Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Αρχιμ. Αυγουστίνος Μύρου, Γιατί η Εκκλησία έχει λόγο για θέματα που αφορούν στο Έθνος και στην Πατρίδα (Α΄, Β΄)

Αποτέλεσμα εικόνας για Αυγουστίνος Μύρου

ΓΙΑΤΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΧΕΙ ΛΟΓΟ
ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, Α΄
   Οἱ ἐξελίξεις στὸ ἰδιαίτερα κρίσιμο ἐθνικὸ ζήτημα τῶν ἡμερῶν μας, στὸ λεγόμενο «Σκοπιανό», ἔδωκαν σὲ πολλοὺς, ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ σὲ ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες, τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκφράσουν τὴν γνώμη τους, καὶ νὰ κρίνουν πρόσωπα καὶ γεγονότα, ὅπως φυσιολογικὰ μπορεῖ νὰ συμβαίνει σὲ μία δημοκρατικὴ χώρα. Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα ἀποτελοῦν δύο πολὺ ἐμπεριστατωμένα ἀντιστασιακὰ κείμενα ἐνάντια στὴν γνωστὴ «Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν». Τὸ ἕνα εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ ὑπογράφουν οἱ 4 Σεβ. Μητροπολίτες τῆς  Δυτικῆς Μακεδονίας, καὶ τὸ ἄλλο, τὸ πιὸ πρόσφατο, εἶναι αὐτὸ, ποὺ ὑπογράφουν ἅπαντες, οἱ 22 Σεβ. Μητροπολίτες ὅλης τῆς Μακεδονίας.

Ὑπάρχει, ὅμως, μία μερίδα συνανθρώπων μας, συμπατριωτῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἐξανίστανται, ὅταν πληροφοροῦνται ὅτι φορεῖς τῆς  Ἐκκλησίας, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, θεολόγοι, μεταφέρουν δημόσια τὸν λόγο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀντιστέκονται μὲ ἐπιχειρήματα σὲ πρωτοβουλίες, ἀποφάσεις καὶ νομοσχέδια τῆς κρατικῆς ἐξουσίας γιὰ διάφορα ζητήματα, κοινωνικά, οἰκογενειακά, ἐργασιακά, ἐκπαιδευτικά ἤ καὶ ἐθνικά. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ διακηρύττουν ὅτι ἡ  Ἐκκλησία καὶ οἱ ποιμένες της δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀσχολοῦνται μὲ ὅλα τὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν μία κοινωνία, ἀλλὰ νὰ περιορίζονται στὰ καθαρὰ πνευματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ. Νὰ ἔχουν λόγο γιὰ την  τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, τῶν Μυστηρίων τῆς Βάπτισης, τοῦ Γάμου, τοῦ Εὐχελαίου, γιὰ τὶς κηδεῖες καὶ τὰ μνημόσυνα. Νὰ μὴν ἔχουν κανένα λόγο γιὰ τὸ πῶς θὰ ρυθμίζεται ἀπὸ τὸ Κράτος ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μέσα στὴν κοινωνία, στὴν οἰκογένεια, στὰ σχολεῖα, στὸ στρατό, στὰ δικαστήρια, ἤ ἀκόμη, καὶ πολὺ περισσότερο, νὰ μὴν ἔχουν λόγο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση ἐθνικῶν ζητημάτων.
Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς τίθεται τὸ καίριο ἐρώτημα: Ἔχει ἤ δὲν ἔχει ἡ Ἐκκλησία λόγο γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα, ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν ὡς πρόσωπα καὶ ὡς ὀργανωμένη κοινωνία, ἑπομένως καὶ στὰ ἐθνικά;
Γιὰ νὰ δοθῆ ὀρθὴ ἀπάντηση στὸ σημαντικὸ αὐτὸ ἐρώτημα, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ σωστὴ βάση. Τὴ βάση αὐτὴ τὴν ἔχουμε, ὅταν ἐξακριβώσουμε πρωτίστως τὶ εἶναι στὴν οὐσία της ἡ Ἐκκλησία.
Τὴν ὀρθὴ ἀπάντηση στὸ ἐν λόγῳ ἐρώτημα δὲν θὰ τὴν βροῦμε βέβαια στὶς ὑποκειμενικὲς καὶ ἀστήρικτες ἀντιλήψεις κάποιων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὴν  Ἐκκλησία ὡς ἕνα Σωματεῖο, ἕναν ἀνθρώπινο Ὀργανισμό. Θὰ τὴν βροῦμε στὴν αὐτοσυνειδησία τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ καταγράφεται στὰ ἐπίσημα διαπιστευτήριά της, στὶς  Ἅγιες Γραφές, στὶς ἀποφάσεις τῶν κανονικῶν Συνόδων της, καὶ στὴν ζωὴ τῶν ἁγίων της, ὅπως αὐτὰ παραδίδονται ἀπαράλλαχτα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι σήμερα.
Ὅλα αὐτὰ μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ζωντανὸς Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, ὁ ὁποῖος στὴν οὐσία του ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὰ περιορισμένα ὅρια τοῦ γνωστοῦ μας κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπὸ αὐτὰ μαθαίνουμε ὅτι ἡ  Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι αὐτὸ τὸ θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως ἡ βάση καὶ τὸ κέντρο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Στὴν προσπάθειά μας νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε τὴν Ἐκκλησία δὲν ξεκινοῦμε ἀπὸ τὰ μέλη της, τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδή, ποὺ πιστεύουν στὸν Χριστό, ἀλλὰ ξεκινοῦμε ἀπὸ τὴν Κεφαλή, τὸν Θεάνθρωπο, ὁ ὁποῖος προσλαμβάνει στὸ Σῶμά του ὅσους τὸ θελουν καὶ τὸν ἀποδέχονται.
Ἡ βασικὴ αὐτὴ ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς δίνει τὴν ἀπάντηση καὶ στὸ ἐρώτημα, ποὺ θέσαμε ἐνωρίτερα.
Ἐὰν, λοιπόν, ὁ  Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἡ Κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει λόγο γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, τότε καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸν ἴδιο λόγο, διότι  ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.  Ἀρκεῖ μόνον ὁ λόγος, ποὺ ἐκφέρεται ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴν εἶναι δικός τους, ἀνθρώπινος λόγος, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ γνήσιος καὶ αὐθεντικὸς λόγος τοῦ Χριστοῦ.
Πιὸ συγκεκριμένα τώρα, γιὰ τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο γιὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὸ ἔθνος καὶ στὴν πατρίδα, γίνεται φανερὸ  ἀπὸ τὴ στάση ἀπέναντι στὴν πατρίδα, τόσον αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὅσον καὶ τῶν προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων διαβάζουμε τὴν ὁμιλία, ποὺ ἔκανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν Ἄρειο Πάγο στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μεταφέρει τὴν ἀποκάλυψη ὅτι «ὁ Θεὸς δημιούργησε ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπο ὅλα τὰ ἐθνη τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς ἐγκατέστησε ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ὅρισε πόσον καιρὸ θὰ ὑπάρχουν καὶ σὲ ποιὰ σύνορα θὰ κατοικοῦν» (Πρξ. 17,26).
 Ἀπὸ αὐτὴν τὴν θεία ἀποκάλυψη μαθαίνουμε ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους καί τῆς πατρίδος εἶναι ἐντεταγμένη μέσα στό σχέδιο τῆς Θείας Προνοίας. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὅρισε νὰ ὑπάρχουν ἔθνη καὶ πατρίδες.
Μέσα σὲ τέτοιες πατρίδες ἔζησαν οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικὰ, οἱ προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι, οἱ πατέρες. Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν λόγο, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέφρασαν τὴν γνώμη τους δημόσια γιὰ ποικίλα σοβαρὰ ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους.
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἤλεγξε τὴν βασίλισσα Ἰεζάβελ διότι σφετερίστηκε τὸ χωράφι τοῦ φτωχοῦ Ναβουθαί. Ὁ προφήτης Νάθαν ἤλεγξε τὸν βασιλιὰ Δαυῒδ γιὰ τὸν φόνο τοῦ στρατηγοῦ Οὐρία, ποὺ ἔγινε ἐξ αἰτίας του, καὶ γιὰ τὴν μοιχεία μὲ τὴν γυναίκα τοῦ Οὐρία, τὴ Βηρσαβεέ, ποὺ διέπραξε ὁ ἴδιος.
Ὁ προφήτης Ἠσαῒας μίλησε πολὺ σκληρὰ καὶ μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς γιὰ τοὺς ἄνομους ἄρχοντες καὶ γιὰ τὸν λαὸ τῆς Ἰερουσαλήμ, ὅπως φαίνεται στὴν παρακάτω  ἀποστροφὴ τοῦ λόγου του: «Πῶς ἔγινε πόρνη ἡ πιστὴ πόλη Σιών; Πῶς ἡ Ἰερουσαλήμ, ἡ πόλη, ποὺ κάποτε ἀναπαυόταν ἡ δικαιοσύνη, κατάντησε σήμερα πόλη τῶν φονιάδων; Τὸ χρῆμά σου, Ἰερουσαλήμ, εἶναι πλαστό. Οἱ οἰνοπῶλες νοθεύουν τὸ κρασὶ μὲ νερό. Οἱ ἄρχοντές σου δὲν πιστεύουν, συνεργάζονται μὲ τοὺς κλέφτες, ἀγαποῦν νὰ παίρνουν δῶρα, ἐπιδιώκουν νὰ δωροδοκοῦνται καὶ δὲν ἀποδίδουν δικαιοσύνη στὰ ὀρφανὰ καὶ στὶς χῆρες» (Ἠσ. 1,21-23).
Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἰσχυρισθῆ ὅτι ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος εἶναι καθαρὰ πολιτικὸς, ξένος πρὸς τὴν ἁρμοδιότητα ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ ἐκπροσώπου. Κι ὅμως ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι λόγος τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν, λόγος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής εἶχε τὴν παρρησία νὰ ἀπευθυνθῆ δημόσια στὸν πανίσχυρο Ἡρώδη καὶ νὰ τοῦ πῆ: «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχης τὴν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».
Γιὰ πολλοὺς συγχρόνους μας τὸ ζήτημα αὐτὸ θὰ ἐθεωρεῖτο αὐστηρὰ προσωπικό καὶ ὅλοι αὐτοὶ θὰ διαφωνοῦσαν ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀσχολῆται μὲ τέτοιου εἴδους ζητήματα. Κι ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο καὶ γιὰ τὴν παράνομη σχέση ἑνὸς ἄρχοντα. Καὶ τὸν λόγο αὐτὸν τὸν ἐκφράζει μὲ τὸ στόμα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἁγίους της, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ.
Αὐτὰ εἶναι μερικὰ μόνον ἀπὸ τὰ πάμπολλα παραδείγματα, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν ἱστορικὰ τὴν θεολογικὴ θέση ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα, ποὺ ἀφοροῦν τὰ πρόσωπα καὶ τὴν κοινωνία. Τὰ ἄλλα σὲ ἑπόμενο σημείωμα.
 
Αποτέλεσμα εικόνας για Αυγουστίνος Μύρου
ΓΙΑΤΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΧΕΙ ΛΟΓΟ
ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΟ ΕΘΝΟΣ  ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, Β΄
Εἶναι ἀμέτρητα τὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκησίας μας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔθνους μας, ποὺ βεβαιώνουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὄχι ἁπλῶς λόγο γιὰ ζητήματα, ποὺ ἀφοροῦν στὸ ἔθνος καὶ στὴν πατρίδα, ἀλλὰ καὶ χρέος νὰ ὁμιλῆ καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται γι αὐτά. Ἐκτὸς τῶν ὅσων ἀνέφερα σὲ προηγούμενο σημείωμά μου, παραθέτω καὶ τὰ ἑπόμενα.
Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὰ δάκρυα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνθρωπίνως πικρή ἀπογοήτευσή του γιὰ τὴν πώρωση τῆς Πατρίδας του Ἰερουσαλήμ, νὰ ἀρνεῖται μονίμως τὸ πατρικό χάδι τῆς ἀγάπης  του: «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἐσὺ ποὺ σκοτώνεις τοὺς προφῆτες καὶ λιθοβολεῖς αὐτοὺς ποὺ σοῦ στέλνει ὁ Θεός! Πόσες φορὲς θέλησα νὰ συνάξω τὰ παιδιά σου ὅπως ἡ κλώσα τὰ κλωσόπουλά της κάτω ἀπὸ  τὶς φτεροῦγές της, ἀλλὰ σεῖς δὲν τὸ θελήσατε!» (Λουκ.13,34).
Οὔτε μποροῦμε ἐπίσης νὰ παραβλέψουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁμίλησε δημόσια γιὰ τὸν γάμο, γιὰ τὴ μοιχεία, γιὰ τὸ διαζύγιο, γιὰ τὸν ὅρκο, ἐνῶ ἤλεγξε δριμύτατα τὴν ὑποκρισία τῶν ἀρχόντων, τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων.

Τὸ ἴδιο φρόνημα τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν πατρίδα ἐγκολπώνεται καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὸ δηλώνει, ὅταν  γράφη, «ἄν κάποιος δὲν φροντίζη γιὰ τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν στὸν ἴδιο τόπο, αὐτὸς ἔχει ἀρνηθῆ τὴν πίστη καὶ εἶναι χειρότερος ἀπὸ ἕναν ἄπιστο» Τιμ.5,8).
Τόση, δὲ, εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ συμπάθεια τοῦ   ἀποστόλου Παύλου γιὰ τοὺς συμπατριῶτες - ὁμοεθνεῖς του, ἔστω καὶ ἐάν πολύ τὸν ταλαιπώρησαν στὴν ἱεραποστολική του δράση, ὥστε νὰ γράφη : «Φθάνω στὸ σημεῖο νὰ εὔχομαι νὰ χωριζόμουν ἐγὼ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀρκεῖ νὰ πήγαιναν κοντά του οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί μου») (Ρωμ. 9,3). Πρόκειται γιὰ θαυμαστὴ  αὐτοθυσιαστική φιλοπατρία!
Στό πνεῦμα καὶ στὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ, τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων γιὰ τὴν πατρίδα ἐντάσσεται ἡ ἐντολή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «τήν πατρίδα, ποὺ ἔχουμε, νὰ τὴν τιμοῦμε ὅπως καὶ τοὺς γονεῖς μας». Αὐτήν τὴν ἐντολὴ τὴν ἀπέδωσε μέ ἐκλαϊκευμένο τρόπο ὁ ἁγιορείτης  ἅγιος Παΐσιος λέγοντας: «Καί ἡ πατρίδα εἶναι μία μεγάλη οἰκογένεια».
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου μ. Χ. αἰῶνα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐξαπέλυσε ἀπὸ τὸν ἄμβωνα καυστικὸ λόγο κατὰ τῆς πανίσχυρης βασίλισσας Εὐδοξίας γιὰ ἐνέργειες ἀδικίας καὶ ἀσέβειας. Ὅλοι σχεδὸν γνωρίζουν τὰ τολμηρὰ λόγια τοῦ μεγάλου ἱεράρχη, «Πάλιν Ἠρωδιὰς μαίνεται, πάλιν ταράττεται».
Ἕνας ἄλλος ἱεράρχης τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, ἤλεγξε αὐστηρότατα τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο καὶ τὸν ἐμπόδισε νὰ μπῆ στὸν ναό, ἐπειδὴ εἶχε διατάξει τὴν ἔφοδο στὸν ἱππόδρομο τῆς Θεσσαλονίκης, κατὰ τὴν ὁποία σκοτώθηκαν ἑπτὰ χιλιάδες ἀθῶοι ἄνθρωποι.
Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, τὴν ἴδια ἐποχή, ἔδειξε ἔντονο ἐνδιαφέρον καὶ πόνο πολὺ γιὰ τὴν ἐπέλαση τῶν Βανδάλων στὸν Ἱππώνα, τὴν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς του, ἐνῶ συνέβαλε ἀποτελεσματικὰ στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ κινδύνου.
Ἰδιαίτερα στὴν πατρίδα μας, στὴν Ἑλλάδα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δικαιοῦται νὰ ἔχη λόγο, καὶ μάλιστα μὲ ἰσχύ, διότι κυρίως στὴν δική της συμβολὴ ὀφείλει τὴν ὕπαρξή του τὸ σύγχρονο ἐλεύθερο Ἑλληνικὸ Κράτος. Στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας δὲν ὑπῆρχε Ἑλληνικὸ Κράτος. Ὑπῆρχε μόνον ἡ Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μὲ τὶς ἀμέτρητες θυσίες της συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴν ἐπανίδρυση τοῦ Κράτους.
Ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας καί τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητος τοῦ ἔθνους μας δέν σημαίνει ὅτι ὑποτιμᾶ ἤ μισεῖ τά ἄλλα ἔθνη, ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ἐμεῖς δείχνουμε τὴν ἀγάπη πρός τούς γονεῖς μας, αὐτὸ δέν σημαίνει ὅτι μισοῦμε τούς γονεῖς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος λυπόταν ποὺ ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶχε ἡγέτες σὰν τοὺς «Μακκαβαίους» μὲ ἰδανικά, ἀνιδιοτέλεια, παλληκαρ­ιά καὶ θυσία. Ὁ ἴδιος, ὡς «γνήσιο τέκνο τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ὀρθόδοξη εὐαισθησία καὶ ἁγιοπατερικὴ ἀκρίβεια», θεωροῦσε ὅτι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες ἦταν ἡ πνευματική ὑποδούλωσή τους. Ἀνησυχοῦσε πολύ βλέποντας τήν ὅλο καὶ μεγαλύτε­ρη ἐπίδραση τοῦ κοσμικοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πνεύματος ἀκόμη καὶ σὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον μὲ τὴν γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα ἐκδηλώνουν καὶ οἱ 22 Μητροπολίτες τῆς Μακεδονίας, μὲ τὴν Ἐπιστολή τους, ποὺ ἀπευθύνουν σὲ ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας, ἰδιαίτερα δὲ στὸν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καὶ στὸν Πρωθυπουργό.
 Μεταξὺ ἄλλων γράφουν: «Ἐκφράσαμε τήν ἀνησυχία μας καί τούς φόβους μας ὡς Ἕλληνες Μακεδόνες, ὡς Μητροπολίτες πού διακονοῦμε ἕναν λαό ὁ ὁποῖος ἀνησυχεῖ καί ἀγωνιᾶ γιά τήν ἔκβαση τῆς κρισίμου αὐτῆς ὑποθέσεως γιά τήν πατρίδα μας καί τή Μακεδονία μας.
Διατυπώσαμε ἐπιχειρήματα, ὑψώσαμε τή φωνή μας, κατηγορηθήκαμε γι᾽αὐτό, παρότι εἴχαμε τονίσει πώς δέν θέλουμε νά ἀναμιχθοῦμε σέ θέματα ἐξωτερικῆς πολιτικῆς πού χειρίζεται ἡ ἑλληνική κυβέρνηση, ἀλλά δικαιούμεθα νά ἐκφράζουμε τήν ἄποψή μας ὡς πολίτες αὐτῆς τῆς χώρας γιά ἕνα ζήτημα πού μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα καί μᾶς πονᾶ πολύ».
Ἰδιαίτερα δὲ μνημονεύω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κύκνειο ἆσμα τοῦ μακαριστοῦ πλέον Μητροπολίτου Σισανίου καὶ Σιατίστης, κυροῦ Παύλου:
«Ξέρω την ἀντίδραση τοῦ ἐξουσιαστικοῦ κατεστημένου. «Κάνεις πολιτική, δεν σοῦ ἐπιτρέπεται». Ἡ συκοφαντία ἦταν πάντα το ὅπλο τῶν ἐξουσιαστῶν. Μέ τήν γραφίδα μου ὑπερασπίζομαι τήν Πατρίδα μου, αὐτό κάνω. Γίνομαι ἡ φωνή τῶν συμπολιτῶν μου, τῶν ἀνθρώπων τοῦ ποιμνίου μου. Ἴσως με ἐρωτήσετε: «Και ἐμεῖς εἴμαστε προδότες;».
Σᾶς ἀπαντῶ λοιπόν εὐθέως. Σήμερα πιστεύω ὅτι ἔχετε κάνει μεγάλο λάθος με αὐτή τή συμφωνία τῶν Πρεσπῶν. Πιστεύω ὅτι εἶσθε σέ λάθος δρόμο. Σᾶς τό φωνάζει ὅλος ὁ λαός.  Ἄν ὅμως τήν ψηφίσετε και αὐτά πού φοβόμαστε ὅλοι ἐμεῖς ἔλθουν στήν Πατρίδα μας, τότε θα σᾶς το ποῦμε ξεκάθαρα ὅτι ὑπογράψατε μιά συμφωνία προδοτική για τήν Πατρίδα.
Ἐμεῖς σᾶς προτείνουμε νά μοιραστεῖτε την εὐθύνη τῆς ἀπόφασης με τόν Λαό. Σᾶς προτείνουμε Δημοψήφισμα, ἐδῶ καί τώρα. Δεν εἶναι οἱ κάτοικοι τῆς γειτονικῆς Χώρας ὡριμότεροι τῶν Ἑλλήνων. Ἀλλοιῶς ἐκφράζετε περιφρόνηση ἀπέναντι στό λαό. Μακάρι νά σᾶς φωτίσει ὁ Θεός αὐτή την ἔσχατη ὥρα».
 Θὰ κλείσω  τὴν παρεμβασή μου αὐτὴ μὲ ἕνα λόγο, ἀτόφιο χρυσάφι, τοῦ μακαριστοῦ κύρ Φώτη Κόντογλου, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Πονεμένη Ρωμιοσύνη»:
«Αὐτὸ τὸ ἀκατάλυτο ἔθνος, ποὺ ἔπρεπε νὰ πληθύνει καὶ νὰ καπλαντίσει τὸν κόσμο, ἀπόμεινε ὀλιγάνθρωπο γιατὶ ἀποδεκατίσθηκε ἐπὶ χίλια ὀχτακόσια χρόνια ἀπὸ φυλὲς χριστιανομάχες.
Ἁγιασμένη Ἑλλάδα! Εἶσαι ἁγιασμένη, γιατὶ εἶσαι βασανισμένη. Κι ἡ κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ᾿ ἕνα μαρτύριό σου. Τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ τὰ ῾κανες δικά σου πάθη, τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων εἶναι τὰ δικά σου μαρτύρια.
Γιὰ τοῦτο πίστη καὶ πατρίδα εἴχανε γίνει ἕνα καὶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα, κ᾿ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθούσανε (οἱ ἀγωνισταὶ τοῦ ‘21) δὲν ἤτανε μοναχὰ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθοῦνε ὅλοι οἱ ἐπαναστάτες, ἀλλὰ ἡ λευτεριὰ νὰ φυλάξουνε τὴν ἁγιασμένη πίστη τους, ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἐλπίζανε νὰ σώσουνε τὴν ψυχή τους…
Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν Παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε την Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά. Κουράγιο, ὁ καιρὸς θὰ δείξει ποιὸς ἔχει δίκιο, ἂν καὶ δὲ χρειάζεται ὁλότελα αὐτὴ ἡ ἀπόδειξη».
          Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ. Θ.