Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Η ηθική άλωση του νεότερου ελληνισμού / Ἰωάννη Σ. Φριτζαλᾶ*


Ἡ Πόλις ἐάλω… 568 ἒτη. Πεντέμισι καί πλέον αἰώνες ἒχουν παρέλθει μέσα στήν «ἀκίνητο αἰωνιότητα» τοῦ Πλάτωνος (Τίμαιος) ἀπό τήν ἃλωση τῆς πολυύμνητης καί πολυαγαπημένης Βασιλίδος τῶν Πόλεων· τήν ὁριστική της ἃλωση ἢ ἁπλῶς τό ἐπιστέγασμα μίας ἠθικῆς καί πνευματικῆς «ἁλώσεως» πού προλείανε ἢδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰώνος τό ἒδαφος γιά τήν εἰσβολή τῶν ἐκτουρκισμένων ὁρδῶν στόν γεωπολιτικό χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ· στόν προμαχῶνα τῆς Δύσεως καί ὃλης τῆς ἀνθρωπότητος.

Γιά μία ἀκόμα χρονιά «θυμηθήκαμε», προβάλλοντας τήν εἰκόνα τοῦ δέντρου καί ὂχι τοῦ δάσους. Μιλήσαμε γιά «ἀποφράδα ἡμέρα», ἐπεκρίναμε τούς «γείτονες» γιά τήν ἂσπλαχνη ἐπέλασή τους, ἐξαίροντας παράλληλα τήν ἡρωική στάση τοῦ προδομένου ἀπό ὃλους – πλῆν τοῦ Θεοῦ – «μοναχικοῦ» αὐτοκράτορος. Καί τήν ἑπομένη; Λήθη, κατά τά εἰωθότα.

Κι ὃμως, ἡ 29η Μαΐου εἶναι μία ἡμέρα πού θά ἒπρεπε νά ἀνακαλοῦμε καθημερινά. Ἡ ἐμβριθής ἱστορική μελέτη τῆς ἁλώσεως, ἀλλά καί τῆς χρονικῆς περιόδου πού προηγήθηκε, μπορεῖ νά μετουσιωθεῖ σέ μία ἐποικοδομητική αὐτοκριτική, τήν ὁποία, δυστυχῶς, ἀποφεύγουμε, φοβούμενοι νά ἀντιμετωπίσουμε προσωπικούς καί ἐθνικούς «δαίμονες». Στεροῦμε, συνεπῶς, ἀπό τόν ἑαυτό μας τήν εὐκαιρία νά ἐπανεύρουμε τήν ταυτότητά μας καί νά διδαχθοῦμε ἀπό τά λάθη πού διεπράχθησαν σέ μία ἐξαιρετικά ὀδυνηρή περίοδο γιά τόν Ἑλληνισμό.

Πέραν πάσης ἀμφιβολίας, ὁ μελετητής τῆς ἁλώσεως θά μποροῦσε νά ἀναγνωρίσει ἓνα «χωροχρονικό παράδοξο», μία ἀπόλυτη ταύτιση ἐκείνης τῆς περιόδου μέ τήν σημερινή· σάν νά εἲμαστε ἐμεῖς οἱ πρωταγωνιστές στήν τραγωδία πού ἐξελίσσεται στά «μαρμαρένια (ἢ χρονικῶς μαρμαρωμένα;) ἀλώνια» τῆς βυζαντινῆς πρωτεύουσας. Παράλληλη ἐξέλιξη τοῦ χρόνου ἢ πολύ ἁπλά ἡ ἐπαλήθευση τῆς λαϊκῆς σοφίας: «Λαός πού ξεχνᾶ τήν ἱστορία του, εἶναι καταδικασμένος νά τήν ξαναζήσει»;

Ἡ ἀποδόμηση ἑνός κράτους, προϋποθέτει τήν ἀτομική ἀποδόμηση τῶν πολιτῶν του, τήν μετατροπή αὐτῶν σέ «ἀχρείους», σέ πειθήνια ἀνδρείκελα τῶν κατωτάτων ἐνστίκτων καί τῶν παθῶν τους. Ἡ καταστροφή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί ἡ διασπορά τῆς ἱστορικῆς ἀγνοίας, ἡ απομάκρυνση ἀπό τά ἑλληνορθόδοξα ἰδεώδη, ἡ ἀποδόμηση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί ἡ ἠθική κατάπτωση, πού προκαλεῖται ἀπό τήν καλλιέργεια τῶν ψυχικῶν παθῶν τῶν ἐξαχρειωμένων «ἰδιοτῶν» μεταλλάσουν διαχρονικά τήν Ἑλλάδα, τήν ἰδεατή πατρίδα κάθε ἐλευθέρου ἀνθρώπου, αὐτή πού κατά ὁμολογία τοῦ Βάσκου Pujana Arza «ἡμᾶς τούς δυτικούς, βαρβάρων ἡμῶν ὂντων, πεπολιτισμένους πεποίηκε» ἀπό πνευματικό ἡγήτορα τῆς οἰκουμένης σέ οὐραγό καί δέσμιο ἐκείνων τῶν δυνάμεων πού ἒχουν βαλθεῖ νά ἀφανίσουν τό ἀνέσπερο φῶς της.

Ὂντως, «τά ἒθνη χάνονται, ὂχι ὃταν χάσουν τήν κρατική τους ὀντότητα, ἀλλά ὃταν χάσουν τήν πολιτιστική τους ταυτότητα, τήν ψυχή τους». Ἐμεῖς οἱ δυστυχεῖς, ὡς δούλοι τῶν παθῶν μας, ἒχοντας ἀποποιηθεῖ πλήρως τήν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας, μιμούμενοι τούς «ἀχρείους» Βυζαντινούς προγόνους μας πού ἐπέλεξαν νά ἐπενδύσουν στήν διάσωση τοῦ μικρόκοσμού τους, ἐγκαταλείποντας τήν Πόλη στήν τουρκική λαίλαπα, ἐπιβεβαιώνουμε καθημερινῶς τήν ἂποψη τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη πώς «ὁ Ἑλληνισμός βρίσκεται ἀπό δεκαετίες σέ διαδικασία γεωπολιτικῆς συρρικνώσεως».

Ἐμεῖς θά προσθέταμε πώς ἡ γεωπολιτική συρρίκνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὑλοποιεῖται μεθοδικά ἢδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 13ου αἰώνος, ὡς προϊόν τῆς ἀνίερης συμμαχίας μεταξύ τῶν ἐκ Δυσμῶν καί ἐξ Ἀνατολῶν προαιωνίων ἐχθρῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ποτέ δέν μπόρεσαν νά κατανοήσουν καί νά ἐνστερνιστοῦν τό ἐξανθρωπιστικό μήνυμά του. Ἀντιθέτως, ἀξιοποιοῦσαν στό ἒπακρο τήν παραμικρή «κερκόπορτά» του, δημιουργοῦσαν τετελεσμένα καί ἀσκοῦσαν πιέσεις σέ κάθε περίπτωση πού ὁ Ἑλληνισμός στερεῖτο διαπραγματευτικῆς ἰσχύος.

Ἡ Πόλη, λοιπόν, δέν ἒπεσε στίς 29 Μαΐου 1453, ἀλλά λίγο νωρίτερα στίς 12 Δεκεμβρίου 1452. Ἡ ἐξαντλητική πίεση τῶν Δυτικῶν, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπονείδιστη ἀδιαφορία τῶν κατοίκων της καί τήν λυσσαλέα προπαγάνδα τῶν ἐγκαθέτων τῆς «ἑνώσεως», δέν ἂφησε περιθώρια στόν Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο. Ἡ μνημονιακή ἒκφανση τῆς ἐποχῆς, τό συλλείτουργο Ὀρθοδόξων καί Λατίνων στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, «τῶν χριστιανικῶν συμφορῶν τό κεφάλαιον», σύμφωνα μέ τήν ὀρθή διαπίστωση τοῦ μετέπειτα Πατριάρχη Γενναδίου,  ἦταν μία πράξη ὑποταγῆς στήν παπική ἐκκλησία.

«Ἡ «ἓνωση» δέν ἒσωσε τήν Πόλη. Δέν ἦταν ἂλλωστε δυνατόν. Εἶναι ἀναπόδραστη νομοτέλεια, ἡ ἀποστασία ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Πίστη νά ἀκολουθεῖται ἀπό ἐθνικές συμφορές». «Ἡ ἓνωση ἐπεβλήθη ἐκ τῶν ἂνω καί εἶχε κίνητρα πολιτικά, τελείως ξένα πρός τόν πνευματικό στόχο τῆς ἀληθινῆς εἰρήνης καί τῆς ἀληθινής ἑνώσεως. […] Οἱ Ὀρθόδοξοι, λόγῳ τῆς κατεπείγουσας καί ἀγωνιώδους ἀνάγκης νά λάβουν βοήθεια (οἱ συνειρμοί μέ τό σήμερα εἶναι προφανεῖς), σύρθηκαν σέ μία σύνοδο (Φερράρα – Φλωρεντία 1438/1439) ἀσυνήθους διαδικασίας καί διαρκείας, ὑποχώρησαν σέ ὃλες τίς ἀπαιτήσεις τῶν Παπικῶν καί προσέφεραν στόν Παπισμό ἀνεκτίμητη βοήθεια καί ἀναγνώριση, χωρίς νά λάβουν τά συμφωνηθέντα ἀνταλλάγματα». Καί ὃπως προσθέτει ὁ μακαριστός Αὐγουστίνος Καντιώτης: «Οὐδείς εὐφυής οἰκονομικός συνδυασμός, οὐδεμία συμμαχία μετά ξένων ἐθνῶν θέλει σώσει ἡμᾶς, ἀπιστοῦντας καί νεοειδωλολατροῦντας καί βλασφημοῦντας καί ἐντός τῶν στρατώνων μας καπηλικῶς τά θεῖα. Ἱστόν ἀράχνης ὑφαίνομεν, λεπτή κάλαμος θέλει διαλύσει ἡμᾶς.».

Ἀκριβῶς ἐκεῖ, λοιπόν, ἑστιάζεται τό πρόβλημα· στό γεγονός πώς κι ἐμεῖς οἱ νεότεροι Έλληνες ὡς «ἂπιστοι, βλάσφημοι καί νεοειδωλολάτρες» ἀκολουθήσαμε τίς τελευταῖες δεκαετίες τήν «πλατεία καί εὐρύχωρη ὁδό τῆς ἀπωλείας», καλλιεργώντας μεθοδικά τά πάθη μας, ὑπονομεύοντας τό κοινό κοινωνικό καί ἐθνικό συμφέρον καί ἐπενδύοντας σέ «ἀνίερες συμμαχίες». Νομοτελειακά, συνεπῶς, φθάσαμε στά σύγχρονα ἀνίερα «συλλείτουργα» μέ τά ὂργανα τοῦ πολιτισμένου καί πάντα «συμμαχικοῦ» δυτικοῦ κόσμου, τά ὁποῖα (συλλείτουργα) τελοῦνται στό βιασμένο κορμί τῆς προδομένης, πρωτίστως ἀπό ἑμᾶς, πατρίδος μας.

Ἂξιζε τελικά ἡ θυσία τῆς Ἑλλάδος στόν βωμό τῶν πρόσκαιρων ὑλικῶν ἀπολαύσεων, τῶν πλασματικῶν ἀναγκῶν καί τοῦ ἀκόρεστου εὐδαιμονισμοῦ;· στόν βωμό τῆς φιλαυτίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῶν αὐτοκαταστροφικῶν παθῶν; Ἡ «ἠθική ἃλωση» τοῦ νεοτέρου Ἑλληνισμοῦ μᾶς ὁδηγεῖ νομοτελειακά καί μέ μαθηματική ἀκρίβεια στήν ὁλοκλήρωση τῆς ἁλώσεως τοῦ 1453 ἐν ἒτει 2013.

Πῶς μπορεῖ αὐτό νά ἀποτραπεῖ; Ἡ ἀπάντηση ἒρχεται πάλι ἀπό τόν μακαριστό Αὐγουστίνο Καντιώτη: «Ἓν μικρό ἒθνος, τοῦ ὁποίου οἱ πολίται ζοῦν ἐν φόβῳ Θεοῦ, πρόθυμοι ἀκροαταί καί ταχεῖς καί δραστήριοι ἐφαρμοσταί τῶν ἠθικῶν Νόμων Του, εἶναι ἀδύνατο νά καταβληθεῖ, ἓστω καί ἐάν ὁ ἐπιτιθέμενος ἐχθρός διαθέτει δεκαπλασίας καί εἰκοσαπλασίας δυνάμεις». Σύμφωνα καί με τόν στρατηγικό ἀναλυτή Edward Luttwak, οἱ Βυζαντινοί «εἶχαν βαθιά γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς παιδείας, ἂρα ἦταν σέ θέση νά κατανοήσουν τόν κόσμο γύρω τους, καί εἶχαν τόσο δυνατή πίστη στόν Χριστό, πού ἐμεῖς οἱ μεταγενέστεροι μέ μεγάλη δυσκολία μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε». Μία βιωματική πίστη θά συμπληρώναμε ἐμεῖς πού τούς καθιστοῦσε σκιά τῆς προαιρέσεώς τους, ἒτη φωτός μακριά ἀπό τήν προτεσταντική ἒως φαρισαϊκή νοοτροπία καί πρακτική τοῦ σημερινοῦ νεοέλληνα, τοῦ θεοποιήσαντος τό σαρκολατρικό «ἐγώ». Χρέος μας εἶναι νά ἐπανεύρουμε αὐτή τήν πίστη καί νά ἀποκαταστήσουμε τήν συμμαχία μας μέ τόν Δημιουργό. Καλούμαστε πλέον νά συστρατευθοῦμε στήν κοινή «ἂμυνα περί πάτρης», ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τόν Αλ. Παπαδιαμάντη «θά ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνική ἀγωγή, ἡ χρηστή διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καί τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τό φρόνημα καί ἐκφυλίσαντος σήμερον τό ἒθνος».

«Ἂς καλέσουμε, λοιπόν, ὃλοι τούς ἑαυτούς μας καί ἂς τούς δώσουμε διαταγή νά ἀναλάβουμε ἐργασία». Μέ λίγα λόγια, ἂς ὁρίσουμε τήν (ἒσω) πόλη καί ἂς ἀγωνιστοῦμε γιά τήν ἀπελευθέρωσή της. Αὐτή ἡ στάση θά τιμοῦσε δεόντως τήν μνήμη τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος βίωσε τό «οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν», μιμούμενος τό «οὐ ποιήσομαι περί πλείονος τό ζῆν τῆς ἐλευθερίας» τῶν Πλαταιῶν, μίας ἐλευθερίας πού ἐξ ἑτυμολογίας ἀπευθύνεται σέ κάθε ἡρωική ψυχή πού «ἀγαπᾶ» μία καί μόνο ἀτραπό· αὐτή τῆς αἰωνίου ζωῆς· ἐκεῖ πού μᾶς περιμένει ὁ τελευταῖος Ἓλλην αὐτοκράτωρ.

Τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος…

*Γεωπολιτικοῦ – Ἱστορικοῦ ἀναλυτῆ

 https://toromaiiko.com/ithiki-alosi-neoteroy-ellinismoy-oanni-s-fritzal/