Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς (Ὁμιλία Η΄, PG 151,94) διαχώρισε τὴν ἔννοια τῆς πίστεως σὲ πίστη εἰς
Θεὸν καὶ σὲ πίστη τῷ Θεῷ.
Ἡ πίστη εἰς Θεὸν
σημαίνει, ὅτι πιστεύουμε καλῶς, ἀσφαλῶς καὶ εὐσεβῶς, δηλ. ὅτι πιστεύουμε
ἀκλόνητα, διαφυλάττουμε καὶ τηροῦμε τὰ δόγματα καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τῶν θεοφίλων Ἁγίων Πατέρων Της, περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστη αὐτὴ δὲν ἀνέχεται
ἀλλοιώσεις, προσαρμογὲς κοσμικοῦ χαρακτῆρα ἢ νεωτερισμούς.
Πιστεύω τῷ Θεῷ σημαίνει
πίστη στὶς ὑποσχέσεις Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ὅτι εἶναι
ἀληθινὲς
καὶ ἀμετάκλητες καὶ γι’αὐτὸν τὸν λόγο, τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Γιατὶ
ἄνευ τῆς
τήρησης τῶν ἐντολῶν Του δὲν ἀποδεικνύεται ἡ ἀληθινὴ πίστη μας, δὲν
ὁμολογεῖται καὶ δὲν δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκολούθως
δὲν γινόμαστε μέτοχοι τῆς εὐλογίας Του. Παράλληλα ὅταν τηρεῖ ὁ ἄνθρωπος
τὶς ἐντολὲς
τοῦ Θεοῦ, γίνεται ὁ Θεὸς ὀφειλέτης καὶ εὐλογεῖ τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος λέει
ξεκάθαρα ὅτι οἱ δύο αὐτές ἔννοιες τῆς πίστης πρέπει νὰ συνυπάρχουν, διότι ἀλλιῶς
ὑπάρχει πρόβλημα στὴν πίστη μας. Ἀπόδειξη τῆς συνυπάρξεως τῶν δύο ἐννοιῶν ἀποτελοῦν
τὰ ἔργα μας: Ἀπὸ τὴν μία ἡ πρακτικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀγάπη, ἐλεημοσύνη,
δικαιοσύνη, ὑπακοὴ κλπ. καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ὁμολογία μας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους
καὶ ἡ μὲ αὐτὴν συνδεδεμένη ἀποφυγὴ κάθε αἱρέσεως, κακοδοξίας, προσβολῆς τοῦ Θεοῦ
καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Γιὰ ὅλα αὐτὰ φέρνει ὁ Ἅγιος ὡς παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ.
Ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε ἀκλόνητα
καὶ ἀδιαπραγμάτευτα εἰς τὸν Θεὸ καὶ τῷ Θεῷ. Πίστεψε, ὅτι εἶναι ὁ Ἕνας Τριαδικὸς
Θεὸς, ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, πίστεψε στὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὴταν ἤδη
μεγάλος στὴν ἡλικία, ὅτι θὰ γεννήσει τὸν Ἰσαὰκ καὶ διὰ τοῦ Ἰσαὰκ θὰ εὐλογηθοῦν ὅλες
οἱ φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Δὲν συμβιβάστηκε, δὲν παράλλαξε δὲν ἀμφέβαλε. Ἀκόμα καὶ ὅταν
τοῦ ζήτησε ὁ Θεὸς νὰ θυσιάσει τὸν μοναδικὸ υἱόν του, τὸν ὁποῖο ἀπέκτησε ὡς θαῦμα,
ὡς δῶρο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον θὰ ἐκπληρωνόταν ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀβραὰμ δὲν
δίστασε, ἀλλὰ ἔκανε ὑπακοή καὶ τήρησε τὴν ἐντολή Του. Ἔδωσε ὁ Ἀβραὰμ τὸν υἱόν
του ὡς θυσία εἰς τὸν Θεὸν καὶ ὁ Θεὸς ὡς ὀφειλέτης ἔδωσε τὸν Μονογενὴ Υἱὸν Του ὡς
θυσία γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ εἶναι ἡ δικαιοῦσα πίστη ποὺ δόξασε τόν Ἀβραάμ,
τὸν Ἰσαάκ, τοὺς προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Ἁγίους Πατέρες· ἡ πίστη τῆς
συμφωνίας τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη,
τὴν ὁποία πρόδωσαν οἱ Οἰκουμενιστὲς καὶ ἀκολούθως τὴν ἔχασαν. Δὲν πιστεύουν πιὰ
οὔτε εἰς τὸν Θεὸ οὔτε τῷ Θεῷ.
Δὲν πιστεύουν εἰς τὸν
Θεό, γιατὶ εἰσήγαγαν καὶ θεμελίωσαν στὴν πίστη τους τὴν «ζηζιούλεια Θεολογία»,
μία «νέα ἐκκλησιολογία», τὸν ἐπισκοποκεντρισμό, τὴν μασονεία, τὴν Θεοσοφία τὸν
θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ και κατήργησαν τὰ δόγματα καὶ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας
πλανῶντες καὶ πλανώμενοι.
Δὲν πιστεύουν τῷ Θεῷ,
γιατὶ ἀμφέβαλαν γιὰ τὶς ὑποσχέσεις Του, διάλεξαν τὸ προσωπικὸ συμφέρον, ἀπέρριψαν
τὸν δρόμο σωτηρίας ποὺ Αὐτὸς μᾶς φανέρωσε καὶ πρόβαλαν καὶ ἀποδέχτηκαν ἄλλες ὑποσχέσεις,
ἄλλες ὁδούς, ἄλλους τρόπους ὑπακοῆς καὶ σωτηρίας «δουλεύοντες ἐπιθυμίαις». Τὰ ἔργα
τους δὲν εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀποτελοῦνται καὶ ἐκφράζονται ἀπὸ σκοπιμότητα,
διπροσωπία, ἀγαπολογία, συμβιβασμούς, κοσμικὴ ἀναγνώριση καὶ τὸ χειρότερο ἀπὸ ὕβρεις
καὶ διωγμούς. Ἰδίως τὰ δύο τελευταῖα φανερώνουν τί πραγματικὰ πρεσβεύουν.
Τοὺς Οἰκουμενιστὲς συνοδεύουν
καὶ ὅσοι μιλοῦν γιὰ τὴν πίστη εἰς τὸν Θεὸ καὶ ἀναγνωρίζουν τοὺς Οἰκουμενιστὲς ὡς
αἱρετικούς, ἀλλὰ δὲν πράττουν ἀρεστὰ τῷ Θεῷ, διότι ἁπλούστατα συλλειτουργοῦν καὶ
συνεργάζονται καὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς Οἰκουμενιστὲς ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλους γενικὰ τοὺς αἱρετικούς,
βοηθώντας τὴν στερέωση καὶ ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως καὶ καταδικάζοντας παράλληλα αὐτοὺς
ποὺ θέλουν καὶ ἀγωνίζονται νὰ πιστεύουν τῷ Θεῷ. Τὰ λόγια τους στεροῦνται τῆς
πρακτικῆς τους ἐφαρμογῆς, ἡ στάση τους διασπᾶ τὴν ἀλληλένδετη σχέση τῶν δύο ἐννοιῶν
τῆς πίστεως καὶ ἀλλοιώνει τὴν ὁμόνοια καὶ ὁμοπραξία –καὶ τὰ δύο ἀναγκαῖα γιὰ τὴν
καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως– τοῦ ποιμνίου τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς
δείχνουν καὶ αὐτοὶ φόβο, διγλωσσία, ἀγκίστρωση καὶ ἀγάπη στὰ κοσμικὰ καὶ ἀμφιβολία
περὶ τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλους ὅσους πιστεύουν καὶ πράττουν κατ’ αὐτὸν
τὸν τρόπο, Οἰκουμενιστὲς καὶ χαρτοπολεμικοὺς «Ἀντιοικουμενιστὲς» συμπεραίνει ὁ Ἅγιος
ἐμμέσως πλὴν σαφῶς:
Ἡ πίστη τους εἶναι
μία πίστη χωρὶς ἀλήθεια καὶ χωρὶς ἀληθινὰ ἔργα· καὶ πίστη χωρὶς ἀληθινὰ ἔργα εἶναι
νεκρὴ πίστη.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου