«Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».
Ω, βάθος ταπεινώσεως, που μας ανεβάζει στους ουρανούς! Ω, θαυμαστή δύναμη μιας παρθένου Κόρης, που με ένα: «γένοιτο» κάνει το Θεό και αλλάζει με τη γη τα αστέρια! Μα, για ποιό λόγο πανακήρατη Κόρη, θεόσοφη Μαριάμ, τώρα, που υψώθηκες σε τόση μεγαλειότητα και τιμή, πέφτεις σε τόση ταπείνωση; Τάχα δεν έπρεπε να δοξαστείς, τώρα που έγινες δοχείο χωρητικό της Θεότητας και θρόνος ηλιοστάλακτος του Βασιλέως της δόξας; Εσύ τώρα είσαι Μητέρα Θεού, και πώς ονομάζεσαι δούλη Κυρίου; «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου». Αλλά μου φαίνεται εύλογο να μου απαντά η Παρθένος. Επειδή σε αυτήν κατοικούσε ο Κύριος, που «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», σωστά ταπεινώθηκε και ξέροντας πως «εγγύς Κύριος τοις συντετριμμένοις τη καρδία», έπρεπε να ετοιμασθεί με κάθε ταπείνωση, για να δεχθεί το θείο Λόγο.
Ο Απελλής, εκείνος ο περίφημος ζωγράφος, που, όσες έκανε εικόνες ήταν θαυμαστές, ανάμεσα στα άλλα, με ομορφιά και επιμέλεια ζωγράφισε ένα στάχυ και επάνω σ’ αυτό μία περιστερά, που η ίδια φύση κοκκίνισε νικημένη από την τέχνη. Όμως περισσότερη κατηγορία, παρά τιμή προξένησε του Απελλή αυτή η θαυμαστή ζωγραφιά επειδή, όσοι την έβλεπαν, αντί να θαυμάζουν την ομορφιά των χρωμάτων, τη συμμετρία των γραμμών, τον κατηγορούσαν λέγοντας: δεν είναι δυνατόν ένα μικρό στάχυ, ορθό, να βαστάζει μία περιστερά, δίχως να γέρνει από το βάρος· «ούχ οίον τε άσταχυν ακλινή βαστάζειν περιστεράν». Στάχυ φθαρτό, χορτάρι της γης είναι ο άνθρωπος «άνθρωπος ωσεί χόρτος», περιστερά είναι το πανάγιο Πνεύμα· «και είδε το Πνεύμα ωσεί περιστεράν καταβαίνον επ’ αυτόν».
Όταν ο άνθρωπος στέκει ορθός και σοβαρός με την υπερηφάνεια, δεν μπορεί ποτέ να στέκει σ’ αυτόν η χάρις του παναγίου Πνεύματος, επειδή «ακάθαρτος παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος». Γι’ αυτό λοιπόν η πανάμωμη Κόρη, όταν άκουσε από τον άγγελο ότι: «Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε», σωστά απάντησε με πολλή ταπείνωση· «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» και με αυτά τα γλυκά λόγια, σαν με χρυσή αλυσίδα, τράβηξε από τον ουρανό στη γη τον Υιό του Θεού. Και χωρίς να το καταλάβει κανένας, τον μετέφερε από τον κόλπο του Πατρός στα παρθενικά και αμόλυντα σπλάγχνα της.
Ο ίδιος Θεός, με το στόμα του Προφητάνακτος Δαυίδ, λέει: «τα λόγια σου υπέρ μέλι τω στόματί μου, αυτά με οδήγησαν και είλκυσαν εις όρος άγιόν σου». Όρος δεν είναι άλλο, παρά η αγιασμένη κοιλία της Θεομήτορος. Το ομολογεί ο ίδιος Δαυίδ: «το όρος, ο ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ». Και ο Αββακούμ λέει· «ο Θεός από Θαιμάν ήξει και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος»· Αυτό το απόκρυφο μυστήριο της θείας οικονομίας, προεικόνιζαν «οι τύποι και τα αινίγματα και αι ρήσεις» των πνευματοφόρων πατέρων και Προφητών. Αυτό προμήνυε η βάτος, που είδε ο Μωυσής: «διαβάς όψομαι το όραμα τούτο, τί, ότι η βάτος καίεται και ου κατακαίεται;». Επειδή η Παρθένος δέχτηκε μέσα της το πυρ της θεότητας, δίχως να βλαφτεί η καθαρή της παρθενία. Αυτό προμήνυε η κλίμαξ του Ιακώβ «ης η κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν και οι άγγελοι του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ’ αυτήν». Διά μέσου της Μαρίας ο Θεός κατέβηκε στη γη και έγινε θνητός άνθρωπος, και ο άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς και απέκτησε την προηγούμενη αθανασία. Αυτό προμήνυε, ο αχειρότμητος λίθος του Δανιήλ· «εθεώρεις, Βασιλεύ, ότι ετμήθη λίθος άνευ χειρός». Επειδή από την καθαρή σάρκα της Παρθένου γεννήθηκε η μυστική πέτρα, «η δε πέτρα ην ο Χριστός», δίχως συνουσία ανθρώπου. Αυτό το απόκρυφο μυστήριο είπε καθαρά ο προφήτης Ιερεμίας στο σπίτι εκείνου του τεχνίτη, που πάνω σε ένα τροχό έκανε διάφορα αγγεία και επειδή έσπασε ένα απ’ αυτά το ξανάπλασε ομορφότερο· «και εκατέβην εις τον οίκον κεραμέως, και ιδού αυτός εποίει έργον επί τον λίθον, και έπεσε το αγγείον, ο αυτός εποίει, εν ταις χερσίν αυτού· και πάλιν αυτός εποίησεν αγγείον δεύτερον, καθώς ήρεσεν ενώπιον αυτού ποιήσαι». Ποιός είναι ο τεχνίτης, παρά ο παντοκράτωρ Θεός και Πατέρας; «εις τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός». Ποιός είναι τροχός, παρά ο αιώνιος Λόγος, επάνω στον οποίο δημιούργησε όλα τα σκεύη, όλα τα κτίσματα; «Πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν, ο γέγονε». Ένα από αυτά τα αγγεία είναι ο προπάτορας Αδάμ, που με την παρακοή τσακίσθηκε και αμαύρωσε τη θεία εικόνα», για τούτο σήμερα πάλι τον ξαναφτιάχνει ομορφότερο, με την ανάπλαση του νέου Αδάμ. «Ο πρώτος άνθρωπος εκ της γης χοϊκός, ο δεύτερος εκ του ουρανού καταβάς» κηρύττει η θεόπνευστη σάλπιγμα της Εκκλησίας. Αυτό το ίδιο μυστήριο φανέρωνε το ουράνιο τόξο εκείνο, που είπε ο Θεός στον Νώε πως, όταν φανεί στα σύννεφα, τότε ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, θα υπάρχει συμφωνία και αγάπη· «το τόξον μου τίθημι εν τη νεφέλη, και έσται εις σημείον διαθήκης αναμέσον εμού και της γης». Σήμερα λοιπόν, που φάνηκε το μυστικό τόξο, δηλ. η σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, βεβαιώθηκε η αγάπη ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο· «αυτός εστίν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότειχον του φραγμού λύσας». Αυτό το μυστήριο και ο Γαβριήλ στην Παρθένο ευαγγελίζεται λέγοντας- «ιδού σύλληψη εν γαστρί, και τέξη υιόν».
Τώρα καταλαβαίνω εκείνο το μεγάλο θαύμα , που για να γιατρευτεί ο άρρωστος βασιλιάς, έριξε ο Θεός τον προφήτη Ησαΐα στο ηλιακό ωρολόγιο. Βρισκόταν ξαπλωμένος σε βασιλικό κρεβάτι χτυπημένος από θανατηφόρο ασθένεια ο βασιλιάς Εζεκίας, και ακούγοντας από τον προφήτη τη φοβερή απόφαση του θανάτου του, «έκλαυσε κλαθμώ μεγάλω», λέει η αγία Γραφή. Και σαν να μη γνώριζε άλλη θεραπεία από τα δάκρυά του, ήλπιζε με εκείνα τα πικρά νερά των ματιών του να σβήσει τη φλόγα του πυρετού, που του έκαιγε την καρδιά. Αλλά μέσα στα σκοτεινότατα σύννεφα της λύπης, έλαμψε το χαρούμενο σημάδι της θεραπείας του. Αυτό ήταν ο ήλιος, που, γυρίζοντας πίσω εννέα γραμμές σε μία πολύ μεγάλη σκιά, από αυτή πάλι ανέτειλε και με την νέα ανατολή χάρισε τη υγεία του Εζεκία· «εν ταις ημέραις αυτού ενεπόδισεν ο ήλιος και εχαρίσατο την ζωήν τω βασιλεί».
Ο άρρωστος Εζεκίας είναι το ανθρώπινο γένος, το οποίον εξασθενημένο από την απιστία προς τον Θεό, βρισκόταν σε βαθύτατο λήθαργο μιας πεισματικής αμαρτίας. Βλέποντας την ελεεινή κατάσταση, στην οποία κατάντησε, σήκωσε επί τέλους τα μάτια προς τον ουρανό και ολόψυχα έκραξε «έως πότε, Κύριε, επιλήση μου εις τέλος; έως πότε αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού;»· και πάλιν «ίασαί με, Κύριε, και ιαθήσομαι» και «ελθέ εις το σώσαι ημάς».
Και τότε ο προαιώνιος πατέρας, που δεν μπορούσε να βλέπει τη δική του εικόνα και ομοίωση στα χέρια του διαβόλου, έδειξε το χαρούμενο σημάδι της ανθρώπινης σωτηρίας. Αυτό είναι ο μυστικός Ήλιος της δικαιοσύνης, ο μονογενής του υιός, ο οποίος, γυρίζοντας πίσω εννέα γραμμές, δηλ. κατεβαίνοντας από τα εννέα τάγματα των μακαρίων αγγέλων, ήλθε στη μεγάλη σκιά, στην κοιλιά της αειπαρθένου Μαρίας, όπως το φανερώνουν τα αγγελικά εκείνα λόγια· «και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι». Από αυτήν σε λίγο θα ανατείλει ως ήλιος και με τη νέα του ανατολή θα μας θεραπεύσει από κάθε είδους ασθένεια, και θα μας ζωοποιήσει· «νεκρούς ημάς όντας τη αμαρτία», σύμφωνα με το σκεύος της εκλογής· «έν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού». Και ο αρχάγγελος· «ιδού συλλήψη εν γαστρί, και τέξη υιόν».
Χαίρε, λοιπόν η φύση η ανθρώπινη, επειδή σήμερα ξεκινάει η αρχή της σωτηρίας σου, σήμερα τελειώνουν τα πάθη σου, σήμερα σου ανοίγεται εκείνη η φωτεινή πύλη του Παραδείσου, την οποία σου, έκλεισε η παρακοή. Σήμερα απολαμβάνεις την ατελείωτη εκείνη μακαριότητα, που σου στέρησε η απάτη του διαβόλου. Πάλι το σκότος διαλύεται· πάλι το φως φανερώνεται· πάλιν η Αίγυπτος με τα νέφη σκοτίζεται· πάλιν ο Ισραήλ με τον στύλο φωτίζεται. Πού είναι τώρα η αντίθεη των ειδώλων πολυθεΐα; Πού των ειδωλολατρών οι βρωμερές θυσίες; Πού του διαβόλου η παγκόσμια καταδυναστεία; «Τα αρχαία παρήλθεν ιδού γέγονε τα πάντα καινά». Το γράμμα υποχωρεί, το πνεύμα πλεονάζει, η σκιά παρέρχεται, η αλήθεια έρχεται.
Χαίρε, επειδή τώρα του πρωτοπλάστου Αδάμ λύεται το αμάρτημα, «των αμαρτημάτων το σκότος διώκεται», ο διωγμός των μακαρίων ψυχών από τον επίγειο Παράδεισο τελειώνει, το τέλος των παθών μας χαρίζεται, και η χάρις για την απόκτηση της αιώνιας μακαριότητας μας αποδίδεται. Τώρα η θεότητα ενώνεται με την ανθρωπότητα, ο άνθρωπος με το Θεό, η πίστη με την καρδιά.
Και συ, μυριοχαριτωμένη Κόρη, που μας πλούτησες με τόσες δόξες, που μας δόξασες με τόσες τιμές, που μας τίμησες με τόσες χάριτες, στρέψε σε παρακαλούμε τα σπλαγχνικά σου μάτια προς εμάς τους ταπεινούς και αναξίους δούλους σου, που όπως κάποτε οι ειδωλολάτρες του Απόλλωνα, σου προσφέρουμε αντί εκατόμβης τον εαυτόν μας. Ναι, ξέρουμε, πως κανένα πράγμα δεν συγχύζει, την παναγία ψυχή, παρά η μελωδία των δικών σου επαίνων. Παρ’ όλα αυτά, για να μη φανούμε τελείως αχάριστοι, για τις άπειρες χάριτες με τις οποίες πλούτισες ολόκληρο το γένος μας, τουλάχιστον ευχαριστήσου να σε χαιρετήσουμε και μείς με εκείνον τον αγγελικό χαιρετισμό, το: «Χαίρε», που στάθηκε κάθε πάσης χαράς η αρχή.
Χαίρε λοιπόν νεόνυμφε Μαριάμ, πορφυρογέννητη Βασίλισσα των Αγγέλων. Χαίρε, αργυροχρυσόχροε κρίνε της καθαρότητας. Χαίρε, ευανθέστατε Παράδεισε μακαρίων ηδονών. Χαίρε, χρυσοπόρφυρο νυφικό δωμάτιο του ουρανίου νυμφίου. Χαίρε εσύ, που ως βασιλικός βλαστός από τη ρίζα του Ιεσσαί γεννημένη από άκαρπη κοιλία, πρώτα είδες το φως της μακαριότητας παρά εκείνο του ήλιου. Πρώτα στάθηκες πολίτισσα του ουρανού με τη ψυχή, παρά της γης με το σώμα. Πρώτα θυγατέρα του προαιώνιου Πατέρα, παρά του Ιωακείμ και της Άννας. Πριν να πατήσεις τη γη, καταπάτησες την κεφαλή του φαρμακερού δράκοντα. Χαίρε εσύ, που με θαυμάσιο τρόπο συλληφθείσα από άγονη μήτρα, έλαμψες στη κοιλία της μητέρας, όπως το μαργαριτάρι στο στρείδι του. Γεννήθηκες όπως η αυγή, στολισμένη με άνθη ουρανίων αρετών. Μεγάλωσες ως ήλιος, στεφανωμένη με τις ακτίνες της θείας χάριτος και έζησες ως φοίνικας, μοναδικό θαύμα της φύσεως ανάμεσα στις γυναίκες. Χαίρε εσύ, που μόνη από όλες τις γυναίκες, καταξιώθηκες να γίνεις Μητέρα ενός Θεού, και να βαστάξεις μέσα στη καθαρή σου κοιλία εκείνον, που στη παντοδύναμη παλάμη του βαστάζει όλη την οικούμενη.
Χαίρε… μα τί να πω περισσότερο; Ποιός ρήτορας, ακόμα και αν από το στόμα του κυλά ολόχρυσος ποταμός ευγλωττίας, μπορεί ποτε να διηγηθεί τις δόξες στις οποίες σε ύψωσε ο Θεός; Ή τις χάρες, με τις οποίες ο ουρανός σε πλούτησε; Ποιά ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να εξηγήσει τα μεγαλεία, με τα οποία στόλισε την ιερή σου ψυχή το πανάγιο Πνεύμα; Είναι τόσο βαθύ και άπλετο των απείρων σου επαίνων το πέλαγος, που σε αυτό βυθίζεται και ο νους των μακαρίων αγγέλων.
Γι’ αυτό και εγώ, κεχαριτωμένη Παρθένε, ξεπερνώ με σιωπή τις θαυμαστές σου αρετές, θαυμάζοντάς τες μόνο με τη διάνοια. Και εδώ, προσπίπτοντας στα πανάχραντά σου πόδια, άλλο δεν επιθυμώ από σένα παρά την ακαταμάχητη προστασία σου, για βοήθεια και συντήρηση του φιλόχριστου στρατού, για διωγμό και εξολόθρευση του αντίθεου τυράννου. Έως πότε, πανακήρατε Κόρη, το τρισάθλιο γένος των Ελλήνων θα βρίσκεται στα δεσμά μιας ανυπόφορης δουλείας; Έως πότε να του πατά τον ευγενικό λαιμό ο βάρβαρος δυνάστης; Ως πότε θα είναι υποδουλωμένες στο μισοφέγγαρο οι χώρες εκείνες στις οποίες ανέτειλε με ανθρώπινη μορφή, από την αγιασμένη σου κοιλία, ο μυστικός της δικαιοσύνης Ήλιος;
Αχ! Παρθένε! θυμήσου πως στην Ελλάδα πρώτα, παρά σε άλλο τόπο, έλαμψε το ζωηφόρο φως της αληθινής πίστεως· το ελληνικό γένος ήταν το πρώτο που άνοιξε τις αγκάλες και δέχτηκε το θείο Ευαγγέλιο του μονογενούς σου Υιού. Το πρώτο, που σε γνώρισε για αληθινή Μητέρα του Θεανθρώπου Λόγου. Το πρώτο, που αντιστάθηκε στους τυράννους που με μύρια βάσανα προσπαθούσαν να ξεριζώσουν από τις καρδιές των πιστών το σεβάσμιό σου όνομα. Αυτό έδωσε στον κόσμο τους Διδασκάλους, οι οποίοι, με το φως της διδασκαλίας τους, φώτισαν τις σκοτισμένες διάνοιες των ανθρώπων. Αυτό έδωσε τους Ποιμένες, που με την ποιμαντική ράβδο εξόρισαν τους αιμοβόρους λύκους από το εκκλησιαστικό ποίμνιο. Αυτό έδωσε τους γεωργούς, που με το αλέτρι του Σταυρού και με τον ιδρώτα του προσώπου, καλλιέργησαν τις καρδιές και σπέρνοντας τον ευαγγελικό σπόρο, θέρισαν τις ψυχές για την ουράνια αποθήκη. Αυτό έδωσε τους μάρτυρες, που με το αίμα τους έβαψαν την πορφύρα της Εκκλησίας.
Λοιπόν, εύσπλαχνε Μαριάμ, σε παρακαλούμε, για το «χαίρε» εκείνο που μας προξένησε τη χαρά, για τον αγγελικό εκείνο Ευαγγελισμό, που στάθηκε η αρχή της σωτηρίας μας και μας χάρισε την προηγούμενη τιμή, σήκωσέ το από την κοπριά της δουλείας στο θρόνο του βασιλικού αξιώματος· από τα δεσμά στο σκήπτρο· από την αιχμαλωσία στο βασίλειο. Και, αν αυτές μας οι φωνές δεν σε παρακινούν να δείξεις ευσπλαχνία, ας σε παρακινήσουν αυτά τα πικρά δάκρυα, που τρέχουν από τα μάτια μας. Αλλ’ αν και αυτά δεν φθάνουν, ας σε παρακινήσουν οι φωνές και οι παρακλήσεις των αγίων σου, που ακατάπαυστα φωνάζουν από όλα τα μέρη της τρισαθλίου Ελλάδος. Φωνάζει ο Ανδρέας από την Κρήτη, φωνάζει ο Σπυρίδων από την Κύπρο, φωνάζει ο Ιγνάτιος από την Αντιόχεια, φωνάζει ο Διονύσιος από την Αθήνα, φωνάζει ο Πολύκαρπος από τη Σμύρνη, φωνάζει η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρεια, φωνάζει ο Χρυσόστομος από την βασιλεύουσα πόλη, και δείχνοντάς σου την σκληρότατη τυραννίδα των άθεων Αγαρηνών, ελπίζουν από την μεγάλη σου ευσπλαχνία του Ελληνικού γένους την απολύτρωση.
Δέξου λοιπόν, Παναγία Παρθένε, τα δάκρυα μας, τα οποία φανερώνουν το μυστήριο που σε σένα ολοκληρώθηκε. Γιατί όπως τα δάκρυα τρέχουν χωρίς βλάψιμο των ματιών έτσι και ο θείος Λόγος έτρεξε από την καθαρή σου μήτρα, δίχως φθορά της παρθενίας σου. Δώσε τόση δύναμη στο σεβαστό μας Δούκα των Ενετών εναντίον των ανθρωποκτόνων και αιμοβόρων βαρβάρων, ώστε να σβυστεί τελείως το φως του φεγγαριού, και να λάμψει περισσότερο του μυστικού Ήλιου η ζωοποιός ακτίνα· να εξαπλωθεί στον κόσμο όλο η δύναμη του Σταυρού και να δοξαστεί από όλους το άγιό σου Όνομα, μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό και το άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και σε όλους τους αιώνες. Αμήν.
(Λόγος που εκφωνήθηκε από τον Μηνιάτη στη Βενετία στις 25 Μαρτίου 1688 σε ηλικία 19 ετών, όταν φοιτούσε στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο –απόσπασμα σε νεοελληνική απόδοση).