Γιά τό τζαμί τοῦ Βοτανικοῦ
Μοῦ ζητήθηκε πρό καιροῦ νά ἔχω συμμετοχή σέ μιά συζήτηση γιά τό ὑπό ἀνέγερση τζαμί σέ μιά
πρωινή ἐκπομπή τῆς Δημόσιας
Τηλεοράσεως. (Ἀλήθεια, κανείς ἁρμόδιος δέν σκέφθηκε
τί σημαίνει ὁ ὅρος δημόσιος, ὅταν ἐκφέρεται κατά θηλυκό
γένος;). Ἀρνήθηκα,
προφασιζόμενος βαρηκοΐα. Ἡ κυρία, ὅμως, ἦταν ἐπίμων καί μοῦ πρότεινε νά σταλεῖ συνεργεῖο στό σπίτι μου, ὅπου θά κάνω μιά δήλωση μέ τίς ἀπόψεις μου καί δέν θά ὑπάρξει πρόβλημα ἐμπλοκῆς σέ διάλογο.
Δέχθηκα μέ βαρειά καρδιά. Τό συνεργεῖο (δύο εὐγενέστατοι κύριοι) ἦλθαν στό σπίτι μου δύο
ὧρες ἐνωρίτερα καί μοῦ εἶπαν ὅτι ἡ δήλωσή μου θά γίνει
μόλις ἀρχίσει ἡ ἐκπομπή. Μέ ἔζωσαν φίδια ἀνησυχίας καί τούς εἶπα νά τηλεφωνήσουν ὅτι σέ διάλογο δέν
μετέχω λόγω βαρηκοΐας.
Φαίνεται, ὅμως, ὅτι οἱ δύο πολυθέλγητρες «συντονίστριες» ἦσαν πιό βαρήκοες ἀπό ἐμένα καί μέ ἐνέπλεξαν σ’ ἕνα διάλογο μέ πρόσωπα
πού μοῦ ἦσαν ἄγνωστα καί πού σέ
καμμιά περίπτωση δέν εἶχα διάθεση ν’ ἀρχίσω διάλογο μαζί τους. Καί, ὅμως, ὁ διάλογος ἄρχισε, ὁπότε ἀναγκάστηκα νά ἐγκαλέσω στήν τάξη ἕναν ἀπό τούς συζητητές καί νά τοῦ συστήσω εὐπρέπεια· καί ἀκολούθως, στρεφόμενος προς τίς χαριτόβρυτες «συντονίστριες»,
τούς δήλωσα κοφτά ὅτι παραβιάζουν κατάφωρα τή δημοσιογραφική δεοντολογία, διότι
–παρά τή ρητή δέσμευσή τους- μέ ὑποχρέωσαν νά δημοσιοποιήσω κάτι πού ἀποτελεῖ προσωπικό μου
«δεδομένο».
Ἀκολούθως, παρακάλεσα τά δύο μέλη τοῦ συνεργείου νά ἀπέλθουν. Ἔτσι ἄφησα τό πεδίο ἐλεύθερο στους
συζητητές καί στις «κυρίες» νά ποῦν ὅ, τι θέλουν. Πρόφθασα, ὅμως, νά πῶ μερικά πράγματα, πού εἶναι χρήσιμο νά διαβασθοῦν, γιατί, ὅπως μέ πληροφόρησαν, κάποιος ἀπό τό «συνεργεῖο» μοῦ καταλόγισε φανατισμό καί κάτι ἄλλο βαρύτερο. Ἡ δήλωσή μου -ὅπως τήν θυμᾶμαι- περιεῖχε τά ἀκόλουθα ἐρωτηματικά σημεῖα: