν ἀλλοδαπῶν ἕως καὶ τῶν ζώων. Ἡ ἀντικατάστασις τοῦ Σαββάτου ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς συνεπέφερε τὴν μεταφορὰν τῆς ἀργίας εἰς αὐτὴν τὴν ἡμέραν, ἂν καὶ ἀρχικῶς τὸ εἰδωλολατρικὸν περιβάλλον δὲν τὸ ἐπέτρεπεν. Οἱ νεοπαγανισταὶ καὶ δωδεκαθεϊσταὶ κατηγοροῦν σήμερα τοὺς Χριστιανοὺς ὡς «ἰουδαιοχριστιανούς», ὅμως ἀκόμη καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι πολὺ περισσότερον φιλεύσπλαγχνος ἀπὸ τὰ ἤθη τῶν ἀρχαίων. Μόνον ὅταν ἐπῆλθεν ἀνεξιθρησκία ἐπέτυχον οἱ χριστιανοὶ τὴν τήρησιν τῆς ἀργίας. Πρῶτος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μὲ διάταγμα καθιέρωσε τὴν ἔναρξιν τῆς Κυριακῆς ὡς ἐπισήμου ἀργίας τὴν 7ην Μαρτίου 321 μ.Χ. Ἡ ἀργία αὐτὴ παρέμεινεν εἰς ἰσχὺν μέχρι καὶ τὴν ἀποτίναξιν τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ. Μάλιστα, τὸ 1088 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ἐν Πάτμῳ ἦτο ὁ πρῶτος ποὺ καθιέρωσε τὴν πενθήμερη ἐργασίαν!
Ἡ ἐλευθέρα Ἑλλὰς ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὰς συνθήκας τῆς βιομηχανικῆς ἐπαναστάσεως εἰς τὴν Δύσιν δὲν προέβλεπεν ἀργίαν κατὰ τὴν Κυριακήν. Καταλυτικὸν ρόλον διεδραμάτισε καὶ πάλιν ἡ Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν 21 ἕως τὴν 25ην Μαΐου 1899 συνῆλθεν εἰς τὴν αἴθουσα «Παρνασσὸς» τῶν Ἀθηνῶν συνέδριον ἐργοστασιαρχῶν καὶ καταστηματαρχῶν μὲ ἐνεργὸν ἀνάμειξιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου (τότε Μητροπολίτου) Ἀθηνῶν Προκοπίου Β΄. Αὐτὴ ὑπῆρξεν ἡ ἀρχὴ ποὺ ὡδήγησε σταδιακῶς, ὥστε τὸ 1909 μὲ ἀπόφασιν τῆς Βουλῆς νὰ καθιερωθῆ καὶ πάλιν ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς. Ἡ ἀργία αὐτὴ ἴσχυε πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων ἕως τὸ 1971, ὅπου ἐθεωρήθη πρακτικὸν νὰ ὑπάρξουν δύο ἐξαιρέσεις, διὰ νὰ διευκολύνεται ἡ ἀγορὰ κατὰ τὸ Ἅγιον Δωδεκαήμερον.
Μετὰ τὴν εἴσοδον τῆς Χώρας εἰς τὰ μνημόνια αἱ πιέσεις διὰ κατάργησιν τῆς ἀργίας γίνονται ἀσφυκτικαί. Τὸ 2013 ἡ Κυβέρνησις Νέας Δημοκρατίας – Πασοκ θεσμοθετεῖ (νόμοι 4177/2013, 4208/2013 καὶ 4254/2014) εἰς σύνολον ὀκτὼ Κυριακάς, κατὰ τὰς ὁποίας δύνανται τὰ καταστήματα νὰ παραμένουν ἀνοικτά. Τὴν ἀντίθεσίν τους μὲ δημοσίας δηλώσεις εἶχαν ἐκφράσει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ὅπως καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, ἐνῶ διεμαρτυρήθησαν καὶ Μητροπολῖται ζητοῦντες ἔκτακτον σύγκλησιν τῆς Ἱεραρχίας. Ἐργατικαὶ ἑνώσεις καταφεύγουν εἰς τὸ Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας, τὸ ὁποῖον «παγώνει» τὸν Σεπτέμβριον 2014 τὸ ἐγχείρημα.
Τὴν 13ην Ἰανουαρίου 2017 ἐκδίδεται ἀπόφασις (Α100/2017), συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ἀντίκειται πρὸς τὸ Σύνταγμα (ἄρθρον 5 καὶ 21) καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα ἡ κατάργησις τῆς ἀργίας καὶ διὰ τὴν ἡμέραν ὁρίζει ὅτι «ὡς τέτοια ἡμέρα ἔχει ἐπιλεγεῖ κατὰ μακρὰ παράδοση, τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ στὰ λοιπὰ κράτη τῆς Εὐρώπης, ἡ σχετιζόμενη μὲ τὴν Χριστιανικὴ θρησκεία». Τὸ ἴδιο προβλέπει καὶ ὁ Εὐρωπαϊκὸς Κοινωνικὸς Χάρτης (ἄρθρο 2 παρ. 5) ὅτι τὰ κράτη τῆς Ε.Ε. ὀφείλουν «νὰ ἐξασφαλίζουν ἑβδομαδιαία ἀνάπαυση ποὺ νὰ συμπίπτει, κατὰ τὸ δυνατό, μὲ τὴν ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας ποὺ ἀναγνωρίζεται ὡς ἡμέρα ἀνάπαυσης εἴτε παραδοσιακὰ εἴτε ἀπὸ τὶς συνήθειες τῆς χώρας ἢ τῆς περιοχῆς».
Ὡστόσον, ἡ Κυβέρνησις Σύριζα – Ἀνεξαρτήτων Ἑλλήνων τὴν Ἄνοιξιν 2017 διαπραγματεύεται τὴν ἀργίαν μὲ τὴν Τρόικα! Ὑπάρχει ἡ ἀπαίτησις διὰ διεύρυνσιν τῆς λειτουργίας τῶν καταστημάτων καὶ τὰς 52 Κυριακὰς τοῦ ἔτους. Ἡ συμφωνία καταλήγει εἰς τὸ νὰ ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία 32 Κυριακαὶ (Μάϊος – Ὀκτώβριος) διὰ περιοχὰς μὲ τουρισμόν. Τὸ μέτρον θὰ ἐκμεταλλευθοῦν κυρίως πολυεθνικαὶ ἁλυσίδες ὡς IKEA, Leroy Merlin, Factory Outlet κ.ἄ.
Αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἦσαν σεβαστὰ ἐπὶ αἰῶνας ἐκθεμελιώνει ἡ ἑκάστοτε Κυβέρνησις μὲ τὴν σύμφωνον γνώμην τῶν περισσοτέρων κομμάτων τῆς Βουλῆς! Ὁ ὑλισμὸς φαίνεται πὼς ποτὲ ἄλλοτε δὲν εὗρε τόσον πιστοὺς ὑπηρέτας, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον πειθαναγκάζουν τὸν λαὸν νὰ ἀπορροφᾶται ἀπὸ τὴν ἐπιβίωσιν, ἀλλὰ ἐκπαραθυρώνουν τὴν μόνην ἐλπίδα σωτηρίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικότης αὐτοῦ τοῦ ἔθνους!
Ἐπιτρέπεται νὰ ἐργαζώμεθα κατὰ τὴν Κυριακήν;
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἔρχονται εἰς δίλημμα καὶ ἀναρωτῶνται: Τί νὰ πράξωμεν ἂν ἐξαναγκασθῶμεν εἰς ἐργασίαν;
Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Κανὼν ΚΘ΄ τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας περὶ τὸ 364 μ.Χ. ἀναφέρει:
«Ὅτι οὐ δεῖ Χριστιανοὺς ἰουδαΐζειν καὶ ἐν τῷ σαββάτω σχολάζειν, ἀλλ’ ἐργάζεσθαι αὐτοὺς καὶ ἐν τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ· τὴν δὲ Κυριακὴν προτιμῶντας, εἶγε δύναιντο, σχολάζειν ὡς Χριστιανοί. Εἰ δὲ εὑρεθεῖεν Ἰουδαϊσταί, ἔστωσαν ἀνάθεμα παρὰ Χριστῷ».
Ὁ Ζωναρᾶς ἑρμηνεύων τὸν κανόνα γράφει ὅτι ἀπὸ αὐτὸν ἐξαιροῦνται οἱ γεωργοὶ, διότι «ἴσως τῶν ἔργων κατεπειγόντων, οὐχ εὑρήσουσιν ἄλλην ἡμέραν οὕτως αὐτοῖς εἰς τὰ ἔργα αὐτῶν συμβαλλομένην». Ὁ Βαλσαμὼν γενικεύει αὐτὸ εἰς κάθε ἕνα ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς ἀνάγκην: «εἰ γὰρ ἐξ ἀπορίας ἢ ἄλλης τινὸς ἀνάγκης, καὶ κατὰ τὴν Κυριώνυμον ἐργάσεταί τις, οὐ προκριματισθήσεται». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μὲ τὴν λεπτότητα τοῦ φωτισμένου νοός του διακρίνει ὅτι «οὐκ ἀναγκαστικῶς προστάζει νὰ ἀργοῦσι κατὰ τὴν Κυριακὴν οἱ Χριστιανοί, ἀλλὰ ἐπρόσθεσε τό, ἐὰν δύνανται καὶ ἔχουν τὸν τρόπον νὰ ἀργοῦν». Ἑπομένως ἡ ἀπαγόρευσις τοῦ κανόνος δὲν ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐξ ἀνάγκης ἐργασίαν, ἀλλὰ κυρίως ὑπάρχει δι’ ὅσους ἐπεθύμουν ἐκ πλάνης νὰ τηροῦν καὶ τὸν ἰουδαϊκὸν νόμον.
Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος εἰς τοὺς λόγους ποὺ συνέγραψε τὸ 387 μ.Χ. «εἰς τοὺς ἀνδριάντας» διευκρινίζει ὅτι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου ἦτο πρόσκαιρος:
«Ἐξ ἀρχῆς πλάττων ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον͵ νόμον αὐτῷ φυσικὸν ἐγκατέθηκε. Καὶ τί ποτέ ἐστιν νόμος φυσικός; Τὸ συνειδὸς ἡμῖν διήρθρωσε͵ καὶ αὐτοδίδακτον ἐποίησε τὴν γνῶσιν τῶν καλῶν καὶ τῶν οὐ τοιούτων· οὐ γὰρ δεόμεθα μαθεῖν ὅτι κακὸν ἡ πορνεία͵ καὶ καλὸν ἡ σωφροσύνη͵ ἀλλ΄ ἴσμεν ἐξ ἀρχῆς τοῦτο. Καὶ ἵνα μάθῃς ὅτι τοῦτο ἐξ ἀρχῆς ἴσμεν͵ ὁ νομοθέτης νόμους διδοὺς ὕστερον͵ καὶ εἰπὼν͵ Οὐ φονεύσεις͵ οὐκ ἐπήγαγε͵ Κακὸν γὰρ ὁ φόνος͵ ἀλλ΄ ἁπλῶς͵ Οὐ φονεύσεις͵ εἶπεν· ἀπηγόρευσε γὰρ τὴν ἁμαρτίαν μόνον͵ οὐκ ἐδίδαξε. Τίνος οὖν ἕνεκεν εἰπὼν͵ Οὐ φονεύσεις͵ οὐ προσέθηκεν͵ Ὅτι κακὸν ὁ φόνος; Ἐπειδὴ προλαβὼν τὸ συνειδὸς ἡμᾶς ἐπαίδευσε τοῦτο͵ καὶ ὡς εἰδόσι καὶ ἐπισταμένοις οὕτω διαλέγεται. Ὅταν γοῦν περὶ ἑτέρας ἐντολῆς λέγῃ τῆς οὐ γνωρίμης ἡμῖν ἀπὸ τοῦ συνειδότος γενομένης͵ οὐκ ἀπαγορεύει μόνον͵ ἀλλὰ καὶ τὴν αἰτίαν προστίθησι. Περὶ σαββάτου γοῦν νομοθετῶν καὶ λέγων͵ Τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ οὐ ποιήσεις ἔργον͵ καὶ τὴν αἰτίαν ἐπήγαγε τῆς ἀργίας· ποίαν δὴ ταύτην; Ὅτι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ κατέπαυσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἤρξατο ποιῆσαι· καὶ πάλιν͵ Ὅτι οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ. Τίνος οὖν ἕνεκεν͵ εἰπέ μοι͵ ἐπὶ μὲν τοῦ σαββάτου τὴν αἰτίαν προσέθηκεν͵ ἐπὶ δὲ τοῦ φόνου οὐδὲν τοιοῦτον ἐποίησεν; Ἐπειδὴ αὕτη μὲν ἡ ἐντολὴ οὐ τῶν προηγουμένων ἦν͵ οὐδὲ τῶν ἐκ τοῦ συνειδότος ἡμῖν ἠκριβωμένων͵ ἀλλὰ μερική τις καὶ πρόσκαιρος͵ διὰ τοῦτο καὶ κατελύθη μετὰ ταῦτα·».
Εἰς τὸ κείμενον αὐτὸ ὁ Ἱερὸς Πατὴρ ἐξηγεῖ ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Σαββάτου ἔμελλε νὰ καταργηθῆ, διὰ τοῦτο καὶ διακρίνεται ἀπὸ τὰς ἑτέρας ἐντολάς, αἱ ὁποῖαι ἤδη εὑρίσκοντο εἰς τὴν συνείδησιν τοῦ ἀνθρώπου. Τοιουτοτρόπως καταργεῖται καὶ τὸ ἰουδαϊκὸν Σάββατον.
Δὲν κατηργήθη ὅμως ἡ ἐξήγησις τῆς ἐντολῆς. Ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου συνεδέετο μὲ τὰ δύο κορυφαῖα γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: τὴν ὁλοκλήρωσιν τῆς Δημιουργίας καὶ τὴν Ἔξοδον. Ἡ φύσις καὶ ἡ ἐλευθερία εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Τὰ δύο αὐτὰ γεγονότα ἔμελλε νὰ εὕρουν τὴν ἀληθινήν των ὑπόστασιν μὲ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποίαν συνεδέθη ἡ Κυριακή, ὄχι ὅμως πλέον ὡς ἐντολὴ ἀλλ’ ὡς ἐπιλογή. Ἡ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ ἰουδαΐζουν, δηλαδὴ νὰ ὑπόκεινται εἰς ἐντολήν, ἀλλὰ νὰ ἀργοῦν τὴν Κυριακὴν ἀπὸ ἐπιλογήν, διὰ νὰ ἐπιδίδωνται εἰς πνευματικὴν συνανάστασιν. Δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὴ ἡ ἀργία ὡς καθῆκον, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν δίψαν τοῦ ἀνθρώπου διὰ τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ, διὰ τὴν ἔμφυτον ἀνάγκην νὰ ἀναχθῆ ὑψηλότερα πνευματικά. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ διαφορὰ ἀπὸ τὴν κοινωνικὴν διάστασιν τῆς ἀργίας, ἡ ὁποία ἑδράζεται εἰς τὴν βιολογικὴν ἀνάγκην καὶ τὴν ψυχικὴν ἀνάτασιν.
Τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν ἐκφράζει μὲ ἁγιοπνευματικὸν τρόπον ὁ Κανὼν ΞΣΤ΄ τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου 691 μ.Χ.:
«Ἀπὸ τῆς ἁγίας ἀναστασίμου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἡμέρας, μέχρι τῆς καινῆς Κυριακῆς, τὴν ὅλην ἑβδομάδα ἐν ταῖς ἁγίαις ἐκκλησίαις σχολάζειν δεῖ ἀπαραλείπτως τοὺς πιστοὺς ἐν ψαλμοῖς, καὶ ὕμνοις, καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς, εὐφραινομένους ἐν Χριστῷ, καὶ ἑορτάζοντας, καὶ τῇ τῶν θείων Γραφῶν ἀναγνώσει προσέχοντας, καὶ τῶν ἁγίων μυστηρίων κατατρυφῶντας. Ἐσόμεθα γὰρ οὕτω Χριστῷ συνανιστάμενοί τε, καὶ συνανυψούμενοι. Μηδαμῶς οὖν ἐν ταῖς προκειμέναις ἡμέραις ἱπποδρόμια, ἢ ἑτέρα δημώδης θέα ἐπιτελείσθω».
Ὁ Κανὼν ἐκτὸς ἀπ’ ὅσα σχετικῶς μὲ τὴν πνευματικότητα ἀνεφέραμεν διατυπώνει καὶ τὴν διεύρυνσιν τῆς ἀργίας: ὄχι μόνον ἡ Κυριακὴ ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ἡ Διακαινήσιμος Ἑβδομὰς πρέπει νὰ εἶναι ἀργία. Ἡ ἀργία διὰ τὸν Χριστιανὸν δὲν εἶναι ἑπομένως περιοδικὴ κατάπαυσις ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, ὅπως ἡ κοινωνικὴ διάστασίς της, ἀλλὰ ἐργασιομανία προσευχῆς! Δὲν πρόκειται διὰ ἀπελευθέρωσιν ἀπὸ τὴν καπιταλιστικὴν ἢ κομμουνιστικὴν σκλαβιάν τῆς ἀγορᾶς ἢ τοῦ κράτους, ἀλλὰ κατάστασις ποὺ φανερώνει τὰς ἀνθρωπολογικὰς διαστάσεις τῆς ἐλευθερίας. Διὰ τοῦτο καὶ δὲν περιορίζεται ἁπλῶς εἰς μίαν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος. Ἡ ἀργία συνδέεται μὲ ἕνα νόημα, μίαν ἄλλην προοπτικὴν καὶ δὲν εἶναι ἀνθρωπίνη συνθήκη ἢ κοινωνικὸν συμβόλαιον. Τὸ νόημα ἐμπεριέχουν ὅλαι αἱ ἑορταί, εἰς τὰς ὁποίας ἐπεκτείνεται ἡ ἀργία, ὅπως προτείνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Ὁ Ἅγιος εἰς τὸ ἔργον του «Δεκάλογος τῆς κατὰ Χριστὸν νομοθεσίας», γραμμένον μετὰ τὸ 1347 μ.Χ., ἑρμηνεύων τὴν ἐντολὴν περὶ τοῦ Σαββάτου γράφει:
«Δὲ θὰ κάνεις κανένα ἔργο βιοτικό, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα, ἐνῶ θ’ ἀφήσεις ν’ ἀναπαυθοῦν ὅσοι ἐργάζονται γιὰ σένα ἢ μένουν μαζί σου, γιὰ νὰ δοξάσετε ὅλοι μαζὶ Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἀγόρασε μὲ τὸ θάνατό Του καὶ ἀναστήθηκε καὶ μαζί Του ἀνέστησε καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση… Ἔτσι τὴν ἡμέρα τῶν σαββάτων”(Ἔξ. 20, 8), δηλαδὴ τὴν Κυριακή, θὰ τὴν ἀφιερώσεις στὸ Θεό, σαββατίζοντας μὲ τὴν ἀπραξία τῶν κακῶν. Στὶς Κυριακὲς νὰ συνάψεις καὶ τὶς καθιερωμένες μεγάλες ἑορτές, κάνοντας τὰ ἴδια καὶ ἀπέχοντας ἀπὸ τὰ ἴδια».
Ἔχοντες αὐτὴν τὴν λογικὴν οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἐμποδίζει ἐμᾶς οὔτε ἡ μὴ τήρησις τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς οὔτε ἀκόμη καὶ ἡ τήρησις τοῦ Σαββάτου! Ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος Γ΄ γράφει τὸ 1054 μ.Χ. πρὸς τὸν Μιχαὴλ Κηρουλάριον, Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ὅτι «καὶ τὸ Σάββατον γὰρ ἴσα τῇ ἁγίᾳ Κυριακῇ προσετάγημεν τιμᾶν καὶ φυλάττειν καὶ μηδὲν ἐν αὐτῷ ἐργάζεσθαι ἀλλὰ τοῦτον νῦν οὐ γίνεται» (PG 120,777C), δὲν πρόκειται διὰ ἰουδαϊσμόν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀντίληψιν ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ἀναζητοῦμεν τὸ θεῖον νόημα τῆς ἀργίας, δὲν ἐπιδιώκομεν νὰ εἴμεθα νομοταγεῖς (εἰς τὸν σύγχρονον ἢ τὸν παλαιὸν «Νόμον») ἢ νὰ στοιχούμεθα πρὸς τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα.
Ὡστόσον, τὸ κρῖμα τὸ ἔχουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ προσώπου γῆς τὴν ἐλπίδα ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς δι’ ἕνα πόλεμον οἰκονομικῶν συμφερόντων, ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ νὰ μετατρέψη τοὺς ἀνθρώπους εἰς μηχανάς. Πρόκειται δι’ ἕνα πόλεμο, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποστερήση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον τὴν «μεταφυσικήν», ὑπὸ τὴν ἔννοιαν νὰ τὸν ἐγκλωβίση εἰς τὴν πεπτωκυίαν φύσιν του. Δι’ αὐτὸ ὄπισθεν αὐτοῦ τοῦ πολέμου κρύπτονται αἱ διεθνεῖς πολυεθνικαὶ τῶν μασώνων, καθὼς τὸ ζήτημα δὲν εἶναι μονοδιάστατα οἰκονομικόν. Αὐτὸ δὲν ἔχει ἀντιληφθῆ ἡ ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ πολιτική, ἡ ὁποία ἀσκεῖται εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἢ καὶ ἐν γνώσει της ὑπηρετεῖ τὸ καθεστὼς αὐτό. Αὐτὴ ἐξαντλεῖται εἰς τὴν μάχην τῶν μνημονίων, τὰ ὁποῖα κατήργησαν τὴν ἀργίαν τῆς Κυριακῆς, ὡς τὸ πρόβλημα νὰ ἔχη νὰ κάνη μὲ ἐργασιακὰ συμφέροντα. Μία πολιτικὴ ποὺ ὄντως θὰ ἀπετίναζε τὴν μνημονιακὴν κατοχὴν θὰ προέτεινε πρὸς τὸν λαὸν ὅτι ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς εἶναι πραγματικὴ πρόοδος καὶ ἐργασιακὸς μεσαίων ὁ,τιδήποτε ἀντιτίθεται εἰς τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιτασσόμεθα εἰς τὴν κατάργησιν τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς, ὄχι διότι τὸ ἐπιβάλλει ἡ «θρησκευτικότητά» μας (πολὺ περισσότερο ὄχι ἐπειδὴ εἶναι σύμφωνον μὲ τὴν ἐργατικὴν νομοθεσίαν κ.λπ.), ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ παραχωροῦμε τὴν ποιμαντικὴν τῶν ἀνθρώπων (καθὼς ἡ ἀργία ἔχει θεολογικὸν καὶ ἐκκλησιαστικὸν νόημα) εἰς πολιτικοὺς ἄνευ πνευματικῆς διακρίσεως. Εἰς τὸ σύνθημα «δὲν εἶναι ἀργία εἶναι ἀπεργία» νὰ ἀπαντῶμεν «δὲν εἶναι ἀργία εἶναι θεολογία»!
Ορθόδοξος Τύπος