Εἶναι γνωστὸ
ὅτι πρῶτος Ἐπίσκοπος ποὺ καθαιρέθηκε ἀπὸ “ὀρθόδοξη Σύνοδο”, ἐξ αἰτίας τῆς
ἐναντιώσεώς του κυρίως πρὸς τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι ὁ Μητροπολίτης
Ράσκας καὶ Πριζρένης Ἀρτέμιος. Καὶ καθαιρέθηκε χωρὶς ἀποδεδειγμένες κατηγορίες,
χωρὶς ἐκκλησιαστικὲς Ἱεροκανονικὲς διαδικασίες, χωρὶς ἀκρόαση, χωρὶς δίκη,
χωρὶς ἀπολογία, μὲ τὴν καταρράκωση δηλαδὴ καὶ περιφρόνηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Εἶναι ἐπίσης
γνωστὸ ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρτέμιος εἶναι ὁ μόνος μὴ Ἕλληνας Μητροπολίτης ποὺ
ὑπέγραψε τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» καὶ ἔκτοτε,
μιμούμενος τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ἀρνήθηκε νὰ συμφωνήσει μὲ τὶς προτάσεις συμβιβασμοῦ
ποὺ τοῦ ἔγιναν ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας καὶ δὲν τὶς
ἀναγνωρίζει, δὲν ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς Ἐπισκόπους της
καὶ δὲν τοὺς μνημονεύει, ἐφ’ ὅσον δὲν αἴρεται ἡ κατὰ παράβαση τῶν Ἱ. Κανόνων
ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Ράσκας καὶ Πριζρένης καὶ ἐφ’ ὅσον ἡ Ἱεραρχία
συνεχίζει τὴν Οἰκουμενιστικὴ γραμμή της, συνεργώντας ἢ ἀνεχομένη τὶς πρακτικὲς
τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τὴν ἄδικη
ἀπόφαση τῆς Σερβικῆς Ἱεραρχίας, κατεδίκασαν ἀμέσως ἢ ἐμμέσως οἱ Μητροπολῖτες Αἰτωλοακαρνανίας,
Γλυφάδας, Κυθήρων καὶ Πειραιῶς, οἱ πρωτοστατοῦντες στὸν ἀγῶνα κατὰ τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ πρωτοπρεσβύτεροι καὶ καθηγητὲς Πανεπιστημίου π. Θεόδωρος Ζήσης
καὶ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι,
Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερομόναχοι, κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί.
Αὐτὴ ἡ στάση
τοῦ διωκομένου Μητροπολίτη Ράσκας καὶ Πριζρένης Ἀρτεμίου, εἶναι σύμφωνη μὲ τὴ
διδασκαλία καὶ τὴ στάση τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων σὲ περίοδο αἱρέσεως «κατεγνωσμένης» (καταδικασμένης) ὑπὸ Συνόδου ἢ Ἁγίων Πατέρων»,
ὅπως εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία καταλύει διδασκαλία τοῦ ἰδίου
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄρθρα τοῦ
Συμβόλου τῆς Πίστεως θεσπισμένα ὑπὸ Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καὶ Ἁγίων∙ αἵρεση τήν ὁποία ὁ
τελευταῖος Σέρβος Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς,
γέροντας καί διδάσκαλος τοῦ σεβ. Ἀρτεμίου, χαρακτήρισε «παναίρεση».
Ἔχοντας ὑπ’
ὄψιν του ὅλα τὰ ἀνωτέρω ὁ Ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς (ὅπως γνωρίζουμε
ἀπὸ τὶς τελευταῖες δημοσιεύσεις του), προσέφυγε πρὸς τὸν μαθητὴ τοῦ Ἁγίου
Ἰουστίνου Πόποβιτς, Σεβασμιώτατο Ἀρτέμιο καὶ τὴν συνοδεία του, ζητώντας μὲ
ἐπιστολή του (ποὺ δημοσιεύουμε στὴ συνέχεια) νὰ τοῦ ἀπαντήσουν ἂν πρέπει νὰ συνεχίσει
νὰ δέχεται τήν ἄδικη ἀπόφαση –ὅπως ἔκανε μέχρι τώρα, περιμένοντας νὰ κριθεῖ ἡ
ὑπόθεσή του τελεσίδικα– τοῦ
Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία
παρανόμως, παρατύπως καί ἀντικανονικῶς διά τῆς καθαιρέσεως τοῦ ἀπαγόρευσε τὴν
τέλεση τῶν Μυστηρίων, ἤ, ἂν πρέπει νὰ συνεχίσει νὰ ἐκτελεῖ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια,
λειτούργημα καὶ καθῆκον ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ποὺ τοῦ
τὸ ἐστέρησε ἐκκλησιαστικό Δικαστήριο μίας Συνόδου, πορευομένης καὶ ἐφαρμόζουσας
μεθόδους, διδασκαλίες καὶ ποιμαντικὲς τακτικὲς τῶν «ὀρθόδοξων» Ἀρχιερέων,
ἡγετῶν τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τὸ αἴτημα τοῦ
π. Εὐθυμίου συνοψίζεται στὴν παρακάτω παράγραφο:
«Ἡ αἴτησις λοιπόν καί παράκλησίς
μου (Σεβασμιώτατε) εἶναι, ὅταν μελετήσετε τά κείμενα καί ἔγγραφα πού σᾶς ἀποστέλλω, κι ἐφ’ ὅσον διαπιστώσετε ὅτι διά
τήν Ὀρθόδοξον Πίστι διώκομαι καί διά τήν ἀντίδρασί μου στήν αἵρεσι τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, νά μοῦ ἐκφράσετε ἐγγράφως
τήν γνώμη σας, ἄν δηλαδή ὀφείλω νά τηρήσω αὐτήν τήν ποινή τοῦ Συνοδικοῦ
Δικαστηρίου ἤ ἄν, ἐξαιτίας τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν καί τῶν ἐσχατολογικῶν
ἐξελίξεων, πρέπει νά ἐπιτελῶ τά λειτουργικά μου καθήκοντα προσωρινῶς, ἕως
δηλαδή καιροῦ Ὀρθοδόξου ὄντως Συνόδου,
κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ ὁποία ἀφοῦ πρῶτα καταδικάσει τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, θά δώση τήν
τελική λύσι στό ἰδικό μου πρόβλημα».
Ἀφοῦ ὁ
Σεβασμιώτατος Ἀρτέμιος διεξῆλθε τὰ ἔγγραφα καὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ τοῦ ἐστάλη, ἐκάλεσε
τὸν π. Εὐθύμιο στὴν Σερβία τὸ τριήμερο 8-10 Μαρτίου 2013. Ὁ π. Εὐθύμιος μετέβη
πρὸς συνάντηση αὐτοῦ καὶ τῆς συνοδείας του, συζήτησε μαζί του, ἄκουσε τὶς
θέσεις του καὶ τὶς πατρικές του προσρήσεις, συλλειτούργησε μαζί του καὶ ἔλαβε
τὸ παρακάτω ἔγγραφο, μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι αὐτὸς καὶ ἡ Σύναξη τῆς
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ράσκας καὶ Πριζρένης στὴν ἐξορία, ὁμοφώνως ἀποφάσισαν:
Στὴ συνέχεια δημοσιεύουμε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ π.
Εὐθυμίου, τὴν ὁποία μᾶς ἔστειλε μαζί μὲ τὸ Ἀνακοινωθὲν τοῦ Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτη Ράσκας Ἀρτεμίου:
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ
ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΝ
ΛΑΡΙΣΗΣ
25 Νοεμβρίου 2012
Σεβασμιώτατε μητροπολίτα Ράσκας καί
Πριζρένης, π. Ἀρτέμιε
τήν
εὐχή σας.
Ἔλαβα τό θάρρος νά σᾶς γράψω καί νά ἀπευθυνθῶ
σέ σᾶς, ἐξ αἰτίας τῆς τελικῆς ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας εἰς τό
ὁποῖον εἶχα προσφύγει καί εἶχα καταθέσει αἴτησι ἀκυρώσεως τῆς ἀποφάσεως τοῦ
Συνοδικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου, μέ τήν ὁποία μέ καθαιροῦσε ἀπό τόν βαθμό
τῆς ἱερωσύνης.
Οἱ βασικές κατηγορίες τίς ὁποῖες καί
ἐπεκαλεῖτο ἡ ἀπόφασις τῶν Ἐπισκόπων ἦσαν ἡ ἀνυπακοή, ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως
καί ἡ ἀποτείχισίς μου ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τό Συμβούλιο
τῆς Ἐπικρατείας δέν ἐδέχθη τήν αἴτησί μου, οὔτε κἄν εἰσῆλθε ἐπί τῆς οὐσίας τοῦ
θέματος, μέ τό αἰτιολογικό ὅτι αὐτή εἶναι καθαρῶς ἐκκλησιαστική ποινή, ἡ ὁποία
δέν ἔχει διοικητικές διαστάσεις (π.χ.
μισθοδοσίας, συνταξιοδότησης, οἰκογενειακές ἐπιπτώσεις κλπ.) καί ὡς ἐκ τούτου
εἶναι καθαρά ὑπόθεσις τῆς Ἐκκλησίας.
Σᾶς ἀποστέλλω μέ τήν παροῦσα ἐπιστολή
Σεβασμιώτατε, καί τό ἔγγραφο ὑλικό τό ὁποῖο σχετίζεται μέ ὅσα ἀνωτέρω πολύ
περιληπτικά σᾶς περιέγραψα. Ἐπίσης σᾶς
ἀποστέλλω καί κάποιο ὀπτικοακουστικό ὑλικό γιά νά δεῖτε, ἄν καί τά γνωρίζετε,
τό πῶς λειτουργοῦν τά ἐκκλησιαστικά δικαστήρια καί τό πόσο ἐνδιαφέρονται γιά τά
θέματα τῆς πίστεως.
Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν ἐξέλιξι τῆς ὑποθέσεως
καί δεδομένου τοῦ ὅτι δέν ἤθελα ἐπ’ οὐδενί νά ἐνταχθῶ σέ κάποια παράταξι τοῦ
Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, ἡ κατά βάθος ἐπιθυμία μου ἦταν νά μεταβῶ εἰς τό ἅγιον Ὄρος
καί νά τελειώσω τό ὑπόλοιπον τῆς ἐπιγείου ζωῆς μου εἰς τό περιβόλι τῆς
Παναγίας, ἀπό τό ὁποῖο καί ἄρχισα τήν μοναχική μου ἀφιέρωσι. Δεδομένου ὅμως τοῦ
ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κατά κοινή ὁμολογία, διαρκῶς ἐπεκτείνεται καί
προωθεῖται, μέ τελικό σκοπό τήν ἕνωσι καί ἀλληλοπεριχώρησι μετά τῶν πάσης φύσεως
αἱρετικῶν καί τήν συμπόρευσι καί ἔνταξι τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν παγκόσμια
κατάστασι τῆς Νέας Ἐποχῆς, προσέτι δέ τήν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων διά πνευματική
καθοδήγησι καί ἐπιτέλεσι τῶν στοιχειωδῶν λειτουργικῶν των καθηκόντων, ἐθεώρησα
ἀναγκαῖον νά μήν καταθέσω τά ὅπλα καί τοιουτοτρόπως δώσω τήν ἐντύπωσι ὅτι οἱ
Οἰκουμενιστές εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι ἐνίκησαν καί ἐξουδετέρωσαν κάποιον ὁ
ὁποῖος ἀντιστέκετο στήν αἵρεσι.
Δι αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο Σεβασμιώτατε
προσφεύγω σέ ἐσᾶς καί τήν ἀδελφότητά σας. Θά σᾶς ἐκθέσω ἐν ὀλίγοις τίς σκέψεις
μου καί τό τί ζητῶ ἀπό ἐσᾶς.
Ἐξ ἀρχῆς, ὅταν ἐκλήθηκα στό Ἐπισκοπικό καί
κατόπιν εἰς τό Συνοδικό Ἐκκλησιαστικό
Δικαστήριο παρουσιάστηκα μέ τόν σκοπό τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεώς μου καί τῆς
στηλιτεύσεως τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν ὁποία ἐμφοροῦντο οἱ ἐκκλησιαστικοί Δικαστές,
σύμφωνα μέ τό ἁγιογραφικό χωρίο «ἕτοιμοι
δέ ἀεί πρός ἀπολογίαν παντί τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περί τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος»
(Β΄ Πετρ. 3,15). Εἰς αὐτήν μου τήν
ἐνέργεια συνηγοροῦσε καί τό παράδειγμα τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε
ὅταν ἐκλήθη νά δικασθῆ εἰς τήν Σύνοδο τῆς Τύρου, ἡ ὁποία εἶχε συγκροτηθῆ ἀπό
δεδηλωμένους Ἀρειανούς.
Τήν τελική ἀπόφασι τοῦ Συνοδικοῦ
Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου φυσικά δέν τήν ἀνεγνώρισα, διότι ἀποτελοῦσε ἀπόφασι
αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι μέ κατεδίκασαν ὄχι γιά διάφορα προσωπικά μου
παραπτώματα, ἀλλά γιά τήν ἀνυπακοή μου καί ἀποτείχισί μου ἀπό αὐτούς, ἐξ αἰτίας
τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν ὁποία αὐτοί ἐμφοροῦντο.
Ἐθεώρησα ὅμως, ὅτι δέν εἶχα τό δικαίωμα νά
ἀθωώσω καί νά δικαιώσω ἀπό μόνος μου τόν ἑαυτόν μου, διότι ἐσκέφθηκα ὅτι, πέραν
τοῦ ὅτι δέν εἶχα πρός τοῦτο ἁγιογραφικά, κανονικά καί πατερικά ἐρείσματα, θά
ἔδινα προσέτι ἐπιχειρήματα στούς Οἰκουμενιστές νά μέ κατηγορήσουν, ὅτι ἔχω
κάνει δική μου Ἐκκλησία, δέν ἀναγνωρίζω κανένα κλπ.
Ἐπιτρέψτε μου εἰς τό σημεῖο αὐτό Σεβασμιώτατε
νά κάνω μία παρένθεσι καί νά ἀναφέρω ὅτι ἡ ἰδική σας περίπτωσι εἶναι τελείως
διαφορετική, διότι ἐσεῖς καταδικαστήκατε χωρίς κἄν νά δικαστῆτε (νά κληθῆτε
δηλαδή κανονικά σέ δίκη, νά παραστῆτε, νά προσκομίσετε μάρτυρες, νά ἀπολογηθῆτε
κλπ.). Ἡ ποινή λοιπόν πού σᾶς ἐπεβλήθη ἦτο κατ’ οὐσίαν ἀνύπαρκτος σύμφωνα μέ
τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος
γιά τήν συγκεκριμένη περίπτωσι εἰς τό Πηδάλιο ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Σημείωσαι
δέ, ὅτι ἐπειδή εἰς τήν παροῦσαν Σύνοδον ἔξαρχος ἦτο ὁ Ἀρειανός Εὐσέβειος καί οἱ
αὐτοῦ ἀκόλουθοι, διά τοῦτο ἀδιόριστον ἀφῆκε τόν παρόντα Κανόνα, ἵνα βοηθῇ εἰς
αὐτούς ἐναντίον τῶν τότε διωκομένων Πατέρων ὑπ’ αὐτῶν, καί μάλιστα κατά τοῦ
ἁγίου Ἀθανασίου. Διά τοῦτο ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἀλλά δή καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
κατά τόν Σωκρ. βιβλ. ς΄ Κεφ. 18 κατηγόρησαν τόν Κανόνα τοῦτον πῶς δέν εἶναι τῆς
καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τῆς τῶν Ἀρειανῶν∙ διότι καί τόν Ἀθανάσιον διά τοῦ
Κανόνος τούτου ἐκάθῃραν οἱ Εὐσεβιανοί, καί τόν Χρυσόστομον ἐζήτησαν νά καθῄρουν
οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει κατ’ αὐτοῦ συναχθέντες Ἐπίσκοποι, ἐπειδή τάχα ἀφ’ οὗ
καθῃρέθη, ἐπήδησεν εἰς τόν θρόνον, χωρίς νά ψηφίσῃ ἄλλη Σύνοδος τά περί αὐτοῦ.
Καί ὁ Πάπας δέ Ἰννοκέντιος εἰς τήν ἐπιστολή ὁποῦ στέλλει πρός τούς
Κωνσταντινουπολίτας ὑπέρ τοῦ Χρυσοστόμου κατηγορεῖ τόν τοιοῦτον Κανόνα κατά τόν
Σωζόμενον βιβλ. η΄. Κεφ. κς΄. Καί κατά τόν Δοσίθεον (σελ. 133, περί τόν ἐν
Ἱεροσολύμ. Πατριαρχεύσ.), ἐπειδή, λέγω, καί οἱ Ἅγιοι οὗτοι τόν Κανόνα
κατηγοροῦσιν, ἡ δέ δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος αὐτόν ἀποδέχεται, ὡς εἴπομεν, καί ἡ
ς΄ Οἰκουμενική. Διά τοῦτο κάμνει χρεία νά προσδιορισθῇ, ἵνα μείνῃ ἀκατηγόρητος,
ἤτοι, νά μήν ἔχῃ τόπον ἀπολογίας καί ἐλπίδα ἀποκαταστάσεως ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖνος
ὁποῦ καθαιρεθῇ α΄. εἰς ἐγκλήματα φανερά καί δίκαια κατά τόν κη΄ Ἀποστολικόν∙ β΄. ὄχι ἀπό Σύνοδον μερικῶν μόνων Ἐπισκόπων
τῆς ἐπαρχίας, καί ἄλλου μέν δικαιοῦντος, ἄλλου δέ καταδικάζοντος, κατά τόν ιδ΄
τῆς ἰδίας ἐν Ἀντιοχείᾳ (τότε γάρ πρέπει ὁ Μητροπολίτης νά καλῇ καί ἀπό τούς
πλησιοχώρους Ἐπισκόπους, διά νά θεωρῆται ἡ κρίσις, καί νά λύεται κάθε ἀμφιβολία
κατά τόν αὐτόν), ἀλλά ἤ ἀπό τήν Σύνοδον ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας, καί
συμφώνως κατακρινόντων, ὄχι διαφωνούντων κατά τόν ιε΄. τῆς αὐτῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ,
ἤ ἀπό τήν Σύνοδον τοῦ Πατριάρχου τῆς διοικήσεως∙ γ΄. καί νά ᾖναι παρών ὁ κρινόμενος, καί τόπος
ἀπολογίας νά δοθῇ εἰς αὐτόν κατά τόν οδ΄. Ἀποστολ. ἔξω μόνον ἄν ἐπροσκαλέσθη,
καί δέν ἠπήντησε κατά τόν αὐτόν Ἀποστολικόν” (Ὑποσ. 2 στόν Δ΄ Κανόνα
τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου) καθώς καί “Σημείωσαι,
ὅτι καί ἐκ τῶν πραχθέντων ὑπομνημάτων ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπί Νεκταρίου
Πατριάρχου περί Ἀγαπίου, καί Βαγαδίου τῶν ἀντεχομένων τῆς Ἐπισκοπῆς Βόστρης,
ἅπερ ὅρα μετά τήν ἐν Σαρδικῇ Σύνοδον”, γίνεται
φανερόν, ὅτι, δέν πρέπει νά καθαιρῇται Ἐπίσκοπος, ἄν δέν ᾖναι παρών εἰς τήν
κρίσιν, οὔτε πρέπει νά καθαιρῇται ἀπό τρεῖς Ἐπισκόπους, ἤ δύω, ἀλλά ἀπό τήν
ψῆφον τῆς συνόδου τῶν περισσοτέρων τῆς ἐπαρχίας Ἐπισκόπων, ὡς καί οἱ
Ἀποστολικοί, φασί, Κανόνες διωρίσαντο, ὁ παρών δηλαδή οὗτος». Ἀλλά καί ὁ Παῦλος
(Πράξεων κεφάλ. κε΄ 16) λέγει∙ ὅτι οὐδέ εἰς τούς Ρωμαίους ἦτο συνήθεια νά
χαρίζεται ἄνθρωπος εἰς θάνατον (καί ἁπλῶς νά καταδικάζηται), ἄν πρῶτον ὁ
κατηγορούμενος δέν ἔχῃ κατά πρόσωπον τούς κατηγόρους του, καί ἄν δέν λάβῃ
ἄδειαν νά ἀπολογηθῇ διά τό ἔγκλημά του. “Οὐκ ἔστιν ἔθος Rωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν,
πλήν ἤ ὁ κατηγορούμενος κατά πρόσωπον ἔχοι τούς κατηγόρους, τόπον τε ἀπολογίας
λάβοι περί τοῦ ἐγκλήματος”. Καί ὁ Νικόδημος εἶπε πρός τούς Ἰουδαίους. “Μή ὁ νόμος ἡμῶν κρίνῃ τόν ἄνθρωπον, ἐάν μή
ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον, καί γνῶ τί ποιεῖ;” (Ἰωaν. ζ΄ 15) φησί γάρ ὁ Θεός περί τοῦ
λατρεύσαντος θεοῖς ἑτέροις οὕτω πρός τόν Κριτήν. Καί ἀναγγελῇ σοι, καί ἐκζητήσεις σφόδρα, καί
ἰδού ἀληθῶς γέγονε τό rῆμα. Γεγένηται τό βδέλυγμα τοῦτο ἐν Ἰσραήλ. Καί
ἐξάξεις τόν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, καί τά ἑξῆς” (Δευτερ. ιζ΄ 4)» (Ὑποσ. 1 τοῦ ΟΔ΄ Κανόνος τῶν Ἁγ.
Ἀποστόλων).
Ὡς ἐκ τούτου νομίζω ὅτι ἄριστα ἐπράξατε πού
ἀδιαφορήσατε γιά τήν ποινή πού σᾶς ἐπέβαλαν, δεδομένου καί τοῦ ὅτι ὁ διωγμός
σας κατευθύνετο ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, λόγῳ τῶν Ὀρθοδόξων θέσεών σας. Ἀπορῶ
μάλιστα γιά τό πῶς οἱ ἀντιοικουμενιστές Πατέρες ἐδῶ στήν Ἑλλάδα δέν τό
διαδηλώνουν αὐτό ἐμπράκτως, μέ τό νά συλλειτουργοῦν μαζί σας δημοσίως καί
εὐθαρσῶς καί νά θέτουν τοιουτοτρόπως τούς ἑαυτούς των μετά τῶν δεδιωγμένων
ἕνεκα τῆς πίστεως καί ὄχι μετά τῶν διωκτῶν καί αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν
Ἐπισκόπων. Διότι μέ τήν στάσι των εἶναι σάν νά ἀναγνωρίζουν ὡς ὑπαρκτή καί
κανονική τήν ἀνύπαρκτη ὄντως ποινή.
Εἰς τήν ἰδική μου ὅμως περίπτωσι δέν ἔγιναν
ἔτσι τά πράγματα, διότι διεξήχθη σέ πρῶτο καί δεύτερο βαθμό ἡ ἐκκλησιαστική
δίκη, παρ’ ὅτι καταγγείλαμε καί στά ἴδια τά Ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια καί στό
Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας πολλές παρανομίες, οἱ ὁποῖες κατά τήν διαδικασία
διεπράχθησαν ἀπό τούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, προκειμένου νά καταλήξουν εἰς
τόν ἐπιδιωκόμενο καί προκαθορισμένο σκοπό τους.
Ὡς ἐκ τούτου μετά τήν τελική ἀπόφασι τῶν
Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί προκειμένου, ὅπως προανέφερα, νά μήν κατηγορηθῶ
ὅτι αὐτοδικαιώνω ἐγώ ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό μου, προσέφυγα κατ’ ἀρχάς στούς
ἀντιοικουμενιστές Πατέρες, δεδομένου τοῦ ὅτι δέν ὑπῆρχαν τότε ἀποτειχισμένοι.
Προσέφυγα ἐπίσης καί σέ σεβαστούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ζητῶντας ἀπό ὅλους νά
διαδηλώσουν δημοσίως καί γραπτῶς τήν θέσι των διά τήν ὑπόθεσι αὐτή, ἐγώ δέ τήν
γνώμη τῶν ἀντιοικουμενιστῶν Πατέρων θά τήν ἐξελάμβανα εἰς τήν περίπτωσί μου ὡς
γνώμη τῆς Ἐκκλησίας, δεδομένων δηλαδή τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων τῶν
ἐκκλησιαστικῶν Δικαστῶν. Κατ’αὐτόν τόν τρόπο ἀφ’ἑνός μέν δέν θά ὑπελόγιζα τήν
ἀπόφασι τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων, ὡς ὑπό αἱρετικῶν ληφθεῖσα, ἀλλά τῶν
ἀντιοικουμενιστῶν Πατέρων, ἀφ’ ἑτέρου δέ δέν θά ἀποφάσιζα ἐγώ γιά τόν ἑαυτό
μου, πρᾶγμα ὄντως ἄγνωστο στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι.
Παραδόξως λοιπόν, ἐνῶ πολλοί Πατέρες,
ἰδιαιτέρως καί προσωπικῶς μοῦ ἔλεγαν καί μέ παρότρυναν νά συνεχίσω νά λειτουργῶ
καί νά μήν ὑπολογίσω τήν ποινή πού
ἐπέβαλαν οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, δημοσίως καί γραπτῶς δέν κατέθεταν
αὐτήν τήν γνώμη. Μάλιστα μοῦ ἀνέφεραν καί πολλά ἐπιχειρήματα, ὅπως τό ὅτι ἄν
δεχθῶ τήν ποινή, εἶναι σά νά τούς ἀναγνωρίζω, ὅτι τούς δίδω ἀξία ἐνῶ αὐτοί
εὑρίσκονται στήν αἵρεσι, ὅτι συνεργῶ στά σχέδιά των, τά ὁποῖα εἶναι ἡ διά τῶν
ἐκκλησιαστικῶν ποινῶν, πάταξις κάθε ὀρθοδόξου ἀντιστάσεως κλπ. Αὐτά ὅλα τονίζω, μοῦ τά ἀνέφεραν προφορικά,
γραπτῶς ὅμως καί δημοσίως δέν ἔπαιρναν θέσι γιά εὐνοήτους προφανῶς λόγους.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων καί δεδομένου τοῦ
ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἔπαιρναν δημοσίως
θέσι γιά τήν περίπτωσί μου, προσέφυγα εἰς τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας,
ἤδη πρό τεσσάρων ἐτῶν, μέ τό σκεπτικό ὅτι ἦτο
ἕνα ἀνώτατο θεσμικό ὄργανο, τό ὁποῖο ἀνεγνώριζε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας
καί ἐμπράκτως, μία δέ ἀκυρωτική ἀπόφασίς του τῶν ἀποφάσεων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν
Δικαστηρίων θά με κατωχύρωνε εἰς τό νά συνεχίσω νά ἐπιτελῶ τά λειτουργικά μου
καθήκοντα, χωρίς δηλαδή νά ἀποφασίσω ἐγώ
διά τόν ἑαυτό μου. Θά ἀποτελοῦσε προσέτι καί ἕνα ράπισμα ἐναντίον τῶν
Οἰκουμενιστῶν, καί ἀκόμη μία ὁδό τήν ὁποία θά ἠδύναντο εἰς τό μέλλον νά
ἀκολουθήσουν καί ἄλλοι ἀποτειχισμένοι ἀπό τούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, ἐφ’
ὅσον δηλαδή οἱ ἀντιοικουμενιστές δέν ἔπαιρναν μόνοι των κάποιες βασικές
ἀποφάσεις, ὅπως ἔκαναν οἱ Πατέρες ἐν καιρῷ αἱρέσεως, σχετικά μέ τίς ποινές πού
θά ἔβαζαν οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι στούς ἀποτειχισμένους.
Δυστυχῶς ὅμως Σεβασμιώτατε, καί ἐδῶ ἰσχύει ἡ
παροιμία «κόρακας κοράκου μάτι δέν βγάζει». Διότι, ὅπως γνωρίζετε, πέραν τῆς
αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ Ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἡ πολιτική καί ἡ δικαστική
συνοδοιποροῦν καί ἔχουν κοινό κέντρο κατευθύνσεων, τίς σκοτεινές δηλαδή δυνάμεις. Ὡς ἐκ τούτου ἤδη πρό δύο
ἐτῶν εἶχα τήν πληροφορία ἀπό πρόσωπα πού γνωρίζουν ἀπό κοντά τό πῶς κινοῦνται
οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι, ὅτι ἔχει δοθῆ ἐντολή καί γραμμή στό Συμβούλιο τῆς
Ἐπικρατείας νά μήν ἀσχοληθοῦν μέ αὐτήν τήν ὑπόθεσι, ἀλλά νά ἀφήσουν τά πράγματα
ὡς ἔχουν, δηλαδή νά ἀφήσουν ἀσύστολους καί ἀνεξέλεγκτους τούς Ἐπισκόπους, διότι
προφανῶς μεταξύ αὐτῶν τῶν ἐξουσιῶν, ὑπάρχει ἀρίστη καί ἄψογος συνεργασία, ἡ
ὁποία βεβαίως πάντοτε εἶναι εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἡ ἀπόφασις λοιπόν
του Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, τό ὁποῖο
κατ’οὐσία δέν ἠσχολήθη ἐπί τῆς οὐσίας τῆς προσφυγῆς μου, δέν μέ
παρεξένεψε, ἀλλά ἀπεναντίας ἐπιβεβαίωσε τά ὅσα πρό διετίας εἶχα πληροφορηθῆ.
Σεβασμιώτατε ἔκανα αὐτή τή μικρή ἱστορική
ἀναδρομή εἰς τήν ὑπόθεσί μου, ἀφ’ἑνός μέν γιά νά ἐνημερωθῆτε, ἀφ’ ἑτέρου γιά νά
γνωρίζετε τίς θέσεις καί προθέσεις μου καί προσέτι γιά νά φθάσω εἰς τό διά
ταῦτα, δηλαδή νά σᾶς ἀναφέρω τό τί ζητῶ ἀπό σᾶς.
Ἡ αἴτησις λοιπόν καί παράκλησίς μου εἶναι,
ὅταν μελετήσετε τά κείμενα καί ἔγγραφα πού σᾶς
ἀποστέλλω, κι ἐφ’ ὅσον διαπιστώσετε ὅτι διά τήν Ὀρθόδοξον Πίστι διώκομαι
καί διά τήν ἀντίδρασί μου στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά μοῦ ἐκφράσετε ἐγγράφως τήν γνώμη σας, ἄν
δηλαδή ὀφείλω νά τηρήσω αὐτήν τήν ποινή τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου ἤ ἄν,
ἐξαιτίας τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν καί τῶν ἐσχατολογικῶν ἐξελίξεων, πρέπει νά
ἐπιτελῶ τά λειτουργικά μου καθήκοντα προσωρινῶς, ἕως δηλαδή καιροῦ Ὀρθοδόξου
ὄντως Συνόδου, κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ ὁποία ἀφοῦ πρῶτα
καταδικάσει τήν αἵρεσι καί τούς
αἱρετικούς, θά δώση τήν τελική λύσι στό ἰδικό μου πρόβλημα.
Ἡ γνώμη σας καί τοποθέτησί σας Σεβασμιώτατε
ἐπί τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς θά ἀποτελέση γιά μένα τήν θέσι τῆς Ἐκκλησίας, δεδομένου
τοῦ ὅτι κατηγορήθηκα ὅτι ὑπάκουσα σέ αἱρετικούς δικαστές, οἱ ὁποῖοι μάλιστα
ἀποσκοποῦσαν στό νά ὑποτάξουν κάθε ἀντίστασι ἐναντίον τῆς αἱρέσεως. Τό ὅτι δέν
ἀνεγνώρισα τίς ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων φαίνεται ἀπό τήν προσφυγή μου
στούς ἀντιοικουμενιστές κατ’ ἀρχάς πατέρες καί κατόπιν στό Συμβούλιο τῆς
Ἐπικρατείας, ἀπό τό ὅτι καί μετά τήν ἀπόφασι τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου πάντοτε
ὑπογράφω καί ὑποσημειώνομαι ὡς Ἱερομόναχος καί κυρίως φαίνεται ἀπό τήν ἐν συνεχείᾳ
καί μέχρι σήμερα καί εὐχηθεῖτε ἕως ἐσχάτων πορεία μου καί ἀντίστασί μου στήν
αἵρεσι. Μᾶλλον οἱ ἀντιοικουμενιστές πατέρες ἀνεγνώρισαν τήν ποινή μου, ἐφ’ ὅσον δημοσίως καί γραπτῶς αὐτό δέν
τό διαδηλώνουν, ὅπως κατά τόν ἴδιο τρόπο ἀναγνωρίζουν καί τήν ἰδική σας ποινή
ἀπό τήν Σερβική Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον δηλαδή δέν συλλειτουργοῦν δημοσίως καί
εὐθαρσῶς μαζί σας.
Ἡ ἀπόφασις καί τοποθέτησίς σας Σεβασμιώτατε
ἐπί τῆς ἀποφάσεως τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου παρακαλῶ ὅπως προσυπογραφῆ καί ἀπό
τό δεδιωγμένο ἱερατεῖο τό ὁποῖο σᾶς περιβάλλει καί σᾶς ἀναγνωρίζει ὡς κανονικό
Μητροπολίτη Ράσκας καί Πριζρένης, διά νά ἔχη ἡ ἀπόφασις αὐτή τήν μορφή καί τό
κῦρος ὄχι ἑνός ἀτόμου, ἀλλά τῶν δεδιωγμένων ἕνεκα τῆς πίστεως Ὁμολογητῶν
Πατέρων.
Θά πρέπει ἐπίσης νά γνωρίσετε ὅτι ἐφ’ ὅσον
κρίνετε ὅτι διά τίς προαναφερθεῖσες πνευματικές ἀνάγκες πρέπει νά ἐπιτελῶ τά
λειτουργικά μου καθήκοντα, ἐγώ κατά τήν ἐπιτέλεσί των δέν θά μνημονεύω, ὅπως
διά τῆς ἀποτειχίσεώς μου ἔπραξα μέχρι τώρα, ἀλλά στήν συγκεκριμένη αἴτησι θά
ἀναφέρω «ὑπέρ πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων».
Τέλος ἡ ἀπόφασίς σας αὐτή δέν θά ἔχη δι’
ἐμένα τήν ἔννοια καί θέσι τῆς ἀθετήσεως τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας,
οὔτε βεβαίως τήν ἔννοια τῆς ἀθετήσεως τῶν ὅσων οἱ ἱεροί Κανόνες ἐπιτάσσουν διά
τήν θέσι τοῦ Ἐπισκόπου καί τῆς Συνόδου εἰς τήν Ἐκκλησία, ἀλλά θά ἔχη τήν θέσι
τῆς προσωρινῆς ἀπορρίψεως ὄχι τῶν θεσμῶν, ἀλλά τῶν συγκεκριμένων φορέων τῶν
θεσμῶν, ἐφ’ ὅσον καί μέχρις ὅτου αὐτοί ἀπορρίπτουν δημοσίως καί Συνοδικῶς διά
πλήθους ἔργων καί λόγων τήν Ὀρθοδοξία καί συντάσσονται μέ τήν αἵρεσι τῶν
ἐσχάτων καιρῶν.
Τό κείμενο αὐτό τῆς ἐπιστολῆς μου καθώς καί ἡ
ἔγγραφη ἀπόφασί σας ἡ ὁποία θά μοῦ ἀποσταλῆ, ἐφ’ ὅσον ὑπογραφῆ ἀπό ἐσᾶς καί ἀπό
τούς κληρικούς τῆς ἀδελφότητός σας, θά δημοσιοποιηθοῦν σέ ὅλα τά μέσα
ἐνημερώσεως (ἰστοσελίδες, ἐκκλησιαστικό τύπο κλπ.) εἰς τρόπον ὥστε ἀφ’ἑνός μέν
νά κατοχυρωθῶ εἰς τό θέμα τῆς συλλογικῆς καί ὄχι τῆς προσωπικῆς μου ἀποφάσεως,
διά τήν δικαίωσι καί ἀθώωσί μου, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ἐπιβεβαιωθῆ ἡ θέσις μου ὅτι
δέν ἀναγνωρίζω οὔτε ἀποδέχομαι τίς ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων καί
προσέτι νά δηλώσω εὐθέως καί εὐθαρσῶς ὅτι καί ἐγώ συντάσσομαι καί ἀναγνωρίζω
τούς δεδιωγμένους ἕνεκα πίστεως Πατέρες καί ἀδιαφορῶ διά τίς ποινές πού
ἀντιστοίχως οἱ ἐντόπιοι αἱρετικοί Ἐπίσκοποι τούς ἐπέβαλαν. Αὐτή ἡ παγία θέσις
μου Σεβασμιώτατε θά ἰσχύει φυσικά οἱαδήποτε ἀπόφασι θά λάβετε ἐπί τοῦ
προβλήματος τό ὁποῖο σᾶς ἀνέθεσα προσωρινῶς νά ἐπιλύσετε, δηλαδή εἴτε θετική,
εἴτε ἀρνητική.
Εὐχόμενος ὁ Κύριος νά σᾶς ἐνισχύη εἰς τόν
ἀγῶνα σας διά τήν μέχρι τέλους πορεία σας, ὑποσημειώνομαι, ζητώντας τίς εὐχές
καί εὐλογίες σας διά τόν ἰδικόν μου ἀγῶνα, καθώς καί τῶν πνευματικῶν μου
ἀδελφῶν καί συναγωνιστῶν.
Ἱερομόναχος
Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς
Υ.Γ.
Σεβασμιώτατε, τήν παροῦσα ἐπιστολή δέν θά τήν κοινοποιήσω πουθενά μέχρι τῆς
ἀπαντήσεώς σας, διά νά μή δεσμευθῆτε στίς ἀποφάσεις πού θά πάρετε, οὔτε φυσικά
καί ἐκ τῶν ὑστέρων, ἄν εἶναι ἀρνητική ἡ ἀπάντησί σας.
________________________________
Συνημμένα σᾶς ἀποστέλλω:
1.
Τήν ὑπ’ ἀριθμ. 4/94 πράξι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ
Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀμπελακίων, μέ τήν ὁποία ἀνέλαβα ἐφημεριακά καθήκοντα στό
ἐξωκκλῆσι τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ Ἀμπελακίων.
2.
Τήν ἀπό 23.09.1999 ἐπιστολή μου πρός τόν Ἐπίσκοπο Λαρίσης κ. Ἰγνάτιο,
τήν ὁποία κοινοποίησα μεταξύ ἄλλων καί πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, διά τῆς ὁποίας γνωστοποίησα δημοσίως τήν ἀμετάκλητο ἀπόφασί μου, ὅπως
διά τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου, νά μή συμμετέχω στήν αἵρεσι τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ.
3.
Τήν ὑπ’ ἀριθμ. 11/37/6.06.2005 κλήσι ἐμοῦ ὡς κατηγορουμένου ἐνώπιον τοῦ
Ἐπισκοπικοῦ Δικαστηρίου Λαρίσης, στήν ὁποία περιλαμβάνονται τά εἰς ἐμένα
ἀποδοθέντα παραπτώματα.
4.
Τό ἀπό 1.03.2005 Ἀπολογητικό Ὑπόμνημά μου δυνάμει τοῦ ὁποίου στήν
προανακριτική ἐξέτασί μου ἀρνοῦμαι τήν βασιμότητα τῶν ἀποδοθέντων παραπτωμάτων.
5.
Τό ἀπό 2.09.2005 Ὑπόμνημά μου πρός τό Ἐπισκοπικό Δικαστήριο τῆς
Μητροπόλεως Λαρίσης.
6.
Τό ἀπό 6.06.2007 Ἀπολογητικό Ὑπόμνημά μου ἐνώπιον τοῦ Δευτεροβαθμίου
Συνοδικοῦ Δικαστηρίου.
7.
Τό ἀπό 18.04.2007 ἐνώπιον τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου
αἴτημά μου περί Ὁμολογίας Πίστεως τῶν μελῶν - Ἐπισκόπων τοῦ Δικαστηρίου.
8.
Τό ἀπό 9.05.2007 ἔγγραφό μου ἐνώπιον τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ
Δικαστηρίου, τό ἀναφερόμενο σέ σχετικό φωτογραφικό ὑλικό, στό ὁποῖο ἐμφαίνονται
Ἐπίσκοποι–μέλη τοῦ Δικαστηρίου συμπροσευχόμενοι καί ἐπισκεπτόμενοι τόν Πάπα.
9.
Τήν ἀπό 11.11.2008 Αἴτησι ἀκυρώσεώς μου ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου τῆς
Ἐπικρατείας (Ἀνωτάτου Δικαστηρίου τῆς Ἑλλάδος) καί τούς ἀπό 2.11.2009 ἐνώπιον
τοῦ ἰδίου Δικαστηρίου προσθέτους λόγους ἀκυρώσεως καί τήν ὑπ’ ἀριθμ. 21/2007
προσβαλλομένη ἀπόφασι.
10.
Τήν ὑπ’ ἀριθμ. 3824/2012 ἀπόφασι τοῦ Δ΄Τμήματος τοῦ Συμβουλίου τῆς
Ἐπικρατείας, δυνάμει τῆς ὁποίας τό ἐν λόγῳ Δικαστήριο ἐθεώρησε ἀπαράδεκτη τήν
Αἴτησι ἀκυρώσεώς μου γιά τόν λόγο ὅτι ἡ καθαίρεσι ἔχει ἀμιγῶς πνευματικό
χαρακτῆρα καί ὡς ἐκ τούτου τό Δικαστήριο δέν ἐξέτασε τήν Αἴτησι ἀκυρώσεώς μου.
11.
Ὀπτικοακουστικό ὑλικό τῆς δίκης εἰς τό Συνοδικό Δικαστήριο.