Αποφάσισα να γράψω ένα κείμενο. Και να το γεμίσω με τις σκέψεις μου, τις καλύτερες και τις καθαρότερες σκέψεις μου.
Το έγραψα. Βγήκε 1.500 λέξεις.
Αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να αφαιρέσω τα σημεία που είναι politically incorrect – μπορεί κάποιος να θιγόταν από αυτά που έγραφα. Έτσι, έμειναν 1.346 λέξεις.
Μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να σβήσω και τα σημεία που αναφέρονταν σε δικές μου μνήμες και συναισθήματα – ποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει κάτι τόσο προσωπικό; Έτσι, έμειναν 1.206 λέξεις.
Όμως μετά σκέφτηκα ότι πρέπει να σβήσω και τα κομμάτια που μπορεί να πρόδιδαν ποιος είμαι ή πού μένω – δεν είναι αυτή εποχή να ρισκάρεις με κάτι τέτοια. Έτσι, έμειναν 1.083 λέξεις.
Αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να διαγράψω οποιαδήποτε πολιτική αναφορά – αλλιώς θα μπορούσαν να με κατηγορήσουν ότι ανήκω σε κάποιον πολιτικό χώρο και δεν είμαι αντικειμενικός. Έτσι, έμειναν 828 λέξεις.
Και μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να σβήσω και τις σκέψεις μου που είχαν να κάνουν με τη θρησκεία – τι μπορεί να ξέρει ένας θνητός για το Θεό; Έτσι, έμειναν 681 λέξεις.
Όμως μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν τίμιο να σβήσω και τις σκέψεις που δεν ήταν εντελώς δικές μου, αλλά τις είχα εμπνευστεί από άλλους – δεν είχε νόημα αν δεν τις είχα σκεφτεί εγώ πρώτος. Εκεί έγινε σφαγή, έμειναν μόνο 274 λέξεις.
Και μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να διαγράψω όλες εκείνες τις λέξεις και τις φράσεις που πίστευα ότι δεν είχα επεξεργαστεί σωστά – θα μπορούσα να τις ξανασκεφτώ και να επανέλθω αργότερα. Έτσι, έμειναν 72 λέξεις.
Αλλά βέβαια μετά σκέφτηκα ότι ήταν απαραίτητο να διαγράψω οτιδήποτε δεν έβγαζε νόημα – αν δεν έβγαζα εγώ νόημα, δε θα έβγαζε κανένας. Και αφού είχαν μείνει μόνο κάτι σκόρπιες αντωνυμίες και άρθρα, δεν έμεινε καμία λέξη.
Έμειναν μόνο οι σκέψεις, καταδικασμένες σε ισόβια δεσμά, με μόνη ελπίδα να τις απελευθερώσουν πρόωρα λόγω καλής διαγωγής.
Ίσως, κάποτε.
Το έγραψα. Βγήκε 1.500 λέξεις.
Αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να αφαιρέσω τα σημεία που είναι politically incorrect – μπορεί κάποιος να θιγόταν από αυτά που έγραφα. Έτσι, έμειναν 1.346 λέξεις.
Μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να σβήσω και τα σημεία που αναφέρονταν σε δικές μου μνήμες και συναισθήματα – ποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει κάτι τόσο προσωπικό; Έτσι, έμειναν 1.206 λέξεις.
Όμως μετά σκέφτηκα ότι πρέπει να σβήσω και τα κομμάτια που μπορεί να πρόδιδαν ποιος είμαι ή πού μένω – δεν είναι αυτή εποχή να ρισκάρεις με κάτι τέτοια. Έτσι, έμειναν 1.083 λέξεις.
Αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να διαγράψω οποιαδήποτε πολιτική αναφορά – αλλιώς θα μπορούσαν να με κατηγορήσουν ότι ανήκω σε κάποιον πολιτικό χώρο και δεν είμαι αντικειμενικός. Έτσι, έμειναν 828 λέξεις.
Και μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να σβήσω και τις σκέψεις μου που είχαν να κάνουν με τη θρησκεία – τι μπορεί να ξέρει ένας θνητός για το Θεό; Έτσι, έμειναν 681 λέξεις.
Όμως μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν τίμιο να σβήσω και τις σκέψεις που δεν ήταν εντελώς δικές μου, αλλά τις είχα εμπνευστεί από άλλους – δεν είχε νόημα αν δεν τις είχα σκεφτεί εγώ πρώτος. Εκεί έγινε σφαγή, έμειναν μόνο 274 λέξεις.
Και μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να διαγράψω όλες εκείνες τις λέξεις και τις φράσεις που πίστευα ότι δεν είχα επεξεργαστεί σωστά – θα μπορούσα να τις ξανασκεφτώ και να επανέλθω αργότερα. Έτσι, έμειναν 72 λέξεις.
Αλλά βέβαια μετά σκέφτηκα ότι ήταν απαραίτητο να διαγράψω οτιδήποτε δεν έβγαζε νόημα – αν δεν έβγαζα εγώ νόημα, δε θα έβγαζε κανένας. Και αφού είχαν μείνει μόνο κάτι σκόρπιες αντωνυμίες και άρθρα, δεν έμεινε καμία λέξη.
Έμειναν μόνο οι σκέψεις, καταδικασμένες σε ισόβια δεσμά, με μόνη ελπίδα να τις απελευθερώσουν πρόωρα λόγω καλής διαγωγής.
Ίσως, κάποτε.