Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Οι Πατέρες διδάσκουν ομόφωνα την απομάκρυνση από τους αιρετικούς. Ο καθένας από τους συγχρόνους "πατέρες" και θεολογούντες προβάλλει το δικό του λογισμό, ως γραμμή της Εκκλησίας.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ  Η  ΠΡΑΚΤΙΚΗ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ακοινωνητοι
οσοι  κοινωνουν  με  αιρετικούς
 «ὧν τινες στοχήσαντες ξετράπησαν ες ματαιολογίαν, θέλοντες εναι νομοδιδάσκαλοι, μ νοοντες μήτε λέγουσι μήτε περ τίνων διαβεβαιονται» (Α΄Τιμ. 1, 7).
Πριν 5 χρόνια η Ι. Μονή Οσ. Γρηγορίου Αγ. Όρους εξέδωσε ένα αξιόλογο βιβλίο με τίτλο: «Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας», με πρόλογο του Καθηγουμένου π. Γεωργίου Καψάνη.
Στις σελίδες αυτού του βιβλίου βρίσκει κανείς την ιστορία αγίων μοναχών, που υβρίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν, επειδή υπερασπίστηκαν την Ορθόδοξη πίστη, όχι μόνο ενώπιον των ετερόδοξων, μα και ενώπιον των  “ορθοδόξων” μεν, φιλοπαπικών και λατινόφρονων οικουμενιστών δε!
Όσοι έχουν την πνευματική διάκριση ας εκτιμήσουν πόσο παράλληλοι είναι οι καιροί∙ ας παραλληλίσουν συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, αν μάλιστα είναι γνώστες κάποιων σύγχρονων πιέσεων και διώξεων, που προδικάζουν τι πρόκειται να επακολουθήσει. Τότε θα δουν πως οι ομοιότητες είναι υπαρκτές και ψηλαφήσιμες.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, μετά την Ένωση των «εκκλησιών» στη Φερράρα, και ενώ οι εκκλησιαστικοί ηγέτες, Πατριάρχες και Επίσκοποι, ακολουθούσαν την απόφαση της Συνόδου Φερράρας, και δεν είχε ακόμα συγκληθεί κάποια Οικουμενική Σύνοδος, έκανε ανυπακοή στους Επισκόπους και το αυτό δίδασκε και στους πιστούς· έγραφε στον ιερομόναχο Θεοφάνη:
«Όμως ο αγών δεν είναι πλέον στα λόγια, αλλά στα έργα. Ούτε είναι καιρός για ρητά και έγγραφες αποδείξεις (τι θα ωφελούσαν άλλωστε σε τέτοιους διεφθαρμένους κριτές;) Αντιθέτως όσοι αγαπούν το Θεό, πρέπει να έχουν ετοιμασθούν να πολεμήσουν μαζί τους στα έργα. Επίσης, να είναι έτοιμοι να υποφέρουν κάθε κίνδυνο για την ευσέβεια και για τον αγώνα να μη μολυνθούν από την κοινωνία με τους ασεβείς» (Οι αγώνες των μοναχών…, Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγ. Όρους, σελ. 297).
Ο αγ. Θεόδ. ο Στουδίτης «ως ακριβής τηρητής των ι. Κανόνων… απέφευγε μέχρι θανάτου την εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς και το μνημόσυνο των αιρετικών επισκόπων. Πίστευε και εκήρυττε, ότι η μνημόνευση και μόνο του αιρετικού επισκόπου αποτελεί “μολυσμόν” και στερεί την Ορθοδοξία σ’ αυτόν που τον μνημονεύει, ενώ η εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς μας χωρίζει παντελώς από τον Χριστό. Επίσης ότι, κατά τον ι. Χρυσόστομο, όχι μόνο οι αιρετικοί, αλλά και όσοι κοινωνούν μαζί τους είναι εχθροί του Θεού, ενώ, κατά τον Μ. Αθανάσιο, πρέπει να αποφεύγουμε όχι μόνο τους πρώτους, αλλά και τους δεύτερους» (στο ίδιο, σελ. 193).
Τον 14ο αιώνα, ο κανονικός πατριάρχης Καλέκας «ενέκλεισε τον Άγιο (Γρηγόριο Παλαμά) στην φυλακή των ανακτόρων «ως κακούργο». …Το 1344, ο αδίστακτος Καλέκας έφθασε στο σημείο να αναθεματίση τον Μέγα Γρηγόριο (Παλαμά)… Τον αναθεματισμό υπέγραψαν πολλοί (σ.σ. “ορθόδοξοι”  κατά τα “άλλα”) επίσκοποι…» (σελ. 267).
Ο αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όμως, θεωρούσε τον πατριάρχη Καλέκα αποκομμένο από την Εκκλησία με όσα έχει κάνει, διδάσκοντάς μας με συγκεκριμένο παράδειγμα, ποιοι αποτελούν μέλη της Εκκλησίας και ποιοι είναι αποκομμένοι απ’ αυτή, εξ αιτίας των αντικανονικών ενέργειών τους. Γράφει: «όποιος είναι αποχωρισμένος από τον Καλέκα, τότε ανήκει πράγματι στον κατάλογο των Χριστιανών και είναι ενωμένος με το Θεό κατά την ευσεβή πίστι» (στο ίδιο, σελ. 268).
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο ιερός Ιωσήφ (συγκαταλεγόταν και αυτός στους διωχθέντας). Όταν  ο πατριάρχης Καλέκας αφόρισε τον αγ. Γρηγόριο Παλαμά και τους ομόφρονές του (1344), έγραφε: Ποια είναι η Εκκλησία» που μας «έχει αποδιώξει; Η των Αποστόλων; Εμείς όμως είμαστε υποστηρικταί της και συμφωνούμε μαζί της… Επομένως δεν μας έχει αποβάλει η Αποστολική Εκκλησία…αλλά η καινοφανής Εκκλησία και τα παράδοξα δόγματα που αυτός (σ.σ. ο Καλέκας τότε, ο Βαρθολομαίος που δέχτηκαν με τιμές οι Αγιορείτες, σήμερα) συνέστησε… Αφού λοιπόν έγινες εργαστήριον κάθε ψεύδους, κάθε συκοφαντίας, οποιουδήποτε φαύλου πράγματος,… πλεονεξίας, ιεροσυλίας,… έπειτα “χειροτονείς” και τον εαυτό σου Εκκλησία… σ.σ. (Αυτά τα λέει στον ΝΟΜΙΜΟ και ΜΗ καθαιρεθέτνα πατριάρχη). Γιατί είσαστε Εκκλησία; Από το ότι δωροδοκείς; Από το ότι εξαγοράζεις τις δίκες; Από το ότι δεν κάνεις διάκριση μεταξύ των ανιέρων και των αγίων; Από ότι επιτρέπεις την είσοδο του ιερού σε όλους τους μολυσμένους και βέβηλους;… Από το ότι πωλείς την χάρι του Αγ. Πνεύματος;…
Άλλοτε πάλι χαρακτηρίζει την ψευδοεκκλησία του Καλέκα “σφαλεράν και πόρω Θεού βάλλουσαν”. (σ.σ. Χωρίς κάποια Σύνοδος να καταδικάσει τον Καλέκα και όλους τους άλλους «ορθόδοξους» που τον ακολουθούσαν). Κατά συνεπεια ο πατριάρχης “δει υποταγήναι τη Εκκλησία, ης προ ολίγου αφηνίασεν αποσκιρτήσας”.. (σ.σ. Αλήθεια, πού βρισκόταν τότε η Εκκλησία; Ας απαντήσουν όσοι μας ρωτούν για το ίδιο θέμα σήμερα, και δεν καταλαβαίνουν το Μυστήριο της Εκκλησίας). Για όλα αυτά ο ιερός Ιωσήφ συνιστούσε: “Αποκοπτέον ημάς της εκείνου κοινωνίας”. Προσέθετε δε ότι χρειάζονται πηγές δακρύων για να κλαύση κανείς το “σύντριμμα” της Εκκλησίας… και την καινοτομία της πίστεως» (σελ. 274-275).
Ο ιερός Νικηφόρος Κάλλιστος έγραφε: Όταν «πίστεως συμβαίη γίνεσθαι την διαφοράν, ου μόνον πατέρες προς παίδας (και αντίστροφα), αλλά και γυνή» προς τον σύζυγόν της, «και ανήρ προς την σύζυγον διαστασιάζουσιν (επαναστατούν)» (στο ίδιο, σελ. 276).
«Οι ανθενωτικοί απεδοκίμασαν την ένωσι…και αποσχίσθησαν από τον πατριάρχη Βέκκο και τους ομόφρονές του. Τους κατηγορούσαν ότι εξέπεσαν της ιερωσύνης και ότι τελούσαν άκυρα μυστήρια. Αυτό ήταν σύμφωνο με τους κανόνες α΄  καὶ β΄ τῆς Γ  οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι’ αυτό προέτρεπαν τους πιστούς να μη εκκλησιάζονται με τον πατριάρχη και τους ενωτικούς κληρικούς. Ο Βέκκος…εξέδωσε “πατριαρχικό αφορισμό”, κατά των σχισματικών επισκόπων» (στο ίδιο, σελ. 237).
Γράφει ο ιερός Ιωσήφ Βρυέννιος: «Ορισμένοι τόλμησαν να αναγγείλουν ότι… η ένωσις (των εκκλησιών) θα γίνη χωρίς να μετατραπή κανένα από τα έθιμα και τα δόγματα… Εισηγήθηκαν μάλιστα, ότι δεν είναι καθόλου άτοπο να μνημονεύουμε τον πάπα ως άγιο… Αυτή είναι λοιπόν η ένωση;… Με αυτόν τον τρόπο σκέπτεσθε δήθεν να ενωθήτε μαζί μας, την στιγμή που η μεν προσθήκη μένει αδιόρθωτη, όλα δε όσα προξένησε το μακροχρόνιο και επάρατο σχίσμα μένουν αμετακίνητα; Άνθρωποι, αυτό δεν είναι διόρθωσις ούτε ένωσις των Εκκλησιών. Αντιθέτως, είναι χειρότερο σχίσμα από το προηγούμενο… Διότι πως θα γίνη η ένωσις, εφόσον υφίστανται μεταξύ μας μύρια διαφορετικά φρονήματα;… Αυτό το πράγμα δεν είναι ένωσις της Εκκλησίας της Ρώμης με μας… Αντιθέτως είναι παράλογη υποταγή στον πάπα της Ρώμης…» (στο ίδιο, σελ. 288).
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός σε άλλη επιστολή του έγραφε: «Οι περισσότεροι αδελφοί, έχοντας πάρει θάρρος από την εξορία μου, ελέγχουν με αυστηρότητα τους αλιτήριους (Λατινόφρονες) και παραβάτες της ορθής πίστεως και των πατρικών θεσμών. Τους διώχνουν επίσης από παντού ως καθάρματα, χωρίς να ανέχωνται να συλλειτουργούν μαζί τους, ούτε να τους μνημονεύουν καθόλου στα Μυστήρια  ως Χριστιανούς…
Να συμβουλεύσης δε τους ιερείς του Θεού να αποφεύγουν με κάθε τρόπο την εκκλησιαστική κοινωνία με τον λατινόφρονα μητροπολίτη τους και ούτε να συλλειτουργούν μαζί του, ούτε να τον μνημονεύουν καθόλου, ούτε να τον θεωρούν αρχιερέα, αλλ’ ως μισθωτό λύκο. Επίσης να μη λειτουργούν καθόλου σε λατινικές εκκλησίες, για να μη έλθη και σε μας η οργή του Θεού που επήλθε στην Κων/πολι, εξ αιτίας των παρανομιών που έγιναν εκεί…
Να αποφεύγεται λοιπόν και εσείς, αδελφοί, την εκκλησιαστική κοινωνία με τους ακοινωνήτους και το μνημόσυνο των αμνημονεύτων. Φευκτέον αυτούς (τους λατινόφρονες) ως φεύγει τις από όφεως» (στο ίδιο, σελ. 297-298).
Το 1452 ο Γεννάδιος προσκλήθηκε στο παλάτι «μαζί με πολλούς εκκλησιαστικούς άνδρες για να συσκεφθούν περί της ενώσεως. Ο Γεννάδιος αρνήθηκε να προσέλθη και τους δήλωσε δι’ επιστολής τα εξής: “…Εάν η σύναξη αυτή γίνεται για να ληφθή η συγκατάθεσις των εκκλησιαστικών για την ένωσι που έκανε ήδη η πολιτεία -αλίμονο! Αυτό είναι χωρισμός από το Θεό- τότε αφήστε με, μη με πειράζεται… Όποιος θα μνημονεύση τον πάπα η θα έχη εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς που τον μνημονεύουν η θα συμβουλεύση …κάποιον να μνημονεύση, θα τον θεωρήσω όπως και η αγία και μεγάλη Σύνοδος της Κων/πόλεως, η οποία εξέτασε το λατινικό δογμα και κατεδίκασε όσους το πίστεψαν, τον Βέκκο δηλ. και τους ομόφρονές του…Οι Σύνοδοι και οι άλλοι πατέρες ορίζουν ότι <αυτών που αποστρεφόμαστε το φρόνημα πρέπει να αποφεύγωμε και την κοινωνία>… Πάνω απ’ όλα όμως ο Κύριός μας λέγει: <Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν> (Ιω. ι , 5).
Μη γένοιτο να κάνω αιρετικήν την Εκκλησία μου, την αγία μητέρα των Ορθοδόξων. Δεχόμενος το μνημόσυνο του πάπα, εφόσον ομολογεί και πιστεύει εκείνα, για τα οποία δεν τον δέχεται η Εκκλησία μας… Και θα είμαι οπωσδήποτε ακοινώνητος προς τον πάπα και όσους έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με αυτόν, όπως και οι Πατέρες μας. Διότι πρέπει να μιμούμαστε την ευσέβειά τους, αφού δεν έχουμε την αγιωσύνη και την σοφία τους”» (στο ίδιο, σελ. 303-304).
Ο ιερός Γεννάδιος, όταν και τότε συζητούσαν το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών, έγραφε:
«Αυτά όμως που λέγουν εκείνοι, δηλ. να αναβάλουμε προσωρινά την εξέτασι του θέματος, δεν είναι προσωρινή εκκλησιαστική Οικονομία. Είναι προσωρινή συγκατάθεσίς μας στην προσθήκη (του filioque) και στην ένωσι που επικυρώθηκε κακώς στην Φλωρεντία. Είναι πρόσκαιρος εκλατινισμός- αν είναι βέβαια πρόσκαιρος και όχι αιώνιος!- συμπεραίνοντας από τα πρόσωπα που τον πραγματοποιούν…» («Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας», στο ίδιο, σελ. 304).
[Πράγματι, και μόνο ο τεμαχισμός του Διαλόγου σε Διάλογο Αγάπης και Διάλογο Αληθείας, είναι μια αντίφαση, μια απάτη.
Γιατί ξεχωρίζει τα αχώριστα και διαιρεί τα αδιαίρετα: την αγάπη από την αλήθεια. Γιατί και τα δύο πηγάζουν και στηρίζονται σ’ Αυτόν που είναι και η Αγάπη και η Αλήθεια.
Βέβαια και η όλη διενέργεια του Διαλόγου είναι χριστιανικά απαράδεκτη, όπως την υπονοούν και διεξάγουν. Γιατί υποτίθεται ότι διαλεγόμεθα και συζητάμε για να βρούμε την αλήθεια. Εμείς όμως είμαστε σίγουροι για την αλήθεια. Και όμως δεν τους το καθιστούμε καθαρό. Και αφήνουμε να πλανάται η εντύπωση σ’ αυτούς και το ορθόδοξο πλήρωμα της Εκκλησίας, ότι κι  αυτοί έχουν την αλήθεια, ότι συζητούμε για ένα συμβιβασμό, πως χάριν της αγάπης θα υποχωρήσουμε σε κάποια «ανώδυνα» θέματα για την αλήθεια!].