«Ένα
απέραντο «Εθνικό Νεκροταφείο», που κρύβει στα σπλάχνα του τα κορμιά
χιλιάδων παλληκαριών, είναι ο τόπος μας. Και πάνω στα κορμιά αυτά
στήθηκαν τα θεμέλια αυτής της πόλης. Και το σιτάρι που φτιάχνει το ψωμί
μας, θεριεύει και μεστώνει ρουφώντας από τη γη αίμα αντί για νερό. Κάθε
λόφος γύρω μας κι ένας «κρανίου τόπος». Κάθε χωράφι κι ένας «αγρός αίματος…
Μετά τους ναούς, κλειδώνουν και τις θύρες της ιστορίας
«Στου Κιλκίς την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο απ’ ολίγα χορτάρια
πού 'χαν μείνη στην έρημη γη».
Διαβάζω από το βιβλίο "Αθάνατη Ελλάς" του Δ Καλλιμάχου, αυτόπτου μάρτυρος και "εθελοντού ιεροκήρυκος της Ε' Μεραρχίας", για την ένδοξη μάχη του Κιλκίς: " Εκεί προς τα χαρακώματα ένας φαντάρος μας βαρέως πληγωμένος, ο οποίος μετ' ολίγον δεν θα διέφευγε το μοιραίον, από τας φλόγας των καιομένων σπαρτών που ολονέν τον επλησίαζαν, λέγει προς τον συνάδελφόν του που επήγε να τον βοηθήση:
-Άφησέ με, δεν θέλω τίποτε. Εγώ τώρα θα λέγω νυν απολύεις…απάνω τους. Επάνω τους, συ πάρε μόνον τις μπαλάσκες μου και ρίξε και τις δικές μου σφαίρες για μνημόσυνο. Να, και το παγούρι μου, έχει λιγάκι νερό να δροσίσεις το λαρύγγι σου και το φλογισμένο λιανοντούφεκό σου. Χτυπάτε τους…. και έπεσε…". (Σελ. 61).