Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Ε Τ Σ Ι Η Τ Α Ν Ε

 Γιάννη Βλαχογιάννη Από το βιβλίο   

ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ
Επιμέλεια Ιωάννη Φρύδα


    Παππού, σήκου, παππούλη. Σήμερα είναι μέρα επίσημη. Τι φυλάς το στρώμα και βογκάς; Όλο βογκάς, κι όλο μαλώνεις. Σώνει πια. Έβγα να ιδείς. Έλα ν’ αλλάξεις  και  να πας στην αγορά. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα. Σάββατο Λαζάρου.

       Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Το ’ξερε ο παππούς πως ήταν η τρανή Παραμονή, της Έξοδος η μέρα… Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναφανεί, μήτε ο Θεός να δώσει. 

       Το ’ξερε ο παππούς, κι αυτό από μέρες κι από νύχτες  συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή, σα να ’τανε να ’ρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά, του κάκου.

           

        Μα του μικρού τ’ αγγόνου οι χαρωπές φωνές τού ξάφνισαν το νου. Κι εκεί, να πάλι το τρελόπαιδο μπροστά του. Άφησε τις τρεχάλες για να ξαναρθεί και να του γίνει πειρασμός και πάλι.                                                        

    Ακόμα κάθεσαι παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνεις αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά.

    Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις τόσο. Γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπομαι…

    Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!   

      Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή, που έφτανε απ’ τον άλλο δρόμο, κρυφή τρεμούλα του ’χυσε στα σωθικά. Ο νους του σάλεψε άξαφνα.

    Έφτασα! Τ’ άρματά μου!

       Ορθός τινάχτηκε, σαν παλικάρι. Ανάλλαγος, ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε. 

      Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα να ζητεί. Το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ’ αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ’ άρματα κρατούν και ρίχνουν.

      Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψει τη μεγάλη εικόνα, έτσι να δει « πώς ήτανε » κι ο γέρος πάει να το

πιστέψει.

      Βρίσκεται με τ’ αγγόνι στης λιτανείας την ουρά, κι ακολουθούν. Τέλος στους Τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει, και καρτερεί. Σαν κάτι φαίνεται να καρτερεί…

    Ορέ, δεν ήταν έτσι! κράζει με δυνατή φωνή.

      Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος  τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.

       Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.

    Να, ορέ, έτσι ήτανε!

       Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καημό του.


               Γ. Φ.                                                                                                     

 ==================================


Ε  Τ  Σ  Ι         Η  Τ  Α  Ν  Ε

Γ Ι Α Ν Ν Η    Β Λ Α Χ Ο Γ Ι Α Ν Ν Η

                                                 Διασκευή Γιάννη Φρύδα

Πρόσωπα: 

1. ΠΑΠΠΟΥΣ    

 2. ΠΑΙΔΙ ( εγγονός )

3. ΑΦΗΓΗΤΗΣ

4. ΟΜΙΛΗΤΗΣ

5. ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

ΠΑΙΔΙ: ( Μπαίνει στη σκηνή ) Παππού, ε! παππού!

ΠΑΠΠΟΥΣ: Έλα, παιδί μου. Τι θέλεις πάλι; Άφησέ με στον πόνο μου και στον καημό μου.

ΠΑΙΔΙ: Σήκου, παππούλη! Σήμερα είναι μέρα επίσημη. Τι φυλάς το στρώμα και βογκάς; Όλο βογκάς κι όλο μαλώνεις. Σώνει πια. Έβγα να ιδείς. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα. Σάββατο Λαζάρου. Σήκω ν’ αλλάξεις και να πας στην αγορά. ( κινείται συνέχεια, παίζει, κάνει πως πολεμά με το σπαθί )

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Το ’ξερε ο παππούς πως ήταν η τρανή Παραμονή, της Έξοδος η μέρα… Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναφανεί, μήτε ο Θεός να δώσει. Το ’ξερε ο παππούς κι αυτό από μέρες κι από νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή…

Τώρα να το πάλι το τρελόπαιδο. Άφησε τις τρεχάλες και βρίσκεται πάλι μπροστά του.

ΠΑΙΔΙ: Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνεις αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά.

ΠΑΠΠΟΥΣ: Καλά, καλά, μωρέ παιδί. Μη με μαλώνεις τόσο. Γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπομαι.

ΠΑΙΔΙ: Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!

ΠΑΠΠΟΥΣ: Έφτασα! Τ’ άρματά μου! Πάμε!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή κρυφή τρεμούλα του ’χυσε στα σωθικά. Ορθός τινάχτηκε σαν παλικάρι. Ανάλλαγος πετάχτηκε στο δρόμο. Και με τ’ αγγόνι ακολουθεί τ’ ανθρώπινο ποτάμι.

Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Θέλουν να ξαναζωντανέψουν με το νου τη μνήμη της μεγάλης μέρας. Έτσι να δουν πως ήτανε. Τέλος στους τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει και δεν καταλαβαίνει. Ακούει και καρτερεί. Σαν κάτι φαίνεται να καρτερεί…

ΟΜΙΛΗΤΗΣ: Την λαμπράν ταύτην ημέραν, ήτις είναι γεγραμμένη με απαστράπτοντα στοιχεία εις τας δέλτους της δόξης και της ιστορίας, εορτάζομεν λέγω, μετά περισσής υπερηφανείας , αναμιμνησκόμενοι την ηρωικήν έξοδον.(χειροκροτήματα)

Αλλά, οποία γραφίς δύναται και ρήτωρ να περιγράψει όσα έλαβον χώραν ενθάδε και ένεκα των οποίων είμεθα άπαντες συνηθροισμένοι; (χειροκροτήματα)

ΠΑΠΠΟΥΣ: Ορέ,δεν ήταν έτσι.

ΠΑΙΔΙ: Μη φωνάζεις, παππού!

ΟΜΙΛΗΤΗΣ: Εάν ήμην ο Πίνδαρος, ή είχον την λύραν του Ορφέως, θα ηδυνάμην, ίσως, να υμνήσω επαξίως των ηρώων τα κλέη, των γιγάντων και ημιθέων τα έπη.

ΠΑΠΠΟΥΣ: Δεν ήταν έτσι, μωρέ! Όχι! Δεν ήταν έτσι. (Κουνάει απειλητικά το ραβδί του και αποχωρεί νευριασμένος)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής παίζει παραπονιάρικα και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού. (Ο γέρος στέκεται και ακούει τον τυφλό τραγουδιστή)

Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα και δε μιλεί. 

Ο νους του φτερουγίζει πίσω σε περασμένα χρόνια. Σε κείνα τα

χρόνια. Και κλαίει…Και κλαίει… Τέλος κόπηκε το τραγούδι.

ΠΑΠΠΟΥΣ: Να, ορέ, έτσι ήτανε!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καημό του.

(Κλείνει με το τέλος του κλέφτικου τραγουδιού: όλα τα κάστρα χαίρονται)