ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ (α΄)
Τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἄλλοτε ἔλεγχος καὶ ἄλλοτε παρηγορία καὶ ἐποικοδομή. Ὅταν εἶνε ἔλεγχος, μοιάζει μὲ ὁρμητικὸ καταρράκτη, ποὺ καθὼς κατεβαίνει κάνει θόρυβο καὶ παρασύρει πέτρες καὶ βράχους ὁλόκληρους. Ὅταν εἶνε παρηγορία —καὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ παρηγορία οἱ ψυχές—, τότε μοιάζει μὲ λεπτὴ βροχή, ποὺ πέφτει ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ καὶ δροσίζει τὰ φυτά.Τὸ κήρυγμα τοῦτο δὲν θὰ εἶνε ἐλεγκτικό. Θὰ προσπαθήσω νὰ εἶνε ἕνα μικρὸ ῥυάκι γιὰ ψυχὲς διψασμένες. Ἄλλωστε «καιρὸς παντὶ πράγματι». Ὑπάρχει «καιρὸς σιωπῆς καὶ καιρὸς λαλιᾶς» (Ἐκκλ. 3,1,7), καιρὸς ἐλέγχου καὶ καιρὸς παρηγορίας. Ἡ δὲ περίοδος τοῦ Τριῳδίου καὶ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶνε περίοδος μετανοίας καὶ καταρτισμοῦ· τῆς ἁρμόζει τὸ ἐποικοδομητικὸ καὶ παρηγορητικὸ κήρυγμα.
* * *
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, πῶς
ἀρχίζει τὸ Τριῴδιο; Ἀρχίζει μὲ μία θερμὴ παράκλησι στὸ Θεό· «Τῆς
μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα…» (Κυρ. Τελ. & Φαρ.).
Παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ἀνοίξῃ τὶς πύλες τῆς μετανοίας. Ὅλοι ἔχουμε
ἀνάγκη ἀπὸ μετάνοια.
Ἀλλὰ ἡ μετάνοια, τὴν ὁποία συνιστᾷ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, δὲν εἶνε εὔκολο πρᾶγμα. Εἶνε κατόρθωμα δυσκολώτατο. Ἀπὸ τὰ πλήθη καὶ τῶν Χριστιανῶν ἀκόμη ποὺ συγκεντρώνονται στοὺς ναούς, ἕνα ἐλάχιστο ποσοστὸ ἔχουν εἰλικρινῆ μετάνοια.
Ἡ μετάνοια εἶνε θαῦμα, τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ. Ἡ μετάνοια εἶνε ἐπανάστασι, ἁγία ἐπανάστασι κατὰ τῆς τυραννίας τοῦ διαβόλου. Ἡ μετάνοια δὲν εἶνε ἔργο ἀνθρώπινο· εἶνε ἔργο κατ᾿ ἐξοχὴν τῆς θείας χάριτος. Συνεργεῖ ἀποφασιστικὰ ἡ θεία χάρις στὴν καρδιὰ γιὰ νὰ μετανοήσῃ ὁ ἁμαρτωλός· ὁ ἄνθρωπος προσφέρει τὴν προαίρεσί του ἁπλῶς. Μετάνοια, γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ ἁπλᾶ, εἶνε τὸ νὰ πάῃ κανεὶς κόντρα στὸ ῥεῦμα· τὸ νὰ προσπαθῇ ἕνα μικρὸ πλοῖο νὰ περάσῃ ἀνάστροφα τὸν πορθμὸ τοῦ Εὐρίπου· τὸ νὰ προσπαθῇ ἕνα παιδὶ νὰ ξερριζώσῃ ἕνα γέρικο πλατάνι μὲ βαθειὲς ῥίζες· τὸ νὰ προσπαθῇ κανεὶς νὰ σηκώσῃ τὸν Ὄλυμπο καὶ νὰ τὸν ῥίξῃ στὴ θάλασσα. Μετάνοια —δὲν εἶπα τίποτε— εἶνε μία νεκρανάστασι, τὸ νὰ προσπαθῇ κανεὶς ν᾽ ἀναστήσῃ ἕνα νεκρό. Δὲν εἶνε αὐτὰ ὑπερβολή. ῾Ρεῦμα ἐνάντιο καὶ βουνὸ θεόρατο καὶ δέντρο βαθειὰ ῥιζωμένο στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἡ ἁμαρτία· καὶ νεκρός, ποὺ πρέπει ν᾽ ἀναστηθῇ, εἶνε ὁ ἁμαρτωλός, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν ἄσωτο υἱὸ «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε» (Λουκ. 15,32). Ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε θάνατος τὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (῾Ρωμ. 6,23).
Ἀλλὰ ἡ μετάνοια, τὴν ὁποία συνιστᾷ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, δὲν εἶνε εὔκολο πρᾶγμα. Εἶνε κατόρθωμα δυσκολώτατο. Ἀπὸ τὰ πλήθη καὶ τῶν Χριστιανῶν ἀκόμη ποὺ συγκεντρώνονται στοὺς ναούς, ἕνα ἐλάχιστο ποσοστὸ ἔχουν εἰλικρινῆ μετάνοια.
Ἡ μετάνοια εἶνε θαῦμα, τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τῆς θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ. Ἡ μετάνοια εἶνε ἐπανάστασι, ἁγία ἐπανάστασι κατὰ τῆς τυραννίας τοῦ διαβόλου. Ἡ μετάνοια δὲν εἶνε ἔργο ἀνθρώπινο· εἶνε ἔργο κατ᾿ ἐξοχὴν τῆς θείας χάριτος. Συνεργεῖ ἀποφασιστικὰ ἡ θεία χάρις στὴν καρδιὰ γιὰ νὰ μετανοήσῃ ὁ ἁμαρτωλός· ὁ ἄνθρωπος προσφέρει τὴν προαίρεσί του ἁπλῶς. Μετάνοια, γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ ἁπλᾶ, εἶνε τὸ νὰ πάῃ κανεὶς κόντρα στὸ ῥεῦμα· τὸ νὰ προσπαθῇ ἕνα μικρὸ πλοῖο νὰ περάσῃ ἀνάστροφα τὸν πορθμὸ τοῦ Εὐρίπου· τὸ νὰ προσπαθῇ ἕνα παιδὶ νὰ ξερριζώσῃ ἕνα γέρικο πλατάνι μὲ βαθειὲς ῥίζες· τὸ νὰ προσπαθῇ κανεὶς νὰ σηκώσῃ τὸν Ὄλυμπο καὶ νὰ τὸν ῥίξῃ στὴ θάλασσα. Μετάνοια —δὲν εἶπα τίποτε— εἶνε μία νεκρανάστασι, τὸ νὰ προσπαθῇ κανεὶς ν᾽ ἀναστήσῃ ἕνα νεκρό. Δὲν εἶνε αὐτὰ ὑπερβολή. ῾Ρεῦμα ἐνάντιο καὶ βουνὸ θεόρατο καὶ δέντρο βαθειὰ ῥιζωμένο στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἡ ἁμαρτία· καὶ νεκρός, ποὺ πρέπει ν᾽ ἀναστηθῇ, εἶνε ὁ ἁμαρτωλός, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν ἄσωτο υἱὸ «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε» (Λουκ. 15,32). Ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε θάνατος τὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (῾Ρωμ. 6,23).
Ἡ μετάνοια εἶνε ἀνάστασι καὶ
ζωή. Κι ἀλλοίμονο ἂν περάσουμε πάνω ἀπ᾽ τὸ φλούδι αὐτὸ τῆς γῆς χωρὶς
ἀπὸ τὰ μάτια μας νὰ στάξουν δάκρυα μετανοίας. Τὰ δάκρυα αὐτὰ εἶνε τὸ
πολυτιμότερο πρᾶγμα. Ἕνα τέτοιο δάκρυ τὸ παίρνουν ἄγγελοι καὶ τὸ
ἀνεβάζουν στοὺς οὐρανοὺς σὰν ἀκριβὸ διαμάντι. Ὅταν ἐδῶ ἕνας ἁμαρτωλὸς
μετανοῇ καὶ κλαίῃ, ἐκεῖ οἱ ἄγγελοι πανηγυρίζουν. Κατὰ τὸ λόγο τοῦ
Κυρίου «χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ
μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,10).
Δὲν χαρίζει ὅμως συχνὰ τέτοια χαρὰ στὸν οὐράνιο κόσμο ἡ ἁμαρτωλὴ γῆ μας. Σπάνιο πρᾶγμα ἡ μετάνοια. Κι ὅσο οἱ καιροὶ προχωροῦν γίνεται ὁλοένα καὶ σπανιώτερο. Θά ᾽ρθουν χρόνια πονηρά. Θὰ ἐπιτρέψῃ ὁ Θεὸς νὰ πλήξουν τὴν ἀποστάτιδα ἀνθρωπότητα μάστιγες. Ὅπως ὁ πατέρας τιμωρεῖ τὰ ἄτακτα παιδιά του, ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος πατέρας, ὁ Θεός, «θὰ ξεκρεμάσῃ», κατὰ τὴν ἔκφρασι τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, «τὸ σιδερένιο μπαστούνι του», καὶ τότε οὐαὶ τῷ κόσμῳ. Παρὰ τὰ δεινὰ ὅμως ποὺ θὰ ἔρθουν, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου, δὲν θὰ μετανοοῦν· «καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν» (Ἀπ. 16,11· βλ. καὶ 9,21).
Δὲν χαρίζει ὅμως συχνὰ τέτοια χαρὰ στὸν οὐράνιο κόσμο ἡ ἁμαρτωλὴ γῆ μας. Σπάνιο πρᾶγμα ἡ μετάνοια. Κι ὅσο οἱ καιροὶ προχωροῦν γίνεται ὁλοένα καὶ σπανιώτερο. Θά ᾽ρθουν χρόνια πονηρά. Θὰ ἐπιτρέψῃ ὁ Θεὸς νὰ πλήξουν τὴν ἀποστάτιδα ἀνθρωπότητα μάστιγες. Ὅπως ὁ πατέρας τιμωρεῖ τὰ ἄτακτα παιδιά του, ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος πατέρας, ὁ Θεός, «θὰ ξεκρεμάσῃ», κατὰ τὴν ἔκφρασι τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, «τὸ σιδερένιο μπαστούνι του», καὶ τότε οὐαὶ τῷ κόσμῳ. Παρὰ τὰ δεινὰ ὅμως ποὺ θὰ ἔρθουν, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου, δὲν θὰ μετανοοῦν· «καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν» (Ἀπ. 16,11· βλ. καὶ 9,21).
* * *
Ποιά εἶνε ὅμως ἡ οὐσία τῆς
μετανοίας; Ὅπως φανερώνει καὶ ἡ λέξι, μετάνοια σημαίνει «μεταβολή»,
«στροφή». Φανταστῆτε ἕνα πλοῖο, ποὺ ταξιδεύει νύχτα στὸν ὠκεανὸ καὶ
αἴφνης ὁ ναύτης ὁ ἐντεταλμένος νὰ παρατηρῇ, εἰδοποιεῖ τὸν πλοίαρχο ὅτι
μπροστά τους ὑπάρχει σκόπελος· ἀμέσως ὁ πλοίαρχος διατάζει στροφὴ 180
μοιρῶν καὶ τὸ πλοῖο ἀλλάζει κατεύθυνσι γιὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν
καταστροφή. Καὶ ὁ ἁμαρτωλός, ὅπως βαδίζει, θὰ καταλήξῃ στὴν ἀπώλεια.
Εἶνε ἀνάγκη νὰ κάνῃ στροφή.
Ἡ μετάνοια εἶνε πρωτίστως στροφὴ στὸν ἑαυτό μας. Τί ἐννοοῦμε λέγοντας στροφὴ στὸν ἑαυτό μας; Ὁ ἄνθρωπος, τῆς σημερινῆς ἰδίως ἐποχῆς, πάσχει ψυχικά· γι᾽ αὐτὸ νοσήματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ψυχική του κατάστασι βρίσκονται σὲ ἔξαρσι. Ἕνα δὲ σύμπτωμα ψυχικῆς ἀσθενείας τῶν ἡμερῶν μας εἶνε ἡ ἐξωστρέφεια.
Ἐξετάστε, ἀγαπητοί μου, τὸν ἑαυτό σας. Παλαιότερα ὁ ἄνθρωπος καθόταν στὴν καλύβα του κι αὐτὴ τοῦ φαινόταν σὰν παράδεισος. Κουβέντιαζε μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὰ ζῷα, μὲ τὰ ἄνθη, μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀγαποῦσε τὸ περιβάλλον του καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ ἀποχωριστῇ. Σήμερα ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν εὐχαριστεῖται μὲ τὸ περιβάλλον του, δὲν εὐχαριστεῖται μὲ τὸν ἑαυτό του. Νὰ μείνῃ μὲ τὸν ἑαυτό του; αἰσθάνεται κενό, ἐρημία. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σήμερα εἶνε Σαχάρα. Καὶ συμβαίνει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος· ὅταν ἡ καρδιά, τὸ δοχεῖο τοῦτο τοῦ εἶναι μας, μένῃ κενή, ἔρχεται τὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ προσπαθεῖ νὰ γεμίσῃ τὸ κενό. Βλέπει «τὸν οἶκον σεσαρωμένον», καὶ τότε εἰσπηδᾷ καὶ ἐγκαθίσταται ἐκεῖ (Ματθ. 12,43-45).
Πλῆθος δαιμόνια ἁμιλλῶνται νὰ καταλάβουν τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἔρχεται πρῶτο τὸ δαιμόνιο τῆς φυγῆς, τὸ ὁποῖο τοῦ λέει «φύγε». Δεύτερο τὸ δαιμόνιο τῆς περιεργείας. Τρίτο τὸ δαιμόνιο τῆς περιηγήσεως. Τέταρτο τὸ δαιμόνιο τῆς ἀνόμου διασκεδάσεως, κ.ο.κ.. Ὅλα αὐτὰ τὰ δαιμόνια θά ᾽λεγε κανεὶς ὅτι συνέπηξαν τὴν ἰδιόρρυθμη ἑταιρεία ποὺ λέγεται τουρισμός. Ποιός μένει Κυριακὴ στὸ σπίτι; Φύγε, λένε τὰ δαιμόνια. Κι ἀντὶ νὰ συναχθοῦν ὅλοι στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, φεύγουν, κι ἄλλοι ἀνεβαίνουν στὰ βουνά, ἄλλοι πιάνουν τὶς παραλίες. Ὄχι ὅμως γιὰ ν᾿ ἀναπαυθοῦν ἁπλῶς – διότι τὸ νὰ βγῇ κανεὶς στὸ βουνὸ ἢ στὴ θάλασσα γιὰ λίγη ἀνάπαυσι δὲν εἶνε ἁμαρτωλό. Δὲν περνοῦν τὴν ὥρα τους ἐκεῖ ἀθῷα. Ἐκεῖ, στοὺς τόπους αὐτοὺς τῆς ἀναψυχῆς, καραδοκοῦν ἄλλα δαιμόνια, τὰ ὁποῖα ἐξωθοῦν τοὺς ἐκδρομεῖς νὰ ἁμαρτήσουν καὶ νὰ ῥυπωθοῦν. Καὶ ἐνῷ τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν καμπάνα τοὺς καλεῖ, αὐτοὶ κωφεύουν στὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ καὶ πᾶνε νὰ γίνουν ὀρειβάτες, κυνηγοί, φυσιολάτρες, ἀρχαιολάτρες, χαρτοπαῖκτες… Κι ὅταν ἐπιστρέφουν παρατηρῆστε τους πόσο ταλαιπωρημένοι καὶ κουρασμένοι εἶνε. Ἡ μελαγχολία εἶνε ζωγραφισμένη στὰ πρόσωπά των. Δὲν βρῆκαν λοιπὸν τὴ χαρά. Τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς τους αὐξήθηκε.
Καὶ ἐπειδὴ ἡ πατρίδα εἶνε μικρὴ γι᾿ αὐτούς, ἀναχωροῦν γιὰ τὰ μεγάλα κέντρα τῆς Εὐρώπης, τὸ Παρίσι, τὸ Λονδῖνο, τὴ Βιέννη… Ἀλλ᾿ οὔτε κ᾽ ἐκεῖ μένουν εὐχαριστημένοι. Ἐπιχειροῦν τώρα τὸ γῦρο τοῦ κόσμου. Κι αὐτὸν ὅμως, ἀφοῦ τὸν ὁλοκληρώσουν, ἐξακολουθοῦν νὰ μένουν ἀνικανοποίητοι. Τότε τὸ δαιμόνιο τῆς φυγῆς τί τοὺς λέει· Φύγετε ἀπὸ τὴ γῆ, πετάξτε στὸ διάστημα, κατακτῆστε τὴ σελήνη καὶ κάνετέ την ἀεροδρόμιο γιὰ νὰ ξεκινήσετε ἀπὸ ᾽κεῖ πρὸς ἄλλους πιὸ ἀπομακρυσμένους πλανῆτες… Καὶ ἔπειτα; Ἔπειτα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν περιπλάνησι, τὸ κενὸ θὰ ἐξακολουθῇ νὰ ὑπάρχῃ στὴν ἀνθρώπινη ψυχή.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ ψυχικὴ νόσος τοῦ αἰῶνός μας.
Ἡ μετάνοια εἶνε πρωτίστως στροφὴ στὸν ἑαυτό μας. Τί ἐννοοῦμε λέγοντας στροφὴ στὸν ἑαυτό μας; Ὁ ἄνθρωπος, τῆς σημερινῆς ἰδίως ἐποχῆς, πάσχει ψυχικά· γι᾽ αὐτὸ νοσήματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ψυχική του κατάστασι βρίσκονται σὲ ἔξαρσι. Ἕνα δὲ σύμπτωμα ψυχικῆς ἀσθενείας τῶν ἡμερῶν μας εἶνε ἡ ἐξωστρέφεια.
Ἐξετάστε, ἀγαπητοί μου, τὸν ἑαυτό σας. Παλαιότερα ὁ ἄνθρωπος καθόταν στὴν καλύβα του κι αὐτὴ τοῦ φαινόταν σὰν παράδεισος. Κουβέντιαζε μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὰ ζῷα, μὲ τὰ ἄνθη, μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀγαποῦσε τὸ περιβάλλον του καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ ἀποχωριστῇ. Σήμερα ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν εὐχαριστεῖται μὲ τὸ περιβάλλον του, δὲν εὐχαριστεῖται μὲ τὸν ἑαυτό του. Νὰ μείνῃ μὲ τὸν ἑαυτό του; αἰσθάνεται κενό, ἐρημία. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σήμερα εἶνε Σαχάρα. Καὶ συμβαίνει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος· ὅταν ἡ καρδιά, τὸ δοχεῖο τοῦτο τοῦ εἶναι μας, μένῃ κενή, ἔρχεται τὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ προσπαθεῖ νὰ γεμίσῃ τὸ κενό. Βλέπει «τὸν οἶκον σεσαρωμένον», καὶ τότε εἰσπηδᾷ καὶ ἐγκαθίσταται ἐκεῖ (Ματθ. 12,43-45).
Πλῆθος δαιμόνια ἁμιλλῶνται νὰ καταλάβουν τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἔρχεται πρῶτο τὸ δαιμόνιο τῆς φυγῆς, τὸ ὁποῖο τοῦ λέει «φύγε». Δεύτερο τὸ δαιμόνιο τῆς περιεργείας. Τρίτο τὸ δαιμόνιο τῆς περιηγήσεως. Τέταρτο τὸ δαιμόνιο τῆς ἀνόμου διασκεδάσεως, κ.ο.κ.. Ὅλα αὐτὰ τὰ δαιμόνια θά ᾽λεγε κανεὶς ὅτι συνέπηξαν τὴν ἰδιόρρυθμη ἑταιρεία ποὺ λέγεται τουρισμός. Ποιός μένει Κυριακὴ στὸ σπίτι; Φύγε, λένε τὰ δαιμόνια. Κι ἀντὶ νὰ συναχθοῦν ὅλοι στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, φεύγουν, κι ἄλλοι ἀνεβαίνουν στὰ βουνά, ἄλλοι πιάνουν τὶς παραλίες. Ὄχι ὅμως γιὰ ν᾿ ἀναπαυθοῦν ἁπλῶς – διότι τὸ νὰ βγῇ κανεὶς στὸ βουνὸ ἢ στὴ θάλασσα γιὰ λίγη ἀνάπαυσι δὲν εἶνε ἁμαρτωλό. Δὲν περνοῦν τὴν ὥρα τους ἐκεῖ ἀθῷα. Ἐκεῖ, στοὺς τόπους αὐτοὺς τῆς ἀναψυχῆς, καραδοκοῦν ἄλλα δαιμόνια, τὰ ὁποῖα ἐξωθοῦν τοὺς ἐκδρομεῖς νὰ ἁμαρτήσουν καὶ νὰ ῥυπωθοῦν. Καὶ ἐνῷ τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν καμπάνα τοὺς καλεῖ, αὐτοὶ κωφεύουν στὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ καὶ πᾶνε νὰ γίνουν ὀρειβάτες, κυνηγοί, φυσιολάτρες, ἀρχαιολάτρες, χαρτοπαῖκτες… Κι ὅταν ἐπιστρέφουν παρατηρῆστε τους πόσο ταλαιπωρημένοι καὶ κουρασμένοι εἶνε. Ἡ μελαγχολία εἶνε ζωγραφισμένη στὰ πρόσωπά των. Δὲν βρῆκαν λοιπὸν τὴ χαρά. Τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς τους αὐξήθηκε.
Καὶ ἐπειδὴ ἡ πατρίδα εἶνε μικρὴ γι᾿ αὐτούς, ἀναχωροῦν γιὰ τὰ μεγάλα κέντρα τῆς Εὐρώπης, τὸ Παρίσι, τὸ Λονδῖνο, τὴ Βιέννη… Ἀλλ᾿ οὔτε κ᾽ ἐκεῖ μένουν εὐχαριστημένοι. Ἐπιχειροῦν τώρα τὸ γῦρο τοῦ κόσμου. Κι αὐτὸν ὅμως, ἀφοῦ τὸν ὁλοκληρώσουν, ἐξακολουθοῦν νὰ μένουν ἀνικανοποίητοι. Τότε τὸ δαιμόνιο τῆς φυγῆς τί τοὺς λέει· Φύγετε ἀπὸ τὴ γῆ, πετάξτε στὸ διάστημα, κατακτῆστε τὴ σελήνη καὶ κάνετέ την ἀεροδρόμιο γιὰ νὰ ξεκινήσετε ἀπὸ ᾽κεῖ πρὸς ἄλλους πιὸ ἀπομακρυσμένους πλανῆτες… Καὶ ἔπειτα; Ἔπειτα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν περιπλάνησι, τὸ κενὸ θὰ ἐξακολουθῇ νὰ ὑπάρχῃ στὴν ἀνθρώπινη ψυχή.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ ψυχικὴ νόσος τοῦ αἰῶνός μας.
* * *
Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς
μας, ἀγαπητοί μου, μέσα στὸ θόρυβο τῶν μηχανῶν του, λησμονεῖ μιὰ
μεγάλη ἀλήθεια. Ποιά ἀλήθεια· ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὑλικὸ τοῦτο κόσμο, ποὺ
εἶνε θαυμάσιος, ὑπάρχει, ναὶ ὑπάρχει, ἕνα ἄλλο σύμπαν, πνευματικὸ καὶ
ἀόρατο. Τὸ δὲ πνευματικὸ αὐτὸ σύμπαν δὲν βρίσκεται μακριά, βρίσκεται
πολὺ κοντά μας· εἶνε ὁ ἑαυτός μας!
Πρὸς αὐτὸ τὸ ἀχανὲς καὶ ἀνεξερεύνητο σύμπαν, τὸν ἑαυτό του, πρέπει νὰ στρέψῃ ὁ ἐξωστρεφὴς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας τὴν προσοχή του· αὐτὸν καλεῖται νὰ προσπαθήσῃ νὰ γνωρίσῃ. Αὐτὸ ὅμως εἶνε ἀπὸ τὰ δυσκολώτερα κατορθώματα. Ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε ἡ ἀνακάλυψις τῆς Ἀμερικῆς ἢ τοῦ Βορείου Πόλου, δὲν εἶνε ἡ κατάκτησι τῆς σελήνης ἢ ἄλλων πλανητῶν. Ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ν᾽ ἀνακαλύψῃ τὸν ἑαυτό του.
Ἀλλὰ τὸ θέμα δὲν τελείωσε. Θὰ τὸ συνεχίσουμε σὺν Θεῷ ἄλλοτε.
Πρὸς αὐτὸ τὸ ἀχανὲς καὶ ἀνεξερεύνητο σύμπαν, τὸν ἑαυτό του, πρέπει νὰ στρέψῃ ὁ ἐξωστρεφὴς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας τὴν προσοχή του· αὐτὸν καλεῖται νὰ προσπαθήσῃ νὰ γνωρίσῃ. Αὐτὸ ὅμως εἶνε ἀπὸ τὰ δυσκολώτερα κατορθώματα. Ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε ἡ ἀνακάλυψις τῆς Ἀμερικῆς ἢ τοῦ Βορείου Πόλου, δὲν εἶνε ἡ κατάκτησι τῆς σελήνης ἢ ἄλλων πλανητῶν. Ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ν᾽ ἀνακαλύψῃ τὸν ἑαυτό του.
Ἀλλὰ τὸ θέμα δὲν τελείωσε. Θὰ τὸ συνεχίσουμε σὺν Θεῷ ἄλλοτε.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας· ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κων/νου πλ. Ὁμονοίας – Ἀθηνῶν τὴν 18-3-1962 τὸ ἑσπέρα