Του καθηγητού Αδαμάντιου Τσακίρογλου.
«πείσομαι δὲ μᾶλλον
τῷ θεῷ ἢ ὑμῖν» (Πλάτωνος, Σωκράτους Ἀπολογία)
Μὲ ἀφορμὴ τὴν Κυριακὴ
τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἑορτὴ γιὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας ἀφιέρωσε τὴν πρώτη
Κυριακὴ τῶν νηστειῶν, γιὰ νὰ τιμήσει τὴν ἀνύψωση τῶν εἰκόνων καὶ τοὺς ὁμολογητὲς
Χριστιανούς (ναί, αὐτοὺς ποὺ οἱ Οἰκουμενιστὲς καταδικάζουν σήμερα ὡς Ταλιμπάν) γιὰ μᾶς δείξει, γιατὶ νηστεύουμε καὶ ποιό
φρόνημα πρέπει νὰ ἔχουμε ὡς Χριστιανοί, τὴν ἑορτὴ στὴν ὁποία κανονικὰ ἀναθεματίζονται
ὅλοι οἱ αἱρετικοί, ἀλλὰ σήμερα ἀναθεματίζονται ὅσοι ἀγωνίζονται ἐνάντια στὴν αἵρεση,
πρέπει νὰ γίνει κατανοητό, ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ σήμερα θὰ ἔπρεπε νὰ
ντρεπόμαστε γιὰ τὴν κατάντια μας. Θὰ ἔπρεπε νὰ ντρεπόμαστε γι’ αὐτὸ ποὺ εἴμασταν
κι γι’ αὐτὸ ποὺ γίναμε, γι’ αὐτὰ πού, ἐνῶ μᾶς τὰ δίδαξε ὁ Θεός, τὰ ἀψηφοῦμε καὶ
δὲν τὰ πράττουμε. Καὶ γιὰ νὰ γίνει ἡ ντροπή μας ἀκόμα πιὸ μεγάλη, ἂς ἀφήσουμε ἕναν
μὴ Χριστιανό, τὸν Σωκράτη, νὰ μᾶς διδάξει, πῶς ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντι
στὸν κόσμο καὶ στὴν αἵρεση. Τὸ ἀπόσπασμα ποὺ ἀκολουθεῖ σε ἐλεύθερη μετάφραση εἶναι
ἀπὸ τὴν “Ἀπολογία τοῦ Σωκράτη”, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσε ὁ Πλάτωνας. Ὁ Σωκράτης στὸν
πρώτο του λόγο μπροστὰ στὸ δικαστήριο, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐναντίον του καταδικαστικὴ ἀπόφαση,
ἀψηφώντας τὶς φοβερὲς συνέπειες, προειδοποιεῖ τοὺς Ἀθηναίους ὅτι ἂν τυχὸν τὸν ἀθωώσουν
δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξει σκέψη καὶ χαρακτῆρα καὶ ἐξηγεῖ τοὺς λόγους:
[29d] «…ἂν λοιπόν, ὅπως εἶπα, μὲ τέτοια συμφωνία μὲ ἀθωώσετε,
θὰ σᾶς πῶ ὅτι ἐγώ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, σᾶς ἐκτιμῶ καὶ σᾶς ἀγαπῶ, θ᾽ ἀκούσω ὅμως περισσότερο τὸν θεὸ ἀπὸ σᾶς,
καί, ὅσο ἔχω πνοὴ καὶ εἶμαι δυνατός, δὲν
θὰ παύσω νὰ φιλοσοφῶ καὶ νὰ σᾶς
συμβουλεύω, μὲ ὅποιον κι ἂν βρεθῶ, καὶ νὰ σᾶς λέω ἐκεῖνα ποὺ συνήθισα,
δηλαδή: Ὦ ἄνθρωπε, καλύτερε ἀπ᾽ ὅλους, ποὺ εἶσαι Ἀθηναῖος, ἀπὸ τὴν πόλη τὴ
μεγαλύτερη καὶ πιὸ ξακουσμένη καὶ στὴ σοφία καὶ στὴ δύναμη, δὲν ντρέπεσαι νὰ φροντίζεις γιὰ χρήματα, μὲ
τί τρόπο ν᾽ ἀποκτήσεις περισσότερα, [29e] καὶ γιὰ τὴν ὑπόληψη καὶ τὴν τιμή, γιὰ τὴν φρόνηση καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ
γιὰ τὴν ψυχή σου ὅμως, πώς νὰ τὴν καλυτερεύσεις, δὲν προσπαθεῖς καὶ δὲν
φροντίζεις καθόλου; Καὶ ἂν κανένας ἀπὸ σᾶς ἀμφισβητήσει καὶ πεῖ πὼς
φροντίζει, δὲν θὰ τὸν ἀφήσω καὶ δὲν θὰ φύγω, ἀλλὰ θὰ τὸν ρωτήσω καὶ θὰ τὸν ἐξετάσω καὶ θὰ τὸν ἐλέγξω καί, ἂν μοῦ φανεῖ πὼς δὲν ἔχει στ᾽ ἀλήθεια αὐτὴ
τὴν ἀρετή, [30a] παρὰ μόνο μὲ τὰ λόγια, θὰ τὸν περιγελάσω, γιατὶ τόσο
λίγο φροντίζει γιὰ κεῖνα ποὺ ἀξίζουν πολὺ καὶ τόσο πολύ γιὰ τὰ πιὸ τιποτένια. Αὐτὸ θὰ κάνω σὲ ὅποιον συναντήσω, εἴτε νεότερον εἴτε
γεροντότερο, καὶ ξένο καὶ ντόπιο, καὶ περισσότερο στοὺς ντόπιους, γιατὶ περισσότερο
συγγενεύετε μαζί μου. Γιατὶ αὐτὰ
προστάζει ὁ θεός, γνωρίζετέ το καλά. Κι εγώ φαντάζομαι πὼς δὲν ἔγινε ἀκόμη μεγαλύτερο καλὸ σὲ σᾶς καὶ στὴν πολιτεία, ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία
μου αὐτὴ πρὸς τὸν θεό. Γιατὶ ἐγὼ τίποτε ἄλλο δὲν κάνω, καθὼς τριγυρίζω
παντοῦ, παρὰ νὰ σᾶς πείθω, νέους καὶ γέρους, μήτε γιὰ τὰ σώματά σας [30b] νὰ φροντίζετε, μήτε γιὰ χρήματα πρῶτα πρῶτα καὶ μὲ
τόσο ζῆλο, ὅσο γιὰ τὴν ψυχή σας, πῶς νὰ
τὴν κάμετε καλύτερη» (Πλάτωνος, Ἀπολογία
Σωκράτους 29d-30b, μετάφραση).
Ντροπή μας,
Χριστιανοί, νὰ προτιμάει τὸν Θεὸ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἕνας ἐθνικός περισσότερο ἀπὸ
ἐμᾶς, ποὺ ἔχουμε τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους.
Ντροπή μας,
Χριστιανοί, νὰ μην φοβᾶται τὸν θάνατο καὶ τὸν διωγμὸ ἕνας ἐθνικὸς περισσότερο ἀπὸ
ἐμᾶς ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς θανάτῳ θάνατον ἐπάτησεν καὶ μετέτρεψε τὸν
σταυρό τοῦ μαρτυρίου καὶ τοῦ διωγμοῦ σὲ σύμβολο νίκης καὶ σωτηρίας.
Ντροπή μας, Χριστιανοί,
νὰ προτιμάει ὁ μὴ Χριστιανός Σωκράτης νὰ ὑπακούει περισσότερο στὸν Θεό καὶ στὶς
ἐντολές του καὶ νὰ προτιμάει τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν ἐλευθερία γιὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν
λόγο, παρὰ στοὺς συνανθρώπους καὶ συμπολῖτες του, τοὺς ὁποίους ἀγαπάει, ἀλλὰ
πάλι γιὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο κάνει αὐτὴν τὴν ἐπιλογή, ἐνῶ ἐμεῖς φοβόμαστε τοὺς
ἀνθρώπους, φοβόμαστε μὴν γίνουμε ἀποσυνάγωγοι καὶ ἀφήνουμε τὴν αἵρεση νὰ
καταδυναστεύει τὴν Ἐκκλησία.
Ντροπή μας,
Χριστιανοί, νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ψυχή του καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν συνανθρώπων του ἕνας
ἐθνικὸς περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ ἀδιαφοροῦμε ὄχι μόνο ἂν θὰ σωθεῖ ὁ
συνάνθρωπός μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἴδιες μας τὶς ψυχές. Καὶ πιότερο ντροπὴ
πρέπει στοὺς ἐντεταλμένους Ποιμένες, ποὺ πρῶτο καὶ κύριο καθῆκον τους εἶναι ἡ
ποίμανση καὶ προστασία τοῦ ποιμνίου ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, ἀλλ’ αὐτοὶ ἀσχολοῦνται
μὲ τὴν προσωπική τους ἀσφάλεια, τὴν προσωπική τους ἀνάδειξη καὶ τὸ προσωπικό
τους κέρδος.
Ντροπή μας,
Χριστιανοί, νὰ μᾶς συμβουλεύει ἕνας ἐθνικός, πὼς τὰ χρήματα καὶ ἡ ἄνετη ζωὴ δὲν
εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ὑπεράσπιση καὶ τὴν ὁμολογία τῆς
Ἀλήθειας περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ διαβάσαμε καὶ ἀκούσαμε μυριάδες φορές, πῶς «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ
τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου
καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6, 24).
Ντροπή μας,
Χριστιανοί, νὰ μᾶς βεβαιώνει ἕνας ἐθνικός, πὼς θὰ ἐλέγχει τὸν κάθε ἕνα, ὅποιος
κι ἂν εἶναι αὐτός, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὁμολογεῖ τὴν ἀλήθεια, ἐὰν πραγματικὰ τὸ ἐννοεῖ
κι ἂν τὸν βρεῖ ψεύτη, θὰ τὸν καταγελάσει δημοσίως περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι,
ἐνῶ ἔχουμε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους του νὰ ἐλέγχουμε τὸν κάθε ἕνα,
ἂν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς Ἀληθείας, ἐμεῖς ὄχι μόνο δὲν ἐλέγχουμε ἀλλὰ καὶ ὑβρίζουμε
καὶ καταδικάζουμε αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν ἔλεγχο, ὡς φανατικοὺς καὶ ἀπόλυτους.
Ντροπή μας,
Χριστιανοί, νὰ μὴν φοβᾶται τὸ πλῆθος ἕνας ἐθνικός, κι ἐνῶ εἶναι ὁλομόναχος,
προτιμᾶ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἀληθείας νὰ ἀντιπαρατεθεῖ σὲ μία ὁλόκληρη
καὶ μάλιστα δοξασμένη πολιτεία περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ ἔχουμε τὸν Ἕναν, τὸν
Χριστὸ δίπλα μας ἕως συντελείας τοῦ κόσμου καὶ παρόλα αὐτὰ ζητοῦμε καὶ
περιμένουμε πλῆθος καὶ μεγάλους ἀριθμοὺς γιὰ νὰ ἀντιδράσουμε στὴν χειρότερη αἵρεση
ποὺ ἐμφανίστηκε ποτέ, στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κι ἐνῶ πρέπει νὰ
ντρεπόμαστε, δὲν πρέπει ὅμως νὰ χάνουμε τὸ θάρρος μας καὶ τὴν ἐλπίδα μας, ὅσοι
μάλιστα παρὰ τὶς ἐλλείψεις μας, τολμοῦμε ἀκόμα (μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ) καὶ παρὰ
τὸ ὁποιοδήποτε κόστος, νὰ ἀντιστεκόμαστε στὴν Παναίρεση τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ ντροπὴ
μᾶς ταπεινώνει καὶ μᾶς κάνει δεκτικοὺς στὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων.
Λέει ὁ Μ. Βασίλειος:
«Διὸ παρακαλοῦμεν ὑμᾶς μὴ ἐκκακεῖν ἐν ταῖς θλίψεσιν, ἀλλ'
ἀνανεοῦσθαι τῇ πρὸς Θεὸν ἀγάπῃ καὶ καθ' ἡμέραν προστιθέναι τῇ σπουδῇ, εἰδότες
ὅτι ἐν ὑμῖν ὀφείλει τὸ λείψανον τῆς εὐσεβείας
σωθῆναι, ὃ ἐλθὼν ὁ Κύριος εὑρήσει ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ εἴτε ἀπεδιώχθησαν ἐπίσκοποι
τῶν Ἐκκλησιῶν, τοῦτο ὑμᾶς μὴ σαλευέτω· εἴτε προδόται ἐξ αὐτῶν ἐφύησαν τῶν
κληρικῶν, μηδὲ τοῦτο τὴν πεποίθησιν ὑμῶν τὴν εἰς Θεὸν σαθρούτω....ὀλίγοι δὲ τῶν
ἐκ τοῦ λαοῦ εὑρίσκοντο οἱ γνησίως τὸν λόγον καταδεχόμενοι, καὶ ὅτι οὐ τὸ πλῆθός
ἐστι τὸ σωζόμενον, ἀλλ' οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ» (Ἐπιστολὴ 257 Πρὸς τοὺς
μονάζοντας καταπονηθέντας ὑπὸ τῶν ἀρειανῶν).
Ὅσοι ἀγωνιζόμαστε γιὰ
τὴν πίστη μας, ὅποιον ἀριθμὸ κι ἂν ἔχουμε, ὅσοι πραγματικοὶ ποιμένες κι ἂν ἀπομείνουν,
ὅσο κι ἂν κάποιοι μᾶς ὑβρίζουν καὶ μᾶς λοιδοροῦν, ὅσο κι ἂν κάποιοι μᾶς
προδίδουν, ὅσο κι ἂν κάποιοι ζητοῦν ἀγωνιστικὲς πρωτοκαθεδρίες εἰς βάρος τῆς
πίστεως, ὅποιες ἀπειλὲς κι ἂν μᾶς προβάλουν, εἴμαστε τὸ λεῖμμα, τὸ ὑπόλοιπο, τὸ λείψανον τῆς εὐσεβείας, τὸ ὁποῖο ὁ
Κύριος θὰ βρεῖ ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ γιὰ ὅσους δὲν κλίνουν γόνυ τῷ Βάαλ τῆς
παναιρέσεως εἶπε ὁ Κύριος «Μὴ φοβοῦ τὸ
μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν»
(Λουκ. 12, 32).
Τώρα ποὺ ὁ ἀγώνας
φαίνεται νὰ εἶναι στὴν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ ἂς ἀκούσουμε πάλι τὸν Μέγα φωστήρα
Βασίλειο: «Διὸ καὶ ἄσπονδός ἐστιν ὁ πόλεμος οὗτος, τῶν τὰ πονηρὰ εἰργασμένων τὴν κοινὴν εἰρήνην ὡς ἀποκαλύπτουσαν αὐτῶν
τὰ κρυπτὰ τῆς αἰσχύνης ὑφορωμένων. Ἐπὶ
τούτοις γελῶσιν οἱ ἄπιστοι, σαλεύονται οἱ ὀλιγόπιστοι· ἀμφίβολος ἡ πίστις, ἄγνοια
κατακέχυται τῶν ψυχῶν, διὰ τὸ μιμεῖσθαι τὴν ἀλήθειαν τοὺς δολοῦντας τὸν λόγον ἐν
κακουργίᾳ. Σιγᾷ μὲν γὰρ τὰ τῶν εὐσεβούντων στόματα, ἀνεῖται δὲ πᾶσα βλάσφημος
γλῶσσα· ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν
λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς
Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τὰς χεῖρας αἴρουσιν. Ἔφθασε δὲ πάντως
καὶ μέχρις ὑμῶν τὰ γινόμενα ἐν ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων, ὅτι οἱ λαοὶ σὺν γυναιξὶ καὶ παισὶ καὶ αὐτοῖς τοῖς πρεσβύταις πρὸ τῶν
τειχῶν ἐκχυθέντες ἐν τῷ ὑπαίθρῳ τελοῦσι τὰς προσευχάς, φέροντες πάσας τὰς ἐκ τοῦ
ἀέρος κακοπαθίας σὺν πολλῇ τῇ μακροθυμίᾳ, τὴν παρὰ τοῦ Κυρίου ἀντίληψιν ἀναμένοντες.
Τίς θρῆνος τῶν συμφορῶν τούτων ἄξιος;
Ποῖαι πηγαὶ δακρύων κακοῖς τοσούτοις ἐξαρκέσουσιν; Ἕως οὖν ἔτι δοκοῦσιν ἑστάναι
τινές, ἕως ἔτι ἴχνος τῆς παλαιᾶς καταστάσεως διασώζεται, πρὶν τέλεον ταῖς Ἐκκλησίαις
ἐπελθεῖν τὸ ναυάγιον, ἐπείχθητε πρὸς ἡμᾶς,
ἐπείχθητε ἤδη, ναὶ δεόμεθα, ἀδελφοὶ γνησιώτατοι· δότε χεῖρα τοῖς εἰς γόνυ κλιθεῖσι.
Συγκινηθήτω ἐφ' ἡμῖν τὰ ἀδελφικὰ ὑμῶν
σπλάγχνα, προχυθήτω δάκρυα συμπαθείας. Μὴ παρίδητε τὸ ἥμισυ τῆς οἰκουμένης ὑπὸ
τῆς πλάνης καταποθέν, μὴ ἀνάσχησθε ἀποσβεσθῆναι τὴν πίστιν παρ' οἷς πρῶτον ἐξέλαμψε...
καὶ μὴ μόνον τὰ παρ' ἑτέροις μακαρίζωμεν ἀγαθά, ὅπερ νῦν ποιοῦμεν, ἀλλὰ καὶ
τὰς ἡμετέρας αὐτῶν Ἐκκλησίας ἐπίδωμεν τὸ
ἀρχαῖον καύχημα τῆς ὀρθοδοξίας ἀπολαβούσας. (Ἐπιστολὴ 92, Πρὸς Ἰταλοὺς
καὶ Γάλλους, 2-3).
Ἀδαμάντιος
Τσακίρογλου
Ἀκολουθεῖ τὸ ἀρχαῖο
κείμενο τοῦ Πλάτωνος:
«Ἐγὼ ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
ἀσπάζομαι μὲν καὶ φιλῶ, πείσομαι δὲ μᾶλλον τῷ θεῷ ἢ ὑμῖν, καί, ἕωσπερ ἂν ἐμπνέω
καὶ οἷός τε ὦ, οὐ μὴ παύσωμαι φιλοσοφῶν καὶ ὑμῖν παρακελευόμενός τε καὶ ἐνδεικνύμενος,
ὅτῳ ἂν ἀεὶ ἐντυγχάνω ὑμῶν, λέγων, οἷάπερ εἴωθα, ὅτι "Ὦ ἄριστε ἀνδρῶν, Ἀθηναῖος
ὤν, πόλεως τῆς μεγίστης καὶ εὐδοκιμωτάτης εἰς σοφίαν καὶ ἰσχύν, χρημάτων μὲν οὐκ
αἰσχύνῃ ἐπιμελούμενος, ὅπως σοι ἔσται ὡς πλεῖστα, καὶ δόξης καὶ τιμῆς,
φρονήσεως δὲ καὶ ἀληθείας καὶ τῆς ψυχῆς, ὅπως ὡς βελτίστη ἔσται, οὐκ ἐπιμελῇ οὐδὲ
φροντίζεις;" καὶ ἐάν τις ὑμῶν ἀμφισβητήσῃ καὶ φῇ ἐπιμελεῖσθαι, οὐκ εὐθὺς ἀφήσω
αὐτὸν οὐδ' ἄπειμι, ἀλλ' ἐρήσομαι αὐτὸν καὶ ἐξετάσω καὶ ἐλέγξω, καὶ ἐάν μοι μὴ
δοκῇ κεκτῆσθαι ἀρετήν, φάναι δέ, ὀνειδιῶ, ὅτι τὰ πλείστου ἄξια περὶ ἐλαχίστου
ποιεῖται, τὰ δὲ φαυλότερα περὶ πλείονος. ταῦτα καὶ νεωτέρῳ καὶ πρεσβυτέρῳ, ὅτῳ ἂν
ἐντυγχάνω, ποιήσω, καὶ ξένῳ καὶ ἀστῷ, μᾶλλον δὲ τοῖς ἀστοῖς, ὅσῳ μου ἐγγυτέρω ἐστὲ
γένει. ταῦτα γὰρ κελεύει ὁ θεός, εὖ ἴστε, καὶ ἐγὼ οἴομαι οὐδέν
πω ὑμῖν μεῖζον ἀγαθὸν γενέσθαι ἐν τῇ πόλει ἢ τὴν ἐμὴν τῷ θεῷ ὑπηρεσίαν. οὐδὲν γὰρ
ἄλλο πράττων ἐγὼ περιέρχομαι ἢ πείθων ὑμῶν καὶ νεωτέρους καὶ πρεσβυτέρους μήτε
σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων πρότερον μηδὲ οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψυχῆς, ὅπως
ὡς ἀρίστη ἔσται, λέγων ὅτι "Οὐκ ἐκ χρημάτων ἀρετὴ γίγνεται, ἀλλ' ἐξ ἀρετῆς
χρήματα καὶ τὰ ἄλλα ἀγαθὰ τοῖς ἀνθρώποις ἅπαντα καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ.»