Μέ τήν λέξι σχίσμα οἱ Πατέρες ἐννόησαν τήν ἀποκοπή
καί ἀπόσχισι ἀτόμων ἤ ὁμάδος ἀτόμων ἀπό τό σῶμα τῆς ἐκκλησίας. Ὡς ἐκκλησία ἐννόησαν
τήν διαχρονική χορεία τῶν Ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων, τῶν πατέρων, τῶν ἁγίων καί τῶν
δικαίων, τῶν τεθνεώτων καί τῶν ζώντων, κεφαλή τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἐκκλησία
αὐτή εἶναι ὁμοειδής καί ὁμόφωνος ὡς πρός τήν πίστι, τήν παράδοσι καί τήν ζωή. Ἡ
ἀπόσχισις ἀπό τήν ἀληθινή αὐτή ἐκκλησία σημαίνει ψυχικό καί πνευματικό θάνατο.
Ἡ ἀπόσχισις γίνεται
ὅταν πιστεύση
κάποιος καί ἀποδεχθῆ κάτι ἀντίθετο ἀπό τήν ἀποστολική πίστι, καί ὀρθόδοξο
παράδοσι, ἤ ὅταν ἐνσυνείδητα ζῆ ἀντίθετα ἀπό αὐτήν, ἀδιαφορώντας γιά τόν εὐαγγελικό νόμο καί τούς κανόνες τῆς ἐκκλησίας.
Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι τό ὁρατό σημεῖο ἑνότητος τῆς
ἐκκλησίας, καί πρέπει, ὡς ἐκ τούτου, νά βιώνη ὅλο τόν εὐαγγελικό νόμο καί τήν ὀρθόδοξο
παράδοσι αὐτῆς. Ἡ ἀπόσχισις ἀπό τόν ὀρθά
φρονοῦντα ἐπίσκοπο σημαίνει καί ἀπόσχισις ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἡ ἀπόσχισις ἀπό τόν
ὀρθά φρονοῦντα ἐπίσκοπο, λόγῳ διεστραμμένης πίστεως χαρακτηρίζεται ὡς αἵρεσις, ἐνῶ ἡ ἀπόσχισις δι' ἄλλα θέματα
ὅπως διοικητικά, ἐκκλησιαστικά, προσωπικά κλπ., τά ὁποῖα οἱ πατέρες τά ὠνόμασαν
ἰάσιμα, χαρακτηρίζεται ὡς σχίσμα.
Τό σχίσμα ἀπαγορεύεται αὐστηρότατα ἀπό τούς
πατέρες, αὐτοί δέ πού τό δημιουργοῦν δέν μποροῦν νά συγχωρηθοῦν οὔτε μέ τό αἷμα
τοῦ μαρτυρίου, ἄν δέν τό ἐπανορθώσουν.
Αὐτές εἶναι οἱ βασικές ἀρχές τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας
ὅσον ἀφορᾶ τό σχίσμα. Θά δοῦμε τώρα τίς θέσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀπό τίς ἐπιστολές του καί, ἐν συνεχείᾳ, θά καταγράψωμε τά
βασικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας του, προκειμένου νά ἔχωμε πλήρη εἰκόνα, πότε
δηλαδή κανομε σχίσμα καί ἀπό ποιούς πρέπει νά ἀποσχιζώμεθα προκειμένου νά ἀνήκωμε
στήν ἐκκλησία κλπ.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΙΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ
1. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί δέν
σχίζεται.
2. Ὅσοι ἔχουν διεστραμμένη πίστι καί
ζωή ἀποκόπτονται καί ἀπομακρύνονται αὐτομάτως ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἀπό τόν
παράλιο βράχο τά ἀφρίζοντα κύματα.
3. Ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί
ὅσοι ἀκολουθοῦν τούς ποιμένας καί ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αἱρετικά
φρονήματα.
4. Ἡ ἀποκήρυξις ὅλων τῶν αἱρέσεων καί
ἡ πλήρης ἀποδοχή τῶν ὅρων καί κανόνων τῶν ἐγκεκριμένων οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν
συνόδων, ἀποτελεῖ ἀπόδειξι τοῦ ὅτι κάποιος ἀνήκει στήν Ἐκκλησία.
5. Ἡ ἔνστασις καί ἀποτείχισις ἀπό τούς
κακῶς φρονοῦντας ἐπισκόπους δέν εἶναι σχίσμα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποφυγή
σχισμάτων καί ἐπικράτησις τῆς ἀληθείας.