«Πήραν φως απ’ τα καντήλια κι άστραψαν τα καριοφίλια»
«Πάμε να ιδούμεν τους παλιούς Έλληνες», να ακούσουμε τους πολέμαρχους του ’21, μας έπνιξαν οι αναθυμιάσεις των τωρινών δημοπιθήκων.
Διαβάζεις τα
απομνημονεύματα και τις φυλλάδες για την Εθνεγερσία και νομίζεις ότι
ανοίγεις ένα «μυρογιάλι», εκείνα τα μικρά φιαλίδια που περιέχουν αρώματα
εξαίσια. Οσμή ευωδίας πνευματική αναδίδεται, παρ’ όλα τα πάθια και τους
καημούς εκείνης της περιόδου.
Έχω το συνήθειο, όταν συναντώ στα
αναγνώσματά μου, λόγια και επεισόδια, που στέκεσαι και τα ξαναδιαβάζεις,
που κρύβουν στα φυλλώματά τους πετράδια, να τα καταγράφω, για να μην
λησμονηθούν. Σκοπός μου να τα μοιραστώ με τους μαθητές μου. Σ’ αυτές τις
εξοπλιστικές ηλικίες, τα παιδιά δεν θέλουν περισπούδαστες αναλύσεις και
κενόλογες φλυαρίες. Μαθαίνουν με το παράδειγμα, με το παραμύθι, με την
αξία και την αρετή σαρκωμένες σε πρόσωπα. Παράδειγμα.
«Ο
Μιαούλης ήταν γνωστός για την παλληκαριά του και την αφοβία του εμπρός
στον θάνατο. Μια φορά, στα νεανικά του χρόνια, ο Άγγλος ναύαρχος Νέλσων
τον έπιασε να προσπαθεί να σπάσει με το καράβι του έναν αποκλεισμό του.
Όταν τον έφεραν μπροστά του τον ρώτησε: – Αν ήσουν εσύ στην θέση μου τι
θα μ’ έκανες; Θα σε κρεμούσα στο πιο ψηλό κατάρτι! του απάντησε ο
Μιαούλης. Και ο Νέλσων κατάπληκτος από το θάρρος του τον άφησε
ελεύθερο». (περ. «Γνώσεις», σελ. 66, 1958).
Πήγαινε
στην κρεμάλα, τον αγωνιστή Θεόδωρο Γρίβα, ο Αλή πασάς. Ο Γρίβας όταν
πλησίασε ο δήμιος κάλυψε το κεφάλι του με το ένδυμά του. Τον ρωτά το
θηρίο των Ιωαννίνων:
-«Γιατί σκέπασες το κεφάλι σου; Φοβήθηκες τον
θάνατο; Δεν ήξερες ότι αφού ακολούθησες την δουλειά του πατέρα σου αυτή
θα ήταν η τύχη σου;
-Δεν φοβήθηκα τον θάνατο, απεκρίθη ο Θεόδωρος, τον
φόβο τον άφησα στην κοιλιά της μάνας μου ούτε θα μείνω χωρίς εκδίκηση.
Και πατέρα έχω και τέσσερις αδελφούς, μα ντρέπομαι τον κόσμο που θα ιδή
να πεθάνω έτσι και από τα χέρια τέτοιων παλιανθρώπων (και έδειξε τους
Γύφτους οίτινες μετήρχοντο το επάγγελμα του δημίου). Εζήτησα το θάνατο
όπου έπρεπε, αλλ’ αυτός με αρνήθηκε. Και ο Αλής του χάρισε την ζωή». (Δ.
Καμπούρογλου «Θ. Γρίβας», εκδ. «Βεργίνα», σελ. 18).
Στις 14
Φεβρουαρίου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γράφει σε επιστολή του προς τον
Αναστάσιο Λόντο τούτα τα αθάνατα λόγια: «Τον περισσότερο καιρό της ζωής
μου πού τον επέρασα; Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τον επέρασα εις
τα σπήλαια και εις τα βουνά, τα καρτέρια των δρόμων οι λόγγοι και τα
άγρια θηρία είναι μάρτυρες ότι δυσκόλως έφευγε Τούρκος από τα χέρια μου
αν ζύγωνε καμμιά πενηνταριά οργιές». (Κάρπου Παπαδόπουλου, «Οδυσσεύς
Ανδρούτσος και Γ.Βαρνακιώτης», εκδ. «Πρωτοψάλτης», σελ. 65).
Επισκέπτεται τον Κανάρη στο σπίτι του
για να εκφράσει τον θαυμασμό της στον «γηραιό άνδρα της ελευθερίας»,
όπως τον ονομάζει. Ο Κανάρης απάντησε ότι «ευχαριστεί τον Θεό που
επέτρεψε σ’ ένα μικρό ναυτικό ενός ελληνικού νησιού, από τα πιό μικρά,
να κάμη για την πατρίδα του κάτι που έκαμε τον απελευθερωτικό της αγώνα
συμπαθή σε χώρες τόσος μακρινές». Ήταν αληθινά μία ωραία απάντηση,
γράφει η Φρεντρίκα. Και όταν τον ρώτησε, αν αισθάνθηκε σε κάποια στιγμή
της ζωής του φόβο, ο Κανάρης αποκρίθηκε: «Ένα τέτοιο πράγμα δεν μπαίνει
ποτέ στο νου μας. Ο κίνδυνος μας διεγείρει. Το ντουφεκίδι και η μάχη
μοιάζουν με μουσική». («Το Εικοσιένα, πανηγυρικοί λόγοι ακαδημαϊκών»,
λόγος Παν. Κανελλόπουλου, 1963, σελ. 658).
Ο Ηλίας
Φλέσσας και ο Παναγιώτης Κεφάλας προτείνουν στον «μπουρλοτιέρη των
ψυχών» Παπαφλέσσα, να αφήσει τους λόφους στο Μανιάκι και να ταμπουρωθεί
ψηλότερα, στο βουνό, για να υπάρχει οδός διαφυγής. Απαντά: «Εγώ δεν ήρθα
εδώ να μετρήσω το στρατό του Μπραϊμη, πόσος είναι, από τα ψηλώματα.
Ήρθα να πολεμήσω. Ούτε τρελλάθηκε ο Μπραϊμης να χασομεράει εκεί που
ελπίζει να κερδίσει νίκη, μα θα τραβήξει ίσα κατά την Τριπολιτσά, κι εγώ
τότε θα μείνω να μαζεύω από πίσω τα καρφοπέταλά του. Αν όμως τον
κρατήσω εδώ στο Μανιάκι, γλιτώνω τον Μωριά, γιατί θα τον κάμω να
πισωγυρίσει όπως ο Δράμαλης, ειτεμή θα πληρώσει ακριβά το αίμα μου και
θα συλλογιστή καλά ύστερα να μπη στην καρδιά του Μωριά. Καθίστε εδώ να
πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες». (Κ. Παπαδημητρίου, «Τελεταίες ώρες,
τελευταία λόγια των Αγωνιστών του ‘21», σελ. 159).
Πριν
οδηγήσουν το νεκρό σώμα του Μάρκου Μπότσαρη στο Μεσολόγγι στάθηκαν οι
Σουλιώτες για λίγο στο μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Εκεί
γιατροπορευόταν ο Καραϊσκάκης. Όταν το έμαθε σύρθηκε στην εκκλησιά,
φίλησε τον νεκρό κλαίγοντας και είπε: «-Άμποτες, αδελφέ μου, Μάρκο, από
τέτοιο θάνατο να πάω κι εγώ». Και όταν απομακρύνθηκε από το λείψανο,
πρόσθεσε: «Μάνα δεν γέννησε στην Ελλάδα δεύτερο Μάρκο… Ούτε είδα ούτε θα
ιδώ τέτοιον πολεμάρχη». («Τελευταίες ώρες», σελ. 132).
«Όταν
αποφυλακίστηκε ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (Καταγόταν η οικογένειά του από
το Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης γι’ αυτό τον αποκαλούσαν και
Τουρκοπελέκα), το 1841, ήταν τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα
σοκάκια του Πειραιά. Η αρμόδια αρχή, η οποία χορηγούσε θέσεις επαιτείας,
τον επέτρεπε να επαιτεί, κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας, κάθε
Παρασκευή! Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Γαλλίας, αυτός
απεστάλη από την κυβέρνηση του, στο σημείο όπου ζητιάνευε ο μεγάλος
οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο, μάζεψε αμέσως το
απλωμένο χέρι του.
–Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος.
–Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
–Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο; Επέμενε ο ξένος.
–Η πατρίδα μού έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ
για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος, απάντησε περήφανα ο
Νικηταράς.
–Ο ξένος κατάλαβε και διακριτικά, φεύγοντας ,άφησε να του πέσει ένα
πουγκί με χρυσές λίρες. Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε
το πουγκί και φώναξε στον ξένο: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην
το βρει κανένας και το χάσεις!». Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849, ο
γενναίος και έντιμος ήρωας, πεθαίνει πάμφτωχος».
Και μια
και σήμερα το ένδοξο τούτο αλωνάκι, η κατασυκοφαντημένη πατρίδα μας,
είναι ζωσμένη από «τις αλώπεκες του σκότους» (Ε. Βούλγαρης) τους Φράγκους
και το εξ ανατολών θηρίο, πάλιν μαίνεται, να κλείσω με το ηρωϊκότερο
επεισόδιο του Αγώνα, την Έξοδο του Μεσσολογγίου, που μας διδάσκει πώς
σώζονται τα έθνη. (Το κείμενο δημοσιεύτηκε πέρυσι στο θαυμάσιο περιοδικό
«Χριστιανική Βιβλιογραφία», του πολυσέβαστου Στέλιου Λαγουρού. Είναι
απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Βούλγαρη «Το Μεσσολόγγι των Ιδεών,
ερμηνεία της απόφασης της εξόδου»).
«Ήταν
πρωί, Σάββατο του Λαζάρου, 10 Απριλίου του 1826, όταν συγκροτήθηκε το
νεκροδόξαστο εκείνο συμβούλιο αποφάσεως. Ήταν ένα συμβούλιο θανάτου. Οι
καπεταναίοι είχαν αναλάβει να διερευνήσουν, με ανιχνευτές την ύπαρξη
μυστικού δρόμου-διόδων για ακίνδυνο πέρασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων
στην ελευθερία. Κανένας όμως δεν έφερε ελπιδοφόρα πληροφορία. Οι λόγχες
και οι στενωποί φυλάγονταν άγρυπνα από τους πολιορκητές σε βάθος χώρου
και τόπου. Γενική ήταν η κατήφεια και η σιωπηλή θλίψη. Την σιωπή της
στιγμής έσπασε η βροντώδης και σταθερή έκρηξη του τρανοδύναμου αρχηγού
της Φρουράς, του Θανάση Ραζη-Κότσικα.
–Υπάρχει δρόμος ωρέ!
–Ποιος είναι, στρατηγέ, και δεν τον λες τόση ώρα; Διαμαρτυρήθηκαν όλοι οι παριστάμενοι.
–Είναι ο δρόμος του Θεού, φωνάζει».
Μόνο αν βαδίσουμε τον δρόμο του Θεού, θα αναστηθούμε ως λαός και ως κράτος…