Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Ο Παπα – Δημήτρης Γκαγκαστάθης [29.1. 1975]


από τον Κωνσταντινο Αθ. Οικονόμου δάσκαλο, συγγραφέα

   Ο παπά – Δημήτρης γεννήθηκε το 1902 στο μικρό χωριό Πλάτανος των Τρικάλων. Στο ίδιο χωριό, και για 42 ολόκληρα χρόνια, (1931-1973) υπηρέτησε ως εφημέριος «ελλαμπόμενος από τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος».Και στο ίδιο αυτό χωριό... στις 29 Ιανουαρίου, 1975, «εξήχθη εις αναψυχήν, συναντήσας στο φως της ζωής». Η φτώχεια δεν επέτρεψε στον μακάριο γέροντα να πάρει μόρφωση και μικρός έγινε τσοπανόπουλο. Βόσκοντας, όμως, τα πρόβατα, άρχισε να έχει και τις πρώτες πνευματικές εμπειρίες. Γράφει ο ίδιος «Για να ενδυναμώσω την πίστη μου διάβαζα στην καλύβα μου βίους Αγίων. Απέφευγα έτσι τις συναναστροφές του κόσμου. Επί τούτου επήγαινα στις πιο βαθιές χαράδρες και προσευχόμουν. Πολλά βράδυα έρχονταν δαίμονες εις την καλύβα μου με διάφορα σχέδια για να με εξοντώσουν αλλά οι Αρχάγγελοι δεν τους επέτρεπαν και έφευγαν άπρακτοι. Αυτό γίνονταν μέχρι να στρατευθώ». Το 1921, σε ηλικία 19 ετών κατατάχθηκε στην Χωροφυλακή. Πριν φύγει από το χωριό του πέρασε από τους προστάτες του Αρχαγγέλους. «Τους προσκύνησα και τους παρακάλεσα ως εξής: Με καλεί η πατρίδα να πηγαίνω. Σας θέλω να με ενισχύσετε, να με βοηθήσετε και να έλθω πάλιν σώος και αβλαβής, όπως φεύγω τώρα. Τους χαιρέτησα και έφυγα». Πολέμησε στην Μικρά Ασία. Στην μεγάλη καταστροφή της Σμύρνης, οι προστάτες του Αρχάγγελοι τον έσωσαν θαυματουργικώς πολλές φορές. Γράφει ο παπα-Δημήτρης: «Έφθασα στην Σμύρνη Σάββατο, την ώρα που κτυπούσαν οι καμπάνες. Τι συγκινητικόν ήτο! … Το βράδυ μείναμε εκεί με τα ζώα. Τι θα γίνει; Ξημέρωνε Κυριακή.
Αργά την νύκτα έρχεται και πάλιν ο γέρων (εννοεί τον Αρχάγγελο) και μου λέγει: να αφήσεις το ζώο και πας εις το δεύτερο λιμάνι. Περί ώρα 9, παρά τέταρτο, να μπεις εις το πλοίον και θα βγείς εις την Χίον. Εγώ είμαι μαζί σου, μη φοβείσαι. Έτσι και έγινε. Βγήκα εις την Χίο και έπειτα στην Αθήνα. Από την Αθήνα με κατέταξαν εις το πεζικό και με έστειλαν εις την Κομοτηνή. Εκεί τακτικά εκκλησιαζόμουν και έμαθον και την ψαλτική. Εις τας 18 Ιουνίου 1924 έλαβα το απολυτήριον με εξαίρετο διαγωγή. Γυρίζοντας από το στρατιωτικό εγράφηκα εις άλλο Δημοτικό Σχολείο και πήρα απολυτήριον έκτης Δημοτικού, για να γίνω Ιερεύς. Πήγα και έξ μήνες στην Ιερατική Σχολή Τριπόλεως. Την 24ην Μαΐου 1931 έγινα Διάκονος και εις τας 26 του ιδίου μηνός έγινα Ιερεύς.»
Έκτοτε αρχίζει η θαυμαστή ποιμαντική, ασκητική, ιερατική, εθνική και κοινωνική ζωή του μακάριου παπα-Δημήτρη. Ως ιερεύς και ποιμένας (και πολυφαμελίτης, αφού απέκτησε εννέα παιδιά) αγαπούσε με πόνο και πονούσε με αγάπη ολόκληρο το ποίμνιο του, ολόκληρο το χωριό του. Κυοφορούσε κυριολεκτικά τα τέκνα του στα σπλάχνα του και τα εσήκωνε όλα επάνω του, στον νου του. Είχε γεμίσει όλους τους χώρους του μικρού χωριού του με εικονοστάσια, σταυρούς, εικόνες κλπ. Όταν σε περιέφερε σε αυτά, ενόμιζες ότι κάποιος προφήτης είχε αναστηθεί – εκεί εμπρός σου. Ήτο πολύ «πλησίον» του λαού, φιλάνθρωπος, ελεήμων, ανοιχτόκαρδος, κοινωνικός, με «καραμέλες» για τους μικρούς και «κατοστάρικα» για τους μεγάλους. Ενδιαφερόταν για αίθουσες, βιβλιοθήκες, έκανε επισκέψεις, έδινε δώρα, έστελνε επιστολές. Ήταν μέσα σε όλα. Στην πραγματικότητα, τους, ζούσε έξω από όλα. Ήτο ασκητής ζών, με απόλυτη άνεση και φυσικότητα, με τον Θεόν του, με τους Ταξιάρχες του και τους Αγίους. Μια φορά απαίτησε από τον «Άη –Γιώργη» να ξαναζωντανεύσει μια στερεμένη πηγή και όταν πέρασε αβρόχοις ποσίν το πλημμυρισμένο ποτάμι, (για να σωθεί έτσι από εχθρούς) πολύ απλά είπε «Ε ! τον τσακώσαμε τον Γιώργη, τον πιάσαμε τον Ευεργέτη».
Ο αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός (Ηγούμενος τους Ι.Μ.Σίμωνος Πέτρας) που είχε στενό σύνδεσμο με τον παπα-Δημήτρη, γράφει γι’ αυτόν « Και ο ύπνος του σώματος του και η νήψις τους ψυχής του και η μύησις των οφθαλμών του και ο λόγος του και η σιωπή του ήσαν στοιχεία και μέσα επικοινωνίας με τον Θεόν και τους φίλους του Θεού. Εζη συνηρμοσμένος εν τω μυστικώ σώματι τους Εκκλησίας, έζη την Βασιλείαν του Θεού «τα φαινόμενα θεωρών, τα αόρατα κατανοών».
Το πνευματικό του σθένος, η πίστη του, η εδραία ιερατική συνείδηση και η αφοβία του φάνηκαν ολοκάθαρα στα χρόνια τους εμφυλίου συρράξεως (1944 και μετά). Η ευρύτερη περιοχή γύρω από τον Πλάτανο ελεγχόταν από τον ΕΛΑΣ. Ο παπα- Δημήτρης, μόνος παπάς σε όλη την περιοχή, αρνιόταν να συνοδοιπορήσει με τους κομμουνιστές. Κατήγγειλε τα άθεα πιστεύω τους. Κυνηγήθηκε αλύπητα και κινδύνευσε παντοιοτρόπως. Πολλοί, ακόμα και οι οικείοι του, του έλεγαν να σωπάσει, αλλά αυτός αρνιόταν. Γράφει «Μου λέει η παπαδιά μου. Παπά χαζάθηκες τελείως ; Εσύ θα φέρεις το αποτέλεσμα ; Δεν βλέπεις όλους τους παπάδες των χωριών, που κάθονται στα σπίτια τους, δουλεύουν και τρώγουν με τους οικογένειες τους ; Εγώ τους απαντώ. Θα πεθάνω για τον Χριστό και όχι για τον χρυσό. Κομμουνιστής εγώ δεν γίνομαι».
Ο παπα-Δημήτρης δεν φοβόταν γιατί συνοδοιπορούσε με τους Αγίους του, τους Ταξιάρχες και τον Αη-Νικόλα. Γράφει ο ίδιος
«Τους 20 Οκτωβρίου 1945, Κυριακή πρωί, μόλις κτύπησα την καμπάνα, μας περιεκύκλωσεν αντάρτικος στρατός. Το χωριό μας ήταν με ομάδα εθνική και γι΄ αυτό ήθελαν να μας εξοντώσουν. Άρχισαν να ρίχνουν πυρά τους φοβερισμό. Εγώ μόλις είχα μπει στην Εκκλησία, έκαμα τον σταυρό μου, παρεκάλεσα τον Άγιο Νικόλαο και φεύγω. Εκείνοι από το φυλάκιο ρίξανε άφθονες σφαίρες με το πυροβόλο, καμία τους δεν με εκτύπησε. Ακολούθησα ένα ρέμα, τα Αμπέλια και έχασαν τα ίχνη μου. Επήγαινα προς το χωριό Βασιλική που είχε εθνικό στρατό και ομάδα, για να φυλαχθώ. Κοντά στα σύνορα των δύο χωριών, Ριζώματος-Βασιλικής με έφτασαν. Είχαν διατάξει 10 ιππείς και με τον αρχηγό 11 να με πιάσουν. Με κυνηγούσαν, έβριζαν και έριχναν με τα Στεν, χωρίς να μπορούν να με φονεύσουν. Οι σφαίρες τρύπαγαν τα ράσα δεν με τσίμπαγε καμία. Με πλησίασαν και με περιεκύκλωσαν στα 50 μέτρα γύρω-γύρω, φωνάζοντας: κερατά τράγο, πού θα πας; (με έβριζαν ελεεινά). Εγώ ευρισκόμενος εν μέσω κινδύνου, εσήκωσα τα χέρια επάνω, προς τον ουρανό και εφώναξα από το βάθος της ψυχής: Μιχαήλ Αρχιστράτηγε, σώσε με, κινδυνεύω. Ω του θαύματος! Σαν αστραπή παρουσιάσθη ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εις τον αρχηγό. Είδα ένα νέο με σπαθί, που έκοψε τα σχοινιά από την σέλα του αλόγου, τον έριξε κάτω και τον έσπασε την σπονδυλική στήλη. Οι υπόλοιποι δέκα έμειναν ακίνητοι, ωσάν να του είχε κτυπήσει ηλεκτρισμός. Ακούω μια φωνή, ήταν του αρχηγού τους, να λέγει: Εχεις όριο ζωής και υψηλούς προστάτας. Ευχαριστώ, τους απήντησα. Τους συγχώρησα και τους ευχήθηκα ο Θεός να τους φωτίσει, να μετανοήσουν και να γίνουν καλοί άνθρωποι. Να λέτε την αλήθεια, τους είπα, να έχετε τον Θεό βοήθεια και έφυγα σιγά-σιγά για τον προορισμό μου, διότι είχα κουραστεί πολύ.»
Η ζωή του έκτοτε και μέχρι της ασθενείας του ήτο μία διαρκής κένωση και λειώσιμο του εαυτού του υπέρ πάντων. Ετρεχε για τα πάντα, θεωρών υπεύθυνο για όλα τον εαυτόν του. Τον άκουγες να λέγει «Τρέξε παπα- Δημήτρη, τρέξε, ο διάβολος έζωσε και πάλι το χωριό». Το κομποσχοίνι έλιωνε στα χέρια του υπέρ πάντων και όταν καμμιά φορά αγνοούσε τα ονόματα, ψέλλιζε «…υπέρ του διευθυντού του ΚΤΕΛ, υπέρ του οδοντιάτρου, υπερ…υπέρ». Επισκεπτόταν μοναστήρια για πνευματική αναψυχή και δύναμη, είχε αναπτύξει πνευματικό δεσμό με τους μακάριους γέροντες π. Φιλόθεο Ζερβάκο, π. Αμφιλόχιο Μακρή, π. Εφραίμ Κατουνακιώτη, με τους οποίους αλληλογραφούσε και εξωμολογείτο. Μολονότι ασπούδαστος, είχε ακέραιη ορθόδοξη πίστη, γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα και διάκριση πνευμάτων. Γράφει ο ίδιος « Όταν το 1971 ήλθαν οι μεγάλοι των ξένων εκκλησιών στα Τρίκαλα, πήγα και τους είδα και λέγω: φύγε παπαδημήτρη ογλήγορα και μην κοιτάς πίσω…».
Από το τέλος της δεκαετίας του ’60 ο Θεός έστειλε ασθένειες στον ταπεινό του δούλο, παπα-Δημήτρη. Διαγνώσθηκε καρκίνος και τον Φεβρουάριο του 1970 υπεβλήθη σε εγχείριση στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ. Θαύμα μεγάλο και ζωντανό έγινε. Γράφει ο ίδιος σε επιστολή του « Οι ιατροί του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ μου το ανήγγειλαν καθαρά το πικρό φιρμάνι. Εγώ εδόξαζα τον Θεόν, που μου έδωκε αυτό το μεγάλο δώρον, τον καρκίνον, για να με δοκιμάσει......Η εγχείρισις κράτησε 5 ώρες……. Τις επόμενες ημέρες είχα μία διάθεση που μου ερχόταν να κατέβω από το κρεββάτι. Δεν αισθανόμουν τίποτα……… Το βράδυ, που έφυγε η κόρη μου και έμεινα μόνος, ήλθαν δύο άγνωστοι και με φύλαγαν και με ανακούφιζαν…….. Χαρά Θεού και ευλογία Θεού εκείνο το βράδυ, που δεν μπορώ να περιγράψω. Ολοι εθαύμασαν πως έζησα….» Επέστρεψε και πάλιν ο μακάριος γέροντας στο χωριό του και στις λειτουργίες του. Η υγεία του πλέον, όμως, είχε γίνει πολύ εύθραυστη. Το 1973 νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ για «ανώτερες σπουδές», όπως έλεγε χαριτολογώντας. Ο Θεός προετοίμαζε τον δούλο του. Στις 29 Ιανουαρίου, 1975, μετά πολύμηνους φρικτούς πόνους ο Θεός τον δέχθηκε. «Όταν βρώ εκεί θέσιν, τότε θα έρχωμαι και θα σας βοηθώ. Αμ, πώς! Θα ξεχάσω τα πνευματικά μου παιδιά ; » έλεγε λίγο προ της κοιμήσεως του.
Αγιε Γέροντα, δεν είχαμε την ευλογία να σε γνωρίσουμε προσωπικά. Σε ευχαριστούμε, όμως, που αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε την αγία σου ζωή. Σε ευχαριστούμε και για ένα ακόμα λόγο, ότι μας διδάσκεις με ποιο τρόπο οι παντρεμένοι και πολύτεκνοι (σαν και εσένα) μπορούν να γίνουν ασκητές. Αμήν.
Γέροντα Δημήτριε σεβαστέ, μύστη του Κυρίου, ιερέα θαυματουργέ·
χαίρε του ποιμνίου, ακάματε λευίτη, πάσης Θεσσαλίας, λύχνε αείφωτε.” [Κοικ.]