ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΣΕ ΚΑΛΟΠΡΟΑΙΡΕΤΑ ΣΧΟΛΙΑ
ΠΕΡΙ
«ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΕΩΣ» ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ
ΜE AΦΟΡΜΗ τὶς γιορτὲς γιὰ τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης ποὺ δώδεκα
(12) ἄνθρωποι ἁγιοποίησαν, πρωτοστατοῦντος τοῦ τότε Ἀρχιεπ. Χριστόδουλου παρὰ
τὶς πληροφορίες ποὺ ὑπῆρχαν γιὰ τὴν μασωνικὴ του ἰδιότητα, δημοσιεύσαμε ἐπιστολὲς
τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ. Οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς προκάλεσαν διάλογο διὰ τῶν σχολίων
ποὺ στὴ συνέχεια δημοσιεύτηκαν.
Ἐπειδὴ ὁ χῶρος τῶν σχολίων δὲν εἶναι κατάλληλος γιὰ μιὰ ἐπαρκῆ
ἐπεξήγηση καὶ ἀπάντηση στὶς ἐνστάσεις τῶν σχολιογράφων, δημοσιεύουμε ἕνα ἐκτενὲς
ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ π. Εὐθύμιου, ποὺ δίδει τὶς ἀναγκαῖες ἐπεξηγήσεις.
Προτάσσουμε τὶς γνῶμες τῶν ἀοιδίμων Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου καὶ
τοῦ μητροπ. Πατρῶν Νικοδήμου, τοῦ καὶ συγγράψαντος τὴν ᾀσματική ἀκολουθία τοῦ
Χρυσοστόμου, στὶς ὁποῖες φαίνεται καθαρὰ τὸ ἑξῆς φοβερό: ὅτι δέχονταν ὅτι ὑπῆρχε πρόβλημα
ἢ καὶ ...ἀμφέβαλαν(!) καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ποὺ τὸν
ἁγιοποίησαν, γιὰ τὴν ἁγιότητά του!!!
Ὑπόψιν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος «ἐκκλησία δέν ἁγιοποιεῖ κάποιον ὅπως ὁ Παπισμός, ἀλλά διακηρύττει τήν ἁγιότητά
του, συμφωνοῦσα μέ τήν φανέρωσι τοῦ ἁγίου ὑπό τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς
φανερώσεως στή συνείδησι τοῦ λαοῦ».
Ὁ πρ. Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ἔγραψε:
«Ἐάν ποτέ ἡ Ἐκκλησία (σ.σ. ἡ
Ἐκκλησία γιὰ τὸν Χριστόδουλο ἰσοῦται μὲ τὴν 12μελῆ Ἱ. Σύνοδος) ἐλέγχουσα τίς διδόμενες πληροφορίες (σ.σ. ὅτι εἶναι
μασῶνος, οἰκουμενιστής, ἀρχαιολάτρης...) ὡς ἀληθεῖς ἀποφασίσει νά διαγράψει τόν Χρυσόστομον Σμύρνης ἀπό τίς δέλτους τῶν ἁγίων της, τότε ὑποχρεούμεθα
νά σταματήσομε κι ἐμεῖς νά τόν τιμῶμεν ὡς ἅγιον»!!!
Ὁ πρ. Μητροπ. Πατρῶν Νικόδημος ἔγραψε (στὸ τευχίδιο τῆς ᾀσματικῆς ἀκολουθίας γιὰ τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης) :
«Κατά ταῦτα, ἡ
συνεπίνευσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, διά τήν ἀνακήρυξιν τῆς ἁγιότητος
τοῦ μάρτυρος Ἱεράρχου Χρυσοστόμου Σμύρνης, τυγχάνει μέν ἀπαραίτητος, δύναται
ὅμως νά συντρέξῃ αὕτη ἐκδηλότερον οὐχί πρωθυστέρως, ἀλλ' ἐπί τῇ ἀναμενομένῃ ὑπό
πολλῶν σχετικῆ Πράξει τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου» (δηλ. ὁμολογεῖ τὸ ἑξῆς φρικτόν: ὅτι δὲν ὑπάρχει μὲν συναίνεση
[=συνεπίνευσις] τοῦ λαοῦ στὴν ἁγιοποίηση, ἀλλὰ αὐτὴ θὰ «ἐπιτευχθεῖ»! διὰ τῆς ἀποδοχῆς (=ὑπακοῆς)
τοῦ λαοῦ εἰς τὰ κελεύσματα τῆς 12μελοῦς Συνόδου, δηλ. τοῦ Ἀρχιεπ.
Χριστόδουλου!!!).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. ΕΥΘ.
ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
«Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΤΑΤΑΞΙΣ ΤΟΥ
ΣΤΗ ΧΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ»
Ἀναφέρουμε
κατ' ἀρχάς ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου τοῦ Σαράντη Καργάκου «Ὁ ἐθνομάρτυς Χρυσόστομος Μητροπολίτης
Σμύρνης ὁ Περίβλεπτος», τήν ὁποία ἔχει γράψει ὁ τότε Μητροπολίτης
Δημητριάδος καί νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ.κ. Χριστόδουλος. Πρέπει νά σημειωθῆ
ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστοδουλος εἶναι ὁ πρῶτος καί κύριος θεωρητικός καί
ὑπερασπιστής τῆς ἁγιοποιήσεως τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης. Τά ἐπιχειρήματα δέ αὐτά
τά ὁποῖα ἀναφέρει ὑπέρ τῆς ἁγιοποιήσεως εἶναι τά βασικώτερα ἀπό ὅσα μέχρι
σήμερα ἀκούστηκαν. Οἱ ὑπόλοιποι θιασῶτες τῆς ἁγιοποιήσεως κυρίως ἀναμασοῦν τά
ἴδια ἐπιχειρήματα μή ὑπαρχόντων νεωτέρων. Εἶναι λοιπόν σημαντικό νά ἰδοῦμε τήν
ἐπιχειρηματολογία τοῦ βασικοῦ θεωρητικοῦ τῆς ἁγιοποιήσεως τοῦ Χρυσοστόμου καί
ἐν συνεχείᾳ νά ἐξετάσωμε τά θέματα καί νά τά ἀναλύσωμε ἕνα -ἕνα:
«Σκιά ὡστόσο στήν
ἁγιοκατάταξη τοῦ Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου ἔρριψεν ἡ καταγγελία ὅτι ὁ
μάρτυς Ἱεράρχης ὑπῆρξε μασόνος, μέλος τῆς Στοᾶς «’Iωνία» Σμύρνης κατά τά ἔτη
1919-1922. Ἐκτενή ἀπάντηση στήν κατηγορία ἐδώσαμε καί ἐμεῖς ἀπό τῶν στηλῶν τῆς
«’Eκκλ. Ἀληθείας» (16-12-92) ἰσχυριζόμενοι ὅτι,
Καί ὁ ἅγιος Σμύρνης Χρυσόστομος ἐμαρτύρησεν καί ἄν ἀκόμη γίνει δεκτόν ὅτι ὄντως
ὑπῆρξε μασόνος ὁ ἅγιος -πρᾶγμα πού ἀμφισβητεῖται ζωηρῶς-, τό μαρτυρικό του
τέλος λειτουργεῖ, κατά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς λουτρό βαπτίσματος. Στό
ὀρθόδοξο Ἁγιολόγιο ἔχουμε ἀναγνώριση ὡς ἁγίων ἀνθρώπων πού ἐμαρτύρησαν ὑπέρ
Χριστοῦ, ἔστω καί ἄν ἦσαν ἀβάπτιστοι. ὄχι μόνο ὑπέρ Πατρίδος ἀλλά καί ὑπέρ
Πίστεως. Ὅσοι γνωρίζουν τίς συνθῆκες ὑπό τίς ὁποῖες ὡδηγήθη στό μαρτύριο ὁ
ἀοίδιμος εἶναι σέ θέση νά ἀντιληφθοῦν ὄτι α) Ὁ Χρυσόστομος συνεκέντρωνε τή μῆνι
τῶν Τούρκων, ἐπειδή ἦτο ὁ πνευματικός ἡγέτης τῶν Ρωμηῶν, μιά καί ἦσαν
ἀνύπαρκτοι οἱ πολιτικοί ἡγέτες. Γι' αὐτό καί πιστεύω πώς, ἐάν ὁ Χρυσόστομος δέν
ἦτο Ἱεράρχης, θά ἦτο δυνατόν νά μή σφαγιασθῆ. β) Ἐάν ὁ Χρυσόστομος δέν ἦτο
Ἱεράρχης ἀλλά πολιτικός ἤ ἔστω καί ἐθνικός Ἡγέτης τῶν Ρωμηῶν, ὅταν ὅλοι οἱ
ἄλλοι «ἡγέτες» τῶν Ἑλλήνων στή Σμύρνη ἐφρόντιζαν τά τῆς διαφυγῆς καί σωτηρίας
των, θά ἠκολούθει καί αὐτός, ἀντί νά προκρίνει τήν παραμονή πού ἰσοδυνάμει μέ
παράδοση καί ἑκούσιο θάνατο. Ἄν μέ ἄλλα λόγια ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυς Χρυσόστομος
ἐνδιεφέρετο μόνο γιά τήν Πατρίδα δέν θά ἦτο κουτός νά παραμείνει στή θέση του
γιά νά σφαγιασθῆ δωρεάν καί ἄνευ λόγου, μιά καί ἡ ὑπόθεση τῆς Πατρίδος εἶχε
πλέον χαθῆ. Ἔμεινεν ὅμως, διότι ἦτο ὁ πνευματικός Ποιμενάρχης τοῦ λαοῦ του καί
ἐθυσιάσθη, τολμῶ νά πῶ, πρῶτα ὑπέρ Πίστεως καί ὕστερα ὑπέρ Πατρίδος.
Ἡ
προσωπικότης ἐξάλλου τοῦ Χρυσοστόμου πρέπει νά κριθῆ ὄχι ἀπό μενονωμένα
περιστατικά, ἀλλά ἀπό τήν ἐκτίμηση ὅλων συλλήβδην τῶν στοιχείων πού τή
συνθέτουν. Παρακολουθώντας κανείς τήν ἀπό παιδικῆς ἡλικίας πορείαν του
διαπιστώνει ὅτι ἀπό βρέφους ἔλαβε τήν κλίση πρός τήν ἱερωσύνη, διό καί
ἠκολούθησε τόν δρόμον τῆς ἀφιερώσεως σπουδάσας στή Σχολή τῆς Χάλκης καί
διαπρέψας ὡς ἱεροκῆρυξ καί διδάσκαλος τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. Ὑπῆρξε καί
συγγραφεύς ἀξιολόγων πνευματικῶν βιβλίων καί ἄρθρων πνευματικῆς οἰκοδομῆς, πού
τόν καθιέρωσαν ὡς κατηχητή καί διδάσκαλο τῆς ἀληθείας. Τό μαρτύριό του δέν
ὑπῆρξεν ἀποτέλεσμα τύχης. Τό ἐπεδίωξεν ἀπ'ἀρχῆς τῆς ἱερατικῆς του διανονίας ὡς
λάτρης Χριστοῦ καί Ἑλλάδος. Δέν ἐπρόδωσε τήν πίστη του οὔτε τήν ἐτοποθέτησε σέ
δευτερεύουσα μοίρα. Ὑπῆρξεν ἐκκλησιαστικός ἀνήρ πού προσηύχετο, πού ἠσκεῖτο,
πού ἐδιώκετο, πού ἐξωρίζετο, πάντοτε ἐξαιτίας τῆς Πίστεώς του. Τό φρόνημά του
ὅμως ὑπῆρξε πάντοτε ἀκμαῖο, δέν ὑπέστειλε τή σημαία τοῦ χρέους, δέν «ἐκιότεψεν»
ἐμπρός στίς δυσκολίες. Ἀντλοῦσε δύναμη ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὅπως ἔπρατταν
καί ὅλοι οἱ ἅγιοι μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μικροί καί μεγάλοι.
***
Στή Ν. Ἰωνία μας ἔχομε χιλιάδες προσφύγων ἐκ
Σμύρνης, πού στά οἰκιακά των εἰκονοστάσια, δίπλα στίς ἄλλες ἅγιες εἰκόνες ἔχουν
τοποθετήσει τή φωτογραφία τοῦ Μητροπολίτου των στή Σμύρνη, τοῦ μακαριστοῦ
Χρυσοστόμου, πρό τῆς ὁποίας ἀνάβουν καντήλι καί καῖνε θυμίαμα. Ὁ λαός τόν
ἐπίστευσεν ἐξ ἀρχῆς ὡς ἅγιο μάρτυρα καί ἐξακολουθεῖ νά τόν πιστεύει. Γι' αυτό
κι ἐμεῖς καθιερώσαμε τόν τακτικό ἑορτασμό τῆς ἁγίας μνήμης αὐτοῦ καί τῶν
συμμαρτύρων του ἀπό τό 1992 ἀνελλιπῶς μέ ἐπίκεντρο τόν Καθεδρικό ἱερό ναό
Εὐαγγελιστρίας Ν. Ἰωνίας, ὅπου ἔχει φιλοτεχνηθῆ ἡ ἱερά εἰκών τῶν μαρτύρων πού
λιτανεύεται μετά τή Θ. Λειτουργία κατά μήνα Σεπτέμβριο. Ἡ καθιέρωση τοῦ
ἑορτασμοῦ αὐτοῦ πού τελεῖται κατ' ἔτος μέ τρόπο πανηγυρικό καί μέ συμμετοχή
χιλιάδων λαοῦ πλαισιούμενος ἀπό παραδοσιακές ἐκδηλώσεις στόν περίβολο τοῦ ναοῦ,
ἐκίνησε καί πάλι τή μῆνι μερικῶν ἀκραίων ὀρθοδόξων πού εἶχαν τήν ἀξίωση, ἐπειδή
ἐκεῖνοι ἐπίστευαν πώς δέν εἶναι Ἅγιος ὁ Χρυσόστομος, ὅτι θά ἔπρεπε οἱ πάντες νά
πειθαρχήσουμε στή γνώμη τους.
Πρός
αὐτούς ἀπευθυνθήκαμε τό 1994 («Πληροφόρηση» Σεπτέμβριος 1994) καί τούς εἴπαμε
μέ ἀγάπη ὅτι:
α) Τόν
Χρυσόστομον Σμύρνης ἀνεκήρυξεν ἅγιο ἡ Ἐκκλησία διά τῆς Ἱ. Συνόδου λαβοῦσα ὑπ' ὄψιν
τήν Ἁγία βιοτή του, τίς συνθῆκες τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου, καί τήν οὐσιαστική
ἀναγνώρισή του ὡς μάρτυρος παρά τοῦ μικρασιατικοῦ κυρίως ἀλλά καί τοῦ
μητροπολιτικοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἀνεγράφη μάλιστα ὅτι σέ πολλά σπίτια τῆς Ν.
Ἰωνίας, Βόλου καί Ἀθηνῶν, ὅπου κατοικοῦν Σμυρναῖοι πρόσφυγες, ἡ φωτογραφία τοῦ
μητροπολίτου Χρυσοστόμου ἦτο καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι τοποθετημένη μαζί μέ τά
εἰκονίσματα.
β) Ἡ
περί μασονικῆς ἰδιότητος τοῦ ἀειμνήστου Ἱεράρχου εἴδηση ἦλθε προσφάτως στό φῶς
μέ διάφορα δημοσιεύματα. Ὅμως ἐδόθη ἀπό ἁρμοδίους παράγοντες ἡ δέουσα ἀπάντηση,
ὅτι δηλ. πρόκειται περί ἀδεσπότου φήμης, ἡ ὁποία δέν ἔχει ἐπιβεβαιωθῆ. Δέν
εἶναι δέ ἀρκετή ἡ μαρτυρία τῶν ἰδίων τῶν μασόνων ὅτι ὁ Ἱεράρχης ἦτο μέλος των,
διότι τοῦτο ἔχει πολλάκις λεχθῆ γιά πολλούς καί ἔχει ἀποδεχθῆ ἀναληθές.
γ)
Ἐγράφη ἐπίσης ὅτι καί ἄν ἀκόμη εἶναι ἀληθής ἡ τοιαύτη εἴδηση, θά πρέπει νά
ληφθοῦν ὑπ'ὄψιν τά ἑξῆς: αα) ὅτι ἡ μασωνία μόλις τό 1933 κατεδικάσθη ἀπό τήν
Ἐκκλησία μας ὡς χωριστή θρησκεία ἀσυμβίβαστη μέ τό Χριστιανισμό καί ἑπομένως
διευκρινίσθη ὅτι εἶναι ἀσυμβίβαστες οἱ ἰδιότητες τοῦ χριστιανοῦ καί τοῦ μασόνου
καί ββ) ὅτι τό μαρτύριο τοῦ αἵματος ἀποπλύνει κάθε ἁμαρτία.
δ)
Εἶναι ἀσεβής καί ἀντιεκκλησιαστική ἡ ἀξίωση τῶν διαφωνούντων νά παύσομε νά
ἑορτάζομε τόν Σμύρνης Χρυσόστομον ὡς ἅγιον, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἡ ἰδία συνεχίζει νά
τόν θεωρεῖ ἅγιο. Ἐάν ποτέ ἡ Ἐκκλησία ἐλέγχουσα τίς διδόμενες πληροφορίες ὡς
ἀληθεῖς ἀποφασίσει νά διαγράψει τόν Χρυσόστομον Σμύρνης ἀπό τίς δέλτους τῶν
ἁγίων της, τότε ὑποχρεούμεθα νά σταματήσομε κι ἐμεῖς νά τόν τιμῶμεν ὡς ἅγιον.
Πρίν συμβῆ αὐτό, κανείς δέν ἔχει τέτοιο δικαίωμα, νά συμπεριφέρεται δηλ.
αὐστηρότερα ἀπό ὅσο συμπεριφέρεται ἡ Ἐκκλησία.
ε)
Ὅσοι ἔχουν στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν τόν ἰσχυρισμόν τους περί τῆς μασονικῆς
ἰδιότητος τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης, ἀντί νά ἐπιτίθενται ἐναντίον ἐκείνων
πού πιστοί στήν Ἐκκλησία, τιμοῦν τή μνήμη του, εἶναι προτιμότερο νά τά θέσουν
ὑπ'ὄψιν τῆς Ἐκκλησίας καί νά ζητήσουν τήν ἐπανεξέταση τῆς ὑποθέσεως ὑπό τό φῶς
τῶν νεωτέρων στοιχείων.
Ἐμεῖς
ἐξακολουθοῦμεν, ὅσον καιρό θά ἰσχύει ἡ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, νά τιμῶμεν ὡς
Ἅγιον τόν Χρυσόστομον καί νά ζητοῦμεν τίς πρός Κύριον ἱκεσίες του εἰς οὐδέν
λογιζόμενοι τίς ἀντιδράσεις καί κυρίως τίς ὑποδείξεις ὅτι ἀντί τῆς Ἐκκλησίας
πρέπει νά ὑπακούομε μᾶλλον στούς ὑποδεικνύοντες τήν ἀλλαγήν τῆς στάσεώς μας. Ἄλλωστε
ὅλη ἡ Ἐκκλησία μας, κλῆρος δηλ. καί λαός, δέν φαίνεται νά συμμερίζεται, μέχρι
στιγμῆς τοὐλάχιστον, τίς ἐπιφυλάξεις πού διατυπώνουν οἱ διαφωνοῦντες, τούς
ὁποίους καί ἀντιπαρέρχεται χωρίς νά τούς ὑπολογίζει. » (Σελ. 14, 15).
Ἐδῶ ὁ τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος καί νῦν
Ἀρχιεπίσκοπος κ.κ. Χριστόδουλος παραδέχεται ὅτι ἐγνώριζε ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία τόν
ἁγιοποίησε, ὅτι ὑπῆρχαν οἱ κατηγορίες διά τήν μασονική του ἰδιότητα. Ἐπίσης
φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ Σύνοδος δέν ἤλεγξε αὐτή τήν κατηγορία, δέν ἐξέτασε τά
στοιχεῖα τά ὁποῖα ὑπῆρχαν, δέν «ἐκάθισε στό σκαμνί», κατά τό δή λεγόμενο, τούς
μασόνους, οἱ ὁποῖοι τόν διεκδικοῦσαν ὡς μέλος καί ἀδελφό δικό τους, δέν
ἀποκάθαρε μέ ἕνα λόγο τή μνήμη του ἀπό αὐτή τήν κατηγορία. Ἁπλῶς ἰσχυρίσθηκε
ὅτι τό μαρτύριο λειτουργεῖ ὡς βάπτισμα καί καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία αὐτόν ὁ
ὁποῖος μαρτυρεῖ.
Κατ' ἀρχάς ἡ Σύνοδος δείχνει ἀδικαιολόγητη
καί ἐπικίνδυνη ἄγνοια, διά τό ποιούς ἁγιοποιεῖ καί ποιά ἡ δικαιοδοσία της στήν
ἐπικύρωσι τῶν ἁγίων. Εἴπαμε λοιπόν ὅτι ὁ Θεός ἀναδεικνύει τούς ἁγίους
χορηγώντας τήν ἁγιαστική χάρι Του, σ' ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀγαθή προαίρεσι
καί ἀγάπησαν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας των τόν Θεό, θυσιάζοντας τά πάντα χάριν αὐτοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ἐπικυρώνει τήν ὑπάρχουσα ἁγιότητα, διά τήν ἀσφάλεια τοῦ λαοῦ, διά
τήν καταγραφή στά λειτουργικά βιβλία, συναξάρια καί μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας, διά
τήν ὑποταγή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς πρός τούς ἁγίους, διά τήν ὀρθόδοξη
Παράδοσι, ἡ ὁποία διαφυλάσσεται κατ' ἐξοχήν ἀπό τούς ἁγίους καί διά τήν
παρουσίασι τοῦ ὑπάρχοντος ἁγίου ὡς πρότυπο πρός μίμησι διά τήν σωτηρία τοῦ
λαοῦ. Δέν κατενόησε, οὔτε διενοήθη ἡ ἀνακηρύξασα Σύνοδος τόν Χρυσόστομο Σμύρνης
ὡς ἅγιο, ὅτι οὔτε ὅταν κάποιος εἶναι ἅγιος καί δέν ἀνακηρυχθῆ ἀπό τή Σύνοδο
χάνει τήν ἁγιότητά του, οὔτε πάλι ὅταν δέν εἶναι ἅγιος καί τόν ἀνακηρύξη αὐτή ὡς
ἅγιο, προσλαμβάνει τρόπόν τινα ἀπό τόν Θεό ἁγιότητα καί γίνεται αὐτομάτως
ἅγιος. Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦτο ἅγιος καί τότε
πού τόν εἶχε καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο ἡ Σύνοδος καί δέν ἔγινε ἅγιος μετά
τριάντα πέντε χρόνια ἀπό τήν κοίμησί του, ὅταν ὁ Ἅγ. Πρόκλος ἀπεκατέστησε τήν
μνήμη του. Οἱ ἅγιοι ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες οἱ ἐπί Βέκκου μαρτυρήσαντες ἦταν
ἅγιοι μόλις ἔχυσαν τό αἷμα των διά τήν ὀρθόδοξη πίστι, ἔστω καί ἄν ὁ Πατριάρχης
καί ἡ περί αὐτόν Σύνοδος τούς εἶχε ἀφορισμένους καί ἐκτός Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι
οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν ἐπί εἰκονομαχίας ἦταν ἅγιοι μόλις ἐτελείωσαν τοῦ βίου
τούτου τό στάδιο στίς φυλακές καί τίς ἐξορίες, χάριν τῆς πίστεως, ἔστω καί ἄν
οἱ εἰκονομάχοι Πατριάρχες καί ἡ Σύνοδος τούς θεωροῦσαν πλανεμένους καί δέν ἔγιναν
ἅγιοι, ὅταν ἀπεκατεστάθη ἡ ὀρθόδοξη πίστις καί κατεδικάσθη ἡ αἵρεσις. Ἡ Σύνοδος
δηλαδή ὅταν διακηρύττει τήν ἁγιότητα κάποιου πρέπει νά ἔχη ἐμπειρία τῆς
ἁγιότητός του καί ὄχι νά ψάχνη νά τήν εὕρη, ἤ νά κατευθύνεται τυφλά ἀπό κάποιες
εἰσηγήσεις ἤ τό χειρότερο ἀπό σκοτεινούς κύκλους.
Τό χειρότερο ὅμως ἀπό ὅλα, τό ὁποῖο ὄντως
καταρρακώνει τό κῦρος καί τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς εἶναι ὁ ἰσχυρισμός
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ.κ. Χριστοδούλου ὅτι :
«Ἐάν ποτέ ἡ Ἐκκλησία
ἐλέγχουσα τίς διδόμενες πληροφορίες ὡς ἀληθεῖς ἀποφασίσει νά διαγράψει τόν
Χρυσόστομον Σμύρνης ἀπό τίς δέλτους τῶν ἁγίων της, τότε ὑποχρεούμεθα νά
σταματήσομε κι ἐμεῖς νά τόν τιμῶμεν ὡς ἅγιον. Πρίν συμβῆ αὐτό, κανείς δέν ἔχει
τέτοιο δικαίωμα, νά συμπεριφέρεται δηλ. αὐστηρότερα ἀπό ὅσο συμπεριφέρεται ἡ
Ἐκκλησία».
Ἐδῶ δυστυχῶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ταυτίζει
κατά τρόπον παπικό τήν Ἐκκλησία μέ τή Σύνοδο καί τό χειρότερο καταβιβάζει τήν
Ἐκκλησία στό ἐπίπεδο τῶν συλλόγων καί τῶν ποδοσφαιρικῶν ὁμάδων, οἱ ὁποῖοι
γράφουν καί διαγράφουν σύμφωνα μέ τίς διαμορφούμενες ἀντιλήψεις κάποιους ἀπό τά
κατάστοιχά των. Δείχνει ὅτι δέν ὀρθοτομεῖ μετά βεβαιότητος τόν λόγο τῆς
ἀληθείας ἀλλά ἄγεται καί φέρεται ἀπό «διδόμενες πληροφορίες». Ἡ Σύνοδος δηλαδή
αὐτή ἔχει τό πνεῦμα τῆς Δύσεως, στήν ὁποία Δύσι τά μέλη τῶν λεγομένων «ἐκκλησιῶν»
γράφονται καί διαγράφονται ἀπό τήν «ἐκκλησία» ἀνάλογα μέ τίς ἐπιθυμίες των. Αὐτό,
σύμφωνα μέ τά λεγόμενα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, εἶναι δυνατόν νά γίνη καί στό πολύ
λεπτό θέμα τῶν Ἁγίων. Δέν μᾶς εἶπε ὅμως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἄν κάποτε συμβῆ αὐτό
καί ἀποφασίση ἡ Ἐκκλησία νά διαγράψη σύμφωνα μέ τίς διδόμενες πληροφορίες τόν
Χρυσόστομο Σμύρνης ἀπό τό ἁγιολόγιό της, οἱ προσευχές οἱ ὁποῖες μέχρι τότε θά
ἔχουν γίνη πρός αὐτόν, οἱ μετάνοιες καί οἱ παρακλήσεις, οἱ εἰκόνες καί τά
φωτοστέφανα, σέ ποιόν θά εἶχαν προσφερθῆ ἀπό τόν ἀφελῆ λαό; Ἐπιπροσθέτως, τότε
ἄραγε πού θά ἀποφασίση ἡ Σύνοδος, ὅτι ὁ Χρυσόσομος δέν εἶναι ἅγιος θά χάση τήν
ἁγιότητά του αὐτομάτως ἀπό τό Θεό, ὁπότε θά ξαναρχίσουν πάλι οἱ ἀφελεῖς
ἀρχιερεῖς τά μνημόσυνα καί τίς δεήσεις ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ
Χρυσοστόμου Σμύρνης; Καί ποιά σοβαρότητα καί ἐμπιστοσύνη μπορεῖ νά ἔχη κανείς
σέ μιά τέτοια Σύνοδο, ἡ ὁποία πλανᾶ τό λαό, καί ἔχη τόση παχυλή ἄγνοια τῆς
ὀρθοδόξου Παραδόσεως ; Καί κάτι ἀκόμη· διατί νά ὑπάρχη ἡ κωδικοποιημένη φρᾶσις
τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως, ἡ ὁποία ἐχρησιμοποιήθη καί στήν περίπτωσι τοῦ
Χρυσοστόμου Σμύρνης, καί ἡ ὁποία λέγει:
«Διό καί θεσπίζομεν Συνοδικῶς καί διοριζόμεθα καί ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι διακελευόμεθα, ὅπως ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τό ἑξῆς καί εἰς αἰῶνα τόν
ἅπαντα οἱ ἐν λόγῳ μάρτυρες συναριθμῶνται τοῖς ἀπ'αἰῶνος ἁγίοις καί μάρτυσι
τῆς Ἐκκλησίας, ἱεροτελεστίαις τιμώμενοι καί ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενοι κατ'
ἔτος τῇ Κυριακῇ πρό τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ» (Ἀσματική Ἀκολουθία ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν Νικ.
Βαλληνδρᾶ, σελ. 19).
Δηλαδή
τί νόημα ἔχει ἡ ἔκφρασις «εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα», ἐφ' ὅσον
μπορεῖ νά ἀλλάξη ἡ ἀπόφασις αὐτή τῆς Συνόδου σύμφωνα πάντα μέ τίς διδόμενες
πληροφορίες. Ἡ κωδικοποιημένη αὐτή ἔκφρασις ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὑπαρχούσης καί
δεδομένης ὑπό τοῦ Θεοῦ ἁγιότητος δείχνει ὅτι ἡ θέσις αὐτῆς ὡς πρός τοῦτο εἶναι
ἐμπειρική, παγία καί ἀμετάκλητος. Σέ διαφορετική περίπτωσι, σύμφωνα πάντοτε μέ
τά λεγόμενα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, θά ἔπρεπε νά λέγη θά εἶναι ἅγιος μέχρι νεωτέρας
ἐντολῆς καί ἀποφάσεως, οἱ ὁποῖες θά διαμορφωθοῦν ἀπό τίς κατατεθειμένες
πληροφορίες. Βλέπουμε, δηλαδή, πόσο γελοιοποιοῦν μέ τά λεγόμενά τους οἱ
Ἐπίσκοποι τούς θεσμούς καί τήν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί τήν περιορίζουν στά
ὅρια ἑνός συλλόγου ἤ ποδοσφαιρικῆς ὁμάδας. Ἡ ἐπικύρωσις τῆς ἁγιότητος ὑπό τῆς
Συνόδου εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς ἐμπειρίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐμπειρία
στηρίζεται στό πνευματικό ἔνστικτο τοῦ λαοῦ, στά σημεῖα τά ὑπό τοῦ Θεοῦ
διδόμενα, ἐν ὅσῳ ζῆ καί μετά τήν κοίμησι τοῦ ἁγίου καί σέ ὅλη του τή ζωή, ἡ
ὁποία εἶναι ἐνηρμοσμένη μέ ὅλη τήν περί ἁγίων ὀρθόδοξη Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Τέτοια πράγματα ὅμως δέν ὑπῆρξαν στήν περίπτωσι τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης. Οὔτε
δηλαδή ὁ λαός τόν ἐτίμησε ὡς ἅγιο, οὔτε ὁ Θεός ἔδειξε σημεῖα ἁγιότητος σ' αὐτόν
καί ὅσο ζοῦσε καί μετά τόν θάνατό του, οὔτε ἡ ζωή του καί κυρίως ἡ πίστις του
εἶχαν κανένα γνώρισμα τῶν ὀρθοδόξων ἁγίων. Ἄρα λοιπόν ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου
εἶχε τή μορφή τῆς στρατιωτικῆς ἐντολῆς πρός τόν λαό, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε, ὅπως
πάντα, νά κάνη τήν καθιερωμένη στίς ἀνάλογες περιπτώσεις ὑπακοή του, διά νά ἔχη
«ἥσυχο τό κεφάλι του».
Ἄς ἔλθωμε ὅμως καί στά ἑπόμενα ἐπιχειρήματα
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Λέγει λοιπόν σχετικά μέ τήν κατηγορία διά τήν μασονική
ἰδιότητα τοῦ Χρυσοστόμου: «καί ἄν ἀκόμη γίνει
δεκτόν ὅτι ὄντως ὑπῆρξε μασόνος ὁ ἅγιος -πρᾶγμα πού ἀμφισβητεῖται ζωηρῶς- , τό
μαρτυρικό του τέλος λειτουργεῖ, κατά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς λουτρό
βαπτίσματος. Στό ὀρθόδοξο Ἁγιολόγιο ἔχουμε ἀναγνώριση ὡς ἁγίων ἀνθρώπων πού
ἐμαρτύρησαν ὑπέρ Χριστοῦ, ἔστω καί ἄν ἦσαν ἀβάπτιστοι» (Σελ. 14).
Σ' αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά ἰδοῦμε ποῦ καί
πῶς ἰσχύει αὐτή ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας. Ὄντως ἔχουμε πολλούς ἁγίους
μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ὡμολόγησαν πίστι στόν Ἰησοῦ Χριστό καί ἐθανατώθησαν ὄντες
ἀβάπτιστοι, ἡ δέ Ἐκκλησία δέχεται ὡς βάπτισμα τόν μαρτυρικό τους θάνατο καί ὡς
λουτρό καθάρσεως τό ἴδιο τό αἷμα τους μέ τό ὁποῖο ἐπορφυρώθησαν. Τέτοιοι εἶναι
π.χ. ὁ ἅγιος Ἀγλάϊος ὁ δεσμοφύλαξ, ὁ συναριθμηθείς μέ τούς ἁγίους τεσσαράκοντα
μάρτυρες τούς ἐν Σεβαστείᾳ, οἱ ρήτορες οἱ διά τῆς Ἁγ. Αἰκατερίνης πιστεύσαντες,
πάμπολλοι δεσμοφύλακες καί στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι βλέποντες τήν ἀνδρεία τῶν
μαρτύρων ἐπίστευαν στόν Χριστό καί ἐμαρτυροῦσαν ὁμολογοῦντες αὐτήν τήν πίστι
κλπ. Ὅλοι αὐτοί ἦταν ἀδύνατον τήν ὥρα αὐτή νά βαπτισθοῦν καί ἡ Ἐκκλησία τούς
ἐδέχθη ὡς βαπτισμένους λόγῳ τῆς εἰς Χριστόν ὁμολογίας καί τελειώσεώς των. Στήν
περίπτωσι ὅμως τῶν ἁγίων δισμυρίων μαρτύρων τῶν ἐν Νικομηδείᾳ καέντων καί τοῦ
Ἐπισκόπου Ἀνθίμου, διαβάζουμε τά ἑξῆς στό συναξάρι τῆς ἡμέρας τήν 28η
Δεκεμβρίου:
«Τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, μετά νίκης ὑποστρέψαντος ἐκ τοῦ κατά
τῶν Αἰθιόπων πολέμου, καί βουλομένου ἐπινίκια θῦσαι τοῖς Εἰδώλοις, γράμματα
ἐπέμφθησαν πανταχοῦ, συνελθεῖν, προτρεπόμενα ἅπαντας ἐν Νικομηδείᾳ, εἰς
προσκύνησιν τῶν παρ'ἐκείνῳ θεῶν. Ὁ δέ Ἅγιος Ἄνθιμος, Ἐπίσκοπος ὤν τῆς τοιαύτης
Πόλεως, συναθροίσας ἐν τῇ ὑπ' αὐτόν Ἐκκλησίᾳ τόν τοῦ Χριστοῦ λαόν (ἦν γάρ ἑορτή
τηνικαῦτα τῆς Χριστοῦ γεννήσεως), συνεώρταζεν αὐτοῖς, καί ἐδίδασκε τήν ἀληθινήν
πίστιν. Μαθών δέ τοῦτο ὁ Μαξιμιανός, προσέταξε κύκλῳ τῆς Ἐκκλησίας τεθῆναι
φρύγανα, καί ἐξαφθῆναι, καί κατακαῆναι τούς Χριστιανούς· ὅπερ γνούς ὁ
Ἐπίσκοπος, σπεύσας καί βαπτίσας τούς κατηχουμένους, τήν θείαν ἱερουργίαν
ἐπετέλεσε, καί μετέδωκεν ἅπασι τοῖς Χριστιανοῖς τῶν Θείων καί ἀχράντων
μυστηρίων. Καί οὕτως ἀναφθέντων τῶν φρυγάνων, ἐτελειώθησαν ἅπαντες. Ὁ δέ Ἅγιος
Ἄνθιμος διεφυλάχθη Θεοῦ χάριτι, ἵνα καί ἑτέρους ὠφελήσας, καί διά βαπτίσματος
προσαγαγών τῷ Χριστῷ, διά πολλῶν βασάνων πρός αὐτόν μεταστῇ, τήν τῶν οὐρανῶν
βασιλείαν ἀποληψόμενος»
(Μηναῖο Δεκεμβρίου).
Δηλαδή ἐδῶ βλέπουμε τόν ἅγιο Ἄνθιμο νά
βαπτίζη τούς κατηχουμένους ἐπειγόντως, μολονότι σέ λίγο θά ἀκολουθοῦσε τό
μαρτύριο. Ἡ ἐκκλησία λοιπόν δέχεται τό μαρτύριο ὡς βάπτισμα κατ' οἰκονομίαν,
ἐφ' ὅσον δέν μπορεῖ αὐτό νά τελεσθῆ λόγῳ τῆς θανατώσεως τοῦ μάρτυρος καί ἐφ'
ὅσον αὐτός ὁμολογεῖ τήν ὀρθόδοξη πίστι, χάριν τῆς ὁποίας θυσιάζεται. Τί
συμβαίνει ὅμως στήν περίπτωσι κατά τήν ὁποία εἶναι κάποιος αἱρετικός ἤ εἶναι
βαπτισμένος; Στήν περίπτωσι μέν τοῦ αἱρετικοῦ ἡ Ἐκκλησία δέν δέχεται τό
μαρτύριό του, οὔτε τόν ἴδιο ὡς μάρτυρα τῆς πίστεως, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς πλάνης καί
τῆς διαστροφῆς τῆς πίστεως. Ἡ ὀρθόδοξη πίστις εἶναι ἡ βάσις καί τό θεμέλιο στό
ὁποῖο οἰκοδομοῦνται τά πάντα διά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἄνευ τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως εἶναι ἀπρόσδεκτα καί δαιμονικά καί οἱ προσευχές καί οἱ νηστεῖες καί οἱ
ἐλεημοσύνες καί οἱ ἀρετές καί τό μαρτύριο καί ἀνώφελα πρός σωτηρία. Αὐτό τό
λέγει καθαρά ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκφράζοντας τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας
ὡς ἑξῆς: «Καί γάρ ἀσελγείας ἁπάσης ἡ τῶν αἱρετικῶν σωφροσύνη
χείρων ἐστίν.....Πῶς οὖν παρθένος ἡ τῆς πίστεως ἀποστᾶσα, ἡ τοῖς πλάνοις
προσέχουσα καί τοῖς δαίμοσι πειθομένη καί τιμῶσα τό ψεῦδος;».
Εἶναι ἀναγκαῖο στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρωμε
καί ἀπό τήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς παράδειγμα, ὅτι κατά τήν χρονική
περίοδο κατά τήν ὁποία ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγ. Πολύκαρπος στή Σμύρνη, δέν ἔγινε δεκτό
τό μαρτύριο τῶν ὁπαδῶν τῆς αἱρέσεως τοῦ Μαρκίωνος (Μαρκιωνιστῶν) καί τοῦ
πρεσβυτέρου αὐτῶν Μητροδώρου ἄν καί ἐβασανίσθησαν κι ἐρρίφθησαν κι αὐτοί στήν
πυρά, ἐπειδή ἀκριβῶς ἦσαν αἱρετικοί· δέν ἁγίασαν διότι δέν ὡμολόγησαν κατά τό
μαρτύριό τους τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεως. Πέραν αὐτοῦ κατά
τήν ἴδια ἐποχή ἀκόμη κι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί κληθέντες στό μαρτύριο τῆς
ἀληθινῆς πίστεως, ἐφρόντιζαν νά διαχωρίζωνται καί νά πεθαίνουν χωρίς νά
ἔρχωνται σέ ἐπαφή μέ τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κι αὐτοί ὡδηγοῦντο στό ἴδιο
μαρτύριο, διά νά μή συγκατατεθοῦν κι αὐτοί στήν αἵρεσι, (Ἐκκλησ. Ἱστορία
Εὐσεβίου, ΕΠΕ 2, Δ' 15,46 καί Ε'16. 21,22).
Αὐτό
καθαρά τό ἐκφράζει καί στίς ἡμέρες μας ὁ μακαριστός π. Χαράλ. Βασιλόπουλος στό
βιβλίο του «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΕΞΗΓΗΜΕΝΗ» ὡς ἑξῆς: «....Τό
μαρτύριον εἶναι τό μεγαλύτερον βραβεῖο καί παράσημο. Ὅλα τά ἁμαρτήματα μέ αὐτό
σβήνονται, ἀφοῦ καί ἀβάπτιστοι γίνονται ἅγιοι, ὅταν μαρτυρήσουν. Ἕνα μόνον
ἁμάρτημα δέν συγχωρεῖ καί δέν ξεπλένει τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου: Τ ή ν α ἵ ρ ε σ ι
καί τό σ χ ίσ μα. Ἡ Ἀποκάλυψις τά λέγει αὐτά γιά ὅλους:«ὁ ἔ χ ω ν ο ὖ ς ἀ κ
ο υ σ ά τ ω ». Ἑπομένως τά λέγει καί γιά τόν καθένα μας καί ἄς τά ἀκούσωμε ...»
(8η ἔκδοσ. σελ. 128) .
Στήν περίπτωσι δέ τοῦ βαπτισμένου, ἡ
Ἐκκλησία ἐξετάζει ἐάν τό μαρτύριο ἔγινε διά τήν πίστι καί ὁμολογία στόν Χριστό
ἤ διά ἄλλους λόγους, ἔστω καί καλούς καί ἐάν ὁ βαπτισμένος καί μαρτυρήσας εἶχε
ὀρθόδοξη πίστι καί φρόνημα, διότι αὐτό εἶναι, ὅπως προαναφέραμε, ἡ βάσις καί τό
θεμέλιο ὅλων τῶν πρός σωτηρία ἀρετῶν. Ἔτσι λοιπόν δέν εἶναι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας
ὅσοι ἀπέθανον ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος, διότι δέν ἦτο ἡ στόν Χριστόν πίστις τό
μόνο κίνητρο διά τό μαρτύριό των. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία μέσα στήν δισχιλιετῆ
πορεία της ἐδέχθη ἔστω καί ἕνα μάρτυρα ὡς ἅγιό της, ὁ ὁποῖος νά ἐθυσιάσθη ὑπέρ
πίστεως καί πατρίδος· οὐδέποτε στίς ὑμνολογίες της ὑμνήθηκαν οἱ ὑπέρ πατρίδος
ἀγῶνες κάποιου ἤ συνδυάσθηκαν μέ τούς ἀγῶνες γιά τήν πίστι των, οὐδέποτε
ἁγιοποίησε κάποιον χωρίς νά γνωρίζη διατί ἀκριβῶς ἀπέθανε, ὅπως ἀπερίσκεπτα ἔκανε
ἡ Σύνοδος τοῦ 1992, σέ ὅσους ἐθανατώθησαν στήν μικρασιατική καταστροφή.
Ἄς
ὑποθέσωμε, διά νά τό καταλάβωμε αὐτό, ὅτι ὁ Βησσαρίων, ἐπίσκοπος Νικαίας ἤ ὁ
Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Βέκκος ἤ τόσοι ἄλλοι βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ
ὁποῖοι ὅμως ἀλλαξοπίστησαν, μαρτυροῦσαν γιά τόν Χριστό, χωρίς ὅμως νά πιστεύουν
ὀρθόδοξα σ' αὐτόν. Θά ἦτο δυνατόν νά διανοηθῆ κάποιος ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά ἐδέχετο
αὐτό τό μαρτύριο ὡς λουτρό καθάρσεως διά νά συγχωρηθοῦν στά θέματα τῆς πίστεως,
στά ὁποῖα ἔσφαλλαν, καί νά τούς ἀνακηρύξη ὡς ἁγίους της;
Δέν πρέπει νά παραλείψωμε στό σημεῖο αὐτό νά
ἀναφέρωμε τήν περίπτωσι ἑνός μάρτυρος μοναχοῦ, τοῦ ὁποίου τό μαρτύριο δέν
ἐδέχθη ἡ Ἐκκλησία λόγῳ τῆς ἀνυπακοῆς στό γέροντα του:
«Διήγησις περί
ἀθλήσεως τινος Μοναχοῦ· καί ὅπως διά τό ἐκπεσεῖν αὐτόν τῆς ὑπακοῆς, οὐκ ἠξιοῦτο
παρά Θεοῦ τελείας τῆς δόξης.
+Παρήκοός
τε καί ἀθλητής ὤν ἅμα,
Τῷ μέν διώκη, τῷ δέ προσδεχῃ πάλιν.
Εἶς
μοναχός εὑρίσκετο εἰς μίαν σκῆτιν, ὑποτασσόμενος εἰς ἔνα γέροντα ἐν διαστήματι
τινῶν χρόνων· κατά δέ φθόνον τοῦ δαίμονος, παρεξετράπη μίαν φοράν ἀπό τήν
ὑπακοήν τοῦ γέροντος, χωρίς νά εἶναι καμμία εὔλογος καί ἐπιβλαβής ἀφορμή. Ὅθεν
ἐπιτιμηθείς ὑπό τοῦ γέροντος καί κανονισθείς διά τήν παρακοήν κατεφρόνησε καί
αὐτό τό δοθέν ἐπιτίμιον καί τόν κανόνα. Καταβάς λοιπόν εἰς τήν Ἀλεξάνδρειαν,
συνελήφθη ὡς χριστιανός ἀπό τόν ἐκεῖ εὑρισκόμενον ἕλληνα ἄρχοντα, καί ἀφοῦ
ἐκδύθη τό μοναχικόν σχῆμα, ἠναγκάζετο νά
θυσιάσῃ εἰς τά εἴδωλα· ἐπειδή δέ ὁ ἄρχων δέν ἐδύνατο νά καταπείσῃ αὐτόν εἰς
τοῦτο, πρῶτον μέν ἐπρόσταξε νά δέρνουν αὐτόν ἄσπλαχνα μέ νεῦρα βοῶν, ἔπειτα δέ
ἐπρόσταξε νά τόν ἀποκεφαλίσουν, Τούτου δέ γενομένου ἔρριψαν τό σῶμά του ἔξω τῆς
πόλεως, διά νά τό φάγουν οἱ σκύλοι· τινές δέ φιλόθεοι χριστιανοί, ἐπῆγαν ἐν
καιρῷ νυκτός καί ἐπῆραν αὐτό καί τυλίξαντες μέ μῦρα καί σινδόνια, ἔβαλον αὐτό
εἰς θήκην, τήν δέ θήκην ἐναπέθεσαν ἐντός τοῦ ἁγίου βήματος τοῦ ναοῦ, τιμήσαντες
αὐτό ὡς περιέχον μαρτυρικόν λείψανον.
Ὅτε
λοιπόν ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία καί ὁ διάκονος ἐφώναζε τό, ὅσοι κατηχούμενοι
προέλθετε, ὤ τοῦ θαύματος! εὐθύς ἔβλεπον ὅλοι οἱ ἐν τῇ λειτουργίᾳ εὑρισκόμενοι,
ὅτι τό κιβώτιον ἀφ'ἑαυτοῦ κινούμενον χωρίς νά πιάσῃ τις αὐτό, ἐξήρχετο ἔξω ἀπό
τό βῆμα καί ἀπό τόν ναόν, καί ἔστεκεν εἰς τόν νάρθηκα, ἕως εἰς τήν ἀπόλυσιν τῆς
λειτουργίας· ἀφοῦ δέ ἡ λειτουργία ἐτελείωνε, τότε καί τό κιβώτιον ἀφ' ἑαυτοῦ
κινούμενον, ἔμβαινε πάλιν μέσα εἰς τόν ναόν καί εἰς τό ἅγιον βῆμα. Τοῦτο τό
θαυμάσιον ἐγίνετο εἰς κάθε λειτουργίαν· ὅθεν καί ἔκαμνε τούς βλέποντας νά
θαυμάζουν καί νά ἐκπλήττωνται. Μαθών δέ περί τούτου εἷς ἀπό τούς τότε ζῶντας
μεγάλους καί θεοφόρους πατέρας, παρεκάλεσε τόν Θεόν νά τοῦ ἀποκαλύψῃ τήν αἰτίαν
τοῦ τοιούτου θαύματος· ὅθεν εἰσακούσας ὁ Θεός τῆς δεήσεώς του, ἐφανέρωσεν
γρήγορα εἰς αὐτόν τήν αἰτίαν καί λύσιν.
Ἄγγελος
δηλαδή Κυρίου παρασταθείς, λέγει εἰς αὐτόν· Τί θαυμάζεις καί ἀπορεῖς διά τό
παράδοξον ὅπερ γίνεται; δέν ἔλαβον οἱ ἀπόστολοι ἀπό τόν Χριστον ἐξουσίαν νά
δένουν καί νά λύνουν; ἀπό τούς ἀποστόλους δέ πάλιν δέν ἔλαβον τήν αὐτήν
ἐξουσίαν οἱ ἐκείνων διάδοχοι; ἀλλ'ὅμως οὗτος ὁ ἀδελφός, ὅστις ἔχυσε τό αἷμα του
διά τόν Χριστόν , καί δέν συγχωρεῖται νά μένῃ μέσα εἰς τό ἅγιον βῆμα, ὅταν
τελῆται ἡ θεία καί ἱερά λειτουργία, αὐτός κατεφρόνησε τήν ἐντολήν καί τόν
κανόνα τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ πατρός καί γέροντος, καί διά τοῦτο διώκεται ὑπό
θείου Ἀγγέλου ὡς εἰς τόν νάρθηκα. Διότι αὐτός μαθητής ὤν καί ὑποτακτικός τοῦ
δεῖνος συνασκητοῦ σου, ἀπό ἐπήρειαν τοῦ δαίμονος ἠθέλησε νά ἀφήσῃ τήν πρός τόν
γέροντά του ὑπακοήν· καί ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλά καί δεθείς ἀπό αὐτόν μέ δεσμόν
καί ἐπιτίμιον εὔλογον, κατεφρόνησε καί τόν μισθόν τῆς ὑπακοῆς καί τόν εὔλογον
δεσμόν, καί ἀνεχώρησεν ἀπό τόν γέροντά του. Διά τοῦτο ἐπειδή μέν ἐβασανίσθη καί
ἀπεκεφαλίσθη διά τόν Χριστόν, ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανον, ἐπειδή δέ εἶχε
δεσμόν, διά τοῦτο δέν συγχωρεῖται νά στέκῃ μέσα εἰς τό ἅγιον βῆμα, ὅταν τελῆται
ἡ θεία λειτουργία· καί ἄν ὁ γέρων ὅστις ἔδεσεν αὐτόν δέν τόν λύσῃ, ἀπό ἄλλον
τινά δέν ἠμπορεῖ νά λυθῇ.
Ἀφοῦ
ἀπεκαλύφθησαν ταῦτα παρά Θεοῦ, ὁ θεῖος ἐκεῖνος γέρων, ἐπῆρε τό ραβδίον του καί
ἐπῆγεν εἰς τόν ἀσκητήν, τόν γέροντα τοῦ μάρτυρος, καί ἐδιηγήθη εἰς αὐτόν ὅλην
τήν ὑπόθεσιν. Ὅθεν παραλαβών αὐτόν κατέβη μετ'αὐτοῦ εἰς τήν Ἀλεξάνδρειαν καί
ἀνοίξαντες τό κιβώτιον μέσα εἰς τό ὁποῖον ἦτο τό σῶμα τοῦ μάρτυρος, ἔδωκαν εἰς
αὐτόν καί οἱ δύο τήν συγχώρησιν· καί τοῦτον ἀσπασάμενοι, ἐστάθησαν καί
ἐδοξολόγησαν τό Θεόν. Καί λοιπόν ἀπό τότε καί ὕστερον ἔμενεν ὁ μάρτυς ἀκίνητος
μέσα εἰς τό ἄγιον βῆμα, ὅταν ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία...» (Συναξαριστής Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ
Ἁγιορείτου, 15η Ὀκτωβρίου, σελ. 358).
Τό ἐρώτημα λοιπόν τό ὁποῖο εὐλόγως τίθεται
εἶναι, ἐφ' ὅσον τό μαρτύριο συγχωρεῖ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν συγχώρεσε τήν
ἀνυπακοή τοῦ μοναχοῦ, ὥστε νά μή βγαίνη τό λείψανό του κατά τή διάρκεια τῆς Θ.
Λειτουργίας στό νάρθηκα τοῦ ναοῦ; Καί ἄν μία ἁπλή ἀνυπακοή δέν ἦτο δυνατόν νά
συγχωρεθῆ διά τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου, πόσον μᾶλλον εἶναι δυνατόν νά συγχωρεθοῦν
οἱ πλάνες καί οἱ αἱρετικές ἀποκλίσεις τοῦ Χρυσοστόμου; Ἄρα λοιπόν τό μαρτύριο
λειτουργεῖ ὡς βάπτισμα μόνον ὅταν ὑπάρχει ἡ στόν Χριστό ὁμολογία, χάριν τοῦ
ὁποίου γίνεται καί ἡ διάθεσις τῆς μεταστροφῆς ἀπό τήν πεπλανημένη ὁδό στήν
ὀρθόδοξη. Πρέπει συνάμα νά ἐπισυνάψωμε καί τό ἑξῆς ἐρώτημα: Ἐάν κάποιος,
ἀβάπτιστος ὤν κλέψη κάποια χρήματα, καί κατόπιν βαπτισθῆ, συγχωρεῖται τό
ἁμάρτημα τῆς κλοπῆς; Ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὄχι, ἐφ' ὅσον μετά τό βάπτισμα
ἤ πρό αὐτοῦ ὁ ἴδιος δέν ἐπέστρεψε τά χρήματα τά ὁποῖα ἔκλεψε. Διότι ἐδῶ ἔχουμε
δύο ἁμαρτίες: τήν κλοπή τῶν χρημάτων καί τήν κατακράτησι αὐτῶν, ἡ ὁποία
συνεχίζεται καί μετά τό βάπτισμα. Ἄρα λοιπόν ἐφ' ὅσον ἡ προαίρεσίς του δέν
συνηγορεῖ στό νά ἐπιστρέψη τά χρήματα, τό βάπτισμα δέν μπορεῖνά ἀμνηστεύση τήν
πρᾶξι του αὐτή. Τό βάπτισμα λοιπόν καί τό μαρτύριο λειτουργοῦν κατά τόν ἴδιο
τρόπο, ὡς λουτρόν καθάρσεως τῆς ψυχῆς, ἐφ' ὅσον ὑπάρχουν οἱ δύο αὐτές
προϋποθέσεις: Ἡ ὁμολογία τῆς στόν Χριστό πίστεως, χάριν τῆς ὁποίας γίνεται τό
βάπτισμα ἤ τό μαρτύριο καί ἡ ἀλλαγή, μέ ὁδηγό τήν ἀγαθή προαίρεσι, τοῦ τρόπου
ζωῆς καί σκέψεως τοῦ ἀνθρώπου.
Τό
μαρτύριο λοιπόν αὐτό τό ὁποῖο ἐδέχθη κατ' οἰκονομίαν ὡς βάπτισμα ἡ Ἐκκλησία, ἦτο
ἡ σφραγίδα τῆς ἀλλαγῆς τῆς ζωῆς καί τῆς πίστεως τοῦ μάρτυρος. Δι' αὐτόν τόν
λόγο συνεδυάζετο πάντοτε μέ τήν ὀρθόδοξη στόν Χριστό ὁμολογία. Δηλαδή, ὁ
δεσμοφύλαξ ἤ ὁ στρατιώτης ἔλεγε ὅτι καί αὐτός ἦτο χριστιανός καί ἐβασανίζετο
καί ἀπέθαινε μέ τούς μάρτυρες. Τό ἴδιο ἐγένετο ἐπί Τουρκοκρατίας μέ τούς
νεομάρτυρες. Αὐτοί, ἐπειδή ἀρνήθηκαν ἔστω καί μέ ἕνα λόγο τόν Χριστό,
ὡμολογοῦσαν αὐτήν τους τήν πλάνη καί μάλιστα πολλές φορές στό μέρος ὅπου
ἀρνήθηκαν, ἐθεάτριζαν τήν πλάνη τοῦ Μωάμεθ καί ἐθανατώνοντο ἀπό τούς Τούρκους,
χάριν τῆς εἰς Χριστόν πίστεως. Ἡ ἀπόδειξις τῆς μεταστροφῆς ἀπό τήν πλάνη στήν
ὀρθόδοξη πίστι ἦταν ἡ θυσία καί τό μαρτύριο. Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια ἄν ἐτύχαινε
νά μήν θανατωθῆ ὁ πρός τό μαρτύριο πορευόμενος, ἡ μετέπειτα ζωή του ἦτο σύμφωνη
μέ τήν ὀρθόδοξη πίστι, διότι ἡ πορεία του πρός τό μαρτύριο ὑποδήλωνε, ὅπως
εἴπαμε, τήν ἀλλαγή τῆς ζωῆς του. Τό ἴδιο λέγουν καί οἱ πατέρες καί διά τόν
ληστή ἐπί τοῦ σταυροῦ, ὁ ὁποῖος εἶπε τό «μνήσθητί μου Κύριε ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ
βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ', 42), ἄν δέν ἐθανατώνετο καί ζοῦσε δέν θά ἦτο
πλέον ληστής, ἀλλά θά ἀκολουθοῦσε τούς Ἀποστόλους στό εὐαγγελικό κήρυγμα καί τό
μαρτύριο.
Ἐρωτοῦμε
λοιπόν ἐάν ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης δέν ἐθανατώνετο ἀπό τούς Τούρκους θά ἔπαυε να
εἶναι μασόνος, θά ἔπαυε νά εἶναι οἰκουμενιστής, νά πιστεύη στή δαιμονική θεωρία
τῶν κλάδων, νά ἔχη εἰδωλολατρικές ἰδέες, νά εἶναι πολέμιος τοῦ μοναχισμοῦ
κ.λ.π; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἄρα λοιπόν τό μαρτύριό του, ἔστω καί ἄν γιά μιά στιγμή
δεχθοῦμε ὅτι ἔγινε γιά τήν πίστι του στόν Χριστό, δέν ἦτο δεῖγμα μετανοίας γιά
τίς πλάνες στήν πίστι του, στίς ὁποῖες εἶχε ὑποπέσει. Ἐφ' ὅσον λοιπόν δέν
εὑρίσκετο σέ ὀρθόδοξο ἔδαφος, κατ'οὐδένα λόγο εἶναι δυνατόν νά δεχθοῦμε ὅτι τό
μαρτύριό του ταυτίζεται μέ αὐτό τῶν ἀβαπτίστων δημίων, ἤ τῶν νεομαρτύρων ἐπί
Τουρκοκρατίας, τά ὁποῖα λόγῳ τῆς ἀποκηρύξεως τῆς πλάνης καί τῆς ὁμολογίας τῆς
ὀρθοδόξου εἰς Χριστόν πίστεως λειτουργοῦν ὡς λουτρόν καθάρσεως καί βάπτισμα
μετανοίας καί ἀναδεικνύει μάρτυρες πίστεως καί ἁγίους ἐν στενῇ ἐννοίᾳ, αὐτούς
οἱ ὁποῖοι τό δέχονται. Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι στήν περίπτωσι τοῦXρυσοστόμου Σμύρνης δέν ὑπῆρχε ὁμολογία,
οὔτε κἄν νύξις μετανοίας διά τίς πλάνες στά θέματα τῆς πίστεως, οἱ τοῦρκοι δέ
τόν ἐφόνευσαν ἀποκλειστικά καί μόνον, σύμφωνα καί μέ τήν ὁμολογία τοῦ
βασανιστοῦ δημίου Νουρεντίν, διά τούς πατριωτικούς του ἀγῶνες.
Ἀκόμη πρέπει νά προσθέσωμε καί τά ἑξῆς στά
λεγόμενα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Ἄν ὁ ἴδιος πιστεύη αὐτό τό ὁποῖο λέγει, ὅτι δηλαδή
τό μαρτύριο συγχωρεῖ τά πάντα καί λογίζεται ὡς βάπτισμα καί λουτρόν καθάρσεως,
διατί προτρέπει τούς χριστιανούς νά καταθέσουν τά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἔχουν περί
μασονίας καί αἱρέσεως διά τόν Χρυσόστομο Καλαφάτη, γιά νά τά ἐξετάση ἡ Σύνοδος,
ἐφ'ὅσον τό μαρτύριο τά ἐκαθάρισε ὅλα αὐτά ; Συμβαίνει δηλαδή, ἤ καί ὁ ἴδιος δέν
πιστεύει σ' αὐτά τά ὁποῖα λέγει, ἤ κοροϊδεύει τούς χριστιανούς νά καταθέσουν
ἄσκοπα στοιχεῖα, ἐφ' ὅσον θά βγῆ στό τέλος τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Πάντως εἶναι
φοβερή ἡ πολιτική τῶν θρησκευτικῶν ἡγετῶν, καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ πολιτική τῶν
πολιτικῶν ἡγετῶν ὠχριᾶ μπροστά της.
Ἄς ἔλθωμε ὅμως καί στήν συνέχεια τῶν
ἐπιχειρημάτων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Συνεχίζει λέγοντας τά ἑξῆς: «Καί ὁ ἅγιος Σμύρνης Χρυσόστομος ἐμαρτύρησε ὄχι μόνο ὑπέρ
πατρίδος ἀλλά καί ὑπέρ πίστεως» καί λίγο πιό κάτω «ἔμεινε ὅμως διότι
ἦταν πνευματικός ποιμενάρχης τοῦ λαοῦ του καί ἐθυσιάσθη, τολμῶ νά πῶ, πρῶτα
ὑπέρ πίστεως καί ὕστερα ὑπέρ πατρίδος» (Σελ. 15).
Στήν
ἔκφρασι «ὄχι μόνο ὑπέρ πατρίδος ἀλλά καί ὑπέρ πίστεως» δείχνει ὅτι
ἀποδέχεται ὅτι βασικά καί πρωτίστως ὁ Χρυσόστομος ἐμαρτύρησε ὑπέρ πατρίδος καί
κατά δεύτερο λόγο ὑπέρ πίστεως, στήν ἔκφρασι δέ «τολμῶ νά πῶ, πρῶτα ὑπέρ
πίστεως καί ὕστερα ὑπέρ πατρίδος» δείχνει ὅτι λέγει κάτι τολμηρό, τό ὁποῖο
εἶναι δύσκολο κανείς νά τό πιστέψη.
Ἀλλά
γιά ποιά πίστι ἐθυσιάσθη ὁ Χρυσόστομος; Διά τήν πίστι του στή θεωρία τῶν
κλάδων, διά τήν πίστι ὅτι οἱ προτεστάντες Ἀγγλικανοί καί Ἐπισκοπιανοί τῆς
Ἀμερικῆς εἶναι καθ'ὅλα ὀρθόδοξοι καί ἀρχέγονες χριστιανικές ἐκκλησίες, διά τήν
πίστι ὅτι ἔχουν χρίσμα ἅγιο καί ἔγκυρα μυστήρια, διά τήν πίστι ὅτι οἱ διαφορές
μας θά λυθοῦν διά τῆς ὁδοῦ τῆς ἀγάπης, διά τήν πίστι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι
διηρημένη, διά τήν πίστι στήν ὑπάτη ἀρχιερωσύνη τοῦ Πάπα, ἤ διά τά μασονικά του
πιστεύω καί τίς εἰδωλολατρικές του ἀντιλήψεις;
Ἡ
ἔκφρασις ὅτι ἐθυσιάσθη ὑπέρ πίστεως χρειάζεται διευκρίνισι καί ἔρευνα τοῦ τί
ἐπίστευε ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης, ἐπειδή δι'αὐτά τά ὁποῖα ἐπίστευε δι' αὐτά
προφανῶς καί ἐθυσιάσθη. Ἄν λοιπόν δέν εἶχε ὀρθόδοξη πίστι, εἶναι ματαία ἡ ὑπέρ
πίστεως θυσία του καί ἀπρόσδεκτη ἀπό τό Θεό. Ἐκτός βέβαια καί ἄν
δευτερολογώντας ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μᾶς ἀποδείξει ὅτι ὁ Χρυσόστομος εἶναι
ὀρθοδοξότατος καί ἐμεῖς τόν συκοφαντοῦμε, ὁπότε ἔτσι θά ἀποδείξη ὅτι ἐμεῖς
εἴμεθα οἱ χειρότεροι τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή διασύρουμε τήν μνήμη ἑνός νεκροῦ.
Εἶναι ὅμως ἀλήθεια ὅτι διά τά θέματα τῆς πίστεως, στά ὁποῖα ἐξέκλινε ὁ
Χρυσόστομος, οὐδόλως ἀναφέρεται ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, πρᾶγμα τό ὁποῖο δείχνει ὅτι, ἤ
δέν τόν ἐνδιαφέρουν ἤ ὅτι καί ὅλα αὐτά συγχωροῦνται διά τοῦ μαρτυρίου, ἐφ' ὅσον
αὐτό δηλώνει, ὅτι λειτουργεῖ ὡς βάπτισμα μετανοίας.
Λέγει ἀκόμη τά ἑξῆς ἄξια πρός σχολιασμό ὁ κ.
Χριστόδουλος: «Ὅσοι γνωρίζουν τίς συνθῆκες ὑπό τίς ὁποῖες ὡδηγήθη στό
μαρτύριο ὁ ἀοίδιμος εἶναι σέ θέση νά ἀντιληφθοῦν ὄτι α) Ὁ Χρυσόστομος
συνεκέντρωνε τή μῆνι τῶν Τούρκων, ἐπειδή ἦτο ὁ πνευματικός ἡγέτης τῶν Ρωμηῶν,
μιά καί ἦσαν ἀνύπαρκτοι οἱ πολιτικοί ἡγέτες. Γι' αὐτό καί πιστεύω πώς, ἐάν ὁ
Χρυσόστομος δέν ἦτο Ἱεράρχης, θά ἦτο δυνατόν νά μή σφαγιασθῆ. β) Ἐάν ὁ
Χρυσόστομος δέν ἦτο Ἱεράρχης ἀλλά πολιτικός ἤ ἔστω καί ἐθνικός Ἡγέτης τῶν
Ρωμηῶν, ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι «ἡγέτες» τῶν Ἑλλήνων στή Σμύρνη ἐφρόντιζαν τά τῆς
διαφυγῆς καί σωτηρίας των, θά ἠκολούθει καί αὐτός, ἀντί νά προκρίνει τήν
παραμονή πού ἰσοδυνάμει μέ παράδοση καί ἑκούσιο θάνατο. Ἄν μέ ἄλλα λόγια ὁ
ἅγιος Ἱερομάρτυς Χρυσόστομος ἐνδιεφέρετο μόνο γιά τήν Πατρίδα δέν θά ἦτο κουτός
νά παραμείνει στή θέση του γιά νά σφαγιασθῆ δωρεάν καί ἄνευ λόγου, μιά καί ἡ
ὑπόθεση τῆς Πατρίδος εἶχε πλέον χαθῆ» (σελ. 14,15).
Ἐδῶ ὄντως ὑπάρχει διαστροφή τῆς ἀληθείας καί
ἀποπλάνησις τῶν ἀθώων καί ἀστηρίκτων. Διότι ναί μέν ὁ Χρυσόστομος συνεκέντρωνε
τήν μῆνι τῶν Τούρκων, ὄχι ὅμως ἐπειδή ἦτο πνευματικός ἡγέτης τῶν Ρωμηῶν, ἀλλά
ἐπειδή ἐξέχασε ὅτι ἦτο πνευματικός ἡγέτης καί ἀσκοῦσε καθήκοντα πολιτικοῦ καί
στρατιωτικοῦ ἡγέτου εἰς βάρος τῶν Τούρκων. Καί μάλιστα τά ἀσκοῦσε κατά τρόπον
μοναδικό καί ἀπαράμιλλο. Εἶναι γεγονός ὅτι ἄν ἐλάχιστοι πολιτικοί καί
στρατιωτικοί ἡγέτες εἶχαν τά πατριωτικά αἰσθήματα καί τόν παλμό καί τήν
ἀγωνιστικότητα τοῦ Χρυσοστόμου, σήμερα δέν θά ὑπῆρχαν ὑποδουλωμένα ἑλληνικά
μέρη, οὔτε χαμένες πατρίδες, ἀλλά ὅλα θά εἶχαν ἐλευθερωθῆ. Δέν εἶναι τυχαῖο τό
ὅτι οἱ συγγραφεῖς καί βιογράφοι του προκειμένου νά σημαδέψουν τήν ἄμετρη
φιλοπατρία του καί τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς πατρίδος, τοῦ προσέδωσαν δύο
χαρακτηρισμούς, τοῦ Ἐθνικιστῆ καί Πατριδολάτρη.
Εἶναι
ἀναγκαῖο στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρουμε δύο ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Πασχάλη
Κιτρομηλίδη «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΑΡΧΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ» μέ σκοπό νά παρουσιάσουμε ἀφ'
ἑνός μέν τήν ἔντονη ἀνάμειξι τοῦ Χρυσοστόμου Καλαφάτη στήν πολιτική καί ἀφ'
ἑτέρου τούς δύο προβληματισμούς πού ἀπασχολοῦν πολλούς ἀπό τούς μελετητές τοῦ
βίου τοῦ Χρυσοστόμου Καλαφάτη καί πού ὀφείλουν νά προβληματίσουν καί τούς
ἀναγνῶστες μας, ὅσον ἀφορᾶ στό θέμα τοῦ Ἐθνικισμοῦ, προκειμένου νά κρίνουν ἐάν
αὐτά τά στοιχεῖα ἐλήφθησαν ὑπ' ὄψιν καί ἐάν συνεπῶς ὀρθῶς ἁγιοποιήθηκε ὁ
Χρυσόστομος:
α) «...Θαυμάζω μαζύ
Σας τῇ ἀληθεῖᾳ, ὅταν μοί γράφητε ὅτι ἐφροντίζετε νά μοί δίδωνται ἑκάστοτε ὁ
δ η γ ί α ι, πρός ἅς νά προσαρμόζω τήν πολιτείαν μου, καί ἐγώ δέν τό
ἔπραξα!... Καί ἔχετε παρακαλῶ νά μοί δείξητε ἕν καί μόνον, ἕν καί μοναδικόν
ἔστω παράδειγμα καθ'ὅ ἐγώ δέν προσήρμοσα τήν πολιτείαν μου πρός τάς ἄνωθεν ἤ
κάτωθεν δεδομένας ὁδηγίας; Ναί δέν προσήρμοσα τήν πολιτείαν μου πρός τήν ἐκ
Κωνσταντινουπόλεως καί ἐξ Ἀθηνῶν ὁδηγίαν νά προτιμήσω ὡς Βουλευτήν Σμύρνης τόν
Λάζαρον Σταματιάδην· ἀλλά τοῦτο ἔπραξα, ἵνα προφυλάξω τήν ἀδίκως ἐκτεθειμένην
ὑπέρ ἑνός ἀληθῶς τυχοδιώκτου καί πατριδοκαπήλου ὑπόληψιν τόσον τῶν ἐν
Κωνσταντινουπόλει ὅσον καί τῶν ἐν Ἀθήναις Κέντρων· ἐθεώρησα ὕβριν διά τήν πρός
τό ἔθνος στοργήν μου τό πρόσταγμα ὑπέρ τοιαύτης γελοίας ὑποψηφιότητος καί
ἔκρινα καθῆκον μου, ἐπί θυσίᾳ νά λυπήσω τούς φίλους καί συναθλητάς μου, τό νά
πολεμήσω τάς ἰδέας σας, αἵτινες ἐπί τοῦ προκειμένου δέν ἦσαν διόλου ὀρθαί. Αὐτό
εἶνε τό μόνον καί μοναδικόν μου ἔγκλημα! Δι'αὐτό ἐγένετο ἡ κατ'ἐμοῦ ἐκστρατεία
τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει. Δι' αὐτό ἐτέθησαν εἰς κυκλοφορίαν ἕωλοι μύθοι περί ἀ μ φ ι ρ ρ ε π ο ύ σ η ς π ο λ ι
τ ε ία ς, π ε ρ ί σ κ ο- τ ε ι ν ῶ ν σ η μ ε ί ω ν ἐν ταῖς πρός τούς Νεοτούρκους σχέσεσί μου.
Πτύω κατά πρόσωπον τῶν συκοφαντῶν μου τούτων τήν ποταπήν καί ἄνανδρον ταύτην
συκοφαντίαν των...
Τό
παρελθόν τρανῶς ἐμαρτύρησε, τό παρόν εὐγλώττως φωνάζει, καί τό μέλλον ἡλίου
φαεινότερον θά δείξῃ ὅτι ὁ Σμύρνης ἦν καί ἔστι καί ἔσται ὁποῖος ἦτο καί εἶνε
καί θά εἶνε πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας ἀναλλοίωτος καί ἀμετάβλητος, διότι
γνωρίζει τί ζητεῖ ὡς ἀρχηγός λαοῦ καί πῶς νά τό ζητήσῃ. Καί παρακαλῶ ὡς
τοιοῦτον νά μέ γνωρίζητε, καί ν'ἀνακαλέσητε ἐν τῇ μετ'ἀγωνίας ἀναμενομένῃ
ἀπαντήσει Σας πᾶν ὅ,τι ὕποπτον καί σκοτεινόν ἐπιστεύσατε ποτέ καί ἐγράψατε δι' ἐμέ...» (Ἐπιστολή τοῦ Χρυσοστόμου πρός τόν Ἴωνα
Δραγούμη, 11-10-1912, σελ.497) καί
β) «...Ἐκτός ἀπό
τά ἱστορικά ζητήματα πού ἀνακύπτουν ἀπό τίς ζυμώσεις πού προκάλεσε ἡ διείσδυση
τοῦ ἐθνικισμοῦ στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, ἡ μελέτη τοῦ φαινομένου
τῶν ἐθνικιστῶν ὀρθοδόξων ἱεραρχῶν στήν καθ' ἡμᾶς Ἀνατολή θέτει δύο ἀκόμη
κατηγορίες προβλημάτων πού παρουσιάζουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον.
Ἡ
πρώτη κατηγορία αὐτῶν τῶν προβλημάτων συνδέεται μέ τήν ἠθική ἀντινομία μεταξύ
τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν καί τοῦ ἐθνικισμοῦ ὡς κώδικα συμπεριφορᾶς πού
ὑποδεικνύει τήν ὑπέρβαση κάθε ἀναστολῆς στή χρήση μέσων γιά προώθηση ὑπερτάτων
στόχων ξένων πρός τό μεταφυσικό περιεχόμενο τῆς πίστης καί τοῦ δόγματος. Οἱ
ἱεράρχες πού ἀγωνίζονταν «ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος» συνειδητοποιοῦσαν ἄραγε
ὅτι ὁ ἐθνικιστικός μυστικισμός ὑποκαθιστοῦσε ψυχολογικά σέ κάποιο ποσοστό τή
θρησκεία καί μποροῦσε νά ὁδηγήσει σέ πρόταξη θύραθεν καί κοσμικῶν ἀξιῶν, οἱ
ὁποῖες μακροπρόθεσμα θά ὑπέσκαπταν τίς κοσμοθεωρητικές προτεραιότητες τοῦ
Χριστιανισμοῦ; Πόσο οἱ ἀναγκαιότητες καί οἱ ἐπείγουσες προτεραιότητες τῆς πολιτικῆς
πράξης ἐπέτρεψαν στή δραματική αὐτή ἀντίφαση τῆς ἠθικῆς συνείδησης νά
ἀπασχολήσει ὀρθοδόξους ἱεράρχες ὅπως ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος, εἶναι ἄγνωστο.
Ἡ
δεύτερη κατηγορία τῶν προβλημάτων πού ὑπαινιχθήκαμε ἀναφέρεται συγκεκριμμένα
στίς συνέπειες τῶν πολιτικῶν ἐπιλογῶν καί τῆς πολιτικῆς δράσης, πού ὑπαγόρευσε
ὁ ἑλληνικός ἐθνικισμός στούς φορεῖς του στήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία στίς δύο
πρῶτες δεκαετίες τοῦ αἰῶνα μας. Τό ἐρώτημα εἶναι κρίσιμο, δεδομένου ὅτι ὁ
ἐθνικισμός ἀποτελεῖ κατ'ἐξοχήν δόγμα πού κρίνει καί ἀξιολογεῖ μέ βάση
συνέπειες, ἀποτελέσματα καί ἐπιτεύγματα. Τό ἐρώτημα θά μποροῦσε νά
ἐντοπιστεῖ εἰδικά στό χῶρο τοῦ μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ, ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου
ἔδρασε καί μαρτύρησε ὁ Χρυσόστομος. Ἡ ἐθνική δράση τῆς ἱεραρχίας στή Μικρά
Ἀσία, πού ἀντιπροσώπευε τήν ἐγκατάλειψη τῆς ἐθναρχικῆς παράδοσης καί συμβόλιζε
τήν ταύτιση τῆς ἐκκλησίας μέ τίς ἐπιδιώξεις τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, συνδέθηκε
ὄχι ἁπλῶς μέ τήν ἦττα τῶν βλέψεων τοῦ «ἰοστεφοῦς ἄστεος», ὡς ἐθνικοῦ κέντρου
στήν Ἀνατολή, ἀλλά καί μέ τόν ἀφανισμό τῆς ἴδιας τῆς ἐκκλησίας ἀπό τή Μικρά
Ἀσία ὑπό συνθῆκες ἴδιαίτερα βίαιες καί τραγικές, πού πληρώθηκαν μέ τό μαρτύριο
πολλῶν ἱεραρχῶν ἀλλά καί μέ τίς ἑκατόμβες τοῦ ποιμνίου. Θά μποροῦσαν τά
πράγματα νά εἶχαν διαφορετική ἔκβαση, ἄν ἡ τελευταία γενεά τῶν ἱεραρχῶν τοῦ
μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ δέν δροῦσε ὅπως ἔδρασε, καί προσπαθοῦσε, μέ βάση τήν
πολιτική τοῦ λεγομένου «ἰωακειμισμοῦ», νά συντηρήσει τήν ἐθναρχική παράδοση ὑπό
τήν ἔννοια τῆς ἐξεύρεσης ἑνός νέου «mοdus vivendi τοῦ χριστιανικοῦ ποιμνίου
τους στό τουρκικό κράτος; Ἡ ἀναμέτρηση μέ τό ἐρώτημα αὐτό δέν εἶναι τῆς
στιγμῆς. Ἡ ἐπισήμανσή του ὡστόσο στήν κατακλείδα αὐτῆς τῆς ἀνάλυσης ὑποδηλώνει
τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους τό παρελθόν καί τό παρόν συνυπάρχουν στήν
ἀδιάσπαστη συνέχεια τῶν προβλημάτων τῆς συλλογικῆς ζωῆς» (σελ. 506,507).
Ἐδῶ καταδεικνύεται ὄχι μόνο ἡ ἀνάμειξις
τοῦ Χρυσοστόμου στούς σκοτεινούς χώρους τῆς πολιτικῆς ἀλλά καί ἡ τυφλή ὑπακοή
του στά κελεύσματα καί στά προγράμματα τῶν πολιτικῶν, καθώς ἐπίσης καί ἡ
τοποθέτησίς του σέ πολιτικές παρατάξεις, κόμματα καί ἴντριγκες καί ἡ διαμάχη μέ
τούς ἀντιθέτους. Ὁ Χρυσόστομος ἐδῶ ἐπίσης ὑπόσχεται νά εἶναι ὁ αὑτός ἰσοβίως ὡς
πολιτικός ἡγέτης καί ἀρχηγός λαοῦ καί νά καθοδηγῆ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές πού
λαμβάνει τό λαό. Θά θέλαμε ἐπιπροσθέτως νά ἐκφράσωμε τήν ἀνησυχία μας γιά τό
ὅτι ἐνῶ οἱ προβληματισμοί, οἱ ὁποῖοι προαναφέρθησαν καί πού ἀφοροῦν στή διαμάχη
πού ὑπῆρχε μεταξύ τοῦ νεολληνικοῦ ἐθνικισμοῦ, ἐκπρόσωπος τοῦ ὁποίου ἦτο ὁ
Χρυσόστομος καί τῆς ἐθναρχικῆς παραδόσεως, ἐκφραστής τῆς ὁποίας ἦταν ὁ
Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ', ἀπασχόλησαν ἐπιφανεῖς πανεπιστημιακούς καθηγητές,
ἱστορικούς κλπ. πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν ἄγγιξαν καθόλου τούς ἱεράρχες τῆς Δ.
Ι. Συνόδου οἱ ὁποῖοι καί ἁγιοποίησαν τόν Χρυσόστομο;
Συνεχίζοντας τίς σκέψεις μας λέγομε ὅτι ὁ
ἰσχυρισμός ἐπίσης, ὅτι ἐάν ὁ Χρυσόστομος δέν ἦτο Ἱεράρχης θά ἦτο δυνατόν νά μή
σφαγιασθῆ, δέν εὐσταθεῖ, διότι ναί μέν οἱ Τοῦρκοι ἀνέκαθεν ἐμισοῦσαν τό ράσο
καί τόν κλῆρο, στήν περίπτωσι ὅμως τοῦ Χρυσοστόμου ὅλα αὐτά εἶχαν
πολλαπλασιασθῆ ἀφάνταστα ἀπό τήν πατριωτική καί πολιτική του δρᾶσι, τήν ὁποία
ἐξεδήλωνε παντοῦ καί πάντοτε.
Ὁ δεύτερος ἰσχυρισμός τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
εἶναι τό ἀπόσταγμα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς ἀπάτης. Διότι προσπαθεῖ νά ἀποδείξη
τόν Χρυσόστομο ὡς ἅγιο ὑποθέτοντας τί θά ἔκανε ἄν δέν ἦτο Ἱεράρχης, ἀλλά πολιτικός
ἡγέτης. Κατ' αὐτόν λοιπόν τόν τρόπο μποροῦμε νά κάνωμε ἁγίους τούς πάντας.
Διότι ἀκολουθώντας τήν ἴδια μέθοδο τοῦ κ. Χριστοδούλου θά ποῦμε ὅτι ὁ
καπετάνιος, ὁ ὁποῖος μένει τελευταῖος στό πλοῖο ὅταν αὐτό βυθίζεται εἶναι ἅγιος
διότι, ἄν δέν ἦτο καπετάνιος θά μποροῦσε ἐλεύθερα νά φύγη ὅταν οἱ ἄλλοι στό
πλοῖο κοιτοῦν πῶς νά διαφύγουν καί νά σωθοῦν. Ἀκόμη ὁ στρατιώτης, ὁ ὁποῖος
θυσιάζεται στό πεδίο τῆς μάχης καί δέν ἐγκαταλείπει τή θέσι του, πολεμώντας
ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος εἶναι ἅγιος, διότι ἄν δέν ἦτο στή θέσι αὐτή, ἀλλά ἦτο
στίς διαβιβάσεις ἤ στό μηχανικό ἤ στούς νοσοκόμους θά κοιτοῦσε τά τῆς διαφυγῆς
καί σωτηρίας. Ἐπίσης ἅγιοι θά γίνουν ἔτσι ὅλοι οἱ μάρτυρες τῶν αἱρετικῶν, διότι
καί αὐτοί λόγῳ τῆς θεσεώς των ἔμειναν καί ἐθυσιάστηκαν ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἐγλύτωσαν.
Ἅγιοι θά γίνουν καί ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα, οἱ ὁποῖοι θυσιάζονται γιά νά
γλυτώσουν τό παιδί τους ἐνῶ ἄν δέν ἦταν σ'αὐτήν τή θέσι θά ἐγλύτωναν. Εἶναι
ὄντως ἀδιανόητη αὐτή ἡ λογική, ἄν μπορεῖ κανείς νά τήν ὀνομάση λογική.
Ὅταν
ὅμως λέγει ἐν συνεχείᾳ ὁ κ. Χριστόδουλος ὅτι ὁ Χρυσόστομος παρέμεινε στή Σμύρνη
λόγῳ τῆς πίστεώς του στόν Χριστό, διά τήν ὁποία καί ἐμαρτύρησε καί τό
συμπεραίνει αὐτό ἐπειδή ἡ ὑπόθεσις τῆς πατρίδος, ὅσον ἀφορᾶ τήν Σμύρνη, εἶχε
χαθῆ, αὐτό εἶναι ἐντελῶς ψευδές καί προδήλως κατεγνωσμένον. Διότι ἀπό τά
κείμενα, τά ὁποῖα ἀναφέραμε καί τήν ὅλη ζωή καί νοοτροπία τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι
κατάδηλο, ὅτι συνέβη τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Δηλαδή ὁ Χρυσόστομος οὐδέποτε ἔπαψε
νά πιστεύη, ὅτι θά ἐγίνετο κάτι τήν τελευταία ἔστω στιγμή καί θά ἐγλύτωνε ἡ Σμύρνη
ἀπό τά χέρια τῶν Τούρκων. Δέν μποροῦσε νά διανοηθῆ ὅτι θά συμβῆ αὐτό τό
μοιραῖο. Τίς προφητεῖες τίς εἶχε προσαρμόσει στά μέτρα καί στά ὅρια τῆς Μ.
Ἀσίας καί διεκήρυσσε ὅτι ἦλθε ὁ καιρός νά ἐκπληρωθοῦν· ὅσους ἐπίστευον ὅτι
εἶναι δυνατόν νά ἐγκαταλειφθῆ
ἡ Μ. Ἀσία ἀπό τόν ἑλληνικό στρατό, τούς ὠνόμαζε δειλούς καί νοσηρούς· εἴκοσι
ἡμέρες πρίν τήν μικρασιατική καταστροφή ἀσχολεῖτο μέ τό νά δίδη ὁδηγίες στήν
κοινότητα τῆς πατρίδος του Τριγλείας περί ἀναρτήσεως στά σχολεῖα τῶν
βοτανολογικῶν πινάκων· ὀκτώ ἡμέρες πρίν τήν εἴσοδο τῶν Τούρκων στήν Σμύρνη
ἀσχολεῖτο μέ τό νά στέλνη ἐπιμανίκια καί χρυσούς σταυρούς στόν στρατιωτικό
ἱερέα π. Ἀντώνιο Πολίτη, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο στό μέτωπο, εὐχόμενος καί
αἰσιοδοξώντας ὅτι ἡ νίκη θά μείνη μέχρι τέλους μέ τό μέρος μας, σύμφωνα μέ τίς
ἀφηγήσεις τῶν βιογράφων του· τήν ἴδια ἡμέρα τῆς καταλήψεως τῆς Σμύρνης, σύμφωνα
μέ τήν μαρτυρία τοῦ μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Χατζησταύρου, ὁ
Χρυσόστομος Σμύρνης ἦταν αἰσιόδοξος, διότι τήν προηγούμενη ἡμέρα εἶδε τήν
μεραρχία τοῦ
ἱππικοῦ ὑπό τόν Καλίνσκη νά διασχίζη τήν προκυμαία κλπ. Ἀλλά καί ἡ τελευταία
του ἐπιστολή, δύο ἡμέρες πρίν τόν θάνατό του, πρός τόν Ἐλευθέριο Βενιζέλο
δείχνει ὅτι ὁ Χρυσόστομος περίμενε ὅτι κάτι θά συνέβαινε καί θά μποροῦσε νά
ἀποφευχθῆ τό κακό. Ἄν ἦταν ἀπελπισμένος ὅτι ὅλα ἐχάθησαν γιά τήν πατρίδα δέν θά
ἐκλιπαροῦσε τόν Βενιζέλο, ὀνομάζοντάς τον μεσσία καί σωτῆρα καί ἐλπίδα καί ἀπό
μηχανῆς Θεό κλπ. Ἔπειτα ἄν εἶχε τήν γνώμη ὅτι ὅλα ἐχάθησαν γιά τήν πατρίδα,
ἔστω τίς δέκα τρεῖς τελευταῖες ἡμέρες μετά τήν κατάρρευσι τοῦ μετώπου στό Ἀφιόν
Καρά Χισάρ καί τήν προέλασι τῶν Τούρκων, πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι ἦταν
ἐγκληματική ἡ στάσις του ἔναντι τοῦ λαοῦ τῆς Σμύρνης, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία
ὅλο αὐτό τό διάστημα, οὐδεμία ἐνέργεια ἔκανε διά νά φυγαδευθῆ μέ τά πλοῖα ὁ
κόσμος καί νά σωθῆ στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ὁ Χρυσόστομος ἦταν
ἀντίθετος σέ κάθε σκέψι νά φύγη ὁ λαός ἀπό τήν Μ. Ἀσία, ξεκινώντας ἀπό τό
σχέδιο τοῦ Βενιζέλου περί ἀνταλλαγῆς τῶν πληθυσμῶν, τό ὁποῖο ἐχλεύασε καί
ἀπεδοκίμασε. Μέχρι δέ τό τέλος τήν ἴδια ἀδιαφορία εἴδαμε ὅτι εἶχε καί ὅσον
ἀφορᾶ στήν φυγή τοῦ λαοῦ ἀπό τήν Μ. Ἀσία. Τό κύριο αὐτό σημεῖο τῆς παντελοῦς
ἀδρανείας τοῦ Χρυσοστόμου, διά τήν διάσωσι τοῦ λαοῦ, μόνο μέ τά ξέφρενα καί
ἀνεξέλεγκτα πατριωτικά του αἰσθήματα μπορεῖ νά δικαιολογηθῆ. Διότι ἐγνώριζε
πλήρως τί θά συνέβαινε στό λαό, ἐάν οἱ Τοῦρκοι ἔμπαιναν στή Σμύρνη. Αὐτό τό
εἶχε δηλώσει στό σχέδιο τῆς Μικρασιατικῆς ἀμύνης, τό ὁποῖο εἶχε ὑποβάλει ὡς
ἑξῆς:
«διότι δέν πρέπει νά ἀγνοεῖτε ὅτι ἄν, ὁ
ἑλληνικός στρατός ἀποσυρθῇ ὡς πολλοί τό διαλαλοῦσιν ἤ καμφθῇ πρό τῆς ἐπιθέσεως
τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, ὥς τινες τό πιστεύουσι καί τοῦτο, ἡμᾶς τότε μᾶς προσμένει
χειροτέρα τύχη ἀπό ἐκείνην ἥν ὑπέστησαν οἱ δυστυχεῖς κάτοικοι τῆς Κιλικίας ἤ
ἀπό ἐκείνην, ἥν ὑπέστησαν καί πρό τοῦ πολέμου καί κατά τόν πόλεμον τοῦτον οἱ τά
παράλια οἰκοῦντες χριστιανοί. Εἰς ἐκείνους τοὐλάχιστον ἐδόθη καί προθεσμία
νά ἀναχωρήσουν δύο μηνῶν διά τούς ἐν Κιλικίᾳ, καί 24 ὡρῶν διά τούς ἐκ τῶν
παραλίων ἐκδιωκομένους, καί μόνον ἐν Περγάμῳ ἐδόθη τ ε τ ρ ά ω ρ ο ς προθεσμίᾳ
καί ἔφευγον οἱ ἄνθρωποι πανικόβλητοι, ἀφήσαντες τά πάντα ὄπισθέν των κλαίοντες.
Τ ώ ρ α ὅ μ ω ς ἡ φ υ γ ή μ α ς θ ά λ ά β ῃ μ ο ρ- φ ή ν π α ν ι κ ο ῦ, ὡ ς ἐ κ
τ ο ῦ γ ε ν ι κ ο ῦ δ ι ω γ μ ο ῦ, ὅστις θά ἐπακολουθήσῃ τήν ἐπάνοδον τῶν
Κεμαλικῶν στρατευμάτων, μεθ' ὧν θά συνενωθῶσι καί ὅλοι οἱ ἐντόπιοι Τοῦρκοι,
οἵτινες πάνοπλοι, πνέοντες μῖσος καί ἐκδίκησιν...
(ἴδ. σελ. παρ. 36).
Ποιός λοιπόν
ἄλλος θά μποροῦσε νά φροντίση διά τή διάσωσι τοῦ λαοῦ καί ποιός ἦτο
ἁρμοδιώτερος ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του; Ὁ Ἐπίσκοπος ὡς γνωστόν, σύμφωνα μέ τά λόγια
τοῦ Κυρίου, (Ἰωαν. 10 - 11,15) θυσιάζει τόν ἑαυτόν του διά νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι.
Ὁ Χρυσόστομος μέ τόν ξέφρενο πατριωτισμό του ἄφησε τόν λαό τοῦ Θεοῦ στό ἔλεος
τῶν Τούρκων, ἐλπίζοντας στίς ψεύτικες ὑποσχέσεις τῶν ξένων καί τρέφοντας πατριωτικές
αὐταπάτες.
Πότε ἄραγε ὁ Χρυσόστομος συνειδητοποίησε τήν
κατάστασι καί τήν ἀνάγκη τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἐχρειάζετο πλέον τροφές καί
φάρμακα, τά ὁποῖα τούς ἐμοίραζε ὁ Χρυσόστομος ἀλλά κάποιο σαπιοκάραβο ἔστω γιά
νά μεταφερθῆ στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα; Ἡ τραγική αὐτή στιγμή τῆς
συνειδητοποιήσεως ἀπό τόν Χρυσόστομο τῆς πραγματικῆς ἀνάγκης τοῦ λαοῦ ἦταν ἡ
στιγμή κατά τήν ὁποία ἔμπαιναν οἱ Τοῦρκοι στή Σμύρνη. Τήν περιγραφή αὐτή
τήν κάνει ὁ δημοσιογράφος Ν. Παρθένης ὡς ἑξῆς:
« Ὁ Χρυσόστομος, μόλις μέ
εἶδε μέ ρώτησε ἄν ὑπάρχουν νέα.
-Κατελήφθη ἡ Σμύρνη, τοῦ ἀνήγγειλα. Οἱ πρῶτοι
τσέτες μπῆκαν στή Σμύρνη. Καί ἡ πρώτη διαδήλωση τοῦ τουρκικοῦ ὄχλου ξεκίνησε
ἀπό τό Διοικητήριο πρός τά κάτω.
Κανείς
δέν εἶπε τίποτε. Διακρινόταν ὅμως σ'ὅλων τά πρόσωπα ἡ ἀπόγνωση, πού προκάλεσε ἡ
τρομερή εἴδηση. Ὁ Χρυσόστομος, ὕστερα ἀπό 2-3 λεπτῶν σιγή, προχώρησε ἀργά στό
βάθος τῆς αἰθούσης καί κάθισε στό γραφεῖο του. Τά πρῶτα νέφη τῆς ἀνησυχίας τόν
κύκλωσαν. Δέν τόλμησε κανείς νά τοῦ μιλήσει. Μόνο ἀπό κάτω, τόν ἀπέραντο
αὐλόγυρο τοῦ ναοῦ, ἀκουγόταν κλάματα καί φωνές ἀπελπισίας.
-Καί
τώρα τί σκέπτεσθε Σεβασμιώτατε; τόλμησα νά πῶ.
- Δέν
σκέπτομαι τίποτα παρά τό ποίμνιόν μου. Τά ἄλλα θά πάρουν τό δρόμο, πού τούς
ἔταξε ἡ θεία πρόνοια.
Καί
βυθίστηκε σέ σκέψεις. Τραβήχτηκε πρός τό παράθυρο....» (Ἀφήγησις τοῦ Παρθένη ἀπό τό βιβλίο τοῦ Χρ. Σολομωνίδη, «Xρυσόστομος Σμύρνης» β' τόμος, σελ.
128).
Καί σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο παρόμοια περιγραφή
κάνει καί ὁ Χρ. Ἀγγελομάτης στό βιβλίο του «Χρονικό Μεγάλης Τραγωδίας», ὅπου
εὑρίσκεται ὁ Χρυσόστομος μέ τόν στενό συνεργάτη του τότε μητροπολίτη Ἐφέσου καί
μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, Χρυσ. Χατζησταύρου μόλις εἶχαν εἰσβάλει οἱ
Τοῦρκοι στή Σμύρνη καί ὅπου πάλι φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἄρχισε
νά σκέπτεται καί νά ἀνησυχῆ γιά τό λαό του, τήν τελευταία στιγμή, λίγο πρίν τό
μαρτύριό του:
...«Ἐξιστόρησιν
τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους τοῦ Χρυσοστόμου ἔχομεν καί ἀπό τόν κατόπιν ἀρχιεπίσκοπον 'Αθηνῶν,
Μακ. Χρυσόστομον, ὁ ὁποῖος ἔμεινε παρά τό πλευρόν τοῦ μάρτυρος μέχρι τῶν
ὑστάτων στιγμῶν τῆς ζωῆς του....
......... Εἰς
τήν μητρόπολιν τῆς ἁγίας Φωτεινῆς εὗρε τόν Χρυσόστομον αἰσιοδοξοῦντα διότι δέν
εἶχε λάβει γνῶσιν τῆς εἰσόδου τῶν τούρκων καί διότι τήν προηγουμένην εἶδε τήν
μεραρχίαν ἱππικοῦ ὑπό τόν Καλλίνσκην διασχίζουσαν τήν προκυμαίαν.
Ἀνήγγειλεν
εἰς τόν μετ' ὀλίγον μάρτυρα Χρυσόστομον ὅτι οἱ τοῦρκοι εἰσῆλθαν εἰς τήν
Σμύρνην:
« Ἀπό
ἐκείνης τῆς στιγμῆς, λέγει ὁ 'Αρχιεπίσκοπος βαρεῖα μελαγχολία ἐκυρίευσε τόν
μέχρι τῆς στιγμὴς ἐκείνης γενναῖον εἰς τάς συμφοράς καί ὁρμητικόν εἰς τήν
ἀποτροπήν τούτων. Ἔμμονος ἰδέα τόν ἐκυρίευσεν ὅτι ὁ θάνατός του ἦτο
ἀναπόφευκτος. Ἔπαυσεν ὁμιλῶν. Ἔλαβεν ἀνά χεῖρας τήν Καινήν Διαθήκην καί ἐμελέτα
βρέχων διά θαλερῶν δακρύων τάς σελίδας τά ἐν τῇ πρός ἑβραίους ἐπιστολῇ ( 11 33
καί ἑξῆς) ἀναγραφόμενα ὅτι « Ἅγιοι πάντες διά τῆς πίστεως κατηγωνίσαντο
βασιλείας» καί ἐφεξῆς.
»Τό
βιβλίον τοῦτο τῆς Καινῆς Διαθήκης, φέρον εἰς τάς ἄνω μνημονευθείσας σελίδας
καταφανῆ τά ἴχνη τῶν δακρύων τοῦ μέλλοντος ἱερομάρτυρος, περιέσωσεν, εὐτυχῶς, ὁ
ἐπί σειράν ἐτῶν ὑπηρετήσας παρ'αὐτῷ καί ἔτι ζῶν ἐν Ἀθήναις, Θωμᾶς Βοῦλτσος».
....Ὁ
Ἐφέσου τοῦ εἶπε:
« -Ὅσα
μέλλομεν νά πάθωμεν εἶναι συνέχεια τῶν προηγουμένων παθημάτων. Δέν εἶναι εὐχῆς
ἔργον ν' ἀποθάνωμεν ὡς μάρτυρες;»
« Ὁ Χρυσόστομος ἐσήκωσε τό κεφάλι, τόν
ἐκοίταξε γαλήνιος καί τοῦ εἶπε:
« -Ναί,
αὐτό εἶναι τό ποθητόν τέλος δι' ἡμᾶς. Τί θά γίνουν ὅμως τόσοι καί τόσοι
ἀπροστάτευτοι χριστιανοί μας, ποῦ ἀφέθησαν ἤδη εἰς τήν μανίαν τοῦ τουρκικοῦ
πλήθους;»
Καί
ὅταν εἶπεν αὐτά ὁ μάρτυς ἐβυθίσθη εἰς βαθεῖαν συλλογήν, ἀπό τήν ὁποίαν
προσεπάθησε νά τόν ἀποσπάσῃ ὁ συνομιλητής του μητροπολίτης...».
Εἶναι ὄντως φοβερό γιά ἕναν πνευματικό
ἡγέτη νά κατανοήση τόσο ἀργά τήν τραγική αὐτή πραγματικότητα, ἡ ὁποία ἐστοίχισε
τή ζωή χιλιάδων λαοῦ, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἀποτελοῦσαν τό ἐμπιστευθέν σ' αὐτόν ποίμνιο.
Ἴσως ὅμως νά προεγνώρισε ὅτι κάποτε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί θά ἀνεκηρύσσοντο ἅγιοι
καί δι'αὐτό τούς ἄφησε νά σφαγιασθοῦν, προκειμένου νά τούς κάνη διά τῆς βίας
μάρτυρες. Πάντως τό μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι αὐτά τά ὁποῖα ἰσχυρίζεται ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος διά τίς χαμένες πατριωτικές ἐλπίδες τοῦ Χρυσοστόμου
εἶναι ψευδῆ καί ἀναληθῆ.
Στή συνέχεια ὁ Ἀρχιεπίσκοπος λέγει «ἐπί
λέξει» ὅτι ἡ προσωπικότης τοῦ Χρυσοστόμου πρέπει νά κριθῆ ὄχι ἀπό μεμονωμένα
περιστατικά ἀλλά ἀπό τήν ἐκτίμησι ὅλων συλλήβδην τῶν στοιχείων πού τήν
συνθέτουν. Αὐτό εἶναι ἀληθές. Καί εἶναι ἴσως ἡ μόνη ἀλήθεια ὅλου αὐτοῦ τοῦ
κειμένου καί τῆς ἐπιχειρηματολογίας του. Ὅμως στή συνέχεια διά νά τό ἀποδείξη
κάνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό τό ὁποῖο λέγει προηγουμένως. Δηλαδή παίρνει
μεμονωμένα περιστατικά καί μάλιστα ἀπό τήν νεαρή του ἡλικία, τά ὁποῖα ὅλοι
γνωρίζουμε ὅτι εἶναι εὐμετάβλητα καί λέγει, ὅτι εἶχε ἀπό μικρός τήν ἱερατική
κλίσι, ἐσπούδασε στή σχολή τῆς Χάλκης, διέπρεψε ὡς ἱεροκῆρυξ καί διδάσκαλος,
ὑπῆρξε συγγραφεύς ἀξιολόγων πνευματικῶν βιβλίων, τά ὁποῖα τόν καθιέρωσαν ὡς
κατηχητή, διδάσκαλο κλπ. Ὅλα αὐτά βέβαια, τό γνωρίζουν ἀκόμη καί τά μικρά
παιδιά, ὅτι δέν ἔχουν καμμία σχέσι μέ τήν ἁγιότητα. Ἀποσιωπᾶ δέ σκοπίμως τά
ἄλλα περιστατικά τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν του, τῶν κατηγοριῶν περί τῆς μασονικῆς
του ἰδιότητος, τῶν εἰδωλολατρικῶν ἀντιλήψεών του, τῶν ἀντιμοναχικῶν αἰσθημάτων
του κ.λ.π. Γίνεται ἐσκεμμένα λοιπόν παραπλάνησις, διότι παρουσιάζεται «ὁ
κόρακας ὡς περιστερά ἀπό τά πούπουλα τά ὁποῖα φέρουν καί τά δύο».
Ἐν συνεχείᾳ λέγει ὁ κ. Χριστόδουλος, ὅτι ὁ
Χρυσόστομος δέν ἐπρόδωσε τήν πίστι οὔτε τήν ἐτοποθέτησε σέ δευτερεύουσα μοίρα. Αὐτό
εἶναι ψευδές καί μόνο ἀπό τό ὅτι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἐπίστευε στήν θεωρία τῶν
κλάδων. Δηλαδή ὄχι μόνον ἐτοποθετοῦσε σέ δεύτερη μοίρα τήν πίστι ἀλλά τήν
ἐξίσωνε μέ τίς ἄλλες πίστεις τῶν αἱρετικῶν, τίς ὁποῖες οἱ πατέρες ὀνομάζουν
«θνήσεις».