Η πολύτροπη φιλανθρωπία του Θεού και η οικονομία Του για τον άνθρωπο, αφού έκανε τον Βασίλειο γνωστό με πολλά περιστατικά που μεσολάβησαν και τον ανέδειξαν όλο και λαμπρότερο, τον προβάλλει ως φάρο της Εκκλησίας περίοπτο και περιλάλητο, αφού τον συγκατέλεξε στην ιερή τάξη των πρεσβυτέρων και από μία πόλη, την Καισάρεια, τον έκανε πυρσό όλης της οικουμένης. Με ποιον τρόπο; Δεν έφτιαξε εκ του προχείρου το αξίωμα, ούτε την ίδια ώρα τον έλουσε και τον έκανε σοφό, όπως γίνεται σήμερα με τους πολλούς που επιθυμούν τις πρωτοστασίες· τον έκανε άξιο της τιμής με την τάξη και τον νόμο της πνευματικής προόδου.
Δεν επαινώ την αταξία και την ακοσμία μας, κάποτε και αυτών που προεδρεύουν στην Εκκλησία. Δεν θα τολμήσω να τους κατηγορήσω όλους. Εξάλλου δεν είναι και δίκαιο. Επαινώ τον ναυτικό νόμο που στον κυβερνήτη του πλοίου δίνει πρώτα το κουπί, από αυτό τον φέρει στην πλώρη και τους εμπιστεύεται την ανίχνευση της πορείας και τέλος τον καθίζει στο τιμόνι, έπειτα από πολύ σχίσιμο των κυμάτων και πολλή εξέταση των ανέμων. Το ίδιο γίνεται και στα στρατιωτικά. Στρατιώτης, ταξίαρχος, στρατηγός. Αυτή είναι η άριστη σειρά και η ωφελιμότατη για τους αρχόμενους.
Πολύ μεγάλη αξία θα είχε εάν επικρατούσε
και σε μας παρόμοια τάξη. Τώρα όμως κινδυνεύει η αγιότατη ανάμεσα σε όλα τάξη,
να είναι η περισσότερο καταγέλαστη από όλες τις τάξεις μας· διότι η πρωτοστασία
δεν κερδίζεται περισσότερο από την αρετή παρά από αθέμιτες ενέργειες. Και οι
θρόνοι περιέρχονται όχι στους πιο άξιους, αλλά σε όσους έχουν περισσότερη
δύναμη. Συγκαταλέγεται στους προφήτες ο Σαμουήλ, που βλέπει το μέλλον, αλλά και
ο Σαούλ, ο αποδιοπομπαίος. Κατατάσσεται στους Βασιλείς ο Ροβοάμ του Σολομώντος,
αλλά και ο Ιεροβοάμ, ο δούλος και αποστάτης. Ιατρός δεν γίνεται κανείς ούτε
ζωγράφος, που δεν μελέτησε πρώτα τη φύση κάθε ασθένειας ή δεν ανέμειξε πολλά
χρώματα, και δεν σχεδίασε μορφές. Ο προκαθήμενος όμως βρίσκεται εύκολα, χωρίς
να κοπιάσει, αποκτά αμέσως αξία, σπείρεται και φυτρώνει, όπως στον μύθο γίνεται
με τους γίγαντες. Πλαστουργούμε αυθημερόν τους αγίους και ορίζουμε να γίνουν
σοφοί αυτοί που δεν έχουν τίποτε διδαχτεί, ούτε έχουν προσφέρει καμία υπηρεσία
πριν λάβουν τον βαθμό εκτός από το ότι τον επιθυμούσαν. Και ο ένας υπομένει τη
χαμηλή θέση και στέκεται με ταπεινοφροσύνη, ενώ είναι άξιος για την υψηλή,
επειδή έχει μελετήσει πολύ τα θεία λόγια και έθεσε πολλούς νόμους για την
υποταγή της σαρκός· ενώ ό άλλος κάθεται στην πρώτη θέση με σοβαροφάνεια,
σηκώνει το φρύδι κατά των μεγαλυτέρων του και δεν αισθάνεται τρόμο για τον
θρόνο ούτε τον καταλαμβάνει φρίκη, βλέποντας τον ικανό χαμηλά. Αλλά λαμβάνοντας
τη δύναμη νομίζει συνάμα σοφότερο τον εαυτό του. Πέφτει βέβαια έξω και η
εξουσία του έχει αφαιρέσει την ικανότητα να σκέφτεται.
Δεν
ήταν έτσι ο πολύς και μέγας Βασίλειος. Όπως σε όλα τα άλλα, έτσι και στην ορθή
εκτίμηση αυτών έγινε παράδειγμα για τους
πολλούς. Είχε το διακόνημα να διαβάζει τα ιερά βιβλία στον λαό, αυτός που
ήταν ο εξηγητής τους, χωρίς να απαξιώσει και αυτήν ακόμη την εκκλησιαστική τάξη
και όμοια στους θρόνους των πρεσβυτέρων
και των επισκόπων δοξολογεί τον Θεό. Δεν είχε κλέψει την εξουσία, ούτε την
είχε αρπάξει, ούτε κυνήγησε την τιμή, αλλά κυνηγήθηκε από την τιμή, ούτε
δέχτηκε ανθρώπινη χάρη αλλά τη θεία χάρη από τον Θεό.
Η
φροντίδα και η διοίκηση τώρα της Εκκλησίας από τον Βασίλειο είχαν πολλά
γνωρίσματα· αυτά ήσαν παρρησία και
προς τους άλλους άρχοντες και προς τους ισχυρούς της πόλεως, συμβιβασμοί που
δεν γίνονταν εκ μέρους τους έπειτα από φιλονικία, αλλά διαμορφώνονταν από τη
φωνή του, χρησιμοποιώντας ως νόμο τον
τρόπο του, προστασία εκείνων που
είχαν ανάγκη, πνευματική περισσότερο αλλά και σωματική όχι λιγότερο-διότι
και τούτο οδηγεί στην ψυχή, υποδουλώνοντας με την αγάπη- διατροφή των φτωχών, φιλοξενία, φροντίδα των παρθένων, νομοθεσία για
μοναχούς, γραπτή και άγραφη, καθορισμός ευχών, σεμνή εμφάνιση από το βήμα και
πολλά άλλα- με τα οποία ο αληθινός άνθρωπος του Θεού, που είναι ταγμένος στην
παράταξη του Θεού, μπορεί να ωφελήσει τον λαό.
Ήταν λιμός και μάλιστα ο βαρύτερος από όσους έως
τότε μνημονεύονται. Υπέφερε η πόλη
και βοήθεια δεν υπήρχε από πουθενά ούτε φάρμακο για την ταλαιπωρία. Οι παράλιες
περιοχές δεν σηκώνουν με δυσκολία τις ελλείψεις αυτές, διότι προσφέρουν τα
προϊόντα τους και δέχονται από τη θάλασσα. Για μας όμως που είμαστε μεσόγειοι
και αυτό περισσεύει δεν ωφελεί και αυτό που λείπει δεν μπορούμε να το
ποριστούμε, αφού δεν γνωρίζουμε πώς να διαθέσουμε κάτι από όσα έχουμε ή να
εισαγάγουμε κάτι από όσα λείπουν. Και
υπήρχε και αυτό που είναι το βαρύτερο στις περιστάσεις αυτές, η αναλγησία και η
απληστία εκείνων οι οποίοι υπάρχουν. Παρακολουθούν τους καιρούς και
εμπορεύονται την έλλειψη και καλλιεργούν τις συμφορές. Δεν ακούνε ότι ο ελεών
φτωχό δανείζει στον Θεό, ούτε ότι όποιος κρύβει το σιτάρι να είναι καταραμένος
από τον λαό. Ούτε τίποτε άλλο δεν ακούνε
από όσες υποσχέσεις έχουν δεχτεί οι φιλάνθρωποι και οι απάνθρωποι απειλές.
Είναι περισσότερο από όσο πρέπει άπληστοι και δεν σκέπτονται ορθά. Σε εκείνους κλείνουν τη δική τους
ευσπλαχνία και στον εαυτό τους την ευσπλαχνία του Θεού, πράγμα που αγνοούν ότι
αυτοί έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από ό,τι οι άλλοι έχουν ανάγκη από εκείνους.
Αυτά οι έμποροι και οι προμηθευτές του σίτου, μήτε τους συγγενείς λυπούνται,
μήτε στον Θεό ευαρεστούν, από τον Οποίο έχουν τα αγαθά τους, ενώ οι άλλοι
στενοχωριούνται.
Ο Βασίλειος δεν μπορούσε να βρέξει ψωμί από
τον ουρανό με την προσευχή του και να θρέψει μέσα στην έρημο τον φυγάδα λαό.
Ούτε μπορούσε να βγάζει τροφή που δεν δαπανάται από τον πυθμένα της υδρίας που
γέμιζε καθώς άδειαζε, για να τρέφει αυτήν που τον έτρεφε-πράγμα παράδοξο-
ανταποδίδοντας τη φιλοξενία. Ούτε μπορούσε με πέντε άρτους να θρέψει χιλιάδες
που τα απομεινάρια τους να επαρκέσουν για πολλά άλλα τραπέζια. Αυτά ήσαν έργα
του Μωυσή και του Ηλία και του Θεού μου που δίνει σε αυτούς τη δύναμη γι' αυτά. Ίσως είναι ακόμη και των καιρών
εκείνων και της τότε καταστάσεως, επειδή τα σημεία δίνονται στους απίστους και
όχι στους πιστούς. Και όσα είναι σύμφωνα με αυτά και οδηγούν στο ίδιο σημείο,
αυτά και τα σκέφτηκε και με την ίδια πίστη τα πραγματοποίησε. Με τον λόγο και τις προτροπές του άνοιξε
τις αποθήκες των πλουσίων και πραγματοποιεί ό,τι λέγει η Γραφή· μοιράζει τροφή
σε όσους πεινούν, χορταίνει με ψωμί τους φτωχούς, τους διατρέφει σε περίοδο
λιμού και γεμίζει με αγαθά ανθρώπους πεινασμένους[Ησ.38,7· Ψαλμ.131,15 και
32,19· Λουκά 1,53].
Με ποιον τρόπο; Συναθροίζοντας τους
χτυπημένους από τον λιμό στο ίδιο μέρος, ακόμη και αυτούς που μόλις ανέπνεαν,
άνδρες, γυναίκες, νήπια, γέροντες, τις ηλικίες που είναι άξιες συμπάθειας, διενεργώντας έρανο σε κάθε είδος τροφής,
που μπορεί να ανακουφίσει την πείνα, παραθέτοντας χύτρες γεμάτες από χυλό και
από τα παστά ψάρια που παρασκευάζουμε εμείς και αποτελούν τροφή των φτωχών.
Έπειτα μιμείται τη διακονία του Χριστού, ο οποίος ακόμη και το λεντίο ζωσμένος
δεν έκρινε ανάξιό του να πλύνει τα πόδια των μαθητών Του και με τα δικά του
παιδιά, δηλαδή τους συνδούλους του, χρησιμοποιώντας αυτούς ως βοηθούς, θεράπευε
τα σώματα όσων είχαν ανάγκη, θεράπευε και τις ψυχές συμπλέκοντας την τιμή με
την ανάγκη, ανακουφίζοντας αυτούς και από τα δύο μέρη.
Αυτός ήταν ο δεύτερος σιτοδότης μας και
δεύτερος Ιωσήφ. Έχουμε όμως να πούμε και κάτι περισσότερο. Ο ένας εμπορεύεται
τον λιμό και εξαγοράζει την Αίγυπτο με τη φιλανθρωπία διαθέτοντας την περίοδο αφθονίας
στην περίοδο του λιμού και λαμβάνοντας προς τούτο διαταγή από τα όνειρα τρίτων·
ο Βασίλειος όμως ήταν αφιλοκερδής στη χρηστότητά
του, χωρίς να εμπορεύεται βοηθός στην έλλειψη. Απέβλεπε σε ένα, να
αποκτήσει τη φιλανθρωπία με τη φιλανθρωπία και να λάβει τα εκεί αγαθά με το εδώ
μέτρημα του σιταριού. Αυτά μαζί με την
τροφή του λόγου και την τελειότερη ευεργεσία και διανομή, που είναι αληθινά
ουράνια και υψηλή. Εάν βέβαια άρτος
των αγγέλων είναι ο λόγος, με τον οποίο τρέφονται και ποτίζονται οι ψυχές που
πεινούν τον Θεό και ζητούν τροφή που δεν κυλά και δεν φεύγει, αλλά παραμένει
παντοτινά. Αυτής της τροφής σιτοδότης ήταν εκείνος, σιτοδότης πάμπλουτος αυτός
ο πιο φτωχός και ο πιο άπορος από όσους γνωρίζουμε και δεν θεράπευε την πείνα
του ψωμιού και τη δίψα του νερού, αλλά τον πόθο του λόγου που αληθινά δίνει ζωή
και τρέφει και οδηγεί στην αύξηση της πνευματικής ηλικίας αυτόν που τρέφεται
καλά.
Τι χρειάζεται να λέω όλα και να χρονοτριβώ;
Αφού μέσα από αυτά και τα όμοιά τους αυτός που ήταν φερώνυμος της ευσέβειας
είχε πρόσφατα πεθάνει[:εδώ ο άγιος Γρηγόριος αναφέρεται στον
προηγούμενο επίσκοπο, τον Ευσέβιο Καισαρείας], αφήνοντας ήσυχα την ψυχή του
μέσα στα χέρια εκείνου, οδηγείται στον υψηλό θρόνο της επισκοπής. Τούτο δεν
έγινε χωρίς κόπο και χωρίς φθόνο και πάλη των προκαθημένων της πατρίδας και των
ισχυρών που είχαν με εκείνους συνταχθεί. Ήταν
αναπόφευκτο όμως να νικήσει το Άγιο Πνεύμα. Νικά λοιπόν και μάλιστα
συντριπτικά. Μετακινεί από μακρινές περιοχές εκείνους, οι οποίοι θα τον
χρίσουν, άνδρες γνωστούς για την ευσέβεια και τον ζήλο τους, μαζί με αυτούς και
τον νέο Αβραάμ και δικό μας πατριάρχη, εννοώ τον πατέρα μου, με τον οποίο
γίνεται κάτι θαυμαστό[εδώ ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
αναφέρεται στον πατέρα του, τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό]. Δεν είχε αφανιστεί μόνο από το πλήθος των
ετών, αλλά και η ασθένεια τον ταλαιπωρούσε και βρισκόταν στις τελευταίες πνοές
του, αναλαμβάνει όμως με τόλμη το ταξίδι, για να βοηθήσει με την ψήφο του,
παίρνοντας θάρρος από το Πνεύμα. Θα πω δύο λόγια ακόμη· τον βάλαμε σε ένα
φορείο, όπως μέσα σε ένα τάφο και επιστρέφει
νέος,θαλερός, με το βλέμμα υψηλά, δυναμωμένος από την επίθεση των χειρών και
την χρίση, και δεν θα είναι πολύ να προσθέσω και από την κεφαλή του χρισθέντος.
Ας προστεθεί και τούτο στις παλαιές διηγήσεις ότι ο πόνος χαρίζει υγεία, η
προθυμία σηκώνει τους νεκρούς και σαν νέος ο γέροντας που τον έχρισε το Πνεύμα.
Αφού είχε έτσι αξιωθεί την πρωτοκαθεδρία, όπως
είναι φυσικό για όσους έχουν τόση αξία και έχουν δεχτεί τόση χάρη και έτσι
θεωρούνται και από τους άλλους, δεν
ντρόπιασε τίποτε από τα παρακάτω ούτε τη δική του φιλοσοφία, ούτε τις ελπίδες
όσων του είχαν εμπιστοσύνη. Υπερέβαλλε πάντοτε τον εαυτό του, όσο
προηγουμένως υπερέβαλλε τους άλλους, έχοντας πάρα πολύ ωραία και φιλοσοφική
αντίληψη γι’ αυτά. Πίστευε δηλαδή ότι είναι αρετή του ιδιώτη να μην είναι κακός
ή να είναι ως ένα βαθμό αγαθός. Για τον άρχοντα όμως και τον προκαθήμενο
αποτελεί κακία, και μάλιστα σε αυτό το
αξίωμα να μην ξεπερνά πολύ τους άλλους και να μη γίνεται καθημερινά ανώτερος,
ούτε να έχει αξία και αρετή σύμμετρη με τον θρόνο. Είναι δύσκολο ο άκρος να
επιδιώκει το μέσο και με το πλεόνασμα της αρετής του να σύρει τους πολλούς στο
μέτριο. Ή μάλλον για να ομιλήσω γι' αυτά
πιο πνευματικά, αυτό που βλέπω να γίνεται με τον Σωτήρα μας-όπως το βλέπει και
καθένας από όσους γνωρίζουν-όταν ήταν ανάμεσά μας, να λάβει δηλαδή τη μορφή τη δική μας και εντούτοις ανώτερη από εμάς,
το ίδιο στοχάζομαι ότι έχει συμβεί και εδώ. Εκείνος, λέγει ο Ευαγγελιστής,
προέκοπτε στην ηλικία έτσι και στη σοφία και τη χάρη(όχι ότι αυτά έπαιρναν αύξηση, διότι σε τι θα μπορούσε να γίνει
τελειότερος Αυτός που ήταν τέλειος από την αρχή; Γίνονταν μόνο πιο καθαρά και
πιο εμφανή). Έτσι και εδώ, η αρετή του ανδρός νομίζω ότι δεν έπαιρνε προσθήκη αλλά ευρύτερη
εφαρμογή, επειδή είχε στην εξουσία του περισσότερο υλικό.
Πρώτα κάνει
φανερό σε όλους ότι το αξίωμα δεν ήταν χάρισμα ανθρώπων, αλλά το είχε λάβει από
τον Θεό. Απόδειξη αποτελεί και ό,τι έγινε με εμένα. Πόσο συμμεριζόταν τη
νοοτροπία μου της περιόδου εκείνης. Όλοι οι άλλοι νόμιζαν ότι θα τρέξω κοντά
του για το γεγονός, ότι θα γινόμουν περιχαρής- και ίσως κάποιος άλλος να
δοκίμαζε το συναίσθημα αυτό- και ότι θα μοιραζόμασταν μάλλον την αρχή μεταξύ
μας και ότι δεν θα βοηθούσα απλώς, πράγμα που συμπέραναν από τη φιλία μας. Εγώ
όμως, αποφεύγοντας να γίνω φορτικός- το απέφευγα σε όλα περισσότερο από τον
καθένα- καθώς και την τάξη της εποχής για φθόνο, αφού εξάλλου και τα πράγματα
γύρω του ήσαν σε εξέλιξη και ταραχή, έμεινα στην πατρίδα χαλινώνοντας τον πόθο
μου με τη βία. Με μέμφεται αλλά με συγχωρεί. Έπειτα όταν πήγα κοντά του, χωρίς
όμως να δεχτώ την τιμή του θρόνου για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ούτε το να
προτιμηθώ από τους πρεσβυτέρους, όχι μόνο δεν με κατηγόρησε αλλά και με
επαίνεσε και καλά έκανε. Προτίμησε να κατηγορηθεί μάλλον για υπερηφάνεια από
λίγους, που δεν κατανόησαν τη στάση αυτή, παρά να πράξει κάτι αντίθετο στον
λόγο και τις προθέσεις του. Και πώς θα μπορούσε να δείξει κάποιος καλύτερα ότι η ψυχή του είναι ανώτερη από κολακεία και
φιλοφροσύνη και ότι αποβλέπει σε ένα μόνο, τον νόμο του καλού, εάν δεν
σκεπτόταν έτσι για εμένα που με θέτει μεταξύ των πρώτων από τους αγαπητούς και
τους οικείους του;
Έπειτα μαλακώνει αυτούς που στασίαζαν
εναντίον του και τους θεραπεύει με λόγους μιας μεγαλόψυχης ιατρικής. Δεν το
κάνει αυτό κολακευτικά και ανελεύθερα, αλλά με πολλή δύναμη και ελευθεριότητα,
όπως κάποιος που δεν αποβλέπει μόνο στο παρόν αλλά οικονομεί και τη μελλοντική
υποταγή. Βλέποντας δηλαδή ότι η ηπιότητα
οδηγεί στη χαλάρωση και την αδιαφορία, ενώ η αυστηρότητα σκληρύνει τον άλλον
και τον αποθρασύνει, βοηθεί το ένα με το άλλο. Ανέμειξε με επιείκεια το πείσμα
και την ηπιότητα με σταθερότητα. Έτσι για τη θεραπεία λίγο του χρειάστηκε ο
λόγος και τα περισσότερα τα πέτυχε με τα έργα. Δεν υποδούλωνε με
τεχνάσματα, αλλά έκανε τους άλλους δικούς του με τη φιλία, δεν χρησιμοποιούσε
τη δύναμη της εξουσίας του, τους έφερνε κοντά του όχι βέβαια με αδυναμία, αλλά
και με προσοχή.
Και, το σπουδαιότερο, τους έφερνε κοντά του
επειδή τους νικούσε με το πνεύμα του και
αναγνώριζαν ως απροσπέλαστη την αρετή του και επειδή νόμιζαν ότι μία μόνο
σωτηρία υπάρχει γι΄αυτούς, να είναι φίλοι του και υποτακτικοί του· και ένας
κίνδυνος, να προσκρούσουν στο θέλημά του και επειδή θεωρούσαν αποξένωση από τον
Θεό τη διάσταση από εκείνον, έτσι θέλοντας υποχώρησαν και ηττήθηκαν και λύγισαν
όπως στη βροντή, προσπαθώντας να απολογηθούν ο ένας πριν από τον άλλο και
μεταβάλλοντας τον βαθμό της έχθρας τους σε βαθμό φιλίας και επιδόσεως στην
αρετή, που την έβρισκαν ως τη μόνη πανίσχυρη απολογία. Δεν υποχωρούσε, παρά
μόνο εάν κάποιος για κακία αθεράπευτη παραμελήθηκε και παραμερίστηκε, για να
συντριβεί και να εξαφανιστεί μέσα σε αυτήν, όπως συνδαπανάται ο σίδηρος μαζί με
τη σκουριά του.
Και αφού τα πράγματα της πατρίδας
τακτοποιήθηκαν όπως ήθελε και όπως δεν φανταζόταν κάποιος από όσους δεν τον
πίστευαν και δεν τον γνώριζαν, σκέπτεται κάτι ανώτερο και υψηλότερο. Ενώ όλοι οι άλλοι έβλεπαν μόνο ό,τι ήταν
μπροστά στα πόδια τους και σκέπτονταν πώς να εξασφαλίσουν ό,τι τους αφορούσε,
εάν βέβαια είναι αυτό ασφαλές, και δεν προχωρούσαν παραπέρα, ούτε μπορούσαν να
αναλάβουν κάτι μεγάλο και τολμηρό, εκείνος σε αυτά δεν τηρεί το μέτρο, που το
τηρούσε σε όλα τα άλλα. Αφού σήκωσε ψηλά την κεφαλή και αφού έστρεψε γύρω γύρω
το βλέμμα της ψυχής, περικλείει μέσα σε αυτήν όλη την οικουμένη, όση
επισκέφτηκε ο σωτήριος Λόγος. Βλέποντας ακόμη τη μεγάλη κληρονομία του Θεού,
που την είχε φροντίσει με τους δικούς Του λόγους και νόμους και τα δικά Του
παθήματα, το έθνος το άγιο, το βασίλειο ιεράτευμα, να βρίσκεται σε κακή
κατάσταση και να έχει διασπαστεί σε μύριες δοξασίες και πλάνες· βλέποντας την
άμπελο που είχε μεταφερθεί και μεταφυτευτεί από την Αίγυπτο, που από την άθεο
και σκοτεινή άγνοια έφθασε σε άπειρο κάλλος και μέγεθος, ώστε να σκεπάσει όλη
τη γη και να ξεπεράσει τα βουνά και τους κέδρους, βλέποντας αυτήν να
καταστρέφεται από τον πονηρό και κακό αγριόχοιρο, τον διάβολο, δεν θεώρησε
αρκετό να θρηνεί ήρεμα τη συμφορά και να υψώνει μόνο τα χέρια στον Θεό και να
ζητεί από Εκείνον τη λύση των δεινών που τον βρήκαν και ο ίδιος να κοιμάται·
νόμιζε απεναντίας ότι και ο ίδιος έπρεπε να βοηθήσει και να συνεισφέρει κάτι.
Τι είναι πιο λυπηρό από τη συμφορά αυτή τη
στιγμή που πρέπει αυτός που βλέπει άνω να ενδιαφέρεται περισσότερο για το
σύνολο; Εάν ευτυχεί ή δυστυχεί ένας, τούτο δεν έχει καμία σημασία για το
σύνολο. Ενώ όταν το σύνολο βρίσκεται σε αυτή ή εκείνη την κατάσταση, ανάγκη
πάσα και ο καθένας χωριστά να βρίσκεται στην ίδια θέση. Αυτά είχε στον νου
εκείνος και εξέταζε, ο κηδεμόνας και προστάτης του συνόλου. Το σαράκι
του ανθρώπου είναι η αισθαντική καρδιά, όπως νομίζει ο Σολομώντας[Παρ.14,30: «Πραΰθυμος
ἀνὴρ καρδίας
ἰατρός, σὴς δὲ ὀστέων
καρδία αἰσθητική(:ο πράος και υπομονετικός άνθρωπος είναι ο
καλύτερος ιατρός των πόνων της καρδίας των άλλων· σαράκι όμως που κατατρώγει τα
κόκκαλα των ανθρώπων, είναι η ευερέθιστη και εύθικτη καρδιά)»] και η αλήθεια. Και η αναλγησία φέρει ευθυμία ενώ η συμπόνια λύπη
και λιώσιμο της καρδιάς είναι ο έμμονος λογισμός. Για τον λόγο αυτόν
σφάδαζε, στενοχωριόταν, κατατρωγόταν, έπασχε ό,τι ο Ιωνάς[Ιωνάς 4,9: «Σφόδρα
λελύπημαι ἐγὼ ἕως
θανάτου(:πάρα
πολύ έχω λυπηθεί, έως θανάτου)»] και ο Δαβίδ, έφτανε σε απόγνωση, δεν έδινε ύπνο στα μάτια του
και νυσταγμό στα βλέφαρά του[Ψαλμ.131,4-5: «εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καὶ τοῖς
βλεφάροις μου νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν
τοῖς
κροτάφοις μου, ἕως οὗ εὕρω τόπον
τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα
τῷ Θεῷ Ἰακώβ (:ούτε θα παραδώσω τα μάτια μου στον ύπνο και
τα βλέφαρά μου στον νυσταγμό· δεν θα δώσω ανάπαυση στους κροτάφους μου,
μέχρις ότου βρω κατάλληλο τόπο για τον Κύριο,
για την κατοικία του Θεού του Ιακώβ)»].
Δαπανούσε ό,τι του είχε μείνει από σάρκα με τις φροντίδες έως ότου βρει λύση
στο κακό. Επιδιώκει τη θεία ή την ανθρώπινη βοήθεια, η οποία θα σταματήσει την
κοινή φωτιά και η σκοτόμαινα που μας σκέπασε.
Επινοεί
εκείνο το μοναδικό και εξαιρετικά σωτήριο. Αφού
συγκεντρώθηκε όσο ήταν δυνατόν και αποκλείστηκε πνευματικά και αφού ανακίνησε
κάθε ανθρώπινη σκέψη και επισκόπησε όλο το βάθος των Γραφών, συγγράφει λόγους
για την ευσέβεια και αντιπαλεύοντας και αντιμαχόμενος αποκρούει το μέγα θράσος
των αιρετικών. Άλλους, με τους οποίους ήλθε στα χέρια, τους υποτάσσει με τα
αγκέμαχα όπλα των λόγων. Άλλους από μακριά, χτυπώντας τους με τα βέλη της
μελάνης, που δεν είναι καθόλου κατώτερα από τα χαράγματα στην πλάκα.Και δεν
νομοθετούσε[όπως ο Μωυσής] για το ένα έθνος της Ιουδαίας-που ήταν και μικρό-
για φαγητά και ποτά και πρόσκαιρες θυσίες και καθαρμούς της σάρκας, αλλά για κάθε ανθρώπινο γένος και κάθε
περιοχή του κόσμου για τον λόγο της αλήθειας, από τον Οποίο προέρχεται η
σωτηρία. Και επειδή είναι εξίσου ατελείς η χωρίς λόγους πράξη και ο χωρίς
πράξη λόγος, προσθέτει δεύτερο, στον
λόγο τη βοήθεια της πράξεως. Σε άλλους πήγαινε ο ίδιος, σε άλλους έστελνε, άλλους καλούσε, νουθετούσε, έλεγχε,
επιτιμούσε, απειλούσε, κατηγορούσε, προμαχούσε για έθνη, πόλεις, άτομα,
επινοούσε κάθε είδος σωτηρίας, θεράπευε από κάθε άποψη. Ήταν εκείνος ο
Βεσελεήλ, ο αρχιτέκτονας της θείας σκηνής, που μεταχειριζόταν για το έργο του κάθε υλικό και κάθε τέχνη και που
συνδύαζε τα πάντα σε μιας ομορφιάς υπερβολή και αρμονία.
Μας ήλθε όμως πάλι ο
χριστομάχος βασιλιάς και τύραννος της πίστεως[:ο Ρωμαίος
αυτοκράτορας Ουάλης] με περισσότερη ασέβεια και πιο μανιώδη στρατό, επειδή ο λόγος του θα απευθυνόταν προς
ανταγωνιστή ισχυρότερο. Η επάνοδος αυτή ήταν παρόμοια με το ακάθαρτο και
πονηρό εκείνο πνεύμα, που, αφού αποδεσμεύτηκε από τον άνθρωπο και περιπλανήθηκε,
επιστρέφει στον ίδιο, για να κατοικήσει μέσα του με περισσότερα πνεύματα, όπως
έχουμε ακούσει στα Ευαγγέλια. Αυτό μιμείται εκείνος, και για να ξεπλύνει
συγχρόνως την προηγούμενη ήττα και για να προσθέσει νέα παλαίσματα στα πρώτα.
Διότι είναι φοβερό και ανυπόφορο· ενώ είναι άρχοντας πολλών εθνών και έχει
αξιωθεί πολλής δόξας και είχε υποτάξει όλους τους γύρω με τη δύναμη της
ασέβειας και είχε κάνει υποχείριο ό,τι είχε βρεθεί μπροστά του, να παρουσιαστεί
ότι νικήθηκε από έναν άντρα και μία πόλη και να γελοιοποιηθεί όχι μόνο από
αυτούς που τον οδηγούσαν, αλλά όπως νόμιζε και από όλους τους ανθρώπους.
Αφού
στράφηκε με κάθε μέσο εναντίον των ευσεβών χριστιανών, όρμησε καταπάνω στη
άσειστη και ανεπηρέαστη αυτή μητέρα των Εκκλησιών, στη μόνη που ακόμη απόμενε
σπίθα της αληθείας, για να την υποτάξει. Τότε για πρώτη φορά αντιλήφθηκε
ότι έπεσε έξω· διότι όπως βέλος που χτυπά σε κάτι ισχυρότερο, αποκρούστηκε, και
αφού κατακομματιάστηκε, υποχώρησε. Τέτοιον
αφού βρήκε προστάτη της Εκκλησίας και σε τόσο ισχυρό βράχο αφού προσέκρουσε,
διαλύθηκε. Τα άλλα μπορείτε να τα ακούσετε από όσα λέγουν και διηγούνται
εκείνοι που τα έζησαν· και τα διηγείται ο καθένας. Αλλά τόσο πολλοί θαυμάζουν,
όσοι γνωρίζουν τους τότε αγώνες, τις επιθέσεις, τις υποσχέσεις, τις απειλές,
τους απεσταλμένους από το δικαστικό σώμα, που
προσπαθούσαν να κάμψουν τον Βασίλειο, τους στρατιωτικούς, τους από τον
γυναικωνίτη, άντρες μέσα στις γυναίκες και γυναίκες μέσα στους άντρες, που μόνο
ένα αντρικό γνώρισμα έχουν, την ασέβεια, και οι οποίοι, αφού δεν έχουν τη
φυσική ικανότητα να ασελγούν, πορνεύουν με εκείνο με το οποίο μπορούν, με τη
γλώσσα, τον αρχιμάγειρο Ναβουζαρδάν[τον Ναβουζαρδάν είχε
στείλε ο Ναβουχοδονόσορ για να υποτάξει την Ιερουσαλήμ. Εδώ υπονοείται ο
Δημοσθένης που ο Ουάλης έστειλε στον Βασίλειο], που φοβέριζε με τα
κουζινομάχαιρά του και τον έστελναν οι φωτιές του μαγειρείου του. Και το πιο
αξιοθαύμαστο για εμένα από τα δικά του και που δεν είναι δυνατόν να το
προσπεράσω ακόμη και να θέλω, αυτό θα ιστορήσω συντομεύοντάς το όσο είναι
δυνατό.
Ποιος δεν γνωρίζει τον τότε ύπαρχο, τον
Μόδεστο, που ήταν τόσο υπερβολική η μανία του εναντίον μας- επειδή και από εμάς
είχε λάβει το τελειοποιητικό βάπτισμα- και πρόσφερε στον κύριό του περισσότερες
από όσες έπρεπε υπηρεσίες και με το να εκτελεί όλα τα θελήματά του διατηρούσε
και εξασφάλιζε πιο μακροχρόνια την εξουσία για τον εαυτό του; Σε αυτόν που μούγκριζε κατά της Εκκλησίας,
που ήταν όμοιος με λιοντάρι και βρυχιόταν όπως το λιοντάρι και ήταν απλησίαστος
για τους πολλούς, φέρνουν εκείνον τον ατρόμητο· ή μάλλον εισέρχεται ο ίδιος,
σαν να καλείται σε γιορτή και όχι σε δίκη.
Πώς θα μπορούσα να διηγηθώ επάξια από τη μια
τη θρασύτητα του υπάρχου ή από την άλλη τη συνετή αντίσταση του ανδρός προς
αυτόν; «Τι θέλεις
εσύ-
και είπε το όνομά του διότι δεν τον θεωρούσε άξιο να τον καλεί επίσκοπο- τι θέλεις με το θάρρος σου μπροστά σε τόση
δύναμη και ανοηταίνεις μόνος εσύ από τους άλλους;». «Γιατί ρωτάς;», του
λέγει ο γενναίος, «Ποια είναι η ανοησία;
Δεν μπορώ να αντιληφθώ». «Δεν πιστεύεις ό,τι και ο βασιλιάς, ενώ όλοι οι άλλοι
έσκυψαν και νικήθηκαν». «Δεν είναι», του είπε, «θέλημα του δικού μου Βασιλέως. Ούτε ανέχομαι να προσκυνώ κάποιο
κτίσμα, ενώ είμαι ο ίδιος κτίσμα με την εντολή να γίνω θεός». «Και εμείς τι σου φαινόμαστε», τον ρωτά, «ή η διαταγή μας είναι μηδέν; Και να σου
πω, δεν είναι για σένα τίποτε να ταχθείς με το μέρος μας και να μας έχεις
φίλους;». «Είστε ύπαρχοι», απαντά,
«και σπουδαίοι, δεν το αρνούμαι, όχι όμως σπουδαιότεροι από τον Θεό. Και το να
σας έχουμε φίλους είναι βέβαια σημαντικό(πώς όχι; Αφού είστε και εσείς του Θεού
πλάσματα), είναι όμως το ίδιο σαν να έχουμε κάποιους από τους υποτακτικούς σας·
διότι η χριστιανικότητα δεν
χαρακτηρίζεται από πρόσωπα, αλλά από την πίστη».
Τότε λοιπόν ταράχτηκε πλέον ο ύπαρχος και άναψε
από τον θυμό, πετάχτηκε από το κάθισμα και του απηύθυνε λόγια σκληρά. «Άκου εδώ», του λέγει, «δεν φοβάσαι την εξουσία;». «Μήπως γίνει και μήπως πάθω τι;». « Ένα
από τα πολλά που είναι της εξουσίας μου». «Ποια είναι αυτά;». «Πρέπει να τα
μάθεις. Δήμευση περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια, θάνατος». «Να με φοβερίζεις
με οτιδήποτε άλλο», του λέγει. «Από αυτά δεν με αγγίζει τίποτε». Και εκείνος
ρώτησε: «Πώς και με ποιον τρόπο;». Του απάντησε τότε ο Βασίλειος: «Διότι βέβαια τη δήμευση δεν τη φοβάται
όποιος δεν έχει τίποτε, εκτός εάν έχεις ανάγκη από αυτά τα σχισμένα κουρέλια
μου και τα λίγα βιβλία μου, που αποτελούν την περιουσία μου. Την εξορία δεν την
εννοώ, εγώ που δεν περιορίζομαι σε έναν τόπο, και δεν έχω δικό μου ούτε το
μέρος που τώρα κατοικώ, και κάθε μέρος είναι δικό μου όπου και αν βρεθώ ή
μάλλον, κάθε μέρος είναι του Θεού, όπου εγώ είμαι ξένος και περαστικός. Τα
βασανιστήρια;Τι θα μου πάρουν, αφού δεν υπάρχει σώμα, εκτός εάν εννοείς το
πρώτο χτύπημα. Αυτό μόνο είναι στην εξουσία σου. Ο θάνατος είναι ευεργέτης, που
θα με στείλει το γρηγορότερο στον Θεό, για τον Οποίο υπάρχω και ζω και κατά το
πλείστον έχω πεθάνει και προς τον Οποίο επείγομαι να φθάσω από μακριά».
Έμεινε κατάπληκτος από αυτά ο ύπαρχος και είπε
αναφέροντας το όνομά του. «Κανείς έως
τώρα δεν μίλησε σε μένα(τον Μόδεστο) έτσι και με τόσο θάρρος». «Ίσως επειδή δεν
συνάντησες ακόμη επίσκοπο», του αποκρίθηκε, «οπότε θα σου μιλούσε με αυτόν τον τρόπο, αφού θα αγωνιζόταν για
τέτοια πράγματα. Στα άλλα εμείς, ύπαρχε, είμαστε μετριοπαθείς και πιο ταπεινοί
από τον καθένα, διότι έχουμε αυτήν την εντολή. Όχι σε τόσο μεγάλη δύναμη αλλά
και σε έναν τυχαίο δεν δείχνουμε υπερηφάνεια. Όπου είναι εμπρός μας ο Θεός για να αγωνιστούμε γι΄Αυτόν, περιφρονούμε
τα άλλα και σε Αυτόν μόνο ατενίζουμε. Η
φωτιά, το ξίφος,τα θηρία, τα νύχια που ξεσχίζουν τις σάρκες, είναι για εμάς
ευχαρίστηση μάλλον, παρά φόβος.Γι’αυτά ύβριζέ μας, φοβέριζε, κάνε ό,τι σου
αρέσει, χαίρου την εξουσία σου. Ας τα ακούσει αυτά και ο βασιλιάς· εμάς δεν θα
μας συλλάβεις, ούτε θα μας πείσεις να συνθηκολογήσουμε με την ασέβεια, ακόμη
και με φοβερότερες απειλές».
Όταν τα είπε αυτά και τα άκουσε ο ύπαρχος
και είδε την αντίσταση του ανδρός, που ήταν τόσο ατρόμητος και ακαταμάχητος, με
κάποιο σεβασμό και υποχωρητικότητα και όχι πια με τον ίδιο απειλητικό τόνο,
είπε να τον οδηγήσουν έξω. Ο ίδιος τρέχει, με όση ταχύτητα διέθετε, στον
βασιλέα και του λέγει: «Νικηθήκαμε, βασιλιά, από τον προκαθήμενο της
Εκκλησίας αυτής. Είναι ανώτερος από φοβέρες, σταθερότερος από
λόγους, πιο δυνατός από την πειθώ. Πρέπει να δοκιμάσουμε με κάποιο κατώτερο.
Εναντίον αυτού ή πρέπει να ασκήσουμε βία χωρίς προσχήματα ή να μην περιμένουμε
ότι θα υποχωρήσει στις απειλές». Στη συνέχεια ο βασιλιάς Ουάλης
κατηγόρησε τον εαυτό του και νικημένος
από τα εγκώμια προς τον άντρα-θαυμάζει
την αρετή και ο αντίπαλος- είπε να μην τον κακομεταχειριστούν. Έπαθε ό,τι
και ο σίδηρος που μαλακώνει με τη φωτιά, μένει όμως σίδηρος. Και μολονότι η
απειλή μεταβλήθηκε σε θαυμασμό, δεν
δέχτηκε την κοινωνία της πίστεως από ντροπή να αλλάξει ιδέες και αναζητούσε
έναν ευπρόσωπο τρόπο απολογίας.
Όλα τα είδη της αρετής κανείς δεν τα πέτυχε
πέρα ως πέρα, από όσους τουλάχιστον γνωρίζουμε εμείς τώρα. Και άριστος είναι
κατά τη γνώμη μας όποιος επιτύχει τα περισσότερα ή ένα στον μεγαλύτερο δυνατό
βαθμό. Ο Βασίλειος όμως τα
πραγματοποίησε όλα σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί κάποια υπερηφάνεια της
φύσεως. Ας το εξετάσουμε έτσι. Ποιος επαινεί την ακτημοσύνη και την απλή και
απέριττη ζωή; Τι είχε λοιπόν εκείνος
εκτός από το σώμα του και τα απαραίτητα της σάρκας καλύμματα; Πλούτος του ήταν
το να μην έχει τίποτε και ο σταυρός· με τον οποίο μόνο είχε συνδέσει τη ζωή του
και που τον θεωρούσε πολυτιμότερο από πολλά χρήματα. Όλα, και αν ήθελε
κανένας, δεν είναι δυνατόν να τα αποκτήσει· μπορεί όμως να τα περιφρονήσει όλα
και να γίνει νικητής όλων. Φρόντιζε να
είναι, όχι να φαίνεται άριστος. Ούτε κατοικούσε σε πιθάρι στο μέσο της
αγοράς, ώστε να κάνει απόλαυσή την τρυφή των άλλων, μεταβάλλοντας σε παράδοξη
ευπορία την απορία. Ήταν φτωχός,
αφιλόδοξος και ανεπιτήδευτος. Δέχτηκε να τα χάσει όλα όσα κάποτε είχε και
περνούσε ανάλαφρος τη θάλασσα της ζωής.
Αξιοθαύμαστο πράγμα είναι η εγκράτεια και η ολιγάρκεια και η
ελευθερία από τις ηδονές και το να μη διευθύνει η κοιλία, εξουσιάστρια
ανελεύθερη. Ποιος ήταν χωρίς τροφή περισσότερο από αυτόν και δεν είναι πολύ
να το πει κανείς, χωρίς σάρκες; Την αφθονία και τους υπερχορτασμούς τους άφησε
για τους περισσότερους άλογους και αυτούς που η ζωή τους ήταν παρόμοια με ζωή
ανδραπόδων και έβλεπε προς τα κάτω. Ο
ίδιος δεν θεωρούσε τίποτε μέγα από όσα είναι κάτω από τον λαιμό, αλλά ζούσε με
τα απαραίτητα μόνο όσο ήταν επιτρεπτό και η μόνη τρυφή που γνώριζε ήταν να
είναι φανερό ότι δεν τρυφά και για τον λόγο αυτόν και δεν είχε ανάγκη από
περισσότερα. Έβλεπε τα κρίνα και τα
πουλιά που είχαν φυσική ομορφιά και πρόχειρη τροφή, κατά τη μεγάλη προτροπή του
Χριστού του δικού μου, που πτώχευσε προς
χάριν μας κατά τη σάρκα για να πλουτίσουμε εμείς κατά τη θεότητα. Από εδώ
προερχόταν ο ένας χιτώνας που φορούσε
και το ένα πανωφόρι, το πλάγιασμα χάμω και η αγρυπνία, η απλυσία, που
αποτελούσαν τα καυχήματά του, το νοστιμότατο δείπνο και το προσφάγι, το
ψωμί και τα παστά, τα νέα αυτά καρυκεύματα, και το ποτό το άφθονο της φρονιμάδας, που το προσφέρουν οι πηγές σε εκείνους που δεν
κουράζονται να το αντλήσουν. Από αυτά προέρχονται ή αυτά παρακολουθούν οι
περιθάλψεις, οι ιατρείες, το κοινό αντικείμενο της πνευματικής ζωής μας.
Μέγα
πράγμα η παρθενία και η αγαμία, το να ταχθείς με την παράταξη των αγγέλων και
τη μοναχική ζωή. Διστάζω να πω να ταχθείς με τον Χριστό, που και όταν
θέλησε να γεννηθεί για εμάς τους γεννητούς, γεννάται από την Παρθένο,
κατοχυρώνοντας την παρθενία, διότι από εδώ μας μεταφέρει αλλού και συντομεύει
την κοσμική ύπαρξή μας ή μάλλον τον κόσμο αυτόν στον άλλο παραπέμπει, τον
τωρινό δηλαδή στον μελλοντικό. Ποιος
λοιπόν περισσότερο από εκείνον τίμησε την παρθενία ή περιόρισε με νόμους τη
σάρκα, όχι με το προσωπικό του παράδειγμα μόνο, αλλά και με τα έργα της σπουδής
και του ζήλου του; Τίνος ήσαν οι
παρθενώνες και οι γραπτές διατάξεις, με τα οποία σωφρόνιζε κάθε αίσθηση και
ρύθμιζε τη λειτουργία κάθε μέλους και έπειθε στην αληθινή παρθενία, στρέφοντας
την ωραιότητα προς τα μέσα, από τα ορατά στα αόρατα; Που απομάραινε τα
εξωτερικά και αποσπούσε την ύλη από τη φλόγα· παρουσίαζε τα κρυπτά στον Θεό που
είναι ο μόνος Νυμφίος των καθαρών ψυχών και που τις άγρυπνες ψυχές τις
συνεισάγει μαζί του, εάν τον συναντήσουν με αναμμένες τις λαμπάδες και με
άφθονο το λάδι που τις τροφοδοτεί;
Όμοια και με τον μοναχικό και τον κοινωνικό
βίο· συχνά αλληλομαχούν και βρίσκονται σε διάσταση, και όπως και να είναι,
κανείς από τους δύο δεν έχει καθαρό το καλό ή το κακό, αλλά ο ένας είναι βέβαια
πολύ πιο ήσυχος και σταθερός και οδηγεί στον Θεό, δεν του λείπει όμως η αλαζονεία, επειδή αποκτά την
ασύγκριτη αρετή χωρίς βάσανα, ενώ ο άλλος πάλι είναι πιο πρακτικός και χρήσιμος
χωρίς όμως να αποφεύγει τον θόρυβο και την ταραχή. Εκείνος τους συμφιλίωσε
άριστα μεταξύ τους και έκανε ένα
συγκερασμό τους. Έκτισε βέβαια ασκητήρια και μοναστήρια, όχι όμως μακριά από
μεικτές κοινωνίες, ούτε τα περιέκλεισε, ούτε χώρισε αυτά από εκείνα με κάποιο
ενδιάμεσο τοίχο, αλλά τα έβαλε σε μία κοντινή συνάφεια και χωρισμό. Είχε σκοπό
μήτε οι πνευματικοί να μένουν χωρίς επικοινωνία μήτε οι πρακτικοί χωρίς
πνευματική τροφοδοσία, αλλά να αντιπροσφέρουν οι μεν στους δε καθένας το δικό
του, όπως η γη και η θάλασσα συντρέχουν στη μία δόξα του Θεού.
Τι άλλο ακόμη; Ωραίο πράγμα η φιλανθρωπία
και η διατροφή των φτωχών και η βοήθεια προς την ανθρώπινη αδυναμία. Προχώρησε λίγο από την πόλη και κοίταξε τη
νέα πόλη[:εδώ ο άγιος Γρηγόριος αναφέρεται στη Βασιλειάδα], το ταμείο της ευσεβείας, το κοινό
θησαύρισμα όσων ευπορούν, στο οποίο αποθέτουν τα περισσεύματα του πλούτου τους,
και τώρα ακόμη και τα απαραίτητα, με τις παραινέσεις του. Εκεί αυτά
αποτινάσσουν τον σκώρο και απογοητεύουν τους κλέφτες και διαφεύγουν την πάλη
του φθόνου και του καιρού τη φθορά. Εκεί η ασθένεια αντιμετωπίζεται φιλοσοφικά,
η συμφορά γίνεται αντικείμενο μακαρισμού και δοκιμάζεται η συμπάθεια προς τους
άλλους.Τι αποτελούν για εμένα μπροστά στο έργο αυτό οι επτάπυλες Θήβες, και οι
Θήβες της Αιγύπτου και τα τείχη της Βαβυλώνος, και ο καρικός τάφος του
Μαυσώλου, και οι Πυραμίδες, και ο χάλκινος όγκος του Κολοσσού, οι πελώριοι ναοί
και τα κάλλη όσων ακόμη δεν υπάρχουν και όσα άλλα θαυμάζουν οι άνθρωποι και τα
απαθανατίζουν στις διηγήσεις τους; Αυτά εκτός από λίγη δόξα σε τι άλλο ωφέλησαν
τους δημιουργούς τους; Το πιο θαυμάσιο για εμένα είναι η σύντομη οδός της
σωτηρίας, η ευκολότατη ανάβαση στον ουρανό. Δεν απλώνεται πλέον μπροστά στα
μάτια μας θέαμα φοβερό και θλιβερό, άνθρωποι νεκροί πριν από τον θάνατο και
πεθαμένοι στα περισσότερα μέλη του σώματος, που εκδιώκονται από τις πόλεις, τα
σπίτια, τις αγορές, τα πηγάδια, από αυτούς τους αγαπητούς τους και που από τα
ονόματα μάλλον παρά από τα σώματα αναγνωρίζονται. Ούτε στήνονται στις
συναθροίσεις και τις συνάξεις για να τραγουδούν ζεύγη ζεύγη, χωρίς ούτε να
συμπονούνται πλέον από τους άλλους για τη νόσο τους, αλλά και να μισούνται από
πάνω, εφευρέτες αυτοί θλιβερών τραγουδιών, εάν έχει απομείνει σε μερικούς και
αυτή η φωνή.
Αλλά προς τι διεκτραγωδώ τα πάθη μας, αφού
δεν είναι αρκετός ο λόγος μου γι' αυτά; Εκείνος ωστόσο περισσότερο από κάθε άλλον
μας έπεισε επειδή ακριβώς είμαστε άνθρωποι να μην καταφρονούμε τους ανθρώπους,
ούτε να προσβάλλουμε τον Χριστό, την κοινή κεφαλή όλων, με την απανθρωπιά μας
προς εκείνους, αλλά στις συμφορές των άλλων να βλέπουμε τις δικές μας και να
δανείζουμε στον Θεό την ευσπλαχνία, τη στιγμή που έχουμε οι ίδιοι ανάγκη από
ευσπλαχνία. Για τον λόγο αυτόν δεν απαξιούσε να τιμά και με τα χείλη ακόμη
την νόσο αυτός ο ευγενής από ευγενείς, που η δόξα του είναι υπέρλαμπρη· τους
ασπαζόταν ως αδελφούς του, όχι από κενοδοξία όπως θα υπέθετε κανείς(ποιος άλλος
απείχε από το πάθος αυτό τόσο πολύ;), αλλά για να υποτυπώσει με τη φιλοσοφημένη
χειροτονία του ότι πρέπει να πλησιάζουμε το σώμα με σκοπό τη θεραπεία του. Και
ήταν μία παραίνεση που ομιλούσε χωρίς λόγους. Και δεν συνέβαινε έτσι στην πόλη
και στην ύπαιθρο διαφορετικά· είχε
επιβάλει κοινό αγώνα σε όλους, που ήσαν προϊστάμενοι του λαού, τη φιλανθρωπία
και τη μεγαλοψυχία προς τους πάσχοντες. Οι μάγειροι και τα πλούσια τραπέζια
ήσαν για άλλους, οι σάλτσες και τα καρυκεύματα των μαγείρων, τα φίνα αμάξια και
τα φορέματα τα απαλά και τα χυτά. Για
τον Βασίλειο ήσαν οι άρρωστοι, οι θεραπείες των πληγών, η μίμηση του Χριστού·
όχι με λόγους αλλά με έργα καθάριζε τη λέπρα.
Τι έχουν να παρατηρήσουν σε αυτά
όσοι τον κατηγορούν για υπερηφάνεια και υπεροψία, οι φαρμακεροί κριτές των πολύ μεγάλων που υποβάλλουν στον κανόνα
αυτούς που είναι εξαίρεση των κανόνων; Είναι δυνατόν να ασπάζεσαι τους λεπρούς,
να ταπεινώνεσαι έως αυτό το σημείο, να μην καταδέχεσαι όμως τους υγιείς; Να
λιώνεις τη σάρκα σου με την εγκράτεια και να φουσκώνεις την ψυχή σου με κούφια
λύσσα; Να καταδικάζεις τον Φαρισαίο και να διηγείσαι την ταπείνωση της
αλαζονείας του, να γνωρίζεις ότι ο Χριστός κατέβηκε ως τη μορφή του δούλου, ότι
συνέτρωγε με τους τελώνες, έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του και ανάξιό Του δεν
έκρινε τον σταυρό, προκειμένου να σταυρώσει τη δική μου αμαρτία- και ας μην
υπάρχει παραδοξότερο από αυτό, να βλέπεις δηλαδή τον Θεό να σταυρώνεται και
μάλιστα μαζί με τους ληστές και να χλευάζεται από τους περαστικούς ο ασύλληπτος
και ανώτερος από το πάθος και έπειτα ο ίδιος να υψώνεσαι επάνω στα σύννεφα, να
μην αναγνωρίζει τίποτε ως ομότιμό σου, πράγμα που κάνουν όσοι φθονούν εκείνον;
Όχι, αλλά νομίζω έπαρση ονόμασαν τη
σταθερότητα και ασφάλεια και τελειότητα του χαρακτήρα του. Αυτοί όμως
νομίζω και τον ανδρείο θα τον καλέσουν θρασύ και τον περιεσκεμμένο δειλό και
τον φρόνιμο μισάνθρωπο και τον δίκαιο ακοινώνητο. Ασφαλώς δεν διετύπωσαν άστοχα
μερικοί φιλοσοφούντες τη γνώμη ότι στήνονται δίπλα στις αρετές οι κακίες και
έχουν τις θύρες δίπλα δίπλα. Είναι εξάλλου ευκολότατο να νομιστεί κάποιος
διαφορετικός από ό,τι είναι από τους μη εξοικειωμένους με αυτά.
Τι αποτελούν όμως όλα αυτά εμπρός στην ικανότητα του ανδρός στους
λόγους και εμπρός στη δύναμη της διδασκαλίας του που κατακτούσε τα πέρατα;
Ακόμη στρεφόμαστε γύρω στους πρόποδες του όρους και είμαστε πολύ χαμηλότερα από
την κορυφή. Ακόμη περνούμε τον πορθμό και έχουμε αφήσει το απέραντο και βαθύ
πέλαγος. Διότι νομίζω εάν γινόταν ή εάν γίνει κάποια σάλπιγγα που δονεί έως
πέρα τον αέρα του Θεού, φωνή που αγκαλιάζει την οικουμένη ή σεισμός της γης
ολόκληρης από μία θαυμαστή νέα εκδήλωση, αυτά
ήσαν η φωνή και ο νους εκείνου που τόσο πολύ αφήνει πίσω και βάζει κάτω όλους,
όσο εμείς ξεπερνούμε τα άλογα ζώα.
Ποιος
περισσότερο από αυτόν καθάρισε τον εαυτό του με τη δύναμη του Πνεύματος και τον
έκανε άξιο να διηγείται τα θεία; Ποιος περισσότερο φωτίστηκε με το φως της
γνώσεως, έσκυψε πάνω στα βάθη του Πνεύματος και μαζί με τον Θεό μελέτησε τα
σχετικά με τον Θεό; Ποιος διέθετε λόγο καλύτερο ερμηνευτή των διανοημάτων
του, ώστε σε κανένα από τα δύο να μη χωλαίνει, όπως συμβαίνει με τους πολλούς,
ούτε σε νου που δεν έχει λόγο, ούτε σε λόγο που να μη στοιχεί στον νου;
Ευδοκιμούσε και στα δύο και παρουσιαζόταν ίσος με τον εαυτό του και πραγματικά
άρτιος. Και είναι βέβαιο ότι ερευνούσε
όλα τα βάθη του Θεού χάριν του Πνεύματος, όχι επειδή Αυτό τα αγνοούσε, αλλά
επειδή Αυτό εντρυφά στη θεωρία τους. Διερεύνησε όλα τα σχετικά με το Πνεύμα, με
το οποίο διαπαιδαγώγησε το ήθος των ανθρώπων, δίδαξε τον λόγο για τα ουράνια
και, αποσπώντας από τα παρόντα, άλλαξε την πορεία προς τα μελλοντικά.
Στην ποίηση του Δαβίδ επαινείται του ηλίου
η ομορφιά και το μέγεθος και η ταχύτητα του δρόμου και η δύναμη. Λάμπει όπως ο
γαμπρός, είναι μεγάλος σαν γίγαντας, που ο πελώριος διασκελισμός του έχει τόση
δύναμη, ώστε να φωτίζει από τα άκρα ισόνομα τα άλλα άκρα, χωρίς καθόλου να
ελαττώνεται η θέρμη από τις αποστάσεις. Του
Βασιλείου ομορφιά ήταν η αρετή, η θεολογία το μέγεθός του, τροχιά του η
αεικινησία του που με τις αναβάσεις της οδηγεί έως τον Θεό. Και δύναμή του ήταν η σπορά του λόγου και η
διάδοση. Ώστε εγώ τουλάχιστον δεν θα διστάσω να πω ακόμη και τούτο, ότι «Σε όλη τη γη απλώθηκε η φωνή του και στα
πέρατα της οικουμένης η δύναμη των λόγων του», που ο Παύλος είπε για τους
αποστόλους, παίρνοντάς το από τον Δαβίδ.
Ποια άλλη χάρη έχει σήμερα η
συγκέντρωση; Ποια ευχαρίστηση τα συμπόσια και οι συνάξεις και οι εκκλησίες;
Ποια η απόλαυση των αρχόντων, ανωτέρων και κατωτέρων, των μοναχών ή των
κοινωνικών; Ποια όσων ζουν αποτραβηγμένοι και όσων ζουν μέσα στον κόσμο; Και
ποια όσων ασχολούνται με την εξωτερική φιλοσοφία και όσων με τη δική μας; Μία μόνο, καθολική και μέγιστη, τα
συγγράμματα εκείνου και τα πονήματα.Έπειτα από εκείνον δεν υπάρχει για τους
αντιγραφείς κανείς άλλος πλούτος παρά μόνο τα συγγράμματα εκείνου. Τα παλαιά
αποσιωπώνται, όσα μερικοί στήριξαν πάνω στα θεία λόγια, ακούονται τα νέα και
άριστος στους λόγους είναι αυτός κατά τη γνώμη μας που γνωρίζει πολύ καλά τα
έργα του, τα αναφέρει αδιάκοπα και συνετίζει τις ακοές· στάθηκε αρκετός ένας
για τους εξαιρετικούς προς μόρφωσή τους αντικαθιστώντας όλους τους άλλους.
Σχετικά με αυτόν εγώ θα εκθέσω τούτο μόνο. Όταν κρατώ στα χέρια μου την Εξαήμερό του
και ομιλώ γι’ αυτήν αδιάκοπα, βρίσκομαι μαζί με τον Κτίστη, κατανοώ τους λόγους
της δημιουργίας και θαυμάζω τον Κτίστη περισσότερο από ό,τι προηγουμένως,
έχοντας ως διδάσκαλο την όψη μόνο. Όταν ανοίξω τους Αντιρρητικούς λόγους του
Βασιλείου βλέπω τη φωτιά των Σοδόμων που κάνει τέφρα τις κακές γλώσσες ή τον
πύργο της Βαβέλ που κακώς οικοδομείται και καλώς κατεδαφίζεται. Στους λόγους
του πάλι περί Πνεύματος βρίσκω σε αυτούς τον Θεό μου και αποκτώ θάρρος για να
ομιλώ για την αλήθεια, στηριγμένος στη θεολογία εκείνου και τη διδαχή. Όταν
διαβάζω τις άλλες εξηγήσεις του, που αναπτύσσει για όσους έχουν μικρή μόρφωση,
τριπλοαποτυπώνοντας αυτές επάνω στις στερεές πλάκες της καρδιάς τους, πείθομαι
να μη σταματώ στο γράμμα μήτε να βλέπω μόνο τα άνω, αλλά να πηγαίνω πιο πέρα
και να προχωρώ ολοένα από βάθος σε βάθος, προσκαλώντας την άβυσσο με την άβυσσο
και ανακαλύπτοντας το φως με το φως, ώσπου να φτάσω στο ακρότατο. Όταν ασχοληθώ με τα εγκώμια των αθλητών,
περιφρονώ το σώμα, γίνομαι και εγώ ένας από τους επαινούμενους και είμαι
έτοιμος να ριχτώ στην άθληση. Με τους ηθικούς του πάλι λόγους και τους
πρακτικούς εξαγνίζομαι στην ψυχή και το σώμα, γίνομαι ναός που δέχεται τον Θεό
και όργανο που το κρούει το Πνεύμα και υμνολογεί τη θεία δόξα και δύναμη·
ξανατονίζω και ξαναρυθμίζω σε Αυτό την ύπαρξή μου και γίνομαι διαφορετικός από
ό,τι είμαι, λαμβάνοντας τη θεία μεταβολή.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
·
Γρηγορίου του Θεολόγου Άπαντα τα έργα, τόμος 6:Λόγοι εγκωμιαστικοί- επιτάφιοι, Εἰς
τόν Μέγαν Βασίλειον Ἐπιτάφιος, πατερικές εκδόσεις
«Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1980,
σελίδες 175-177, 187-197, 199-205, 207-215, 229-239, 241-245.
·
Π. Τρεμπέλα, Η
Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ»,
έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
·
Η Καινή
Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα,
εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
·
Η Παλαιά
Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις
του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή»,
έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
·
Π.Τρεμπέλα,
Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση
στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις
αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
·
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
·
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
·
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm