«Διεταράχθη
ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ»
(Λουκ. α' 29).
Ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ἀχελώου Εὐθυμίου
Η Παρθένος Μαρία, όταν άκουσε τα εγκώμια και τις
φιλοφρονήσεις του Αγγέλου «διεταράχθη». Ίσως ήταν η πρώτη φορά που άκουγε
τέτοια λόγια και τόσους επαίνους για τον εαυτό της. Είναι όμως
χαρακτηριστικό ότι ενώ ταράχθηκε εσωτερικά δεν έκανε καμμιά εξωτερική εκδήλωσι.
Δεν είπε τίποτε, δεν έκανε καμμιά έκφρασι αποδοκιμασίας
η επιδοκιμασίας, ούτε άλλη κίνησι η χειρονομία. Μόνο «διελογίζετο», στοχαζόταν
τα λόγια που άκουσε και προσπαθούσε ν' ανακαλύψη το νόημά τους: «διελογίζετο
ποταπός είη (=ποιά να είναι η έννοια) ο ασπασμός ούτος». «Ενώ η Εύα έδωκε
προσοχήν και εμπιστοσύνην εις τα λόγια του όφεως η Παρθένος δεικνύεται
επιφυλακτική εις τους λόγους του Αγγέλου. Δεν είναι απιστία ούτε καν
ολιγοπιστία εκείνο που κάμνει την Παρθένον να είναι επιφυλακτική. Ότι είναι
πρόθυμος να πιστεύση και να υπακούση εις το θέλημα του Θεού, το δείχνει ευθύς
αμέσως. Η Εύα, χωρίς να λάβη κανένα προφυλακτικόν μέτρον, χωρίς να
εξετάση τους σκοπούς του αρχεκάκου όφεως, έσπευσε να παραβή το θέλημα του Θεού.
Η Παρθένος, όταν επείσθη ότί ο Γαβριήλ δεν ήτο ο αποστάτης διάβολος, αλλ' ο
παραστάτης άγγελος... και όταν επληροφορήθη πλήρως, ότι δεν διατρέχει κανένα
κίνδυνον η αγιότης της, τότε πείθεται και ειρηνεύει, πιστεύει και υπακούει» (Χ,
68).
Η συναισθηματική ωριμότης της Θεοτόκου εντυπωσιάζει.
Δεν δέχεται αμέσως τις φιλοφρονήσεις έστω κι’ αν προέρχωνται από αγγελικά
χείλη, αλλά ούτε και τις αποδοκιμάζει αμέσως, πράγμα που θα φανέρωνε μια
επιπόλαια και κούφια σεμνοτυφία. Ο,τι
άκουσε και ο,τι είδε διετάραξε βέβαια την ήρεμη εσωτερική της ισορροπία, χωρίς
όμως να την καταστρέψη. Η Θεοτόκος απεδείχθη κυρίαρχη του συναισθηματικού της
κόσμου.
«Μη
φοβού Μαριάμ» (Λουκ. α΄ 30).
Ενώ η Παρθένος Μαρία δεν είπε τίποτα και δεν έκανε
τίποτα παρά μόνο «διεταράχθη» εσωτερικά, ωστόσο ο Άγγελος διεπίστωσε την
εσωτερική αυτή ταραχή και γι' αυτό σπεύδει να την καθησυχάση, βεβαιώνοντάς την,
ότι ο χαιρετισμός προερχόταν από τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος της επεφύλασσε
εξαιρετική χάρι και εύνοια.
Ο Θεός δεν επιτρέπει η ταραχή της Παρθένου να
μεταβληθή σε φόβο. Ο φόβος βασίζεται συνήθως στην ενοχή. Ο Αδάμ, μετά την
πτώσι, φοβήθηκε και κρύφθηκε: «Της φωνής σου ήκουσα... και εφοβήθην... και
εκρύβην» (Γεν. γ' 10). Στην καρδιά της Πανάγνου δεν υπήρχε η προϋπόθεσις αυτή
του φόβου, η ενοχή. Αντίθετα υπήρχε η αγάπη του Θεού, η οποία «έξω βάλλει
τον
φόβον», όπως βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής της Αγάπης (Ιω. δ' 18). Γι' αυτό και στην
καρδιά της Θεοτόκου επικρατούσε η χαρά,, που είναι καρπός του Αγ. Πνεύματος και
συνέπεια της αγάπης (Γαλ. ε' 22). Με το «μη φόβού» λοιπόν που είπε ο Άγγελος
στην Παρθένο την καλούσε να διατηρήση στην καρδιά της την χαρά της αγάπης προς
τον Θεό που κανείς δεν μπορούσε να της αφαιρέση (Ιω. ιστ' 22).(Από το «Η ΠΡΩΤΗ» Θεομητορικό Ημερολόγιο Γ΄, εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήναι 2003).