Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Περί Εθνομάρτυρος ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ. Η Απάντηση του π. Ευθύμιου Τρικαμηνά προς κ. Κ. Νούση





«...θά προσκαλέσω τόν κ. Νούση καί οονδήποτε λλον νά καταθέσουν καί ατοί νάλογα στοιχεα σχετικά μέ τήν προσωπικότητα το Χρυσοστόμου Σμύρνης, τά ποα νά συνηγορον πέρ τς γιότητός του νά διαψεύδουν τά δικά μας.
Διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ νομίζω θά ἀποδειχθῆ, ἄν ἐμεῖς εἴμεθα ἁγιομάχοι ἤ αὐτοί εἶναι ὑπερασπιστές καί  νεοεποχιτῶν ἁγίων, φτιαγμένων στά μέτρα τῶν Μασόνων καί τῶν Οἰκουμενιστῶν μέ τελικό σκοπό τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου» (π. Εθ. Τρικαμηνς)
 
πειδή μοῦ ἀπεστάλη σέ φωτοαντίγραφο ἕνα δημοσίευμα ἀπό τό ἱστολόγιο «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ» γραμμένο ἀπό τόν θεολόγο κ. Κώστα Νούση, σχετικά μέ τήν ἁγιότητα τοῦ ἐθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης, ἐθεώρησα ἀναγκαῖο νά ἀπαντήσω, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἔχω μελετήσει ἐπισταμένως τόν ἐν λόγῳ ἐθνομάρτυρα, ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγιοποιήσεώς του καί θεωρῶ ὅτι ἡ ἁγιοποίησις αὐτή εἶναι μοναδική, πρωτάκουστη, ἀσυμβίβαστη κατά πάντα μέ ὅλο τό Ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο, καί ἀπολύτως προσαρμοσμένη στίς ἀπαιτήσεις καί κατευθύνσεις τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τοῦ Ἀντιχρίστου.
Θά προσπαθήσω λοιπόν, προκειμένου νά δοθῆ ἡ κατά τό δυνατόν ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῆς προσωπικότητος τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, νά μήν καταπιαστῶ μέ τήν φιλολογία καί τίς θεωρίες τοῦ κ. Κ. Νούση, διότι αὐτά ἔχουν ἀποδειχθῆ ὅτι παραποιοῦν τήν ἀλήθεια, ἀποπροσανατολίζουν καί ὁδηγοῦν εἰς ἕνα λαβύρινθο ἀτερμόνων συζητήσεων εἰς τίς ὁποῖες τελικῶς δέν ἐξάγεται συμπέρασμα ἤ ἕκαστος ἐξάγει τά συμπεράσματα πού τόν ἐξυπηρετοῦν.
Διά τόν λόγον αὐτόν θά παρουσιάσω περιληπτικά τά «πιστεύω» τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, τήν ἰδεολογία του καί τήν ὅλη πορεία τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ὥστε νά ἀποδειχθῆ, κατά τόν πλέον ἀνάγλυφον καί πειστικόν τρόπο, ὁ σκοπός τῆς ἁγιοποιήσεως καί ἡ ἐκ διαμέτρου εἰκόνα του μέ τούς ὄντως Ἁγίους. Τελικῶς θά προσκαλέσω τόν κ. Νούση καί οἱονδήποτε ἄλλον νά καταθέσουν καί αὐτοί ἀνάλογα στοιχεῖα σχετικά μέ τήν προσωπικότητα τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, τά ὁποῖα νά συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς ἁγιότητός του ἤ νά διαψεύδουν τά ἰδικά μας.
        Διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ νομίζω θά ἀποδειχθῆ, ἄν ἐμεῖς εἴμεθα ἁγιομάχοι ἤ αὐτοί εἶναι ὑπερασπιστές καί ὑπασπιστές νεοεποχιτῶν ἁγίων, φτιαγμένων στά μέτρα τῶν Μασόνων καί τῶν Οἰκουμενιστῶν μέ τελικό σκοπό τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
        Ἐξ’ ἀρχῆς ἀναφέρω ὅτι δι’ αὐτά τά ὁποῖα θά καταθέσω ὡς στοιχεῖα, ἔχω καί τά ἀνάλογα κείμενα τά ὁποῖα πιστοποιοῦν τά συμπεράσματα καί τούς χαρακτηρισμούς μας. Αὐτά τά κείμενα εἶναι ἀποκλειστικά ἀπό τούς βιογράφους του, ἀπό τίς ἐπιστολές του καί τά συγγράμματά του. Δηλώνω δέ ἐκ τῶν προτέρων ὅτι, ἄν ἐν τέλει εὑρεθῆ στό ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο, ἕνας μόνον ἅγιος, ὁ ὁποῖος νά εἶχε ὄχι ὅλα αὐτά «τά πιστεύω» καί τά γνωρίσματα, ἀλλά ἔστω δύο ἤ τρία ἀπό αὐτά, ἐγώ θά ἀναιρέσω ὅλα τά γραφόμενά μου καί θά ὑποταχθῶ εἰς τήν ἀπόφασι τῆς ἁγιοκατατάξεώς του.
        Ἡ εἰκόνα λοιπόν καί ἡ προσωπικότης τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης ἦταν ἡ ἑξῆς:
        1. Εἰς τά θέματα τῆς πίστεως ἐναυάγησε πλήρως καί ὁλοσχερῶς σέ σημεῖο πού μελετώντας τά κείμενά του, στίς μεγάλες Βιβλιοθῆκες νά μήν μπορῶ νά εὕρω μία ὀρθόδοξο φράσι, τήν ὁποία νά ἐξεστόμισε ὡς Ἐπίσκοπος ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ἀπεναντίας εἶναι διάχυτη ἡ ἀφοσίωσίς του εἰς τό ἀρχαῖο ἑλληνικό πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς Δύσεως, τό πνεῦμα τῶν πάσης φύσεως αἱρετικῶν καί εἰς τήν ἐκκοσμίκευσι. Ὡς Ἀρχιδιάκονος συνέγραψε ὀρθόδοξα συγγράμματα, ἀλλά ὡς Ἐπίσκοπος ἄλλαξε πλήρως γραμμή καί συνταυτίσθηκε μέ ὅλες τίς αἱρέσεις. Τήν ἀλλαγή αὐτή τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης τήν ἀναφέρουν οἱ σύγχρονοι βιογράφοι του.
        Ἐξίσωνε τήν Ὀρθοδοξία μέ ὅλες τίς προτεσταντικές αἱρέσεις καί εἰδικά μέ τούς Ἀγγλικανούς καί Ἐπισκοπιανούς τῆς Ἀμερικῆς. Ἡ Ἐκκλησία σύμφωνα μέ τίς ἐκφράσεις του ἦτο «τό οἰκτρόν θέαμα οἰκίας διῃρημένης καθ' ἑαυτήν καί βασιλείας μεμερισμένης καί βαινούσης εἰς προφανῆ ἐρήμωσιν καί καταστροφήν».
        Ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἐπίστευε εἰς τήν θεωρία τῶν κλάδων καί συγκατέλεγε μετά τῶν Ὀρθοδόξων «τάς Ὑπάτας ἐκκλησιαστικάς Κορυφάς τῶν διαφόρων μεγάλων τοῦ κορμοῦ τῆς Χριστιανοσύνης δένδρου κλάδων, ἀπό τοῦ Πάπα καί τοῦ Κανταβρυγίας ἤ τοῦ Πριμάτου τῆς Ἀμερικῆς ἤ τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Σκωτικῆς Πρεσβυτεριανῆς Ἐκκλησίας τῆς Σουηδίας, τῆς Ἑλβετίας καί αὐτῆς τῆς Λουθηρανικῆς Γερμανίας».
        Ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν θά ἔπρεπε νά γίνη μέ βάσι ὄχι τήν πίστι, ἀλλά τήν ἀγάπη. Ἡ πίστις καί τά δόγματα, ἔλεγε ὅτι μᾶς διαχωρίζουν, ἐνῶ ἡ ἀγάπη μᾶς ἑνώνει. Εἶχε πλήρη ἀπαξίωσι διά τήν πίστι καί ποτέ δέν τήν προέβαλε ὡς μοναδική ὁδό σωτηρίας.
        Σέ ἐπικήδειο λόγο του κατά τήν κηδεία Ἀγγλικανοῦ «Ἐπισκόπου», (ἀφοῦ ἐν πρώτοις ἐξῆρε τήν προσωπικότητά του), ἐγκωμίασε τά μυστήρια τῶν Ἀγγλικανῶν ὡς ἔγκυρα καί σωστικά, τούς Ἀγγλικανούς Ἐπισκόπους ὡς θεοσεβεῖς, ὁσίους καί ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, τήν Ἀγγλικανική συναγωγή δέ ὡς ἀδελφή Ἐκκλησία. Στό τέλος τοῦ λόγου του εὐχήθηκε νά δώση ὁ Θεός καί ἄλλους τέτοιους Ἀγγλικανούς Ἐπισκόπους σάν τόν ἀποθανόντα.
    Σέ ἐπιστολές του διεκήρυττε ὅτι οἱ Προτεστάντες Ἐπισκοπιανοί καί Ἀγγλικανοί εἶναι ἀρχέγονες Ἐκκλησίες, ἡ πίστις των τελεία καί ἰδία μέ τήν πίστι τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ δέ παράδοσίς των συμπίπτει καί συνταυτίζεται μέ αὐτή τῶν Ὀρθοδόξων· οἱ Ἀγγλικανοί καί Ἐπισκοπιανοί δέ, προσέρχονται πρός τούς Ὀρθοδόξους μέ ἀνοικτές ἀγκάλες ὡς καλοί Σαμαρεῖτες καί εἶναι θέλημα Θεοῦ νά βασίσωμε τήν ὁδό τῆς ἀγάπης πού ἐχάραξαν αὐτοί.
       Ἔθετε τήν ἀγάπη πάνω ἀπό τήν πίστι καί τά δόγματα καί ἐδίδασκε ὅτι αὐτή μόνον δέν θα καταλυθῆ, παρερμηνεύοντας τά λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου (Α΄ Κορινθ. 13,8-13).
     Οἱ Ἐπισκοπιανοί τῆς Ἀμερικῆς, ἔλεγε ἐπίσης, εἶναι ἀληθεῖς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων καί ἦλθαν ἀπό μακράν νά κατηχήσουν τούς Ὀρθοδόξους εἰς ἐπικοινωνία καί ἑνότητα. Οἱ Ἀγγλικανοί εἶναι καί αὐτοί κανονικοί Ἐπίσκοποι. Ἐκήρυττε ὅτι ὁ ἀρχιποίμην Χριστός θά συναθροίση ὅλα τά διασκορπισμένα εἰς διαφόρους Ἐκκλησίας πρόβατά Του εἰς μίαν αὐλήν, τήν Οἰκουμενική Ἐκκλησία.
   Ὑπεδέχετο, στόν Μητροπολιτικό ναό τῆς ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Σμύρνης, τούς Προτεστάντες Ἐπισκόπους, συμπροσηύχετο μέ αὐτούς, τούς προσφωνοῦσε καί τούς ἐγκωμίαζε ὡς Ὀρθοδόξους, τούς ἐπέτρεπε νά κάνουν κήρυγμα στό ποίμνιό του καθώς καί νά τό εὐλογοῦν.
       Διεκήρυττε ὅτι ἤδη πραγματοποιεῖται μία μεγάλη καί εὐλογημένη ζύμωσις «τῶν ἰδεῶν καί αἰσθημάτων πρός συνεννόησιν καί ἕνωσιν τῶν πνευμάτων καί καρδιῶν τῶν Ἀρχηγῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, ζυμώσεως τῆς ὁποίας οἱ ἀγλαοί καρποί δέν θά βραδύνωσι νά ἐκδηλωθῶσιν ὄχι πλέον ἐν λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἔργοις Χριστιανικῆς ἀγάπης καί συνεργασίας μεταξύ τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν λαῶν».
        Θεωροῦσε τόν Πάπα κανονικό Ἐπίσκοπο μέ Ὑπάτη Ἀρχιερατεία καί ἐν Χριστῷ ἀδελφό.
        Ὑπέβαλε ἐκτενῆ ἀναφορά στό Πατριαρχεῖο τήν ὁποία ἐπιγράφει «Ὁ Μύχιός μου πόθος καί τό ὀνειροπολούμενο παρ’ ἐμοῦ ἐκκλησιαστικό πρόγραμμα». Εἰς αὐτό ἀποκαλύπτει ὅλο τόν ἐσωτερικό του κόσμο, τούς πόθους καί τή διάθεσί του, τά ὁποῖα περιληπτικά εἶναι τά ἑξῆς:
        Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά συμπορεύεται μέ τό πνεῦμα τῆς ἐπιστήμης καί τούς κοινωνικούς καί πολιτειακούς θεσμούς. Οἱ ἀκολουθίες πρέπει νά συντομευθοῦν, τά ἐκκλησιαστικά βιβλία πρέπει νά ἀναθεωρηθοῦν καί νά καθαρθοῦν, ἡ ἐκκλησιαστική μουσική καί ἡ ζωγραφική (ἁγιογραφία) νά βελτιωθοῦν καί ἐξελιχθοῦν, ἡ Ἐκκλησία νά πρωτοστατῆ σέ κάθε προοδευτική κίνησι, ὁ βίος τῶν Χριστιανῶν νά ρυθμίζεται μέ τίς τάσεις τῆς ἐπιστήμης. Ἀπαραίτητη ἡ τοποθέτησις καθισμάτων στούς ναούς, οἱ πολυάριθμες ἐκκλησιαστικές ἀργίες πρέπει νά καταργηθοῦν, οἱ νηστεῖες νά περιορισθοῦν καί νά ρυθμισθοῦν κατά τό πρότυπο τῶν Ἁρμενίων. Πρέπει νά γίνη ἕνωσις μέ τούς αἱρετικούς, οἱ θεολόγοι πρέπει νά μορφώνονται στά πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης. Πρέπει νά πνεύση στήν Ἐκκλησία νέο πνεῦμα θεολογικό, ἐπιστημονικό καί πρακτικό, νά καταργηθοῦν οἱ φραγμοί πού χωρίζουν τούς ἀνθρώπους, ἡ Ἐκκλησία νά συμβαδίση μέ τίς νέες ἀντιλήψεις καί ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς. Οἱ κληρικοί πρέπει νά ἀποβάλλουν τό ράσο καί τήν κόμη. Πρέπει νά ὑπάρχη ἀγάπη στό σῶμα καί στό κάλλος κατά τό πρότυπο τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Νά τεθῆ τέλος κατάργησις τῆς ἀγαμίας τῶν κληρικῶν καί νά ἀπαξιωθῆ ὁ μοναχισμός.
Στή θεολογική σχολή τῆς Χάλκης πρέπει νά διδάσκωνται πέραν τῶν θεολογικῶν μαθημάτων καί βιοτεχνικά μαθήματα καί ἰδίως πρακτική ἰατρική, ἐφηρμοσμένη χημεία, γεωπονία, φωτογραφία, κηπουρική, γυμναστική, ἀνατομική φυσιολογία, γεωλογία, ἰχνογραφία κλπ.
   Τό φυλλάδιο τῆς Μητροπόλεως Σμύρνης «Ἱερός Πολύκαρπος», ἐκδοθέν ὑπό τοῦ Χρ. Σμύρνης, ἦτο ὄργανο Οἰκουμενισμοῦ καί προπαγάνδας ὑπέρ τῶν αἱρετικῶν, ἐκθείαζε εὐκαίρως ἀκαίρως τούς αἱρετικούς, ἐδημοσίευε ὁμιλίες των πού ἐγίνοντο στήν Σμύρνη, ὑπερτόνιζε τήν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἔγινε αἰτία ἀντιδράσεως τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐγγράφως κατέκριναν τά δημοσιεύματά του καί τήν γραμμή του.
    Στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ Χρ. Σμύρνης δέν ἀνέφερε τίποτε πνευματικό καί ὀρθόδοξο, ἀλλά ἀντιθέτως ὡμίλη γιά τήν ἵδρυσι νέων σχολῶν, ἐμπορικῶν, βιομηχανικῶν καί τεχνικῶν, ἀνέφερε ὅτι ἔπρεπε νά δημιουργηθοῦν ἄνθρωποι μέ ὡραῖα καί πλαστικά σώματα, χαλιβδύνους μύωνες, ὑγιεῖς χωρίς ἀσθένειες κλπ. Προέτρεψε νά ἔχωμε ἀγάπη πρός τήν φύσι, ἔρωτα στόν χορό καί στήν γυμναστική, λατρεία στά δάση καί τά λουλούδια, ἐκήρυξε τόν ἀνθρωπισμό μέ πρότυπο τή Δύσι, ἀνέφερε ὅτι ἡ ἀληθινή ἐλεημοσύνη εἶναι αὐτή, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἰς οὐδένα χρεωστεῖ, παρά μόνο στόν ἑαυτόν του, δι’ αὐτό πρέπει νά φροντίζη ἀπό μόνος του διά τήν ἰατρική του περίθαλψι, τήν ἀσφαλιστική του κάλυψι κλπ. Τέλος ὡμολόγη ὅτι θά ἦτο εὐτυχής, ἄν ὅλα αὐτά μποροῦσαν νά πραγματοποιηθοῦν. Ὑπεστήριζε ὅτι ἡ προσπάθεια σωματικῆς καί κοινωνικῆς βελτιώσεως εἶναι κληρονομιά τῶν προγόνων μας (προφανῶς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων). Ἀνέφερε ἀκόμη ὅτι γεννήθηκε σέ ἕνα λαμπρό ἀστερισμό (ζώδιο) καί δι’ αὐτό τόν λόγο ἔφθασε εἰς τό νά ἀναβιβασθῆ στόν λαμπρό καί ἔνδοξο θρόνο τῆς Σμύρνης.
        Ἀλλά καί στόν δεύτερο ἐνθρονιστήριο λόγο του μετά τήν τετραετῆ ἐξορία του πάλι δέν ἀναφέρει τίποτε πνευματικό καί ἐποικομοδομητικό γιά τό ποίμνιό του. Ἀντιθέτως κατηγορεῖ τούς Τούρκους γιά τίς βαρβαρότητές των, δηλώνει ὅτι ἦλθε ὁ καιρός νά ἐκπληρωθοῦν οἱ προφητεῖες, ὅτι ἔρχεται μία νέα ἐποχή, ὅτι οἱ δημιουργοί τοῦ νέου κόσμου εἶναι οἱ προφῆτες τοῦ ἀνθρωπισμοῦ Οὐΐλσων, Λόϋδ Τζώρτζ, Κλεμανσώ καί Ἐλευθέριος Βενιζέλος,  κι ὅτι αὐτός ὁ νέος κόσμος  θά εἶναι οὐράνιος καί θεϊκός, τά δέ λόγια καί τίς ἀπατηλές ὑποσχέσεις καί τά ψέματα τῶν Εὐρωπαίων τά παραβάλλει μέ τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.
     Ἔκανε στόν Μητροπολιτικό ναό τῆς ἁγ. Φωτεινῆς δοξολογία ἐπί τῇ διασώσει τοῦ Κλεμανσώ, τόν ὁποῖο ἀποθέωσε κυριολεκτικά στήν ὁμιλία του, ὡς λάτρι τῆς δόξης τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἀνέφερε τά λόγια του, ὅτι οἱ ἀνώτεροι Ἕλληνες θά συνεχίσουν τό μέγα ἔργο τοῦ πολιτισμοῦ, διότι ἡ Ἑλλάς εἶναι προορισμένη δι’ αὐτό ἀπό τούς Θεούς τοῦ Ὀλύμπου, ζητωκραύγαζε δέ μέσα στό ναό, στό τέλος τῆς ὁμιλίας του, τόν Κλεμανσώ.
        Σέ ἐπιστολή του, δύο περίπου μῆνες πρό τοῦ θανάτου του, ἔλεγε ὅτι ἐθεωροῦσε εὐτυχία τό νά ἔχη κάποιος ὑγεία, τροφάς, σκεπάσματα καί τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό σχολεῖα.
   Ἐπρότεινε στά κοινοτικά σωματεῖα, ὡς δεῖγμα εὐγνωμοσύνης, νά στηθοῦν τρεῖς ἀνδριάντες στή Σμύρνη, τοῦ Ὁμήρου, τοῦ ἁγ. Πολύκαρπου καί τοῦ Βενιζέλου, διά νά δείξουν τούς τρεῖς σταθμούς τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Σμύρνης, διότι οἱ τρεῖς αὐτοί ἄντρες εἶναι οἱ ἐλευθερωτές τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως ἀπό τά δεσμά τῆς δουλείας καί τοῦ σκότους.
    Εἶχε εἰδωλολατρικές καί πανθεϊστικές ἀντιλήψεις, ἀναφέρετο πάντοτε στούς ἀρχαίους Ἕλληνες καί οὐδέποτε στούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφραζόταν δέ συχνά σέ γραπτά του κείμενα μέ τίς ἐκφράσεις «ὦ Θεοί, ὁ θεῖος Ὅμηρος, ἡ θεά Νίκη κλπ».
        Παρερμήνευε τήν ἀποκάλυψι καί εἰδικά τόν ἀριθμό 666 καί τόν ἑρμήνευε, σύμφωνα μέ τούς συγχρόνους του, ταχυδακτυλουργικά μέ τήν λέξι «Λατίνος» γραμμένη μέ «ει».
        Ἔβριζε σέ ἐπιστολές του κάποιους μέ τέτοιες λέξεις, τίς ὁποῖες ἐντρέπονται νά ἀναφέρουν ἀκόμη καί οἱ βιογράφοι του καί σημειώνουν ἀντί τῆς ἐκφράσεώς του τό «ὑβριστική λέξις».
      Ὁ Ἀρχιδιάκονός του,  Βασίλειος  Παπαδόπουλος, ἔγραψε ἕνα αἱρετικό βιβλίο, πνευματιστικοῦ περιεχομένου μέ τίτλο «Ψυχικαί Μελέται – Μελέτη πρώτη – εἴδωλα ζώντων», τό ὁποῖο στήν πρώτη σελίδα ἔχει ἀφιέρωσι πρός τόν Χρ. Σμύρνης. Αὐτόν ὁ Χρ. Σμύρνης εἰσηγήθηκε μέ ἐπιστολή του στόν Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη νά τόν κάνη Ἐπίσκοπο, πρᾶγμα τό ὁποῖο καί ἔγινε. Ἀξίζει νά σημειωθῆ ὅτι μεταξύ τῶν ἐπιφανῶν Μασόνων ἀναφέρεται καί ὁ Βασίλειος Παπαδόπουλος στό βιβλίο τοῦ Μιχαήλ Φυσετζίδη «Ἐπιφανεῖς καί Διάσημοι Ἕλληνες Ἐλευθεροτέκτονες» (τόμ. Α΄ σελ. 178). Τό αἱρετικό αὐτό βιβλίο τοῦ Ἀρχιδιακόνου του  ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριῶν καί, μάλιστα, ὁ μακαριστός ἁγιορείτης γέροντας Δανιήλ Κατουνακιώτης ἔγραψε τό 1922 εἰδική μελέτη μέ τίτλο «Ὁ Πνευματισμός ἐλεγχόμενος - ἤτοι ἀναίρεσις των «Ψυχικῶν Μελετῶν» Βασιλείου Παπαδοπούλου ἀρχιδιακόνου Σμύρνης».
     Αὐτά  περιληπτικά  ὡς πρός τήν πίστι  καί τίς ἰδεολογίες τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης.
     2.  Ὡς  πρός  τήν κατηγορία  ὅτι  ἦταν  Μασόνος, ἀναφέρομε ὅτι οἱ Μασόνοι τόν προβάλλουν καί τόν ἐκθειάζουν ὡς τόν «ἅγιο Τέκτονα», ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ λόγος πού ἔφθασε εἰς αὐτή τήν ἀρετή ἦτο ἡ Μασονία καί ὅτι ὡδήγησε πολλούς στίς μασονικές στοές. Συνηγοροῦν δέ στήν κατηγορία αὐτή, τό ὅτι οἱ ἰδέες του ἦταν πλήρως ἐνηρμονισμένες μέ τήν ἰδεολογία τῆς Μασονίας, ὅτι ποτέ δέν κατηγόρησε την Μασονία, μολονότι στήν Σμύρνη ὑπῆρχαν  τότε δέκα περίπου μασονικές στοές καί, ἐπίσης, τό ὅτι οἱ στενοί του συνεργάτες ἦταν ἐπιφανεῖς Μασόνοι καί Σεβάσμιοι τῶν Στοῶν. Οἱ συνεργάτες του αὐτοί ἦταν ὁ προαναφερθείς ἀρχιδιάκονός του Βασ. Παπαδόπουλος, ὁ δημοσιογράφος καί συγγραφεύς Σωκρ. Σολομωνίδης, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στό προμνημονευθέν περί ἐπιφανῶν Μασόνων βιβλίο ὡς «ὁ μόνιμος σύμβουλος τοῦ Μητροπολίτη Χρ. Σμύρνης», ὁ πολιτικός Δημ. Μαρσέλλος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται πάλι στό ὡς ἄνω βιβλίο ὅτι «ἀγωνίστηκε στό πλευρό τοῦ Ἐθνάρχη τοῦ Ἑλληνισμοῦ Μητροπολίτη Χρ. Σμύρνης, ὑπῆρξε στενός του συνεργάτης μαζί μέ ἄλλους Τέκτονες γιά τά ἑλληνικά δίκαια», ὁ Ἰωάννης Κωτούλας, γραμματεύς τῆς Μητροπόλεως τῆς Σμύρνης, ἱδρυτής τῆς στοᾶς «Ἰωνία» καί πρῶτος σεβάσμιος αὐτῆς, ὁ Ἀντώνης Ἀθηνογένης, δεύτερος σεβάσμιος τῆς στοᾶς «Ἰωνία» καί δεξί χέρι τοῦ Σμύρνης, μέλος της διαχειριστικής ἐπιτροπῆς τῆς θρησκευτικῆς ἀδελφότητος «Εὐσέβεια» καί τοῦ θρησκευτικοῦ περιοδικοῦ «Ἱερός Πολύκαρπος» καί ἄλλοι συγγενεῖς καί φίλοι του. Ὡς μασόνος τέλος ἀναφέρεται ὁ Χρ. Σμύρνης καί στή μασονική ἐγκυκλοπαίδεια Ν. Λάσκαρι (σελ. 5061). Οἱ κατηγορίες αὐτές ἦταν γνωστές καί στούς ἁγιοποιήσαντες τόν Χρ. Σμύρνης συνοδικούς Μητροπολίτες, ὅπως ἀναφέρει στήν εἰσήγησί του ὁ τότε Μητροπολίτης Πατρῶν Νικόδημος.
        3. Στό θέμα τῶν πατριωτικῶν του ἀγώνων πρέπει νά ἀναφέρωμε τά ἑξῆς. Ὁ Χρ. Σμύρνης χαρακτηρίζεται ἀπό τούς συγχρόνους του συγγραφεῖς καί βιογράφους του ὡς ἐθνικιστής καί πατριδολάτρης, ἦταν δέ τέτοια ἡ πατριωτική του δρᾶσις, ὥστε ὁ ἴδιος ἐκαυχᾶτο ὅτι «ὅπου πατεῖ ἐκεῖθεν ἀπελαύνεται ὁ Τοῦρκος». Ὁπλοφοροῦσε διαρκῶς καί, μάλιστα, ὅπως πάλι ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι, καί σέ καιρό εἰρήνης καί κατά τήν διάρκεια τῶν ἐκδρομῶν, κι ἀκόμη ἐθεωροῦσε τόν ἑαυτόν του πρότυπο στήν χρῆσι τῶν ὅπλων, μπροστά δέ στόν γαμπρό του Φίλιππο Καβουνίδη ἐπεδείκνυε τά προσόντα του στήν σκοποβολή, βγάζοντας κάτω ἀπό τό ράσο του τό ὅπλο του καί πετυχαίνοντας ἄριστα καί ταχύτατα τόν στόχο καί μέ τά δύο χέρια.
    Ἀντετάχθη  δριμύτατα  στήν  ἀνταλλαγή  τῶν πληθυσμῶν πού εἶχε προταθῆ, τήν ὁποία μάλιστα ἐκτός τῶν ἄλλων εἰρωνεύθηκε, ὅταν ἡ κατάστασις στή Μ. Ἀσία ἄρχισε νά μήν πηγαίνει καλά κι ἐπίσης στήν συνθηκολόγησι λίγο πρίν σπάσει τό μέτωπο στό Ἀφιόν Καρά Χισάρ, τήν ὁποία ἐδέχθησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπό τούς Εὐρωπαίους καί μᾶς ἐδίδετο δι’ αὐτῆς ἡ Ἀνατολική Θράκη.
        Ἀνελάμβανε μυστικές ἀποστολές ἀπό τήν Ἑλλάδα, ὅπως αὐτή τῆς πυρπολήσεως ἑνός τουρκικοῦ πολεμικοῦ στόν λιμένα τῆς Σμύρνης, τῆς φωτογραφήσεως ἀπορρήτου ἐγγράφου, τό ὁποῖο ὑπέβαλαν οἱ Γερμανοί καί ἔδιδαν στούς Τούρκους σχέδιο πρός ἐπικράτησι στήν Μ. Ἀσία, τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων κλπ. Λίγο πρίν δέ καταληφθῆ ἡ Μητρόπολις τῆς Σμύρνης, σύμφωνα πάντα μέ τούς βιογράφους, ἔκαψε ὅλα τά ἔγγραφα τά ὁποῖα εἶχαν σχέσι μέ τίς ἐπιχειρήσεις διά νά μήν πέσουν στά χέρια τῶν Τούρκων.
  Στρατολόγησε καί ὀργάνωσε τήν λεγομένη Μικρασιατική ἄμυνα, ἡ ὁποία εἶχε σκοπό νά ἐνισχύση τόν στρατό καί νά προστατεύση τήν περιοχή.
   Δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς βιογράφους του νά καλλιέργησε κάποια χριστιανική ἀρετή, ἀπεναντίας παρουσιάζεται ὀξύθυμος, πείσμων καί ἀνυποχώρητος, φανατικός πατριώτης, ἐνδοτικός καί ἰσοπεδωτής εἰς τά τῆς πίστεως, ὑβριστής διά χυδαίων λέξεων, φίλαθλος καί διοργανωτής ἀγώνων καί πρωταθλημάτων στούς ὁποίους ἔδινε ὁ ἴδιος πάντα τό ἐναρκτήριο λάκτισμα,  ἱδρυτής ἀθλητικῶν σωματείων καί μουσικῶν συλλόγων, φίλος κοσμικῶν θεαμάτων καί ἐκδηλώσεων, πολέμιος τοῦ μοναχισμοῦ, τίς δέ φυσικές ἀρετές πού διέθετε (θάρρος, ὀξύνοια, ἀποφασιστικότητα κλπ) τίς καλλιεργοῦσε ἀποκλειστικῶς καί μόνο πρός ἐπίλυσι τῶν πατριωτικῶν προβλημάτων.
        Ἐθυσίαζε, ὅπως ὁ ἴδιος ἀνέφερε τήν ἀρχιερωσύνη του χάριν τῆς πατρίδος καί ἐζητοῦσε ἕναν πατριωτικό σταυρό γιά νά θυσιασθῆ, ἤθελε δέ, ὅταν ἐπρόκειτο νά μετατεθῆ ἐκ Δράμας, νά μετατεθῆ σέ Μητρόπολι ἐντός τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων, διά νά πεθάνη ὑπέρ τῆς λατρευτῆς του πατρίδος ὡς ἀετός, ὅπως ἔλεγε, καί ὄχι σέ κάποιον ὀρνιθῶνα τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ ἄλλες Μητροπόλεις ἦταν διά τόν Χρυσόστομο ἁπλοί ὀρνιθῶνες!
    Δέν προέβη σέ καμμία ἐνέργεια διά νά φύγη ὁ μικρασιατικός πληθυσμός στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα καί ὅταν ἀκόμη ὅλα εἶχαν χαθῆ καί ὁ στρατός ὑποχωροῦσε, δέν ἐπίστευσε ποτέ ὅτι θά καταληφθῆ ἡ Σμύρνη ἀπό τούς Τούρκους, ἄν καί περιέγραφε τό τί θά ἐγίνετο, ἀπό ἄλλες παρόμοιες θηριωδίες τῶν Τούρκων στήν Μ. Ἀσία∙ ἤθελε νά εὑρίσκεται ἐκεῖ ὁ ἑλληνικός πληθυσμός, προφανῶς διά νά μή χαθοῦν τά δικαιώματά μας. Ὡς ἐκ τούτου μέ τόν ξέφρενο καί τυφλό πατριωτισμό του, εἶναι ἐμμέσως ὑπεύθυνος γιά τόν σφαγιασμό ὅλων τῶν Ἑλλήνων.
      Πέραν τῶν πατριωτικῶν του  ἰδεολογιῶν  ἦτο καί ἐνεργό μέλος στά κόμματα καί τίς παρατάξεις καί μάλιστα σέ σημεῖο πού νά κάνη στούς πολιτικούς τυφλή ὑπακοή, πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο ἐκαυχᾶτο καί ἀπολογεῖτο, ὅταν κατηγορήθηκε ὅτι ἐτήρησε σέ κάποια περίπτωσι ἀντίθετο στάσι ἀπό αὐτή τοῦ κόμματός του.
        Τό μαρτυρικό του τέλος ἔγινε ἀποκλειστικά καί μόνο γιά τήν πατρίδα. Χαρακτηρίστηκε ἀπό τόν στρατιωτικό διοικητή τῶν Τούρκων Νουρεντίν ὡς «ἐχθρός καί προδότης τοῦ ἔθνους των». Οἱ Τοῦρκοι τόν κατεδίκασαν διά τούς πατριωτικούς του ἀγῶνες, διότι οἱ θρησκευτικοί καί πνευματικοί ἦσαν ἀνύπαρκτοι. Δέν τοῦ ἐζητήθη νά ἀλλαξοπιστήση, οὔτε ἔκανε ὁμολογία πίστεως πρό τοῦ θανάτου του, ὅπως ἐγίνετο σέ ὅλους τούς μάρτυρες καί νεομάρτυρες. Ἡ ἀπελευθέρωσι τῆς Ἰωνίας ἀπό τόν τουρκικό ζυγό καί ἡ ἕνωσί της μέ τήν Ἑλλάδα ἦταν τό ἰδανικό γιά τό ὁποῖο πάλεψε, δέν ὑποχώρησε ποτέ στή ζωή του καί γι’ αὐτό τό ἰδανικό ἀπέθανε.
     Ἀπό τούς βιογράφους τοῦ μαρτυρικοῦ του τέλους φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Χρ. Σμύρνης προσπάθησε νά συμβιβασθῆ, νά συνδιαλλαγῆ καί κατά τό δή λεγόμενο  νά τά «βρῆ» μέ τούς Τούρκους κι ἐπειδή τά κατάφερε κατ’ ἀρχάς μέ τόν Τοῦρκο φρούραρχο Σαλῆ Ζεκῆ, ἐνόμισε ὅτι ἔτσι θά ἐγίνετο καί μέ τόν στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν. Δι’ αὐτό ἐπῆγε ὅταν αὐτός τόν ἐπροσκάλεσε, παίρνοντας μαζί του καί τούς δύο δημογέροντες, τούς ὁποίους φυσικά κι αὐτούς ἐφόνευσαν οἱ Τοῦρκοι.
       Τέλος τό ὅτι δέν ἔφυγε ὅπως τόν παρακαλοῦσαν οἱ Παπικοί, ἦταν κι αὐτό ἀποτέλεσμα τῶν πατριωτικῶν του βλέψεων καί στόχων, γεγονός βεβαίως πού ἀποδεικνύει  ὅτι εἶχε ἄριστες σχέσεις μαζί των. Ἡ παραμονή του δέ στή Σμύρνη ἦταν φυσικό νά ἐρεθίση περισσότερο τούς Τούρκους, πού τόν εὕρισκαν πάντοτε ἐμπρός των καί φυσικά νά συμπεριφερθοῦν μέ μεγαλυτέρα ἀγριότητα στόν ἑλληνικό πληθυσμό.
        Αὐτά ὡς πρός τίς πατριωτικές του δραστηριότητες.
        4. Ὡς πρός τήν ἁγιοποίησι πρέπει νά ἀναφέρωμε τά ἑξῆς: Οἱ ἁγιοποιήσαντες συνοδικοί Ἐπίσκοποι τόν Χρ. Σμύρνης δέν εἶχαν κανένα στοιχεῖο ἁγιότητος, διότι καί ἡ ζωή του ἦτο κοσμική καί ἐκκοσμικευμένη στό ἔπακρον καί ἡ πίστις του διάτρητη καί κυριολεκτικά πέραν τῆς πατρίδος δέν ἐπίστευε σέ τίποτε Ὀρθόδοξο ἀπό τήν πίστι μέχρι τούς θεσμούς καί τήν Παράδοσι, τό δέ μαρτυρικό του τέλος, ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ δημιοί του ὁμολόγησαν, ἔγινε διά τούς πατριωτικούς του ἀγῶνες, μή ὑπαρχόντων πνευματικῶν.
      Οἱ Ἐπίσκοποι ἐγνώριζον ὅλη τήν βιοτή τοῦ Χρ. Σμύρνης καθώς καί τίς κατηγορίες περί τῆς μασονικῆς του ἰδιότητος, ὅπως ὁ εἰσηγητής Νικόδημος Πατρῶν ἀνέφερε, καί δι’ αὐτό καθυστεροῦσαν τήν ἁγιοποίησι, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι παράδοσι στήν Ἐκκλησία οἱ μάρτυρες νά ἀναγνωρίζονται ἀμέσως ὡς Ἅγιοι. Στήν εἰσήγησί του ὁ Μητροπολίτης Πατρῶν Νικόδημος ἀνέφερε ὅτι ἔπρεπε νά προσπαθήσουν οἱ Ἐπίσκοποι νά πείσουν τόν λαό περί τῆς ἁγιότητός του, διότι δέν ὑπῆρχε ἡ ἀποδοχή ἐκ μέρους του. Στήν ἀκολουθία δέ, τήν ὁποία ὁ ἴδιος συνέταξε κατά προτροπή τῆς Συνόδου, ὑμνοῦνται κυρίως οἱ πατριωτικοί του ἀγῶνες καί ἀναφέρονται ὡς Ἅγιοι ὅλοι οἱ θανατωθέντες εἰς τήν Μικρασιατική καταστροφή μέχρι καί οἱ στρατιῶτες. Αὐτό βεβαίως εἶναι πρωτοφανές καί πρωτάκουστο καί δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τό Ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο.
        Μέ τήν ἁγιοποίησι τοῦ Χρ. Σμύρνης ἐγκαινιάζουν οἱ Ἐπίσκοποι μία καινούρια κατηγορία ἁγίων, τῶν λεγομένων Ἐθνικῶν ἁγίων καί τῶν Μασόνων ἁγίων καί δίδουν τό δικαίωμα καί στίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες ἀπό ἐδῶ καί εἰς τό ἑξῆς νά ἁγιοποιοῦν τόν τυχόντα κατά τά παπικά πρότυπα.
   Τέλος πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι οἱ πρῶτοι πού ἁγιοποίησαν τόν Χρυσόστομο ἀμέσως μετά τόν θάνατό του, ἦταν οἱ Προτεστάντες Ἐπισκοπιανοί τῆς Ἀμερικῆς, πρός τούς ὁποίους εἶχε δώσει γῆ καί ὕδωρ. Αὐτό, ἄν μή τί ἄλλο, θά πρέπει πολύ νά μᾶς προβληματίση γιά τό τί εἶδος ἅγιος εἶναι, αὐτός τόν ὁποῖο ἀμέσως μετά τόν θάνατό του ἁγιοποιοῦν οἱ αἱρετικοί καί ἐχθροί τῆς πίστεώς μας.
     Πρίν κλείσουμε τήν ἀναφορά μας στήν προσωπικότητα τοῦ Χρ. Σμύρνης ἀναφέρουμε ἕνα χαρακτηριστικό χωρίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τό ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέσι μέ τήν παροῦσα ἁγιοποίησι, διότι ἀκριβῶς ὁριοθετεῖ καί προσδιορίζει τό ποιός εἶναι ἅγιος: «ἀλλοτριοῦνται δέ καί οἱ ἅγιοι τῶν οἰκονόμων θεοῦ, ὅτι οὐδείς ἅγιος τόν τοῦ θεοῦ νόμον παραβέβηκεν οὐδέ παραβάς δύναται καλεῖσθαι ἅγιος» (Φατ. 39, 113,33).
        Ὡς ἐπίλογο τῶν προαναφερθέντων, προκειμένου νά κατανοήσωμε  ὅτι εἰς τά θέματα τῆς πίστεως ὁ Χρ. Σμύρνης δέν εἶχε κατά τό δή λεγόμενο ἱερό καί ὅσιο, παραθέτουμε τή δήλωσι τοῦ Καθηγητοῦ θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μετέπειτα πρυτάνεως καί ἀκαδημαϊκοῦ Λεωνίδα Φιλιππίδη, ὁ ὁποῖος διετέλεσε ἰδιαίτερος γραμματεύς στή Μητρόπολι Σμύρνης κατά τήν ἴδια περίοδο μέ τόν Χρυσόστομο: «Τό τρίτο καί σπουδαιότερο ὅραμά του, ἦταν ἡ ἕνωση ὅλων τῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν σέ μία θρησκεία καί Ἐκκλησία. Ἡ θρησκεία εἶναι μία καί μόνη, διότι ἕνας εἶναι καί ὁ Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος. Οἱ Προφῆτες καί Δάσκαλοι μπορεῖ νά εἶναι πολλοί (Χριστός, Μωάμεθ, Μωϋσῆς, Βούδας, κ.ἄ) ὅλοι ὅμως ὁμιλοῦν τήν ἴδια γλῶσσα γιά τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου, τήν ἀγάπη καί τήν ἀδελφοσύνη τῶν ἀνθρώπων».
       Τά παραπάνω τά ἐξομολογήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Φιλιππίδης στόν ἀνιψιό τοῦ Χρ. Σμύρνης, Χρυσόστομο Καλαφάτη, γιό τοῦ μεγαλυτέρου του ἀδελφοῦ Εὐγενίου, ὁ ὁποῖος ἦτο καί ἕνας ἀπό τούς βιογράφους του. (Ἴδ. περιοδ. «Ἱστορία εἰκονογραφημένη», τεῦχ. 446, Αὐγ. 2005, σελ. 17).
      
    Ἐν κατακλεῖδι ἀναφέρομε καί αὐτό πού ἀρχικῶς εἴπαμε, ὅτι δηλαδή ἄν εὑρεθῆ ἕνας, ἔστω ἕνας ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος νά ἔχη ὄχι ὅλα, ἀλλά ἔστω δύο τρία ἀπό αὐτά τά ὁποῖα χαρακτηρίζουν τόν Χρυσόστομο Σμύρνης, ἐμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι νά ἀναιρέσωμε ὅσα ἐγράψαμε καί νά ὑποταχθοῦμε στήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ὁ κ. Κ. Νούσης δέ, ὀφείλει νά παρουσιάση καί αὐτός τά ἀνάλογα στοιχεῖα, τά ὁποῖα νά πείθουν περί τῆς ἁγιότητος τοῦ Χρυσοστόμου, εἰδάλλως θά ἐγκαταλείψη καί αὐτός τόν νεόκοπο ἅγιο τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὅπως ἔκαναν μετά τήν ἁγιοποίησι οἱ συνοδικοί Ἐπίσκοποι.
     Οἱ ἐρωτήσεις πού θά τεθοῦν ἐπί τοῦ θέματος τῆς ἁγιοποιήσεως τοῦ Χρ. Σμύρνης δέν θά εἶναι φιλολογικές καί θεωρητικές ἀλλά ἐπί τῆς οὐσίας καί ὅσες ἐρωτήσεις θέσει ὁ κ. Νούσης ἤ οἱοσδήποτε ἄλλος, ἄλλες τόσες θά θέσουμε μέ τήν ἀπάντησί των καί ἐμεῖς. Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν λοιπόν κατ’ ἀρχάς ἄν ὑπάρχη κάποιος ἅγιος στό ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο μέ τά χαρακτηριστικά τοῦ νεόκοπου αὐτοῦ ἁγίου καί εἴμεθα ἕτοιμοι, νά ἀπαντήσουμε σέ ὅ,τι μᾶς ἐρωτήσουν.
28 Σεπτεμβρίου 2013    Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς