«Βρέ, δὲν ἀκοῦτε ποὺ τρίζουν τὰ κόκκαλα τῶν προγόνων μας;»
Πρόσφυγες, Ἑλλάδα και τα τέκνα του Μωάμεθ!
Ὁ Θεός, ὅταν δημιούργησε τὸν αἰσθητὸ παράδεισο, οὔτε στὴν Εὐρώπη τὸν ἔστησε, οὔτε στὴν Ἀμερική, ἀλλὰ στὴν Ἀνατολία. Πῶς σήμερα ἀπὸ τὴν πάμπλουτη αὐτὴν χώρα ἔχουμε πρόσφυγες στὴν Ἑλλαδίτσα; Καὶ αὐτὸ φαίνεται μὲ μιὰ ματιὰ ποὺ τοὺς ρίχνεις. Κινητὰ τῆς τελευταίας τεχνολογίας, ἡ χανούμισσα κολὰν παντελόνι, τσεμπέρι καὶ τσιγάρο. Δυστυχῶς στήν ἐποχὴ τοῦ Μωάμεθ δὲν ὑπῆρχε τὸ μακιγιάρισμα, γιὰ νὰ τὸ ἀπαγορεύση, καὶ σήμερα καλοφροντισμένες ἐμφανίζονται στὸν χῶρο μας. Περισσότερο ἀπὸ ἑξακόσια χρόνια οἱ πρόγονοί μας ἀγωνίστηκαν νὰ διώξουν τὸν μουσουλμανισμὸ καὶ νὰ διώξουν τὰ τζαμιά. Καὶ σήμερα πλησιάζει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ εἶναι περισσότεροι οἱ μουσουλμάνοι στὴν χώρα μας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς.
Ἀπὸ αἰῶνες ὁ Θεὸς μοίρασε τὰ ἔθνη καὶ στὸ καθένα ἔδωσε τὸ κομμάτι του. Δὲν πάω στὴν πατρίδα τους νὰ τοὺς πολεμήσω, ἀλλὰ δὲν τοὺς θέλω στὴν χώρα μου. Δὲν εἶναι σωβινισμὸς αὐτό. Οἱ καμπάνες κάνουν ἠχορρύπανση· ὁ χότζας ποὺ σὲ λίγο θὰ φωνάζη στὰ τζαμιὰ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα δέν θὰ ἐνοχλῆ; Μισοῦν τὴν πίστη μας, μισοῦν τὸν Σταυρό, τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Καὶ δυστυχῶς κινοῦνται ἐπίσκοποι καὶ ἀρχιεπίσκοποι πρὸς τὶς σκηνές τους, βγάζοντας τὸ ἐγκόλπιο καὶ τὸν Σταυρό, γιὰ νὰ μὴν ἐρεθίζουν τὰ τέκνα τοῦ Μωάμεθ! Καὶ σιγά-σιγά, οἱ σκηνὲς γίνονται πελώρια ξενοδοχεῖα καὶ οἰκοδομὲς ποὺ ἁρπάζουν οἱ τράπεζες ἀπὸ τοὺς δύστυχους Ἕλληνες.
Αὐτοὶ ποὺ κυβερνοῦν καὶ τοὺς κουβάλησαν ἐδῶ μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους δὲν ρίχνουν μιὰ ματιὰ στὰ συσσίτια καὶ στὰ ἄστεγα καὶ ταλαίπωρα παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος; Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο ἀπ’ ὅλα, στὰ ἄνεργα παιδιά, ποὺ τὰ πιὸ γερὰ μυαλὰ φεύγουν πρὸς δυσμάς, γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν; Εἶπε ὁ Χριστὸς ἀγάπη, ἀλλὰ εἶπε καὶ τὸ κάθε ἔθνος στὰ ὅριά του καὶ νὰ μὴν εἰσέρχεται στὸ ἄλλο ἔθνος. Ἡ μίξη τῶν Ἑλλήνων μὲ τοὺς μουσουλμάνους, ποὺ δὲν ἔχουν ἱερὸ καὶ ὅσιο, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ ἠθική, ἀλλὰ ὅλα εἶναι ἀπόλαυση, δὲν θὰ τοῦ ἀλλάξη τὸ ἦθος καὶ τὸ ὕφος καὶ τὴν ταυτότητα αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τόπου;
Βρέ, δὲν ἀκοῦτε ποὺ τρίζουν τὰ κόκκαλα τῶν προγόνων μας; Δὲν φτάνουν στὰ αὐτιά σας τὰ βογγητὰ καὶ οἱ καημοὶ τῶν προγόνων μας στὸ παιδομάζωμα; Αὐτὸ εἶναι ἕνας καινούργιος τρόπος παιδομαζώματος, μίξεως καὶ συγχύσεως. Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσλὰμ καταστράφηκε ὅλη ἡ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἡ Ρωμιοσύνη ἀφανίστηκε. Δυὸ μεγάλους ἐχθρούς συνάντησε στὸν δρόμο της ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸν παπισμό καὶ τὸν ἰσλαμισμό. Καὶ αὐτοὶ σήμερα σφιχταγκαλιάζονται γιὰ νὰ κατασβέσουν τὴν λαμπάδα τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ἡ Ἑλλάδα. Ἀφῆστε τὶς «φιλανθρωπίες» καὶ ἐλᾶτε στὰ συγκαλά σας. Ἐὰν τοὺς προγόνους μας ἔκαψαν, ἔσφαξαν, τηγάνισαν, ἐμᾶς γιατί θά μᾶς φερθοῦν καλύτερα; Ἐπειδὴ τοὺς δεχθήκαμε στὴν χώρα μας;
Φαινόμενο μεγάλης παράνοιας ὑπάρχει σ’ αὐτὴν τὴν μικρὴ χώρα. Χρόνια τώρα δεχόμαστε ἀπειλὲς ἀπ’ τὸ Ἰσλάμ. Ποῦ θὰ πᾶς; Ποῦ θὰ περπατήσης καὶ δὲν θὰ κλάψης; Οἱ πρόσφυγες ποὺ ἦρθαν ἀπ’ τὴν Μικρὰ Ἀσία καὶ τὸν Πόντο ἦρθαν ξυπόλητοι, γυμνοί, πεινασμένοι, ἀκρωτηριασμένοι. Αὐτοὶ δὲν εἶναι πρόσφυγες, εἶναι κατακτητές, εἶναι οἱ ρώθωνες τοῦ διαβόλου.
«Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί ἐγκατέλιπές μας;»
Ξωμάντρι τοῦ διαβόλου κατήντησε ἡ Ἑλλάδα καὶ κάθε ἄθεος καὶ ἀντίχριστος καὶ διεφθαρμένος βρίσκει καταφύγιο στὴν χώρα αὐτὴ τῶν μαρτύρων καὶ τῶν Ἁγίων. Ὑπάρχει λύσσα καταστροφῆς αὐτοῦ τοῦ πανάρχαιου λαοῦ ποὺ λέγεται Ἑλληνισμὸς καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Ποιός θὰ ἀπαντήξη τὸ κακό; Οἱ ἄθεοι κρατοῦντες ἢ ὁ πάπας ποὺ ἔχει γίνει -ἀλλοίμονο- τὸ μεγάλο προσκύνημα τῶν ὀρθοδόξων; Δυστυχῶς ὅπως καταντήσαμε καὶ ὄστια θὰ φᾶμε καὶ κοράνι θὰ κρατᾶμε.
Πρόσφυγες, Ἑλλάδα και τα τέκνα του Μωάμεθ!
Ὁ Θεός, ὅταν δημιούργησε τὸν αἰσθητὸ παράδεισο, οὔτε στὴν Εὐρώπη τὸν ἔστησε, οὔτε στὴν Ἀμερική, ἀλλὰ στὴν Ἀνατολία. Πῶς σήμερα ἀπὸ τὴν πάμπλουτη αὐτὴν χώρα ἔχουμε πρόσφυγες στὴν Ἑλλαδίτσα; Καὶ αὐτὸ φαίνεται μὲ μιὰ ματιὰ ποὺ τοὺς ρίχνεις. Κινητὰ τῆς τελευταίας τεχνολογίας, ἡ χανούμισσα κολὰν παντελόνι, τσεμπέρι καὶ τσιγάρο. Δυστυχῶς στήν ἐποχὴ τοῦ Μωάμεθ δὲν ὑπῆρχε τὸ μακιγιάρισμα, γιὰ νὰ τὸ ἀπαγορεύση, καὶ σήμερα καλοφροντισμένες ἐμφανίζονται στὸν χῶρο μας. Περισσότερο ἀπὸ ἑξακόσια χρόνια οἱ πρόγονοί μας ἀγωνίστηκαν νὰ διώξουν τὸν μουσουλμανισμὸ καὶ νὰ διώξουν τὰ τζαμιά. Καὶ σήμερα πλησιάζει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ εἶναι περισσότεροι οἱ μουσουλμάνοι στὴν χώρα μας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς.
Ἀπὸ αἰῶνες ὁ Θεὸς μοίρασε τὰ ἔθνη καὶ στὸ καθένα ἔδωσε τὸ κομμάτι του. Δὲν πάω στὴν πατρίδα τους νὰ τοὺς πολεμήσω, ἀλλὰ δὲν τοὺς θέλω στὴν χώρα μου. Δὲν εἶναι σωβινισμὸς αὐτό. Οἱ καμπάνες κάνουν ἠχορρύπανση· ὁ χότζας ποὺ σὲ λίγο θὰ φωνάζη στὰ τζαμιὰ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα δέν θὰ ἐνοχλῆ; Μισοῦν τὴν πίστη μας, μισοῦν τὸν Σταυρό, τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Καὶ δυστυχῶς κινοῦνται ἐπίσκοποι καὶ ἀρχιεπίσκοποι πρὸς τὶς σκηνές τους, βγάζοντας τὸ ἐγκόλπιο καὶ τὸν Σταυρό, γιὰ νὰ μὴν ἐρεθίζουν τὰ τέκνα τοῦ Μωάμεθ! Καὶ σιγά-σιγά, οἱ σκηνὲς γίνονται πελώρια ξενοδοχεῖα καὶ οἰκοδομὲς ποὺ ἁρπάζουν οἱ τράπεζες ἀπὸ τοὺς δύστυχους Ἕλληνες.
Αὐτοὶ ποὺ κυβερνοῦν καὶ τοὺς κουβάλησαν ἐδῶ μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους δὲν ρίχνουν μιὰ ματιὰ στὰ συσσίτια καὶ στὰ ἄστεγα καὶ ταλαίπωρα παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος; Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο ἀπ’ ὅλα, στὰ ἄνεργα παιδιά, ποὺ τὰ πιὸ γερὰ μυαλὰ φεύγουν πρὸς δυσμάς, γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν; Εἶπε ὁ Χριστὸς ἀγάπη, ἀλλὰ εἶπε καὶ τὸ κάθε ἔθνος στὰ ὅριά του καὶ νὰ μὴν εἰσέρχεται στὸ ἄλλο ἔθνος. Ἡ μίξη τῶν Ἑλλήνων μὲ τοὺς μουσουλμάνους, ποὺ δὲν ἔχουν ἱερὸ καὶ ὅσιο, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ ἠθική, ἀλλὰ ὅλα εἶναι ἀπόλαυση, δὲν θὰ τοῦ ἀλλάξη τὸ ἦθος καὶ τὸ ὕφος καὶ τὴν ταυτότητα αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τόπου;
Βρέ, δὲν ἀκοῦτε ποὺ τρίζουν τὰ κόκκαλα τῶν προγόνων μας; Δὲν φτάνουν στὰ αὐτιά σας τὰ βογγητὰ καὶ οἱ καημοὶ τῶν προγόνων μας στὸ παιδομάζωμα; Αὐτὸ εἶναι ἕνας καινούργιος τρόπος παιδομαζώματος, μίξεως καὶ συγχύσεως. Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσλὰμ καταστράφηκε ὅλη ἡ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἡ Ρωμιοσύνη ἀφανίστηκε. Δυὸ μεγάλους ἐχθρούς συνάντησε στὸν δρόμο της ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸν παπισμό καὶ τὸν ἰσλαμισμό. Καὶ αὐτοὶ σήμερα σφιχταγκαλιάζονται γιὰ νὰ κατασβέσουν τὴν λαμπάδα τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ἡ Ἑλλάδα. Ἀφῆστε τὶς «φιλανθρωπίες» καὶ ἐλᾶτε στὰ συγκαλά σας. Ἐὰν τοὺς προγόνους μας ἔκαψαν, ἔσφαξαν, τηγάνισαν, ἐμᾶς γιατί θά μᾶς φερθοῦν καλύτερα; Ἐπειδὴ τοὺς δεχθήκαμε στὴν χώρα μας;
Φαινόμενο μεγάλης παράνοιας ὑπάρχει σ’ αὐτὴν τὴν μικρὴ χώρα. Χρόνια τώρα δεχόμαστε ἀπειλὲς ἀπ’ τὸ Ἰσλάμ. Ποῦ θὰ πᾶς; Ποῦ θὰ περπατήσης καὶ δὲν θὰ κλάψης; Οἱ πρόσφυγες ποὺ ἦρθαν ἀπ’ τὴν Μικρὰ Ἀσία καὶ τὸν Πόντο ἦρθαν ξυπόλητοι, γυμνοί, πεινασμένοι, ἀκρωτηριασμένοι. Αὐτοὶ δὲν εἶναι πρόσφυγες, εἶναι κατακτητές, εἶναι οἱ ρώθωνες τοῦ διαβόλου.
«Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί ἐγκατέλιπές μας;»
Ξωμάντρι τοῦ διαβόλου κατήντησε ἡ Ἑλλάδα καὶ κάθε ἄθεος καὶ ἀντίχριστος καὶ διεφθαρμένος βρίσκει καταφύγιο στὴν χώρα αὐτὴ τῶν μαρτύρων καὶ τῶν Ἁγίων. Ὑπάρχει λύσσα καταστροφῆς αὐτοῦ τοῦ πανάρχαιου λαοῦ ποὺ λέγεται Ἑλληνισμὸς καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Ποιός θὰ ἀπαντήξη τὸ κακό; Οἱ ἄθεοι κρατοῦντες ἢ ὁ πάπας ποὺ ἔχει γίνει -ἀλλοίμονο- τὸ μεγάλο προσκύνημα τῶν ὀρθοδόξων; Δυστυχῶς ὅπως καταντήσαμε καὶ ὄστια θὰ φᾶμε καὶ κοράνι θὰ κρατᾶμε.