Τὰ παλιά-παλιὰ τὰ χρόνια σὲ ὅλους τοὺς φούρνους ποὺ ζύμωναν ψωμί, ὑπῆρχαν οἱ κοσκινάδες, ἄνθρωποι ἐπιδέξιοι στὸ κοσκίνισμα. Στὸ συνεργεῖο τοῦ φούρνου δὲν παίρνανε βέβαια καὶ τὸ πρῶτο μίσθωμα, ἀλλὰ χωρὶς αὐτοὺς δὲν μποροῦσε νὰ γίνη καθάριο ψωμί. Ἐξασκημένοι σ᾽ αὐτὴν τὴν ἐργασία, κοσκίνιζαν ἀπὸ νύχτα σὲ νύχτα τὸ σιτάλευρο ποὺ ἐρχόταν ἀπ᾽ εὐθείας ἀπὸ τοὺς μύλους ἀνάμεικτο μὲ πίτουρα καὶ διάφορα σύμποδα.
«Θὰ πᾶμε στὴν Κοσκινοῦ». Ἦταν μιὰ ὄμορφη κωμόπολη καὶ μάλιστα εἶχε καὶ ἐκκλησία
τὴν Παναγία τὴν Κοσκινοῦ. Μόλις ἄκουσα ὅτι θὰ βρεθοῦμε σὲ μιὰ τέτοια περιοχή,
μέσα μου ἔπλασα τὸ ὄνειρο ὅτι σ᾽ αὐτὴν ὑπάρχουνε καλοὶ κοσκινάδες καὶ καλὰ
κόσκινα. Ὅταν ἔφθασα ὅμως ἐκεῖ, ὅσο κι ἂν ἔψαξα, τίποτα δὲν βρῆκα ἀπὸ αὐτά.
Οἱ καλοὶ φοῦρνοι εἶχαν τρία κόσκινα· τὸ χοντρὸ γιὰ τὸ
πρῶτο χέρι καὶ τὰ ψιλὰ γιὰ τὸ δεύτερο καὶ τρίτο χέρι. Γι᾽ αὐτὸ ἔλεγε ὁ λαός: «Μωρέ,
μὲ πέρασαν κι ἀπ᾽ τὰ τρία κόσκινα».
Ποτὲ στὴν ζωή μου δὲν λησμόνησα τὰ τρία κόσκινα.
Πιστεύω πὼς ὁ μεγαλοδύναμος Θεὸς μ᾽ ἔβαλε στὰ κόσκινα αὐτὰ ἀπὸ τὰ ἐφηβικά μου
χρόνια καὶ χωρὶς διακοπὴ μὲ κοσκινίζει. Τὸ πρῶτο κόσκινο στὸ ὁποῖο μ᾽ ἔβαλε ὁ
Θεὸς εἶναι ὁ σακχαρώδης διαβήτης ποὺ μὲ βρῆκε στὰ νεανικά μου χρόνια. Ἑκών-ἄκων
μπῆκα στὸ πρῶτο κόσκινο. Οὔτε τὸ ἀγόρασα οὔτε τὸ ἐπέλεξα οὔτε κοσκινᾶ
χρειάστηκα. Πᾶνε τώρα πενήντα ὀκτὼ χρόνια ποὺ ἡμέρα καὶ νύχτα χωρὶς καμμία ἀνακωχὴ
κοσκινίζομαι. Δὲν μπορῶ νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ κόσκινο αὐτὸ καὶ οἱ συνέπειές του μᾶλλον
εἶναι θεόσταλτες καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀναστείλη κανένας νοσηλευτής, οὔτε οἱ ἐπίμονες
καὶ ἐπίπονες προσπάθειές μου. Μὲ παραδέρνει τὸ χοντρὸ αὐτὸ κόσκινο ἡμέρα καὶ
νύχτα.
Εἶδε ὅμως ὁ μέγας κοσκινᾶς ὅτι ἐγὼ δὲν καθαρίζω, παρὰ
μένω σύμποδο μέσα στὸ φύραμα, καὶ τώρα, στὰ ἑβδομήντα πέντε μου, μὲ βάζει στὸ
δεύτερο κόσκινο, ποὺ εἶναι ἡ ἐπάρατη ἀσθένεια τοῦ καρκίνου. Κι ἐδῶ, ὡστόσο, τὸ
θεϊκὸ κοσκίνισμα δὲν μπορεῖ νὰ μὲ κάνη ἄλευρο κατάλληλο γιὰ ζύμωμα. Ὁ σκληρός
μου χαρακτήρας δὲν μὲ ἀφήνει νὰ περάσω ἀπὸ τὸ δεύτερο κόσκινο, ποὺ οὔτε τὸ ἀγόρασα
οὔτε τὸ προτίμησα οὔτε διαμαρτυρήθηκα ποτὲ στὸν κοσκινᾶ, καὶ ἀφήνω τὸν ἑαυτό
μου νὰ μὲ χτυπᾶ τὸ κόσκινο καὶ ὁ κοσκινιστὴς νὰ λέγη «Μωρέ, σκληρὸ εἶναι αὐτὸ τὸ
ἀλεύρι· οὔτε γιὰ ζῶα κάνει οὔτε γιὰ ἀνθρώπους».
Τώρα ὅμως, αὐτὲς τὶς ἡμέρες τῶν προετοιμασιῶν γιὰ τὴν
Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ βρεθῆ κοσκινᾶς ἀπὸ εὐδαίμονα χώρα, ποὺ
μὲ τοποθέτησε στὸ τρίτο κόσκινο καὶ μὲ χτυπᾶ τόσο πολύ, χωρὶς διακοπή, χωρὶς κἂν
νὰ μὲ ρωτήση καὶ νὰ μὲ ὁδηγήση σὲ ἀπολογία. Ἄνδρας μὲ ὑψηλὲς πνευματικὲς αἰσθήσεις
μὲ πέταξε μέσα στὸ κόσκινο κι ἔπιασαν πολλοὶ ἐπάνω, γιὰ νὰ γίνη τὸ κοσκίνισμα
πιὸ ἔντονο, πιὸ δυνατό, καὶ νὰ καθαρίση τὸ σιτάλευρο.
Καὶ τὸ πρῶτο κόσκινο καὶ τὸ δεύτερο εὐχαριστιακὰ τὰ
δέχθηκα, καὶ τολμῶ νὰ πῶ ὅτι ἀπολαμβάνω τὴν παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ. Στὸ τρίτο ὅμως
ἰσχυρὸ κόσκινο, ἡ λεπτὴ σίτα του μοῦ φέρνει παραζάλη. Μὲ τρώει τὸ ἐρωτηματικό: «ἀξίζω
καὶ τρίτου κοσκινίσματος;». Τὰ δύο πρῶτα εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶναι
φιλάνθρωπα, εἶναι ἀπὸ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν. Τὸ τρίτο εἶναι ἀπὸ ἄνθρωπο, ποὺ ἀσφαλῶς
δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη σπλάγχνα θεϊκά. Μ᾽ ἔρριξε σ᾽ ἕνα κόσκινο μὲ ἑπτὰ μέτρα ὕψος τὸν
γῦρο του καὶ αὐτὸ τὸ κόσκινο τὸ βαστᾶνε καὶ καμμιὰ ἑκατοσταριὰ ἄνθρωποι.
Σκέφθηκα ὅτι αὐτὸ εἶναι πιὰ τὸ τελευταῖο καὶ πρέπει νὰ τὸ ὑπομείνω περισσότερο
κι ἀπὸ τὰ πρῶτα καί, ὁσάκις θὰ μπορῶ λίγο νὰ ξεμυτίσω μέσα ἀπὸ τὸ κόσκινο, νὰ εὐχαριστῶ
τὸν ἀρχικοσκινᾶ καὶ τοὺς πλείονες κοσκινάδες.
Τὸ κοσκίνισμα αὐτὸ μὲ ὁδηγεῖ στὴν ἀνθρώπινη
δικαιοσύνη. Συμπαθῶς ὅμως φερόμενοι μὲ ἀφήνουν, ἀλλὰ πάλι μέσα στὸ κόσκινο. Ἔπειτα
μὲ ὁδηγοῦν ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ νὰ ἀναλάβη τὴν ὑπόθεσή μου! Καλοῦν τὸν
κόσμον ὅλο καὶ τοὺς ὑποτακτικούς μου νὰ φανοῦν ἵλεοι καὶ εὐσπλαγχνικοί. Ποῦ νὰ
βρῶ λόγους εὐχαριστίας; Πῶς νὰ πλέξω ὕμνους δοξολογίας ποὺ μ᾽ ἔβαλαν σ᾽ αὐτὸ τὸ
κόσκινο, στὸ ὁποῖο φαίνεται θὰ χτυπιέμαι ὅσο ἔχει τὸ μάτι μου νερὸ καὶ ἡ κεφαλή
μου τρίχα; Πῶς ἐγὼ ὁ μικρός, ὁ ἀνάξιος, ὁ φτωχὸς καὶ ταλαίπωρος, νὰ πιάσω τὸ
χέρι καὶ τὸν βραχίονα τὸν ὑψηλὸ τοῦ κοσκινᾶ, νὰ σταματήση τὸ κοσκίνισμα; Θὰ
τηρήσω τὴν παροιμία τοῦ λαοῦ: «χέρι ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ δαγκάσης φίλησέ το». Ἀσπάζομαι
καὶ φιλῶ τὰ χέρια τοῦ θεόσταλτου κοσκινᾶ. Ζητῶ συγγνώμη καὶ συνεχίζω καὶ τοῦ
συνιστῶ, ἂν ἀντέχη καὶ ἂν πρέπει, νὰ μὴ σταματήση νὰ μὲ κοσκινίζη. Κι ἂς μὴ
μπορῶ νὰ τὰ βγάλω πέρα. Δὲν γκρινιάζω. Ὠφελημένος θὰ βγῶ καὶ ἀπὸ τὸ τρίτο
κόσκινο.
Καὶ στὸν οὐρανὸ ἀκόμα ἀκούστηκε τὸ χτύπημα τοῦ
κόσκινου καὶ ἔσκυψε καὶ ἡ μάννα ποὺ μὲ γέννησε νὰ ἰδῆ ποιὸν κοσκινᾶνε. Γι᾽ αὐτό,
πιστεύω ὅτι θὰ μὲ συμπονέση καὶ θὰ προσευχηθῆ γιὰ μένα. Ὄχι γιὰ νὰ ἀπαλλαγῶ τοῦ
κοσκινίσματος, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντέξω τὰ χτυπήματα. Ἴσως, μάννα, ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχες
κάνει ἐσύ. Ἀλλὰ σ᾽ εὐχαριστῶ ποὺ ἔβαλες προγόνια νὰ μὲ κοσκινίσουν.
Εὐχαριστῶ καὶ τοὺς Ἀγιορεῖτες πατέρες, ὄχι γιατὶ θὰ
μὲ συμπαθήσουν, ἀλλὰ θὰ μὲ βοηθήσουν στὸ ξανέμισμα καὶ στὸ κοσκίνισμα τῆς ἀθλίας
μου ψυχῆς καὶ ταλαιπώρου μου ζωῆς. Ἐπληροφορήθηκα μάλιστα ὅτι διατίθενται πολλὰ
κόσκινα μὲ ψιλές-ψιλὲς σίτες νὰ μὲ κοσκινίσουν, νὰ μὲ συμπεριλάβουν σ᾽ αὐτὴν τὴν
προσπάθεια. Τί ὄμορφα, τί καλά! Ὅλος ὁ αἰσθητὸς καὶ ὁ νοητὸς κόσμος νὰ σὲ
κοσκινίζη. Πολλὰ τὰ κέρδη μου. Πολλὲς οἱ ὠφέλειες ποὺ θὰ κατέλθουν ἐπ᾽ ἐμέ.
Δουλέψτε κόσκινα νύχτα καὶ μέρα. Δὲν θὰ πτοηθῶ καὶ τὸ
πιὸ σκληρὸ κοσκίνισμα. Ἐγὼ μόνος μέσα στὸ κόσκινο καὶ ἀπ᾽ ἔξω ἑκατοντάδες οἱ
κοσκινάδες. «Ὤχ» δὲν μπορῶ νὰ πῶ. Θὰ εἶναι προδοσία τοῦ ἀγῶνα μου. Εὐχαριστῶ ἀπὸ
καρδίας τὰ καλὰ κόσκινα ποὺ ἐπέλεξαν οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου γιὰ τὴν ὠφέλειά
μου. Ἐπιτέλους ἐλπίζω νὰ βγῶ καθαρὸ ἀλεύρι, ποὺ θὰ ζυμώνη ὅλο τὸ φύραμα τοῦ εἶναι
μου.
Εὐχαριστίες, λοιπόν, πολλὲς καὶ γιὰ τὸ πρῶτο κόσκινο
καὶ γιὰ τὸ δεύτερο καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸ τρίτο. Σὰν ἀδύνατος ἄνθρωπος, παρακαλῶ
τὴν Παναγία τὴν Κοσκινοῦ νὰ μοῦ δώση ἀντοχές, ὄχι γιὰ νὰ ἀπολογοῦμαι, ὄχι γιὰ νὰ
δικαιολογοῦμαι, ἀλλὰ σὰν τὸ ἀμόνι τοῦ γύφτου νὰ δέχωμαι τὰ χτυπήματα. Νεροτριβιὰ
ἔστειλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μὲ καθαρίση, κι ἐγὼ θὰ γογγύξω καὶ θὰ διαμαρτυρηθῶ; Αὐτὸ
ποὺ μοῦ ἔπρεπε αὐτὸ μοῦ ἔστειλε.
Χαίρετε κόσκινα. Χαίρετε μεγαλόσχημοι κοσκινάδες.
Δεχθῆτε τὶς εὐχαριστίες μου. Συμπαθῆστε τὶς ἀδυναμίες μου. Μακάρι καὶ ἄλλοι νὰ
βρεθοῦνε νὰ μὲ ρίξουν στὸ κόσκινο. Σᾶς ἀσπάζομαι. Φιλῶ τὰ χέρια σας. Ζητῶ τὴν
συμπάθειά σας. Πάντοτε νὰ χαίρεσθε. Ἐν Κυρίῳ νὰ εὐφραίνεσθε. Τὸν πιάσατε τὸν
κλέφτη. Ἐπειδὴ ὅμως εἶναι παμπόνηρος, φυλάξτε τον ἀπὸ παντοῦ. Αὐτὴν τὴν ὥρα δὲν
πρέπει νὰ σᾶς φύγη. Κρατῆστε τον μέσα στὸ κόσκινο καὶ αὐτὸς ὡς κοσκινιζόμενος θὰ
σᾶς εἶναι πάντοτε εὐγνώμων καὶ εὐεργέτες θὰ σᾶς ἀποκαλῆ. Ν᾽ ἁγιάσουν τὰ χρυσᾶ
σας χέρια. Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ καὶ δόξα τῷ Θεῷ.
Δουλέψτε κόσκινα καὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἐγὼ ἀγαπῶ
τῆς γῆς τὸ κόσκινο καὶ εὐχαριστῶ καὶ πάλι τοὺς κοσκινάδες μου.
Παμφίλτατε κοσκινιστά μου, τὰ σύμποδα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ
τὸ κόσκινο, γείτονες εἴμαστε, ρίξε τα δίπλα, στὸν δικό μας χῶρο…
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης