Λαλούν οι πέρδικες γλυκά κι ο ήλιος στη χαρά τουαπλώνει μιαν αχτίδα του και ψηλαφίζει ο κλέφτηςτα παρδαλά τα στήθια τους κι αυτές αναγαλλιάζουν.Κατάκορφα στον ουρανό πετιέται κι ο πετρίτης5τ’ αϊτού πρωτοπαλίκαρο, να βάψει τα φτερούγιαμες στον αθέρα της αυγής πριν έβγει στην παγάνα.Πλένουν τα φύλλα στη δροσιά χαρούμενα τα ρείκη,και στο ελαφρό το φύσημα του αγέρα που διαβαίνεισυναπαντούσε φιλικά με τον ανασασμό του10το θρούμπι την αληφασκιά, το σφελαχτό η μυρτούλα.Δακρύζουνε τ’ απάρθενα τα χιόνια στο λιοπύρι,ακούοντ’ οι νεροσυρμές από εγκρεμό σε βράχονα παραδέρνουνε γοργά, και λες με τη γαργάραπ’ ανάκραζαν την κλεφτουριά και την αποζητούσαν.15Εκυματίζαν τα σπαρτά, χαρά του ζευγολάτη,και κάπου κάπου ανάμεσα ξεπρόβαιν’ ένα στάχυκαι έγερν’ εδώ, κι έγερν’ εκεί, το τρυφερό κεφάλιωσάν να παραμόνευε να ιδεί κι αυτό το Διάκο. Κι ωστόσο ανθρώπινη φωνή μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο20που φαίνετ’ ολοζώντανος, καμιά δεν αγρικιέται.ούτε φλογέρα πιστικού, ούτε χαράς τραγούδι,ούτ’ αγωγιάτη σάλαγος. Εφαίνετ’ όλη η φύσιςλουλούδι χώρις μυρωδιά, κόρη γλυκιά, πανώρια,οπού εγεννήθηκε βουβή κι οπού την παραστέκει25η μαυρισμέν’ η μάνα της να ιδεί μην ξεχαράξειμαζί μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη κι η λαλιά της.
Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω στη Δαμάσταάλλοι στρωμένοι καταγής, άλλοι το διπλοπόδι,περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.30Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκουανέμιζε τρομαχτικό, και στο ξεδίπλωμά τουλεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο αϊ-Γιώργηςμε τ’ άγριό του τ’ άλογο κρατώντας καρφωμένοτ’ άσπλαχνο το κοντάρι του στο διάπλατο λαρύγγι35του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται στο χώμα.Ποιος εσυντύχαινε κρυφά με του σπαθιού την κόψηκι επάνω της εξέσερνε γοργά το δάχτυλό του,ποιος επελέκαε τεχνικά τη στουρναρόπετρά τουστο λύκο του καριοφιλιού, ποιος τρίβει τα παφίλια40συγνεφιασμέν’ από νοτιά, και ποιος για να ξεδώσειεθόλωνε με τον αχνό του μαχαιριού τη λάμψη.
Κανένας δεν ανάσαινε. Σ’ ένα κοντρί μονάχοςκοιτάζει ο Διάκος σιωπηλός κατά το Λιανοκλάδι.Έξυπνος κι ονειρεύεται. Από το ριζοβούνι45ανέβηκε κι η καταχνιά, ψιλός αφρός του αγέρα,και μια στιγμή τον έκρυψε στη δροσερή αγκαλιά της,λες ότι εκείνην την αυγή λησμονημέν’ αχνάριαεσμίξαν σ’ ένα σύγνεφο κι ήρθαν από τον Άδηνα μυριστούν το σκοτωμό, να ιδούνε το Θανάση. 50Μες στα τριφύλλια τα παχιά σιδέρικη φοράδα,μαρμάρα, φίδι φτερωτό, δροσίζεται και βόσκειστρωμένη, ετοιμοπόλεμη. Την είχε πάρει ο Διάκοςχρονιάρικη στα Γιάννινα κι από τ’ αστέρι που ’χεκαταμεσής στο μέτωπο την έκραζεν Αστέρω. 55Έβραζ’ ο πόλεμος μακρά και κούφια τη βοή τουτην έφερν’ ο αντίλαλος σα μούγκρισμα πελάγου.Όλοι προσμένουνε βουβοί… Κανένας πεζοδρόμοςστο ξάγναντο δε φαίνεται… ο Μήτρος, πού ’ν’ ο Μήτρος; ✳ Λάμπρος —Γερο-Διαμάντη, δε μιλείς, δε μας καλημερίζεις;60Όλος ο κόσμος χαίρεται για την ανάστασή μαςκαι στολισμένος μάς θωρεί. Σε λίγο το σπαθί σου,που σκούριασε στη θήκη του, θα πιει να ξεδιψάσει,και συ. το ξυπνητήρι μας, συ. του βουνού τ’ ορνίθι,εκλείδωσες τα χείλη σου;… Τί σ’ έπιασε, Διαμάντη; Διαμάντης 65—Σαράντα χρόνια πολεμώ. Απ’ την κορφή στα νύχιαμ’ έγδαρε, μ’ εξεφλούδισε το βόλι, το λεπίδι…Μ’ έφαγε η γύμνια κι η ερμιά… Έβαψε τα παλιούριαη ξεσχισμένη φτέρνα μου… Μ’ έδειρε το χαλάζι…Έστρωσα το κρεβάτι μου μες στη μονιά του λύκου…70Κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα στα λαγκάδιαέβγαινα κι έβοσκ’ αρπαχτά τα κούφια βελανίδιαπου εσέποντο στα χώματα, κι εζούσα μ’ αποφάγιαπ’ αφήναν τ’ αγριογούρουνα… Κι όταν τον Αλωνάρημου ’χαν πιασμένα τα νερά και μ’ έφρυγεν η δίψα —75ακούστε το, μωρές παιδιά— εζύμωνα στα δόντιακι εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ’ από μολύβι…Και δε θυμούμαι να ’νιωσα ποτέ μου τη λαχτάραοπού με σφάζει σήμερα, και σα μονομερίδααπό ’ν’ αρμό στον άλλονε κρυφά κρυφά χωνεύει80και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρώνει, Λάμπρε. Λάμπρος —Γέροντα, τ’ είναι πὄπαθες!… Ανάθεμα την ώραπου ο Γούμενος τ’ Αϊ-Γιαννιού από την Αρτοτίνατο λαμπριάτικο τ’ αρνί θυμήθηκε να στείλει.Και τρις ανάθεμά τηνε την ώρα που οι συντρόφοι85σου εδείξανε την πλάτη του!… Πες μας τί γράφ’ η μοίρα; ✳ Εστρώθηκαν στη χλωροσά τριγύρω στο Διαμάντηο Λάμπρος κι οι συντρόφοι του. Άπλωσε ο γερο-κλέφτηςκι επήρε από τη ζώστρα του το φοβερό το χτένι,το πέρασε δυο τρεις φορές από ’να χέρι σ’ άλλο,90με φόβο το ψηλάφισε, το κοίταξε στον ήλιο,κι ύστερα, σα να εβρέθηκε μεμιάς σε ξένον κόσμο,σαν να λησμόνησε μεμιάς σκοντάμματα και πάθη,ένα προς ένα εδιάβαζε τα μυστικά σημάδιακαι τα παιδιά ακουρμαίνονται. Τους έδειξε μια φλέβα95μες στη διχάλα, κόκκινη… Δεξιά, ζερβιά, μαυρίλεςσαν κυπαρίσσια νεκρικά, κι εδώ κι εκεί λειψάδεςκαι σκοτεινά κοιλώματα. Τους έδειξε μια σκλήθρακι είπε πως ήτανε κεντρί. Κι όταν ο γερο-μάντηςεξάνοιξε στην αγκωνή, μελαχρινή λουρίδα,100που πρόβαινε σα σερπετό, του θόλωσαν τα μάτια,του πιάστηκε η αναπνοά, του αχνίσανε τα χείλη,βαριά βαριά αναστέναξε κι εκόπηκε η φωνή του… ✳ Λάμπρος —Διαμάντη, τί σ’ εξάφνισε;… Διαμάντης —Οχιά με τον οσκρό της. ✳ Αρχίζει πάλ’ ο γέροντας το πρώτο διάβασμά του,105και μέσ’ από ’να σύγνεφο τους έκραξε να ιδούνεοπού ξεφύτρωνε πουλί που ’χε διπλό κεφάλι…πλατιά φτερούγια ολάνοιχτα. Στη μια την απαλάμηβαστούσε δίστομο σπαθί και με την άλλη σφίγγειστεφανωμένονε Σταυρό. Ολογυρά του αχτίδες110και ξημερώματα γλυκά και ξαστεριά και λάμψη… Τ’ απίστευτο το θέαμα γειρτοί, συμπυκνωμένοι,εκοίταζαν αχόρταγα ο Λάμπρος κι οι συντρόφοι.Κι ενώ με χίλιες ξέλεξες επνίγανε το μάντη,ακούσανε που εφρίμαζε συχνά συχνά η Αστέρω115σαν κάτι να ’θελε να πει κι εχτύπαε το ποδάρι,κι όλοι φωνάζουνε μεμιάς: «Ο Μήτρος!… Το ξυφτέρι». ✳ Μήτρος — Στ’ άρματ’, αδέρφια, στ’ άρματα! Κι επλάκωσ’ ο Βριόνης. Διάκος — Και συ πώς είσαι, Μήτρε, αχνός;… Από την τραχηλιά σουρένε τα αίματα στη γη… Πού σ’ έχουνε βαρέσει; Μήτρος 120—Μ’ άγλειψε, Διάκε, ξώδερμα το βόλι ένα παγίδικι ο δρόμος τη λαβωματιά μού ξάναψε λιγάκι…Θανάση, μας εχάλασαν… Διάκος —Πάψε… Γερο-Διαμάντη,δώσ’ μου το μήλι σου να ιδώ… Μην κρένεις… ξεστηθώσου…Καλά σού την εφύτεψαν… Ο Χάρος από τρίχα…125Ξανθό… Φρυμένη πηγανιά… Ό,τ’ είναι… τώρα πες μου. Μήτρος —Θανάση, μας εχάλασαν… Δεν είχε σκάσει ο ήλιος,που εχύθηκε ο Ομέρπασας… Χτυπάει το Δυοβουνιώτηκαι τονε παίρνει στο φτερό… Δεν έπαιξε λεπίδι… Διάκος —Θα ’χε το νου του στο παιδί… Κι ήτανε τετρακόσοι!…130Είδες εκεί τον Κόκκαλη; Μήτρος 130—Εθόλωσε το φως μου,μ’ επήρε το παράπονο κι εδάκρυσα… δεν είδα…Ακούστηκ’ ένα ρυάσιμο από τη Χαλκομάτα,και ρίχνονται του Πανουργιά… Πρώτη φωτιά κι εσμίξαν.Εζήλεψα κι εχούμησα… Το ράσο του Δεσπότη135αντάρα, μαύρη θάλασσα… Εκεί κι ο Παπαγιάννης…Ολόγυρά τους σκοτωμός… αθεμωνιά κουφάρια…Βόσκει του Γούρα το σπαθί… αστροπελέκι, Χάρος…Οι λαβωμένοι σφάζονται στο χώμα με το δόντι…Μας έπνιξε η Αρβανιτιά… Τ’ άλογο του Βριόνη140ανεμοστρόβιλος, οργή… Τα δυο του τα ρουθούνιαξερνούν αντάρα και καπνό… πλακώνουν κι άλλοι… κι άλλοι…Λες κι αναβράνε από τη γη… Δριμόχολο, τρομάρα…Με κράζει ο γερο-Πανουργιάς: «Τρέχα να πεις του Διάκουπου αν είμαι ακόμα ζωντανός δε φταίω γω… το βόλι…»145κι εμούγκριζε σα δράκοντας… Τον άρπαξε ο Μανίκας…Εκείνος ανδρειεύεται… του πέφτει κι ο Καπλάνης…οι δυο τους τον ελύγισαν… Φεύγουνε πολεμώντας…Ριπίζω… μ’ εκυνήγησαν… ματώνομαι… με χάνουν. Διάκος —Τον είδες τον Παπαντριά; Μήτρος —Με τον Κομνά τον Τράκα150κρατούν του Μουσταφάμπεη. Διάκος 150—Και τον Κιοσέ Μεχμέτη; Μήτρος —Τον είχα ιδεί που εμούδιασε. Του μύρισ’ ο Καλύβαςστης Αλαμάνας τα νερά. Του Βακογιάννη ο ίσκιοςείναι βαρύς, θανατερός, κι όποιος περάσει εκείθεσκοτάδι κι αποκάρωμα. Θα το ’μαθε και μένει155να ’ρθεί με τον Ομέρπασα. Διάκος 155—Καλώς ν’ ανταμωθούμε…Δεν είν’ αλήθεια, αδέρφια μου; Εψές στην προσευχή μαςτο τάξαμε στον Πλάστη μας… Στη θέση του καθένας…Νερό, να μη διψάσετε… Κανείς σας δε θα ρίξειπριν δώσω εγώ την προσταγή. Θέλω μια τέτοια μέρα160να μετρηθούν τα βόλια μου με τόσους σκοτωμένους.Μη σημαδεύετε ψηλά… Κι αν πέσω, θυμηθείτε,τ’ άρματα, το κεφάλι μου… Ας τα ’χει ο γιος τ’ Ανδρούτσου,να μη τα πάρει η Αρβανιτιά… Στον κόρφο κρεμασμένο,όποιος μου ψάξει το κορμί, θα βρει το φυλαχτό μου…165Μου το ’χει ρίξει στο λαιμό η μάνα μου τη νύχταπου εβγήκα κλέφτης στα βουνά… Πάραυτα να το πάτεστο μοναστήρι τ’ Αϊ-Γιαννιού… Θέλω το δαχτυλίδι,θέλω να μείνει μαρτυριά στο χέρι το δεξί μου,να με γνωρίσει ο Ομέρπασας. Εκεί θα βρει γραμμένη170την πίστη μας σ’ ένα Σταυρό, τ’ όνειρο, την ελπίδασ’ ένα δικέφαλο πουλί… Του ’πε ο Θεός θα γένει…Σήμερ’ αρχίζει ο κάματος. Ήρθαν τα πρωτοβρόχια,θα ’μεθα μεις η πρωιμιά. Άφαντος ζευγολάτης,που δε δειλιάζει στη σπορά, κρατεί το χερουλάτη.175Τ’ αλέτρι τρίζει στ’ όργωμα… Ήταν η γη χερσάδακαι το γενί θα μπει βαθιά… Το γήμορο δικό μας…Ψυχή, παιδιά μου, στ’ άρματα!… Του ’πε ο Θεός θα γένει!Να μη σας λείψει το νερό… Γερο-Διαμάντη, Μήτρε,σταθείτε σεις εδώ μ’ εμέ… Στη θέση του καθένας. ✳ 180Εσκόρπισαν ολόγυρα. Ποιος πιάνει ένα θυμάρικαι ποιος κρατεί μια λοιδοριά, τ’ αφορεσμένο δέντρο.Τα καριοφίλια δείχνουνε μες στα κλαριά το στόμασαν άγρυπνες δεντρογαλιές. Εδώθ’ εκείθ’ αστράφτουνάγρια μάτια φλογερά, ανάμεσα στα φύλλα,185λες κι ήταν θράκια σκεπαστά. Πρώτη πνοή, θ’ ανάψουν. Ένιωθε κι αναγάλλιαζε τη δύναμή του ο Διάκος.
Μένει μεμιάς ακίνητος. Εσταύρωσε τα χέριακαι κατά την Αγάθωνα το πρόσωπό του στρέφει.Στο μέτωπό του το πλατύ, που το φωτίζ’ ο ήλιος,190επέρασ’ ένα σύγνεφο. Το μάτι του κατάρα…Από τα βάθη της ψυχής ανέβηκε η πικράδαστα δροσερά τα χείλη του και του τα φαρμακεύεισα να ’χε πιει την αλοή…—Αχ! Μήτσε Κοντογιάννη,στον Άδη που θα κατεβώ, αν μ’ εύρει ο γέροντάς σου195και με ρωτήσει, τί θα πω;… Πως μ’ έν’ αρματολίκι…
Είπε και στέναξε βαριά. Εδιάβηκε η μαυρίλακι έρχεται πάλε η ξαστεριά. Θολός, συγνεφιασμένοςδε μένει τέτοιος ουρανός, ώρα πολλή δε μένει. ✳ Διάκος —Καπνούρα, Μήτρε, καταχνιά… δε μας χασομεράνε.200Όθε περάσουν, ερημιά, μένει το χώμα στείρο. Μήτρος —Έρχετ’ εμπρός η Λιαπουριά με τον Ομέρ Βριόνη…Διαμάντη, κοίταξε και συ, σαν και να σταματήσαν. Διαμάντης —Χωρίστηκε ο Κιοσέ πασάς… Χτυπάει την Αλαμάνα…Άστραψ’ η πρώτη τουφεκιά… Χαρά στο καριοφίλι!…205Να μην πεθάνω εδώ με σας, αν δεν είν’ του Καλύβα.Του ’χα γνωρίσει στ’ Άγραφα… Πού ’σαι, καημένε Δίπλα,να ιδείς που δεν εβράχνιασεν ο λάρυγγάς του ακόμα!…Έψησ’, εμαύρισε καρδιές… Θα εδάγκασε κουφάρι…Το βόλι δεν εδιάβηκε… Γονάτισ’ ένας… πέφτει…210Καλή αρχή… ματώθηκαν… ανάφτει το γεφύρι…Πώς πολεμούνε τα σκυλιά!… Διάκε;… καπνός… δε βλέπω. Διάκος —Καλύτερα για σένανε. Τους βλέπω εγώ, Διαμάντη.Στου Βακογιάννη τα πλευρά, στα στήθια του Καλύβαχτυπάει το κύμα και σκορπά. Τους έζωσε η πλημμύρα215και δεν σπαράζουν απεκεί. Τρέχα να πεις του Λάμπρουνα πάει μ’ εξήντα διαλεχτούς… Φτερά… κι η ώρα σφίγγει.Μήτρε μου! Το μιλιόνι μου… Μας είδανε… Ο δερβίσηςστάθηκ’ εμπρός και ρυάζεται… Κρατεί και δυο κεφάλια!… Μήτρος —Εδώθε του Δεσπότη μας, ζερβιά του Παπαγιάννη. Διάκος 220—Δε μου ’πες πώς τους έκοψαν!… Να ’χομε την ευχή τους…Κοίταξε, Μήτρε, το σκυλί, για να μας φοβερίσει,τώρα τα πέταξε στη γη και τα ποδοκυλάει…Τα πήρε παραμάσχαλα… Επρόβαλ’ ένας άλλος…Ανέβηκε στο ψήλωμα… διαλαλητής… Τί θέλει;… ✳ Διαλαλητής 225—Θανάση Διάκε!… Είσ’ αυτού;… Διάκος 225—Εδώ ’μαι… Ποιός με κράζει; Διαλαλητής —Ο αφέντης ο Ομέρπασας… Διάκος —Στη γη δεν έχω αφέντη.Κι όθε περάσει ο ίσκιος μου, ορίζω εγώ… Το ξέρει. Διαλαλητής —Δώσε μας διάβα, κι ό,τι πεις, τιμές… και βιο… και χάρες. Διάκος —Πόλεμο θέλω… πόλεμο… Ποιός είσαι συ που κρένεις; Διαλαλητής 230—Πιστεύω, ό,τι πιστεύετε… Διάκος 230—Αφορεσμένος να ’σαι,πὄχεις ψυχή στη γλώσσα μας, σ’ αυτόν τον Άγιο Τάφονα βλαστημήσεις προδοσές… Αφορεσμένος να ’σαι… Κι ο αντίλαλος εφτά φορές από σπηλιές σε βράχουςαπό βουνά σε λαγκαδιές φαρμάκεψε τ’ αγέρι235μ’ εκείνον τον αφορεσμό. Τα χείλη του Ησαΐααραχνιασμένα και βουβά στον ύπνο τους σπαράζουνκαι μουρμουρίζουνε βραχνά:—«Αφορεσμένος να ’ναι…»Έφτυσεν αίμα καταγής του Παπαγιάννη η γλώσσακι ανταποκρίθηκε κι αυτή: —«Αμήν… αφορεσμένος!» 240Εχάθηκε ο διαλαλητής… ανατριχίλα… τρόμος…
Μυρμήγκιαζε η Αρβανιτιά. Τ’ άλογο του Βριόνητους διαχωρίζει εδώ κι εκεί και τους δαγκάει την πλάτη.Σαλάγα τους, Ομέρπασα! Σπρώχνε, βοριά, το κύμανα φάει την πέτρα του γιαλού. Θα ξαφνιστείς μια μέρα245να ιδείς τη νεκροθάλασσα το βράχο ν’ αγαπήσει.Θ’ αγκαλιαστούν τα δυο θεριά και τότε αδερφωμέναθα χλιμιτίσουν φοβερά, κι ο άνεμος θα πέσει.Σαλάγα τους, Ομέρπασα! Μάτωνε τη βουκέντρανα τρέχουν τα καματερά. Θα νά ’ρθει εκείν’ η ώρα250που αγριεμένα θα τα ιδείς. Θα ν’ αντιστυλωθούνε,θα να τινάξουν το ζυγό, θα φύγουν με τ’ αλέτρικαι θα ’ρθουνε μουγκρίζοντας στο πρώτο βουκολειό τους.Σαλάγα τους!… Σαλάγα τους!… Τ’ άλογο πάντ’ αστράφτειμέσα στη μαύρη συγνεφιά… Εμπρός τα δυο κεφάλια.
255
Ακούστηκε σα μια βροντή… Στα σωθικά του ΔιάκουΚρυφά λες κι είχαν σωριαστεί, φαρμακεμένοι πόνοι,χίλιων χρονών εκδίκησες, στείρες ευχές, ορφάνια,του βρόχου το λαχτάρισμα, τυραγνισμένη φτώχεια,κατάρες, ψυχομάχημα, βάσανα, μοιρολόγια,260κι εξέσπασε με μια φωνή το βογκητό του γένους:«Αδέρφια μου!… Φωτιά!… Φωτιά!…».
Το βόλι του Θανάσηδε θέλει σάρκα ανθρωπινή. Γυρεύει ν’ απαντήσειτ’ άλογο π’ ανδρειεύεται. Θέλει να πιει τη φλόγαπὄβραζε μες στη φλέβα του και στ’ άγριο πέρασμά του265του χάραξε το λάρυγγα, του θέρισε το σφάχτη,του ρούφηξε τη λεβεντιά, του σβει την περηφάνιακαι μεθυσμένο από χαρά φυσομανάει και φεύγει.Το άτι αναστυλώθηκε, στερνή παλικαριά του,τα λάγανά του αιμάτωσαν, λυγάνε οι κλείδωσές του270και ροβολά νεκρό στη γη. Ψυχομαχάει κι ακόμακρατεί τ’ αφτιά του τεντωτά…
✳ Μήτρος —Ομέρπασα Βριόνη,σου στέλνει χαιρετίσματα του Διάκου το μιλιόνι. Διάκος —Μήτρε, τα μετωρίσματα παλικαριά δεν είναι,όπου είν’ ο Χάρος βασιλιάς… Διαμάντη!… τον δερβίση. Διαμάντης 275—Θανάση, ώς τώρα τρεις φορές τον έβαλα στο μάτικαι δε μου δείχνει μέτωπο. Θα να τον τρώγει το αίμα. Διάκος —Νά τος… εξεσκεπάστηκε… Φωτιά… Διαμάντη… ρίξε…
Βογκάει τ’ αρμούτι το παλιό… Ερέκαξε ο δερβίσης,απλώθηκε τ’ απίστομα κι ακόμα με τα νύχια280κρατεί σφιχτά ’πό τα μαλλιά τα δυο του τα κεφάλια.
✳ Διαμάντης —Μήτρε, μην επαράδραμα; Μήτρος —Μες στη ραφή, Διαμάντη,του ξήλωσες τα καύκαλα. Τ’ άνοιξες τρίτο μάτιγια να διαβαίνει θαρρετά, να περβατεί στον Άδη. Διαμάντης Μήτρε, μ’ αρέσει να μ’ ακούς… κι εγώ το θάνατό του. ✳ 285Λυσσομανάει η Αρβανιτιά τριγύρω στο κουφάρι.Βάφουν το αίμα τα σπαθιά… Παραδαρμός, φοβέρες,βουβάλια που αγριέψανε… τρώγονται συνατοί τους…Στέκουν και ξεδιαλέγονται… αθέρας…. ένας κι ένας…Τα χρόνια τους Πρωτομαγιές… Ότι κι εξεφύτρωναν290της νιότης τα τριαντάφυλλα. Λουλούδια, βλασταράκια,τα κύλησε η νεροποντή και στον καταποτήρατα παρασέρνει ο ποταμός. Παιδιά, τα πήρε η τύφλακαι χύνονται μες στη φωτιά… Του Διάκου τα λιθάριαμε τα λεπίδια πελεκούν να τα ξεθεμελιώσουν.295Αρπάζουνε για ν’ ανεβούν την πέτρα με τα νύχιακι ότι φανούν τα δάχτυλα, το σίδερο θερίζει.Τρεις ώρες ανδρειεύονται… Πλακώνει κι ο Βριόνηςσα μαύρη βαρυχειμωνιά… Χαλάζι το μολύβι…Σκάφτουν το χώμα τ’ άλογα… Σίφουνας, συντελεία…300Χνότο με χνότο πολεμούν… Αδερφωμένο βρέχειτο αίμα τ’ αρβανίτικο τη γη με το δικό μας…Έχουν την ίδια τη βαφή… Αν σμίγουν πεθαμέναπώς δε θα σμίξουν ζωντανά;… ✳ Διάκος —Διαμάντη, τί με θέλεις;Πώς άφησες το σκοτωμό και πώς με την Αστέρω305μου παίρνεις τα πατήματα;… Διαμάντης 305—Θανάση… Με γνωρίζεις…Δεν παρακάλεσα ποτέ… Κι εμπρός σου… γονατίζω. Διάκος —Πες μου, τί θέλεις… γρήγορα… Διαμάντης —Αυτό το έρμο χώμααν είν’ αλήθεια π’ αγαπάς, Θανάση… γλίτωσέ το… Διάκος —Σου φαίνεται να δείλιασα; Διαμάντης —Φύγε, Θανάση, φύγε. Διάκος 310—Μη φαρμακεύεις, γέροντα, το ψυχομάχημά μου. Διαμάντης —Δε βλέπεις πόσοι εμείναμε;… Στο Χάνι ο Βακογιάννηςμε τον Καλύβα εκλείστηκαν… Διάκος —Κι εγώ… χειρότερός τους; Διαμάντης —Όχι, Θανάση, μένω εγώ, πὄφαγα το ψωμί μουκαι δε μ’ αποζητάει κανείς… Μένει μ’ εμέ κι ο Μήτρος,315εκείνος είναι νιότερος… θα πάρει τ’ όνομά σουκαι δε θα σ’ εντροπιάσομε… Διάκος —Πώς είπες;… Τ’ όνομά μου;…Δε θα κοτήσει ο θάνατος, Διαμάντη, να το πάρει,και σεις θα μου το κλέψετε; Διαμάντης —Θανάση, σχώρεσέ μας. Διάκος —Εσείς μ’ εμέ, κι εγώ με σας… Συχωρεμένοι να ’σθε… ✳ 320Κι εκεί που ο ανεμοστρόβιλος μουγκρίζει του πολέμουπηδούν οι λιονταρόψυχοι και κολυμπούν μιαν ώραμες στη φωτιά, μες στη σφαγή… Παράδερνε η Αστέρω…
«Όσοι είστε ακόμα ζωντανοί, ελάτε ολόγυρά μου!»φωνάζει ο Διάκος, κι έρχονται… Δε μένουν παρά δέκα…325Ο ήλιος στέκει για να ιδεί. Κάθε στιγμή που φεύγειτους έσφιγγε στενά στενά στην αγκαλιά του ο Χάρος.
Μέσα σε τέτοιο πέλαγο, βαθύ, μελανιασμένο,έν’ ακρογιάλι μακρινό, το μάτι του Θανάσηξανοίγει, που τους έκραζε: —«Παιδιά, στο Μοναστήρι…»330Και δρασκελίζουν πεταχτά τη σιδερένια φράχτηπ’ ολόγυρά τους έπηξε… Σεισμός το πέρασμά τους.Τα όρνια αναφτερούγιασαν… Τους κυνηγούν… προφτάνουνκαι πλημμυρίζουν την αυλή… Η εκκλησιά στη μέσηπαραιτημένη, ολόκλειστη… Ιδρώνει ο τοίχος αίμα…335Τρίζουνε τα κονίσματα… Τα βόλια που ανεμίζουνεδέρνανε τα σήμαντρα και τα βουβά γλωσσίδιαξυπνούν, λαλούνε νεκρικά… Λες κι είχε να περάσεικανένα λείψανο απεκεί… ✳ Διαλαλητής —Θανάση!… Παραδώσου…Επέσανε οι συντρόφοι σου… Δε σὄμεινε κανένας. Διάκος 340—Θα παραδώσω την ψυχή, τ’ άρματα δεν τα δίνω.Αν δεν το ξέρεις, μάθε το… Ποιός είσαι;… τη φωνή σου… Διαλαλητής —Θανάση, είμ’ ο διαλαλητής… Διάκος —Προδότη, αφορεσμένε!…Μη μου πατείς τα μνήματα… Ακόμα ζεις εμπρός μου;… ✳ Και τη στερνή του πιστολιά, τη ρίχνει αστροπελέκι345και του βουβαίνει την καρδιά… Πέφτουνε τα κοράκιανα τονε φάνε ζωντανόν… Στυλώνει στ’ άγιο Βήματην πλάτη ο Διάκος… καρτερεί… Δεν τὄμεινε στο χέριπαρά μια σπιθαμή σπαθί… Τον έχουν στο σημάδι…Το πρόσωπό του ανάσταση… Εμπρός του αγκαλιασμένα350δύο λείψανα ξαπλωταριά… Ο Μήτρος κι ο Διαμάντης…δεν τον αφήνουν ούτ’ εκεί… Κανένας δε σιμώνει…Τ’ ανδρειωμένα κόκαλα συντρίβουν τα μολύβια,και ο πύργος μένει πάντα ορτός… Το μάτι του άλλος κόσμος…Τον τουφεκίζουνε μεμιάς… Τ’ αδειάζουνε τη φλέβα355και χίλιοι τον αρπάζουνε… Δεμένο το λιοντάριτο ’χουν στη γη και το πατούν… Του στρίφουνε τα χέριαπιστάγκωνα με την τριχιά… Προβαίνουνε στον ώμοοι σχίζες απ’ την κλείδωση… Αίμα ρονιά… μεδούλι…Κι ενώ τον εμαρτύρευαν κρυφά κρυφά στο στόμα,360απλώνει ο Διάκος και φιλεί το Μήτρο, το Διαμάντη. Χιλιάδες τονε σέρνουνε. Εμπρός τους λαβωμένηεμούγκριζε η φοράδα του… Την ανακράζει ο Διάκοςκι αυτή μ’ ένα χλιμίτισμα τον χαιρετάει και πέφτει. Εστάθηκαν να τονε ιδούν… Τους φαίνεται σαν ψέμα. 365
Στην Αλαμάνα ο πόλεμος δεν έπαψεν ακόμα,το Χάνι το τοιμόρροπο σ’ έναν Κιοσέ Μεχμέτηδε θέλει να παραδοθεί. Απ’ τη χαρά του ο Διάκοςνιώθει βαθιά στα σωθικά την πρώτη δύναμή τουπου αναγεννήθηκε μεμιάς… Διάκος —Καλύβα!… Βακογιάννη!…370Δέκα χιλιάδαις με κρατούν… Σχωράτε με, πεθαίνω. Και δεν επρόφτασε να πει τον ύστερό του λόγοπου ’χανε βγει τα δυο θεριά και τα ’χε αρπάξει η φλόγα.
Κρύβεται ο ήλιος στα βουνά. Τα πλάγια σκοτιδιάζουνκαι μένουν έρμα τα Θερμιά… Νεκρίλα… βουβαμάρα.375Δε σειέται φύλλο στα κλαριά… Κανένα νυχτοπούλιμοιρολογάει το σκοτωμό και κάπου κάπου οι λύκοιπου ανάμεσό τους γρούζουνε ποιός να πρωτοχορτάσειμε τα πηχτά τα αίματα… Εδώ κι εκεί κουφάριακαι ρογχαλίσματα βαθιά…
Στ’ αγέρι κρεμασμένα,380ωσάν καντήλια τ’ ουρανού, αποβραδίς δυο φώταεφάνηκαν στη σκοτεινιά… Κανείς δεν τα ’χε ανάψει…Κι ένας που επέρασε απεκεί, καλόγερος, διαβάτης,κι είδε το θάμα κι έδραμε, στη λάμψη δυο κεφάλιαήβρε που πλάγιαζαν γλυκά… το ’να του Παπαγιάννη385και τ’ άλλο του Δεσπότη του. Γονατιστός εμπρός τουςέμειν’ ο γέρος κι έκλαψε… Τους έριξε τρισάγιο,τα φίλησε στο μέτωπο και με το δοκανίκιέσκαψε λάκκο κι έθαψε τ’ αχώριστα τ’ αδέρφια.Βλογάει το χώμα τρεις φορές… Έκαμε το σταυρό του390και χάνεται στην ερημιά… Εσβήστηκαν τα φώτα.
Άσμα ΤέταρτονΑποκάλυψιςΚοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά, χορτάτη, αποσταμένη,μες στην πυκνή τη χλωροσά. Τόσες χιλιάδες κόσμος,κι ούτ’ ένα όνειρο γλυκό, ούτ’ ένα καρδιοχτύπι!Στου ύπνου της τη συγνεφιά δεν έλαμπαν ελπίδες,5δε φέγγει πόθος μακρινός. Στα μάτια της μαυρίλακαι στην καρδιά της ερημιά. Τ’ ανθρώπινα κοπάδιααπ’ το βαρύν τον κάματο βουβά, αποκαρωμένα,μες στα λουλούδια τ’ Απριλιού μαυρολογούν, πλαγιάζουν,σα να ’τανε συντρίμματα, χορταριασμένες πέτρες10όπου είχε πάρει ο χαλασμός από κανέναν πύργοκαι τα ’χε σπείρει εδώ κι εκεί με του σεισμού το χέρι. Ακόμα η Πούλια είναι ψηλά και της αυγής ακόματ’ ορνίθι δεν ελάλησε. Προτού να βασιλέψειτο δρέπανο του φεγγαριού, σ’ ενός βουνού τη ράχη15εστάθηκε για μια στιγμή και πικραμένο ρίχνειτην ύστερή του τη ματιά στο έρμο το Ζητούνι.Εμαύρισαν οι λαγκαδιές. Στο μελανό του κύματ’ αγέρι πνίγει τα σπαρτά, τα δέντρα, τα λιβάδια,γένονται θάλασσα οι στεριές, λες ότι αυτό το βράδυ20ήρθε με δυο μεσάνυχτα κι αργεί να ξημερώσει. Μες στο σκοτάδι το βαθύ χιλιόχρονο ρουπάκιφοβέριζε τον ουρανό με τ’ αγριομάνητό του.Στοιχειό της γης περήφανο, βουλήθηκε να φτάσειτα σύγνεφα με τα κλαριά, τον Άδη με τη ρίζα,25και δεν ανανοήθηκε που ο χαλαστής ο χρόνοςτου ’χε φωλιάσει στην καρδιά και τὄσκαφτε λαγούμιδουλεύοντας σιγά σιγά με τα σκυλόδοντά του. Εις το βαρύν τον ίσκιο του, περίχαρο λουλούδιποτέ δεν εξεφύτρωσε. Ούτε το χαμομήλι30ούτε η χολάτη η κυκλαμιά. Ολόγυρά του σπλόνοικαι δρακοντιές φαρμακερές. Στο χώμα κάπου κάπουσπαρμένα ραχοκόκαλα, που τα ’χε ξεσαρκώσειο τραπεζίτης του σκυλιού, του κόρακα το νύχι,εσέποντο χωρίς ταφή. Κι ανίσως πλανεμένος35κανείς εδιάβαιν’ απεκεί κι ένιωθε τα σαράκιανα πριονίζουν άγρυπνα τα κούφια κατακλείδια,κι ολονυχτίς να τρίζουνε, έκανε το σταυρό τουκι ούτε που γύριζε να ιδεί το φοβερό το δέντρο. Στη μαύρη την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος,40γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος,ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.Τον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχναέχθρα κρυφή, παντοτινή, για τ’ άνθη, για τ’ αστέρια,για του παιδιού την ευμορφιά, κι έτρωγε με το μάτι45ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρει.Έκλωθε τη σαπίλα του στρωμένος στα ξεσκλίδιαπου τὄφερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.Αχώριστοί του σύντροφοι, σφυριά, τριχιές, αμόνι,στουρνάρια για το γδάρσιμο, παλιόκαρφα, ψαλίδες,50μια νυχτερίδα, ένας σκορπιός, μια κίσσα, μια χελώνα.Κανένας δεν εγνώριζε στη Λιβαδειά πώς ήρθε.Τον είχε ρίξει σύγνεφο;… Τον είχανε ξεράσειΤα χώματα του ρουπακιού;… Κανένας δεν το ξέρει.Όταν τη νύχτα στον τροχό τα σύνεργα επερνούσε55κι ανάδευε τα χέρια του κι έτρεμε το κεφάλι,παρασαρκίδα αφύσικη μες στην κοιλιά του δέντρου,εφάνταζεν από μακρά ότι ήτον θεριεμένοχταπόδι στη θαλάμη του, που πρόσμενε κυνήγικι ανήσυχο παράδερνε με τους απλοκαμούς του. 60Σ’ αυτόν το λάκκο από βραδύς θαμμένος είν’ ο Διάκος,τ’ αστροπελέκι του βουνού σβηέται σ’ αυτό το μνήμα.Χαρούμενο στ’ αρπάγια του τον έχει το σφελάγγικαι του βυζαίνει την ψυχή. Ξερές παλαμονίδεςτου στρώνει μέσα στη σπηλιά και τονε ρίχνει επάνω.65Με δαγκανάρια, με σχοινί τα χέρια ξεκλειδώνεικαι τα φορτώνει σίδερα, του δένει τα ποδάρια,χαλκά του σφίγγει στο λαιμό. Τα στήθια του πλακώνειμ’ έν’ αγκωνάρι κοφτερό. Τα σερπετά μαυλίζεικαι τα τινάζει επάνω του… Ύστερα, διπλοπόδι,70τα παραμόνευε ο φονιάς μην αποκοιμηθούνεκι αφήσουν ατελείωτο το νυχτοκάματό τους. ✳ Ακοίμητο, αγρυπνούσ’ εκεί και του Θεού το μάτι. Χιλιάδες ήρθανε μεμιάς τριγύρω στο Θανάσηψυχές μεγαλοδύναμες από τον άλλον κόσμο75με τα παλιά τους βάσανα, με την παλικαριά τους,και του φιλούν το μέτωπο και τον περιδροσίζουν.Στη σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμένες,απλώνουν τα φτερούγια τους κι επάνωθέ του ανοίγουνβαθύν απέραντο ουρανό και του τον αστερώνουν80μ’ αθάνατες ενθύμησες, μοσχοβολιές του τάφου. ✳ Κατέβηκε ο Φιλόθεος με θυμιατό στο χέρικαι λιβανίζει κι ευλογά. Μαζί του κι ο Δημήτρηςκρατώντας στο δισάκι του κρυμμένα του Δεσπότητ’ αγαπημένα λείψανα, σαν να ζητούσε νά βρει85λιγάκι χώμα, ψυχικό, ελεύθερη μιαν άκρηγια να τα θάψει ο δύστυχος. Τους συντροφεύει ο Κούρμας.Πλατύς, ψηλός σαν έλατος κι ο Πάνος Μεϊντάνηςμε το μικρό Χορμόπουλο και με το Σπαθογιάννη.Είδε του Βάλτου το θεριό, το Χρήστο το Μιλιόνη,90με τη στερνή του την πληγή. Το Γιάννη Μπουκουβάλαγυμνό βαστώντας το σπαθί σα να ’φτανε τρεχάτοςψηλ’ από το Κεράσοβο. Σιμά του ο Μητρομάρας.Εφάνηκε ύστερα ο Σταθάς, θολός, ανταριασμένος,θαλασσοπούλι πὄσταζεν αφρούς απ’ την Κασσάνδρα.95Ο Ζήδρος ο ανήμερος. Ο Θύμιος ο Βλαχάβας,που ’χε παράπονο κρυφό γιατ’ ήτον πεθαμένοςκαι δεν μπορούσε μια φορά να μαρτυρήσει ακόμαγια τ’ όνειρό του το γλυκό. Ο Βλαχαρμάτας Βέργος.Ο Λιας από τη Βίδαβη. Επέρασε ο Λαμπέτης100και δείχνει τ’ Αστραπόγιαννου την κάρα ματωμένηστην αγκαλιά του την πιστή. Εκεί κι ο Αμπελογιάννηςμε τρεις θηλιές που εσφίγγανε τον άγριο το λαιμό του.Ο Κωσταντάρας πὄφερνε στον ώμο το παιδί τουσφαμένο με τα χέρια του, μονάκριβή του κλήρα,105γιατί, κακούργιο, εντρόπιαζε τ’ άρματα, τη γενιά του.Ο Λάζος, ο Βρικόλακας, ο γερο-Κώστα Πάλας,ο Καλιακούδας ο Λουκάς, ο Χρόνης, ο Γυφτάκης,τ’ Ανδρούτσου τ’ άσπρο φάντασμα, τρανό σαν το Βελούχιμε τον ψυχοπατέρα του, το Βλάχο το Θανάση,110λιοντάρια που δεν άφηναν τον Άδη σ’ ησυχία.Ο Λιάκος απ’ τον Όλυμπο. Εκεί κι ο Κοντογιάννηςπου γύρευε συχώρεση να πάρει για το Μήτσο.Ο Κατσαντώνης πὄδειχνε με κρυφοπερηφάνιαστα κόκαλά του το σφυρί… Ο Δίπλας στο πλευρό του.115Ο Αλέξης ο Καλόγερος, οι Κατσικογιανναίοι,αχώριστοι στο σκοτωμό, στο μνήμ’ αδερφωμένοι.Της Λάμιας ο σταυραϊτός πλακώνει, ο Χρήστος Γρίβας.Σε φλογισμένο σύγνεφο διαβαίνει θρονιασμένοςεμπρός στο Διάκο ο Σαμουήλ, της Κιάφας ο προφήτης.120Κρατεί στη ζώνη τα κλειδιά που πήρε από το Κούγκιόταν τον έφαγε η φωτιά. Αχτίδες τα μαλλιά του,τα γένια σπίθες και καπνός. Οι πέντε του συντρόφοιστον ώμο τους τονε βαστούν. Ανέμιζαν τριγύρωστο φοβερό καλόγερο παιδιά βυζασταρούδια,125αγράμπελες που εφύτρωσαν στο βράχο του Ζαλόγγου,καθένα του ’χε η μάνα του στην τραχηλιά της ρόδο.Κι ανάμεσό τους φαίνεται ο γερο-πολεμάρχοςσαν περατάρης γερανός που σέρνει στα φτερούγιατα χιλιδόνια του Μαρτιού δαρμέν’ απ’ την αντάρα. 130Μ’ ανέλπιστη παρηγοριά ο πεθαμένος κόσμοςτο πονεμένο το κορμί ραντίζει του Θανάση.Κι επίστεψεν από μακρά ότ’ είδε το λημέριπου την ψυχή του επρόσμενε. Ερίζωσε η καρδιά τουβαθύτερα στα σωθικά, του φώλιασε στα μάτια135γλυκιά της μάνας του η ευχή. Σκοτίδιασε το φως τουΚι αποκαρώθηκε ο φτωχός. Τα σερπετά δειλιάζουνστ’ αγώγι τους και φεύγουνε. Νεκρώνεται κι ο γύφτος,η φύσις όλη εσίγησε, λες κι ήθελε ν’ αφήσειελεύθερα να κατεβούν τα ονείρατα του Διάκου. ✳ 140Κι ιδού του ’κάστηκε μεμιάς ότ’ είδε την κουφάλατου δέντρου ν’ αναδεύεται· του ρουπακιού τα φύλλανα πέσουν όλα καταγής, να μεταμορφωθούνε,να γένουν σάρκες ζωντανές, και τ’ άψυχο το ξύλονα λάβει ανθρώπινη μορφή. Η φλούδα μοναχή της145χωρίζει, ξεδιπλώνεται, και τότε με το χέρι,το σιωπηλό το φάντασμα που στέκει επάνωθέ του,τη σήκωσε, την έριξε στην πλάτη του σα ράσο,κι έμειν’ εμπρός του ακίνητο… Τριγύρω στο λαιμό τουχαράκι κόκκινο βαθύ, σα να ’θελε περάσει150εκείθε η κόψη του σπαθιού… Ησαΐας 150—Χριστός ανέστη, Διάκε! Διάκος —Παπά, τί θέλεις από με;… Πούθ’ έρχεσαι;… Ποιός είσαι; Ησαΐας —Ποιός είμαι, Διάκε;… και ρωτάς; Κοίταξε… ο Ησαΐας.Έλα μαζί μου γρήγορα, μη μας προλάβ’ η μέρα. Διάκος —Δεσπότη μου, μ’ εδέσανε… Τα σίδερά μου κόψε. Ησαΐας 155—Θανάση, μην είσ’ άπιστος… Δε σε κρατεί κανένας.
Ανέβηκαν μεσουρανίς. Πετούν… Πετούν ακόμα…Αφήνουν πίσω τους βουνά και πέλαγα κι αστέρια.Τρυγόνια διαβατάρικα, που πήγαιναν στη Δύση,τους απαντούν στα σύγνεφα και τους καλημερίζουν.160Ο Διάκος τα χαιρέτισε, τα βλόγησε ο Δεσπότηςκαι τα ρωτά πού θα σταθούν να ξεκαλοκαιρέψουν,κι εκείν’ απολογήθηκαν: «Στα Σάλωνα, στη Γκιώνα,στη Λιάκουρα τη δροσερή, στης Γκούρας τ’ ακροβούνια.»
Ησαΐας —Αλλάξετε το δρόμο σας, πουλιά μου ευλογημένα,165συρέτε αλλού να ζήσετε και να ζευγαρωθείτε.Εκεί εθολώσαν τα νερά, είναι φωτιά τ’ αγέρι,και δε θα βρείτε για φωλιά ούτε κλωνί χορτάρι.
Οι δυο ψυχές πάντα πετούν… Πετούν ολίγο ακόμακαι φτάνουν σ’ ένα ψήλωμα…
Ησαΐας
—Θανάση, στάσου τώρα170κι ολόγυρά σου κοίταξε.
Διάκος 170—Δεσπότη!… Ποιά είν’ εκείνηη χώρα που μαυρολογά, χτισμένη σ’ εφτά ράχες;…Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ρογχάλιασμά τηςτ’ ακούω που φτάνει ώς εδώ… Ησαΐας —Προσκύνησε το Θρόνοτου πρώτου μας του Βασιλιά, το μνήμα του στερνού μας…175Πώς τρέμεις, Διάκε; Γιατί κλαις;… Θανάση… είναι δική μας. Διάκος —Ελεημοσύνη… Ένα σπαθί… πριν φέξει τηνε παίρνω… Ησαΐας —Διάκε, δεν ήρθ’ η ώρα μας. Θα βαφτιστούμε πρώταστο αίμα, στα παθήματα, και κοφτερά στουρνάριαστο μετερίζι του βουνού το γόνα μας θα τρίψουν.180Θα πιούμε τον ιδρώτα μας. Θα μείνει μαύρη χήραη γη μας η ταλαίπωρη, και τα κοιλόρφανά τηςθα μάθουν να χορταίνουνε λαθύρια, βρακανίδεςκαι του νερού τα κάρδαμα, παρά να τα σαρκώνειτου ξένου το άτιμο ψωμί, πὄχει προζύμι πάντα185φαρμάκια, καταφρόνεσες, περίγελα και δάκρυ.Τότε θα ’ρθεί περήφανο το γένος να χτυπήσειτη θύρα της Αγια-Σοφιάς με του σπαθιού τη φούχτα,τα σιδερένια μάνταλα στην προσταγή θα πέσουν,κι εκεί που τώρ’ ανάσκελα, μ’ ολόρθα δαγκανάρια,190με το λαρύγγι διάπλατο, θρασομανάει και χάσκειτο μισοφέγγαρο χρυσό, σαν να ’θελε με πείσμα,αφού μας έφαγε τη γη, να πιει τον ουρανό μας,ο Σταυρωμένος θα σταθεί… Μην κλαις… είναι δική μας. Διάκος —Κι εμείς, πατέρα μου, οι φτωχοί, θα ’μεθα πεθαμένοι;… Ησαΐας 195—Θα να χτιστεί με κόκαλα το μακρινό γεφύρι.Μην είσαι, Διάκε, αχόρταγος. Κοίταξ’ εκεί ποιός άλλοςμε το κορμί τα θέμελα θα να στοιχειώσει τώρα.Θανάση μου! Γονάτισε… Κρεμούν τον Πατριάρχη!
Εγονατίσανε βουβοί. Κι ευθύς στην έρμη χώρα200έβρεξε φως από ψηλά και τηνε πλημμυρίζει.Και κόσμον είδανε πολύν, σιμά στο περιγιάλι,να μερμηγκιάζει ανήσυχος και μέσ’ από ’να ξύλο,οπού είχε αράξει βιαστικά, το Γέρο να προβάλλειμε τ’ απανωκαλύμμαυκο, με το ραβδί στο χέρι.205Τα βάσανά του, οι αγρυπνιές, τα χρόνια του, οι νηστείες,το φοβερό το μυστικό, που εκράτει κλειδωμένοβαθιά στα φυλλοκάρδια του, τον είχανε συντρίψεικι είναι το πάτημά του αργό. Φονιάδες λυσσασμένοιτον έσπρωχναν να περπατεί, και τα γεράματά του210περιγελούσανε σκληρά. —«Τη λαγουδιά σου χτύπα…Εμπρός… κι οι λύκοι, πιστικέ, θα φαν τα πρόβατά σου.»Τον έσυραν σε μια αδειά… Πέφτει στη γη… Σταυρώνειτα χέρια να τον κόψουνε… «Εμπρός!… εμπρός!… Δεσπότη,δεν έχεις σβέρκο για σπαθί… Ακέριος θα πεθάνεις».215Μουγκρίζει ο ανεμοστρόβιλος. Σφιχτά τον αγκαλιάζουνκαι τονε διώχνουν παρεμπρός: «Μόχτα, Δεσπότη… μόχτα…και στο πατριαρχείο σου θα βρεις να ξαποστάσεις».Κι ανεμοδέρνει τ’ αλαφρό, το μαραμένο φύλλο.Αφού τον έφεραν εκεί κι αφού τον παραδώκαν,220εβουβαθήκανε μεμιάς. Ένας στον άλλο επάνωλαχομανούν, αφρίζουνε… Στη μεσινή τη θύρασε λίγο τρίζει το σχοινί… Αλαλαγμός, κατάρες…Σπαράζει τ’ άγιο λείψανο… Τ’ αχόρταγα τα όρνιαολόγυρά του σφίγγονται… Του ξέσχισαν τα ράσα…225Ξεγύμνωσαν τα στήθια του κι εφάνηκε στον ήλιοαπόκρυφη λαβωματιά… Πλευρώνουν την κρεμάλαγριές αρκουδογύφτισσες και με τα δοκανίκιατου δέρνουνε το πρόσωπο… Πλακώσαν κι οι Εβραίοικαι ξεκρεμάσαν το νεκρό… Αρπάζουν την τριχιά του,230δαιμονισμένοι τρέχουνε… Οπίσωθε αλυχτούσανχιλιάδες σκύλοι νηστικοί… Εφτάσαν στ’ ακρογιάλι…Στου Πατριάρχη το λαιμό δένουν σφιχτά μια πέτρακαι μ’ ένα ρυάσιμο βραχνό, που τ’ άκουσαν οι τάφοικαι τα παιδιά μες στην κοιλιά, στα χέρια τονε παίρνουν235και τον πετούν στη θάλασσα… Νυχτώνει… ο πεθαμένοςπροβαίνει στην αστροφεγγιά… Σιωπηλά τ’ αγέριφυσά μες στ’ άσπρα του μαλλιά… Το λείψανο αρμενίζει…Τ’ ακολουθούν τα κύματα… Η νεκροσυνοδείασ’ ένα καράβι σταματά… Του μάρτυρα τα πόδια240χτυπούν την πρύμη μια φορά… χτυπούν πάλε την πλώρη…Ετρίξανε οι ξυλοδεσές… Ξυπνούν… τον ανεβάζουν…εμπρός του γονατίζουνε. Ο πρωτοσύγγελός τουτονε γνωρίζει… του φιλεί το μέτωπο, τα χέρια…Σηκώνουνε το σίδερο… Με τα πανιά απλωμένα245σχίζει την άβυσσο ο νεκρός στο ξυλοκρέβατό του…
Ησαΐας
Θανάση μου, ενικήσαμε!… το ψυχομάχημά τουμεταλαβή κι αντίδωρο…
Διάκος —Πατέρα δε θα νά ’ρθειγια μας, που πρωιμίζομε, * Δευτέρα Παρουσίασ’ αυτήν την ακροπελαγιά;… Αυτό το έρμο χώμα250δε θα το ιδούν ελεύθερο μια μέρα οι πεθαμένοι; Ησαΐας Πίστευε, Διάκε, στου Θεού την παντοδυναμία. Διάκος Δεσπότη μου!… Πνεματικέ!… Στου δέντρου την κουφάλαπριν ξημερώσει να με πας… Και μη με παρατήσεις… Ησαΐας Θα σου ’ναι πάντα στο πλευρό μ’ εμέ κι ο Πατριάρχης. ✳ 255Απλώνουν πάλε τα φτερά. Συχνά, συχνά ο Θανάσηςπετώντας έστρεφε να ιδεί, στη νεκρωμένη χώρατο θόλο της Αγια-Σοφιάς, οπού φεγγοβολούσεστο πρώτο γλυκοχάραμμα, όσο που λίγο λίγοτον έχασε απ’ τα μάτια του… Ελάλησε τ’ ορνίθι260και τ’ όνειρό του εσβήστηκε… Ξυπνά και βλέπει ακόματο γύφτο, που ρογχάλιαζε κι επάνωθέ του μαύρατο φοβερού του ρουπακιού τα φύλλα, τα κλωνάρια . Άσμα ΠέμπτονΟ ύπνος, που ’ναι της ψυχής κρυφό περιβολάκιμε χίλια μύρια βότανα για να γιατρεύει πόνους,είχε γλυκάνει την καρδιά του Ομέρπασα Βριόνηκαι του ’χε σβήσει τη χολή, την άγρια την αψάδα5στ’ ανδρειωμένα σωθικά. Καμιά φορά στο νου τουτο διάνεμα γοργά γοργά του αλόγου του επερνούσε,τ’ άκουε που χλιμίτιζε… στο φυσομάνητό τουτ’ αντιβοούσανε τ’ αφτιά, του ξάναφταν τα μάτια,κι ύστερα πάλ’ επλάκωνε με τη χαρά της νίκης10κάθε πικρό συλλογισμό, κι άφηνε να φωτίζουντο μέτωπό του το τραχύ παράδοξες ελπίδες,αντραγαθήματα παλιά, χρυσοπλασμένα γνέφη,μ’ ένα χαμόγελο πικρό για τον Κιοσέ Μεχμέτη. Τα περασμένα χρόνια του, το ’να σιμ’ από τ’ άλλο,15μισοσβησμένα, σκοτεινά, χωρίς να τα φωτίζειτης νιότης το ξημέρωμα, τη μνήμη του χτυπούνεμε το νεκρό τους τον αφρό.Θυμήθηκε την ώραπου θρονιασμένος βασιλιάς στου αλόγου του τη ράχη,μ’ ένα, με δυο πηδήματα, βοριάς, ανεμοζάλη,20πετάχτηκε στην Αραπιά… Τα σωθικά του τότεδεν τα φαρμάκευαν κρυφοί και φλογισμένοι πόθοι,ούτε του κόσμου ψεύτικες αναλαμπές και δόξες.Τ’ άρεσε να ’χει μοναχά πρωτοπαλίκαρα του,μες στην πλατιά την ερημιά, τα δυο του φτερνιστήρια,25το δαμασκί του το σπαθί, κι εκεί να παρατρέχειμε του Σιμούν το φύσημα ποιός να πρωτοπεράσει…Ύστερα τον εμάγεψε τ’ Αλήπασα τ’ αστέριστο νου του εσπιθοβόλησαν τιμές και μεγαλεία,κι επήρε τον ανήφορο… Ανέβαινε τρεχάτος…30Εμπρός του ο βράχος του Σουλιού, θεόχτιστος, δε σκύφτεινα τον αφήσει να διαβεί. Γλιστρά… γυρίζει πίσω,με λίγο χιόνι στα μαλλιά, με καταχνιά στην όψη.Περνούν οι μέρες σα νερό… Ανέλπιστο λιοβόριτη φλόγα του Τεπελενλή τη σβει, τη συνεπαίρνει.35Πόλεμος, πάντα πόλεμος… Στ’ άρματα μέρα νύχτα…Τότε για τον Αλήπασα. Τώρα… για ποιόνε τώρα;…Η μοίρα τον εγλύκαινε με τ’ αγκαλιάσματά τηςκαι φιλενάδα του πιστή εχτές στη Χαλκομάτατὄστρωσε δάφνες να διαβεί… Αν έσφιγγε τα φρύδια,40στο θέλημά του η Αρβανιτιά με τρόμο επροσκυνούσε.Κρατεί στα χέρια του σφιχτά δεμένο το λιοντάριπου του ’χε φράξει τα Θερμιά… Γιατί, γιατί θα να ’ναιπάντοτε ίσκιος κι όχι φως;… Μ’ αυτούς που πολεμούσεγνωρίζει ότι τον έδεναν παλιές αδερφοσύνες,45πως μια φορά κι έναν καιρό μια μόν’ ήταν η ρίζακαι χίλια τ’ αντιρίμματα … Στα στήθια του αναβράζουνσα στο κυβέρτι οι μέλισσες πριν ο γονός κινήσει,αμέτρητα φαντάσματα, και πότε ο λογισμός του,ανήμερο αγριοπούλαρο, πετιέται, λιβαδεύει50και βόσκει μες στα ονείρατα, πότε του παρασταίνειτην άβυσσο που ερούφηξε το βράχο που ’χε χτίσειμε στοιχειωμένα ριζιμιά στα Γιάννινα ο Βιζίρης—και τότ’ ενύχτωνε η χαρά μεμιάς στο μέτωπό του,επίκραιναν τα χείλη του, κι ανατριχίλες κρύες55του ράγιζαν τα κόκαλα και τὄκοβαν το αίμα.
Τεντώνει το παράθυρο. Βλέπει π’ ασπρογαλιάζειτο χάραμα στον ουρανό, και τ’ άστρα λίγο λίγονα κρύβονται, να φεύγουνε, καθώς κατακαθίζουνβαθιά στα φυλλοκάρδια του και σβηώνται της ψυχής του60τα κούφια τ’ αστραπόβροντα… Ξανοίγει το ρουπάκι…Χτυπά τα χέρια τρεις φορές: «Οσμάν!… Οσμάν!… το Διάκο!»
✳ Βριόνης —Λεβέντη, η περηφάνια σου, το φτερωτό σου μάτι,σε λεν παιδί της Ρούμελης… Συ ’σαι ο Θανάσης Διάκος; Διάκος —Όλος… Με ξέρει η Αρβανιτιά, κι οι πέτρες με γνωρίζουν. Βριόνης 65—Και πώς επιάστης ζωντανός; Διάκος 65—Δέκα χιλιάδες κι ένας.Ο Χάρος μ’ απαρνήθηκε, και το στερνό μου βόλι,οπού το φύλαγα για με, σας το ’δωκα κι εκείνο. Βριόνης —Αν έπεφτα στα χέρια σου, τ’ ήθες με κάμεις, Διάκε; Διάκος —Θα σου φορούσα τ’ άρματα, να ματωθούμε πάλε. Βριόνης 70—Μην αγριεύεσαι μ’ εμέ. Πριν σ’ εύρω στη Δαμάστα,σ’ απάντησα στα Γιάννινα. Στον ίσκιο του Βιζίρηδεν ελημέριασες και συ; Διάκος — Ομέρπασα Βριόνη,πνίγει το δέντρο κι ο κισσός με τ’ αγκαλιάσματά του. Βριόνης —Κι όταν το δέντρο ξεραθεί και γείρει τ’ αντιστύλι,75Θανάση Διάκε, κι ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει. Διάκος —Όχι, μά την ανάσταση του γένους μου, δεν πέφτει.Τη γη, που τον ανάθρεψε, με τα βλαστάρια ζώνει,κι όπου απαντήσει ριζιμιό κι όπου εύρει χαραμάδαγενιάζει εκεί βαθιά βαθιά κι υφαίνει τον πλοκό του80αδιάβατη γεροβολιά, πυκνή κι αιώνια φράχτη,για κείνους που συνήθισαν… να παρασυνορίζουν. Βριόνης — Θανάση, θα λησμόνησες!… Εχτές στην Αλαμάναεγώ δεν άνοιξα ποριά; Διάκος — Ομέρπασα, φυλάξουστο γύρισμά σου μην εβρείς ορθά τα κόκαλά μου85και σ’ εμποδίσουν να διαβείς. Βριόνης 85—Να μη γυρίζω πίσωτο ’μαθα πάντ’ από παιδί, και τα μαθηταρούδιατ’ Αλήπασα δεν σκιάζονται, Θανάση, βρικολάκους.Συ το γνωρίζεις, πολεμώ, γιατί τροφή, χαρά μου,είν’ ο καπνός του τουφεκιού. Μ’ εσάς δεν έχω πάθος.90Μ’ αρέσει μέσα στη φωτιά να βλέπω το σπαθί μουνα φέγγει, να σπιθοβολεί, να μη θολώνει εμπρός σας.Ζηλεύω την παλικαριά, δεν την φθονώ σαν άλλους…Κι όταν εγώ στα Γιάννινα, εσέ, το γιο τ’ Ανδρούτσουτου Καραΐσκου το παιδί, το Θόδωρο το Γρίβα,95με τ’ άλογά σας έβλεπα να λάμπετε στον ήλιο,ν’ ανεμοστροβολίζετε, σας εχαιρόμουν, Διάκε,κι έλεγα μέσα μου κρυφά, ένας Θεός το ξέρει,να ’μουν εγώ το σύγνεφο και σεις τ’ αστροπελέκια…Καλός καιρός οπού ’τανε!… Τώρα και σας κι εμένα100μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένουςμας δέρν’ η ανεμοριπή… Θέλεις να ζήσεις, Διάκε;… Διάκος Ένας μ’ ορίζει τη ζωή, ό,τ’ είπε θα να γένει.Πώς με ρωτάς, Ομέρπασα;… Το χέρι το δεξί μουτο ’χασα χτες μες στη φωτιά. Με τ’ άλλο ορφανεμένο105δε θα χορταίνω σκοτωμό… Βριόνης 105— Με φτάνει το ζερβί σου.Αν είχες δυο δε σ’ ήθελα… Ζύγωσε κι άκουσέ με…Όταν μέσα στα Γιάννινα, Θανάση, ο Οικονόμοςμε χιόνια, με τρισκότιδο, στο σπίτι του Κροκίδακλεφτά σάς εσυμμάζωνε, κι άγρυπνοι κάθε βράδυ110εδιαλογίζεστε μαζί πώς να την καταπιείτετου Αλήπασα τη δύναμη, τα μάτια του Ταχήρηπιστά σάς παραμόνευαν κι εφέγγαν στο πλευρό σαςακοίμητα σαν τα κεριά που ανάφτετε την ώραοπού σας όρκιζε ο πασάς στο τετραβάγγελό σας.115Μια μέρα μ’ έκραξε ο Αλής… Τα φρύδια του μαχαίρια,το στόμα τάφος ανοιχτός… Μου λέγει… «Ομέρ Βριόνη,απόψε τα κεφάλια τους!…» Και βγάνει ένα δεφτέριοπού είχε μες στον κόρφο του. Μου το ’δωκε και φεύγει.Τ’ ανοίγω κι ανατρίχιασα… Δεν έλειπε κανένας…120Αστράψανε τα μάτια μου, η γλώσσα μου φαρμάκι…Εγώ φονιάς;… Και μ’ απιστιά;… Εγώ, Θανάσης Βάγιας!…Διαβάζω ακόμα… τί να ιδώ;… Με τον Αλέξη Νούτσο,οπού τον είχε σαν παιδί, βλέπω το Γιώργη Κίτσο…Έτρεξα στη Βασιλική… Πέφτει στα γόνατά του125και το λιοντάρι ημέρεψε… Πες μου, Θανάση Διάκε,ξέρεις γιατί σας έσωσα;… Διάκος — Δε θέλω να το μάθω. Βριόνης — Θυμήθηκα τον πάππο μου, που στα γεράματά τουμὄδινε πάντα μιαν ευχή, ποτέ να μην ξεχάσω…ότ’ είμαι… βασιλόπουλο… Διάκος —Μας τοὔπε και ο Κυρ Μάνθος. Βριόνης 130—Κι ότι η γενιά μου μια φορά της Μουζακιάς το θρόνο… Διάκος —Χριστιανή κι ορθόδοξη κληρονομιά τον είχε. Βριόνης —Θανάση, δε σ’ ερώτησα. Μη μ’ αντικόβεις, πάψε…Εχάθηκε ο Αλήπασας και με το χαλασμό τουο σπόρος, που εκοιμότουνε κρυφά μες στην καρδιά μου,135ανέδωκε κι εγέννησε τ’ αγκαθερό λουλούδιπου μέρα νύχτα με κεντά… Είδες το γιο τ’ Ανδρούτσου; Διάκος —Θα τονε βρεις στο δρόμο σου. Βριόνης —Θανάση, θα γνωρίζειςότ’ είμεθα σαν αδερφοί. Το μυστικό που σου ’παμας δένει τώρ’ από καιρό… Σπαθί, φωτιά, τουφέκι140στους ξένους, οπού επάτησαν τα χώματά μας, Διάκε.Εμέ με φτάνει η Αρβανιτιά, και τ’ άλλα, απ’ άκρη σ’ άκρη,να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα, κλαρί και πέτρα. Διάκος —Κι αφού σ’ εκάμανε πασά, μεμιάς τα ονείρατά σου,Βριόνη, τα λησμόνησες και δούλος του Μεχμέτη145σκοτώνεις τους συντρόφους σου… Βριόνης 145— Διάκε, νερό κι αλάτι…Εσύ ’σαι ακόμα ζωντανός, και τον Κιοσέ Βεζίρητον έχομε στα νύχια μας· μ’ ένα σου λόγο σβηέται…Δεν ξέρω παρακάλεσες, δε διακονεύω σχώρια…Στοχάσου… οι ώρες φεύγουνε… και πες μου, ναι ή όχι; Διάκος 150—Εψές τα παλικάρια σου, Ομέρπασα Βριόνη,το δαχτυλίδι μ’ άρπαξαν και το φορείς στο χέρι…Πριν απαντήσω… το φιλείς; Βριόνης —Και τί σημάδια φέρνει; Διάκος —Εκείνα που ’χαν μια φορά, Βριόνη, οι γέροντές σου,ένα δικέφαλο αϊτό με τα φτερ’ απλωμένα155κι επάνωθέ του το Σταυρό… Διάκος 155—Θανάση… ναι ή όχι; Διάκος —Όχι!… δεν δίνω σ’ άπιστον ούτε μια φούχτα χώμααπό τη γη μου τη γλυκιά, ούτ’ από τα νερά μουδε δίνω μια σταλαματιά. Βριόνης —Το κρίμα στο λαιμό σου…160Οσμάν!… πώς ήρθες;… τί θα πεις; Οσμάν 160—Ομέρπασα, ο Βεζίρης.
Ακούστηκ’ έξω αναβρασμός, φωνές ξαγριωμένεςκι αλόγωνε ποδοβολή… Δειλιάζει, ανατριχιάζειο λύκος της Αρβανιτιάς… τρέμ’ η φωνή του… αχνίζει.
Βριόνης —Θανάση το κεφάλι μου… Διάκος —Μη σκιάζεσαι. Μαζί μου165το μυστικό σου θα ταφεί… το ’χω βαθιά κρυμμένο. Βριόνης —Και συ τί θέλεις από με;… Στον κόσμο κάτι ορίζω… Διάκος —Δώσ’ μου το δαχτυλίδι μου. Βριόνης —Στα χέρια σου, Θανάση,αλυσωμένα, θα φανεί και θα με μαρτυρήσει. Διάκος —Εδώ… στο στόμα… γρήγορα… φέρε το… πίθωσέ το… 170
Του το ’δωκε ο Ομέρπασας. Στη φλογερή χαρά τουτ’ αρπάζει εκείνος, το φιλεί. Δεν το χορταίνει ο Διάκος.Ακόμη τ’ ανασπάζεται και, κοινωνιά στερνή του,το καταπίνει λαίμαργα, λες κι ήθελε να δώσειστο είδωλό του το γλυκό τα σπλάχνα του κιβούρι. 175
Πλακώνει ωστόσο κι ο Κιοσές. Μαύρη, θολή πλημμύρατο πάτημά του ακολουθεί, σαν να ’ταν ένα κύμαπὄσερνε φύκη στο γιαλό. Τ’ ασπράδι του ματιού τουέσταζεν αίμα και χολή… Κιοσές —Ομέρπασα Βριόνη,180μά τὄνας είναι του Θεού ο φοβερός προφήτης,αν έλειπαν τα σίδερα σ’ αυτό τ’ αγριοπούλι,θα πίστευα πως είσαι συ κατάδικος και φταίστης…Τόσο σε βλέπω ανόρεχτον! Εχτές στη Χαλκομάταδε σου πονούσεν η καρδιά να βλέπεις τ’ άλογό σου185κουφάρια να ποδοπατεί, στο αίμα να βαλτώνει,και τώρα σαν κι εμούδιασες! Βριόνης —Βεζίρη, οι ΑρβανίτεςΕχθρούς δεμένους δε χτυπούν. Κιοσές —Και μάλιστα όταν λάχεινα ’ναι παλιοί των σύντροφοι… Εμείς, Ανατολίτες,σύγνεφα διαβατάρικα, όταν περνούμε δώθε,190Ομέρ Βριόνη, μάθε το, χαλάζι φορτωμένοικι αστραπελέκια φλογερά, δεν έχομε στο νου μαςπαρά πώς να πλατύνομε την ερημιά, το μνήμα.Ούτε το σπόρο μες στη γη, ούτε κλαρί στο λόγγο,ούτε παιδί μες στην κοιλιά θ’ αφήσομε να ζήσει.195Ώς τα θεμέλια ο χαλασμός. Για πεντακόσια χρόνιασ’ αυτά τα στειρολίθαρα, π’ όσο κι αν έχουν χώματ’ απόχτησάνε τρώγοντας από τα κόκαλά μας,μάτι ποτέ δεν έκλεισεν ούτ’ ένας Μουσουλμάνοςχωρίς να ιδεί στον ύπνο του να λάμψει ένα τουφέκι200ή να σφυρίξει ένα σπαθί. Ήρθε στο χτένι ο κόμπος.Θα ξεχωνιάσω αυτήν τη γη. Θα ιδώ στα σώθικά τηςποιός δαίμονας εφώλιασε. Κι αλίμονο σ’ εκείνον,που μ’ αντικόψει, Ομέρπασα, και που τον εύρω εμπρός μου…Τί λες εσύ, Χαλήλμπεη; κι όσοι πιστοί, τί λέτε; Χαλήλμπεης 205—Βεζίρη, εχάθηκε η Τουρκιά. Πενήντα παλιοκλέφτεςμας εζεμάτισαν. Αμάν! Θέρισε, σώριασέ τουςσ’ ένα ρογό και κάψε τους. Πελέκα αυτούς του λύκους·ξεσπέρμεψέ τους απεδώ, κι η στάχτη τους, Βεζίρη,ας ριπιστεί στον άνεμο, να μη ματαφυτρώσουν. Κιοσές 210—Όχι, δε χάνετ’ η Τουρκιά. Να κλαίτε το μερμήγκι,π’ όταν η μοίρα τ’ οργιστεί, με ψεύτικα φτερούγιαβγαίνει στον κόσμο και πετά: ή στο νερό θα πέσει—δεν είν’ αλήθεια, Ομέρπασα;— και θα βρεθεί πνιμένο,ή θα τ’ αρπάξει το πουλί… Πού ’ναι το παλικάρι215που χτες μ’ ανδρειευότουνε; Διάκος 215—Εδώ ’μαι, και σ’ ακούω. Κιοσές —Ποιός είσ’ εγώ δεν το ρωτώ. Για μέ τα ονόματά σαςθα να σβηστούν όλα μεμιάς, κι είναι καιρός χαμένοςεμείς να τα μαθαίνομε. Θέλεις να προσκυνήσειςκαι να δεχτείς την πίστη μου; Διάκος —Κιοσέπασα, δε θέλω. Κιοσές 220—Θα να σε ψήσω ζωντανόν. Διάκος 220—Εμείς οι παλιοκλέφτεςέχομε σάρκα κάκοψη. Κιοσές —Χαλήλμπεη!… δικός σου. |
|
ΠΗΓΗ: https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=3&text_id=283 |