O AΓΑΠΩΝ
ΤΟΛΜΑ
ΝΟΕΡΩΣ, ἀγαπητοί μου, εὑρισκόμεθα
στὸ Γολγοθᾶ. Εἶνε ἡ ὥρα 3 μετὰ μεσημβρίαν τῆς Μεγάλης
Παρασκευῆς. Ὁ Ἐσταυρωμένος, ἀφοῦ ἤπιε ὣς τὴν τελευταία σταγόνα τὸ πικρὸ ποτήρι, ποὺ πικρότερο
δὲν ἤπιε ἄνθρωπος, ἔγειρε τὴν κεφαλὴ καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν οὐράνιο Πατέρα.
Στιγμὴ συγκλονιστική. Καὶ ἐνῷ ἡ ψυχή του κατεβαίνει στὸν ᾅδη, γιὰ νὰ κηρύξῃ καὶ στὰ ἐκεῖ πνεύματα τὸ ἄγγελμα τῆς
λυτρώσεως, στὸ σῶμα του, σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα, ἁπλώνεται ἡ ὠχρότης τοῦ θανάτου. Τὰ χέρια ἐκεῖνα, ποὺ ὅπου ἄγγιζαν ἔκαναν καὶ τὶς πέτρες νὰ τινάζουν ῥόδα (τυφλοὺς νὰ βλέπουν, κουφοὺς ν᾿ ἀκοῦνε, λεπροὺς νὰ καθαρίζωνται, νεκροὺς ν᾿ ἀνασταίνωνται), μένουν ἀσάλευτα. Τὰ πόδια ἐκεῖνα, ποὺ ἔτρεχαν κάτω ἀπὸ τὶς καυστικὲς ἀκτῖνες νὰ φέρουν τὸν Ἰησοῦ καὶ στὰ πλέον ἀπομεμακρυσμένα
σημεῖα τῆς Ἁγίας Γῆς γιὰ νὰ κηρύξῃ τὴν ἀλήθεια, εἶνε τώρα ἀκίνητα, μαρμαρωμένα. Τὸ στόμα ἐκεῖνο, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο βγῆκαν ἀστείρευτοι ποταμοὶ θείας διδασκαλίας, σιγᾷ. Τὰ μάτια ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα κοίταξε τὸν Πέτρο καὶ τὸν ἔκανε νὰ συναισθανθῇ τὴν πτῶσι του καὶ ν᾿ ἀναλυθῇ σὲ δάκρυα, σβήνουν. Καὶ ἡ καρδιὰ ἐκείνη, ποὺ περιέκλειε
ἕναν ὠκεανὸ ἀγάπης, παύει νὰ πάλλῃ. Ὁ Ἰησοῦς νεκρός. Οὐρανὲ καὶ γῆ, βυθιστῆτε στὸ πένθος!
Σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς Ῥώμης, ὅσοι καταδικάζονταν στὸ σταυρικὸ θάνατο, δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ταφοῦν· κανείς δὲ μποροῦσε νὰ τοὺς πλησιάσῃ, τὰ σώματά τους ἔμεναν νεκρὰ πάνω στοὺς σταυρούς. Καὶ παρουσιαζόταν τότε θέαμα ἀπαίσιο· σκυλιὰ πεινασμένα καὶ ὄρνεα νὰ ὁρμοῦν, νὰ κομματιάζουν τὰ σώματα τῶν καταδίκων, καὶ τέλος ν᾿ ἀπομένουν μόνο οἱ σκελετοί. Ἔτσι διέταζε ὁ νόμος.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ κατὰ τὰ ἰουδαϊκὰ ἔθιμα ἦταν ἁμαρτία νὰ παραμείνῃ κανεὶς ἄταφος, ἡ Ῥώμη ἐπέτρεπε τὴν ταφὴ τῶν Ἰουδαίων.
Ἤδη πάνω στὸ σταυρὸ μένει ἄψυχο τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου. Ποιά σπλαχνικὰ χέρια θὰ τὸ κατεβάσουν γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν;
* * *
Ἔρημοι καὶ γυμνοὶ οἱ βράχοι τοῦ Γολγοθᾶ. Ὅλοι ὅσοι ἀνέβηκαν ἐκεῖ γιὰ τὴ σταύρωσι ἔχουν τώρα ἐπιστρέψει στὴν πόλι. Καμμιά ἄλλη φωνὴ δὲν ἀκούγεται παρὰ μόνο κάπου–κάπου σπαρακτικὲς κραυγὲς τῶν δύο λῃστῶν ποὺ σταυρώθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ οἱ ἄγριοι κρωγμοὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων ποὺ ἑτοιμάζονται νὰ ἐπιπέσουν στὶς σάρκες. Κανείς δὲν πλησιάζει στὸ Γολγοθᾶ γιὰ ν᾿ ἀποδώσῃ τὶς τελευταῖες τιμὲς σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ εὐεργέτησε ὅλους.
Ποῦ εἶνε οἱ τυφλοὶ ποὺ τοὺς χάρισε τὸ φῶς, νὰ ἔρθουν νὰ τοῦ κλείσουν τὰ μάτια; Ποῦ εἶνε οἱ λεπροὶ ποὺ μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν δακτύλων
του καθαρίστηκαν, νὰ ἔρθουν νὰ τοῦ καθαρίσουν τὰ χέρια ἀπὸ τὸ αἷμα; Ποῦ εἶνε οἱ παράλυτοι ποὺ ἀνώρθωσε, νὰ ἔρθουν νὰ τοῦ πλύνουν τὰ ματωμένα πόδια; Οἱ ὧρες περνοῦν καὶ κανείς δὲν φαίνεται. Οὔτε ὁ Πέτρος, ὁ πιὸ τολμηρός, ποὺ ἔλεγε «Καὶ τὴν ψυχή μου θὰ θυσιάσω γιὰ σένα» (Ἰωάν. 13,37).
Ἀλλ᾿ εὐλογητὸς ὁ Θεός! Πρὸς τὸν Γολγοθᾶ ἀναβαίνει μιὰ συνοδεία ἀνθρώπων μὲ ἐπὶ κεφαλῆς ἕναν ἄνδρα ποὺ τὸ ὄνομά του θὰ γίνῃ πασίγνωστο· εἶνε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας. Ἦταν κι αὐτὸς βουλευτής, μέλος
τοῦ μεγάλου
συνεδρίου, ποὺ τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης συνῆλθε ἐκτάκτως καὶ κατεδίκασε τὸν Ἰησοῦ. Ἦταν πλούσιος, ἀπὸ μεγάλη οἰκογένεια καὶ μὲ σπουδαία ὑπόληψι καὶ τιμή· γι᾿ αὐτὸ ἔγινε καὶ μέλος τοῦ συνεδρίου.
Αὐτὸς δὲ συμφώνησε μὲ τὴν ἀπόφασί τους, δὲν εἶχε ὅμως καὶ τὸ θάρρος νὰ ἐλέγξῃ τοὺς δολοφόνους ἐκείνους δικαστάς.
Ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐξέπνευσε, πῆρε τὴν ἀπόφασι ν᾿ ἀποδώσῃ αὐτὸς τὶς τιμὲς στὸ μεγάλο Νεκρό. Δὲν χάνει χρόνο. Ἀνεβαίνει στὸ πραιτώριο, παρουσιάζεται στὸν Πιλᾶτο καὶ ζητεῖ τὸ σῶμα. Παίρνει τὴν ἄδεια, ἀγοράζει
σινδόνα καθαρὰ καὶ ἀρώματα, καὶ μαζὶ μὲ τὸ Νικόδημο τρέχει
στὸ Γολγοθᾶ. Ἐκεῖ ἀποκαθηλώνει καὶ κάπου κοντὰ ἐνταφιάζει τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ὁ ἥλιος ἔρριχνε τὶς τελευταῖες του ἀκτῖνες στὸ λόφο. Ἔτσι, χάρις στὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ Νικόδημο, ἐτάφη ὁ Χριστός.
Οἱ μαθηταὶ εἶχαν κρυφτῆ ἀπὸ τὸ φόβο. Ἀλλὰ κάπου, σὲ μιὰ γωνιά, κάποιοι ἄλλοι ἀγρυπνοῦν. Εἶνε μαθήτριες τοῦ Κυρίου. Αὐτές, ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀγάπη ποὺ εἶχαν στὸν Κύριο, ἀψηφοῦν κάθε κίνδυνο καὶ φόβο, κι ἀποφασίζουν νὰ πᾶνε στὸ μνῆμα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ μυρώσουν τὸ σῶμα του. Ποιές εἶνε αὐτές;
Εἶνε οἱ μυροφόρες γυναῖκες, τὶς ὁποῖες τιμᾷ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Αὐτές, προτοῦ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος τῆς Κυριακῆς κι ἀφοῦ εἶχαν ἀγοράσει ἀρώματα,
ξεκίνησαν γιὰ τὸ μνῆμα. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πλησιάζει στὴν εἴσοδο τοῦ κενοῦ μνημείου καὶ κλαίει –συγκινητικὸ θέαμα. Ἀλλὰ ἡ θλιμμένη ψυχή της πρόκειται τώρα νὰ δοκιμάσῃ μεγάλη χαρά. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ῥίχνει ἕνα βλέμμα μέσα στὸ μνημεῖο καὶ βλέπει δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα. Αὐτοὶ τὴν ἐρωτοῦν·
―«Γύναι, τί κλαίεις;». Πνιγμένη στὰ δάκρυα ἀπαντᾷ·
―Κλαίω, διότι «ἦραν τὸν Κύριόν μου (τοῦ τάφου), καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν».
Καθὼς γυρίζει, βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται πίσω της, χωρὶς ὅμως νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ. Ἀκούει καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του τὰ δια λόγια·
―«Γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς;».
Ἡ Μαρία
νομίζει ὅτι εἶνε ὁ κηπουρὸς καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τῆς πῇ ποῦ ἀπέθεσε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ τὸ πάρῃ (νομίζει ὅτι, ἐὰν τῆς τὸ δώσῃ, μπορεῖ νὰ τὸ σηκώσῃ μόνη της· ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο δὲ βλέπει καμμία δυσκολία). Ἀντὶ ἀπαντήσεως ἀπὸ τὰ θεϊκὰ χείλη ἀκούγεται μιὰ γνώριμη
λέξις·
―«Μαρία».
Τότε καταλαβαίνει, ὅτι εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸν ὁποῖο ζητοῦσε, ἀναστημένος. Ἀμέσως
πέφτει στὰ γόνατα καὶ ζητεῖ νὰ καταφιλήσῃ τὰ ἄχραντα πόδια του, ἀλλὰ ὁ Κύριος τῆς λέει·
―«Μή μου ἅπτου», μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, ἀλλὰ πήγαινε ν᾿ ἀναγγείλῃς τὴν ἀνάστασι στοὺς μαθητάς. Ἔρχεται τότε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητάς, ὅτι εἶδε τὸν Κύριο (Ἰωάν. 20,13-18).
* * *
Ἂς μιμηθοῦμε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κ᾿ ἐμεῖς τοὺς ἁγίους αὐτοὺς ἄνδρες καὶ γυναῖκες τόσο στὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ ὅσο καὶ στὴν τόλμη καὶ τὸ θάρρος τους. Γιὰ νὰ δοῦμε ἐὰν ἔχουμε τὶς ἀρετὲς αὐτές, ἂς ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ μερικὲς κρίσιμες ὧρες.
Ἔχεις λ.χ.
ταξίδι. Προτοῦ ν᾿ ἀναχωρήσῃς κάνεις τὸ σταυρό σου, ἢ μήπως ντρέπεσαι τοὺς ἄλλους; Κι ὅταν περνᾷς ἔξω ἀπὸ ἐκκλησία ἔχεις τὴν τόλμη νὰ σηκώσῃς τὸ χέρι σου νὰ κάνῃς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἢ μήπως διστάζεις φοβούμενος τὰ σχόλια τοῦ κόσμου; Ἐὰν τὸ χέρι σου μένῃ ἀκίνητο, δὲν ἀγαπᾷς τὸν Κύριο.
Στὸν κύκλο ποὺ ζῇς καὶ ἐργάζεσαι κάποια
στιγμὴ ἀκούγεται μία βλασφημία. Στὸ φρικτὸ ἐκεῖνο ἄκουσμα ἐσὺ τί κάνεις; Διαμαρτύρεσαι γιὰ τὴν προσβολή, ἢ μήπως σιωπᾷς καὶ ἀνέχεσαι τὴν ἀσέβεια; Ἂν ὕβριζαν τὸν πατέρα ἢ τὴ μητέρα σου, δὲν θὰ τὸ ἀνεχόσουν· διότι τοὺς ἀγαπᾷς καὶ δὲν δέχεσαι νὰ τοὺς προσβάλλουν. Ἀλλὰ οἱ γονεῖς μας, ὅσο καλοὶ καὶ ἀξιοσέβαστοι κι ἂν εἶνε, εἶνε ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Καὶ ἂν τοὺς ἀγαποῦμε καὶ τοὺς ὑπερασπιζώμεθα μία φορά, ἄπειρες φορὲς
περισσότερο πρέπει νὰ ὑπερασπιζώμεθα τὰ θεῖα πρόσωπα καὶ τὰ ἱερὰ πράγματα ὅταν προσβάλλωνται. Διαφορετικά, μὲ τὰ λόγια μόνο λέμε ὅτι ἀγαποῦμε τὸ Χριστό, ἐνῷ μὲ τὰ ἔργα τὸν ἀρνούμεθα.
Βρίσκεσαι κάποτε σὲ κύκλο μορφωμένων. ἀλλ᾿ ἐκεῖ λέγονται λόγια ποὺ ἀποτελοῦν ἐμπαιγμὸ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐσὺ πῶς δέχεσαι τὶς ἐκδηλώσεις αὐτές; Ἀνοίγεις τὸ στόμα σου
καὶ ὑπερασπίζεσαι τὴν πίστι σου, ἀποστομώνεις τοὺς ἰταμοὺς καὶ ἀσεβεῖς ἐμπαίκτας; ἢ μήπως δειλιάζεις καὶ ἀφήνεις τὴν ἁγία μας πίστι νὰ διασύρεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν μορφωμένους; Ἂν ἀγαπᾷς τὸν Κύριό σου, μὴ διστάσῃς νὰ συγκρουσθῇς μὲ τοὺς θεωρουμένους ἐπιστήμονας.
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, ποῦ πρέπει νὰ μοιάσουμε στὸν Ἰωσήφ, στὸ Νικόδημο
καὶ στὶς μυροφόρες. Νὰ τοὺς μοιάσουμε στὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό, στὴν τόλμη καὶ στὴν αὐτοθυσία. Εἴθε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου καὶ τὴν πνευματικὴ
καλλιέργεια, νὰ βγοῦν καὶ μέσα ἀπὸ τὴ γενεά μας νέοι Ἰωσήφ,
Νικόδημοι καὶ μυροφόρες,
ποὺ θ᾿ ἀγαπήσουν τὸν Κύριον ὅπως ἐκεῖνοι. Ὁ ἀγαπῶν τολμᾷ καὶ «ὁ τολμῶν νικᾷ».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Ἀθανασίου Γεφύρας – Θεσσαλονίκης 1-5-1955)
Πηγή: «Αὐγουστῖνος Καντιώτης»