Εἶπεν ὁ Κύριος· «Ὅταν δὲ νηστεύητε…»
(Ματθ. 6,16)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε
ἡ τελευταία ἡμέρα καταλύσεως. Αὔριο εἶνε ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας περιόδου τῆς Ἐκκλησίας
μας, περιόδου ἱερῶν ἀγώνων, πνευματικῆς περισυλλογῆς καὶ καλλιεργείας. Ἀρχίζει
ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἂν εἶχα ἕνα πίνακα, θὰ ἔγραφα· Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ
ἴσον – τί; Πολλὰ ὡραῖα πράγματα καὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα νηστεία.
Νηστεία; Μόλις ἀκούσουν τὴ λέξι νηστεία, μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸ μοντέρνο, κοροϊδεύουν. Στὸν αἰῶνα αὐτόν, λένε, ἔρχεστε καὶ μιλᾶτε γιὰ νηστεία;… Προσπαθοῦν νὰ πείσουν ὅλους, ὅτι ἡ νηστεία εἶνε διάταξις τῶν παπάδων· τὴν ἔκαναν, λένε, οἱ παπᾶδες, γιὰ νὰ τρομοκρατοῦν καὶ νὰ ἐκμεταλλεύωνται τὸ λαό. Τί ἔχουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε;
Νηστεία; Μόλις ἀκούσουν τὴ λέξι νηστεία, μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸ μοντέρνο, κοροϊδεύουν. Στὸν αἰῶνα αὐτόν, λένε, ἔρχεστε καὶ μιλᾶτε γιὰ νηστεία;… Προσπαθοῦν νὰ πείσουν ὅλους, ὅτι ἡ νηστεία εἶνε διάταξις τῶν παπάδων· τὴν ἔκαναν, λένε, οἱ παπᾶδες, γιὰ νὰ τρομοκρατοῦν καὶ νὰ ἐκμεταλλεύωνται τὸ λαό. Τί ἔχουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε;
* * *
Ἡ νηστεία δὲν εἶνε διαταγὴ
τῶν παπάδων καὶ δεσποτάδων, δὲν εἶνε διαταγὴ ἀνθρώπων· εἶνε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶνε
ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ ἐδόθη στὸν ἄνθρωπο. Ἂν ἀνοίξετε τὴν ἁγία Γραφή, θὰ δῆτε στὴν
ἀρχὴ τῆς Γενέσεως, ὅτι ὁ Θεὸς τοποθέτησε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο σ᾿ ἕνα ἐκλεκτὸ περιβάλλον,
μέσα στὸν παράδεισο, καὶ ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ τοῦ ἔδωσε ποιά ἦταν· Εἶστε ἐλεύθεροι
νὰ κόβετε καρποὺς ἀπ᾿ ὅλα τὰ δέντρα, τὰ μυριάδες δέντρα· σὲ ἕνα ὅμως δέντρο δὲν
ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ πλησιάσετε· γιατὶ ἂν φᾶτε ἀπὸ τὸ δέντρο αὐτό, «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»
(Γέν. 2,17). Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐντολή. Ἦταν δύσκολη; Εὔκολη, πολὺ εὔκολη ἦταν· αὐτὸ μποροῦσε
νὰ τὸ κάνῃ ὁ Ἀδάμ. Ἐν τούτοις δὲν ἄκουσε τὸ Θεό, παρέβη τὴν ἐντολή του, καὶ ὡς
συνέπεια ἦρθε ἡ γνωστὴ συμφορὰ στὴν ἀνθρωπότητα.
Πρὸς διόρθωσιν αὐτοῦ τοῦ κακοῦ ἄρχισαν ἔπειτα νὰ τηροῦν τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ νηστεύουν ὅσοι ἦταν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Νήστεψε ὁ θεόπτης Μωυσῆς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ τὶς δέκα ἐντολὲς στὸ Σινά, νήστεψε ὁ Δαυῒδ ὁ προφήτης καὶ βασιλεύς, νήστεψε ὁ Δανιὴλ καὶ οἱ Τρεῖς Παῖδες ἐν καμίνῳ, νήστεψε ὁ Ἠλίας, νήστεψε ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος ποὺ ζοῦσε μὲ ἄγριο μέλι καὶ ἀκρίδες, νήστεψαν ὅλοι.
Ἡ νηστεία συναντᾶται καὶ ἐκτὸς τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Δὲ νήστευαν μόνο οἱ ᾿Ιουδαῖοι. Νήστευαν κι ἄλλα ἔθνη· καὶ Ἀσσύριοι, καὶ Βαβυλώνιοι κ.ἄ.. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ νηστεία εἶνε ἕνας παγκόσμιος θεσμός.
Πρὸς διόρθωσιν αὐτοῦ τοῦ κακοῦ ἄρχισαν ἔπειτα νὰ τηροῦν τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ νηστεύουν ὅσοι ἦταν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Νήστεψε ὁ θεόπτης Μωυσῆς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ τὶς δέκα ἐντολὲς στὸ Σινά, νήστεψε ὁ Δαυῒδ ὁ προφήτης καὶ βασιλεύς, νήστεψε ὁ Δανιὴλ καὶ οἱ Τρεῖς Παῖδες ἐν καμίνῳ, νήστεψε ὁ Ἠλίας, νήστεψε ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος ποὺ ζοῦσε μὲ ἄγριο μέλι καὶ ἀκρίδες, νήστεψαν ὅλοι.
Ἡ νηστεία συναντᾶται καὶ ἐκτὸς τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Δὲ νήστευαν μόνο οἱ ᾿Ιουδαῖοι. Νήστευαν κι ἄλλα ἔθνη· καὶ Ἀσσύριοι, καὶ Βαβυλώνιοι κ.ἄ.. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ νηστεία εἶνε ἕνας παγκόσμιος θεσμός.
Περισσότερο ἀπ’ ὅλους ὅμως
νήστεψε – ποιός; Ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Σαράντα μέρες στὴν ἔρημο οὔτε
ἔφαγε οὔτε ἤπιε. Καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου καὶ μίμησιν τῆς νηστείας του ἡ ἁγία
μας Ἐκκλησία ὥρισε τὴ νηστεία αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Πέρα τώρα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ ἡ νηστεία συνιστᾶται καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς, ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Ἐπιστήμονες διεθνοῦς κύρους σὲ ἰατρικὰ συνέδρια διεκήρυξαν, ὅτι τὴν ὑγεία βλάπτει ἡ πολυφαγία καὶ μάλιστα ἡ κρεοφαγία. Κρεοφάγοι ἔγιναν τώρα οἱ ἄνθρωποι. Τόννοι κρέατος καταναλίσκονται. Ὑπάρχει ὑποψία, ὅτι καὶ ὁ καρκίνος ἔχει σχέσι μὲ τὴν κρεοφαγία. Κι ἄλλες ἀσθένειες αἰτία ἔχουν τὴν πολυφαγία. Ὅπως εἶπαν, ὁ λαίμαργος καὶ κοιλιόδουλος «σκάβει τὸ λάκκο του μὲ τὸ πιρούνι καὶ τὸ κουτάλι του».
Τόσο σχετίζεται μὲ τὴν ἐπιβίωσι τοῦ ὀργανισμοῦ ἡ νηστεία, ὥστε κάποτε νηστεύουν καὶ ζῷα ἀκόμα. Ἂν ἐπισκεφθῆτε ἕνα ζωολογικὸ κῆπο τὸ χειμῶνα, μπορεῖ νὰ δῆτε λ.χ. τὴν ἀρκούδα νὰ μὴν τρώῃ· πέφτει σὲ χειμερία νάρκη γιὰ τρεῖς – τέσσερις μῆνες. Φαίνεται, ὅτι ἡ νηστεία εἶνε ὠφέλιμη, καθαρίζει τὸ πεπτικὸ σύστημα, ἀναπαύει κι ἀνανεώνει τὸν ὀργανισμὸ τοῦ ζῴου, γιὰ νὰ ξυπνήσῃ πάλι τὴν ἄνοιξι μὲ τὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδόνων.
Ἡ νηστεία λοιπὸν συνιστᾶται ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ἀπὸ τὴ φύσι καὶ τὴν ἐπιστήμη. Ἡ νηστεία τέλος εἶνε καὶ ἕνα μέσο οἰκονομίας. Ζοῦμε σὲ δύσκολες ἐποχές· ὅλοι φωνάζουν οἰκονομία οἰκονομία. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, στὸ χωριό μου ἀλλὰ καὶ στὴ Μακεδονία, κρέας ἔτρωγαν τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο· ἦταν νηστευταί. Τώρα γίναμε κρεοφάγοι· τόσο πολύ, ποὺ οὔτε Τετάρτη οὔτε Παρασκευὴ οὔτε Μεγάλη Παρασκευὴ σταματοῦμε. Γέμισε ὁ τόπος ψησταριές. Ὅπως λέω, καὶ τὰ χορτάρια νὰ γίνουν μοσχάρια, δὲ φτάνουν νὰ μᾶς θρέψουν. Γι’ αὐτὸ εἰσάγουμε συνεχῶς κρέατα, τὸ συνάλλαγμα φεύγει ἔξω καὶ πλουτίζουμε ἄλλους.
Καὶ τὸ κράτος μας λέει ψέματα. Φωνάζουν «λιτότης» καὶ «οἰκονομία» καὶ ἐπιβάλλουν φορολογίες βαρειές. Ἀλλά, γιὰ νὰ εἴμεθα συνεπεῖς, πρέπει πρῶτα νὰ περικοποῦν ὅλα τὰ περιττὰ ἔξοδα, τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων ποὺ πετοῦν οἱ διάφοροι δῆμοι (τῶν Πατρέων, τῶν Ἀθηναίων κ.ἄ.) γιὰ τὸν καρνάβαλο…
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ σὲ ὅσους ζητοῦν νὰ σβήσουν μὲ τὴ γομμολάστιχα τοῦ διαβόλου ἀπὸ τὸ λεξικὸ τῆς ἀνθρωπότητος τὴ λέξι νηστεία.
Πέρα τώρα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ ἡ νηστεία συνιστᾶται καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς, ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Ἐπιστήμονες διεθνοῦς κύρους σὲ ἰατρικὰ συνέδρια διεκήρυξαν, ὅτι τὴν ὑγεία βλάπτει ἡ πολυφαγία καὶ μάλιστα ἡ κρεοφαγία. Κρεοφάγοι ἔγιναν τώρα οἱ ἄνθρωποι. Τόννοι κρέατος καταναλίσκονται. Ὑπάρχει ὑποψία, ὅτι καὶ ὁ καρκίνος ἔχει σχέσι μὲ τὴν κρεοφαγία. Κι ἄλλες ἀσθένειες αἰτία ἔχουν τὴν πολυφαγία. Ὅπως εἶπαν, ὁ λαίμαργος καὶ κοιλιόδουλος «σκάβει τὸ λάκκο του μὲ τὸ πιρούνι καὶ τὸ κουτάλι του».
Τόσο σχετίζεται μὲ τὴν ἐπιβίωσι τοῦ ὀργανισμοῦ ἡ νηστεία, ὥστε κάποτε νηστεύουν καὶ ζῷα ἀκόμα. Ἂν ἐπισκεφθῆτε ἕνα ζωολογικὸ κῆπο τὸ χειμῶνα, μπορεῖ νὰ δῆτε λ.χ. τὴν ἀρκούδα νὰ μὴν τρώῃ· πέφτει σὲ χειμερία νάρκη γιὰ τρεῖς – τέσσερις μῆνες. Φαίνεται, ὅτι ἡ νηστεία εἶνε ὠφέλιμη, καθαρίζει τὸ πεπτικὸ σύστημα, ἀναπαύει κι ἀνανεώνει τὸν ὀργανισμὸ τοῦ ζῴου, γιὰ νὰ ξυπνήσῃ πάλι τὴν ἄνοιξι μὲ τὰ κελαηδήματα τῶν ἀηδόνων.
Ἡ νηστεία λοιπὸν συνιστᾶται ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ἀπὸ τὴ φύσι καὶ τὴν ἐπιστήμη. Ἡ νηστεία τέλος εἶνε καὶ ἕνα μέσο οἰκονομίας. Ζοῦμε σὲ δύσκολες ἐποχές· ὅλοι φωνάζουν οἰκονομία οἰκονομία. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, στὸ χωριό μου ἀλλὰ καὶ στὴ Μακεδονία, κρέας ἔτρωγαν τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο· ἦταν νηστευταί. Τώρα γίναμε κρεοφάγοι· τόσο πολύ, ποὺ οὔτε Τετάρτη οὔτε Παρασκευὴ οὔτε Μεγάλη Παρασκευὴ σταματοῦμε. Γέμισε ὁ τόπος ψησταριές. Ὅπως λέω, καὶ τὰ χορτάρια νὰ γίνουν μοσχάρια, δὲ φτάνουν νὰ μᾶς θρέψουν. Γι’ αὐτὸ εἰσάγουμε συνεχῶς κρέατα, τὸ συνάλλαγμα φεύγει ἔξω καὶ πλουτίζουμε ἄλλους.
Καὶ τὸ κράτος μας λέει ψέματα. Φωνάζουν «λιτότης» καὶ «οἰκονομία» καὶ ἐπιβάλλουν φορολογίες βαρειές. Ἀλλά, γιὰ νὰ εἴμεθα συνεπεῖς, πρέπει πρῶτα νὰ περικοποῦν ὅλα τὰ περιττὰ ἔξοδα, τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων ποὺ πετοῦν οἱ διάφοροι δῆμοι (τῶν Πατρέων, τῶν Ἀθηναίων κ.ἄ.) γιὰ τὸν καρνάβαλο…
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ σὲ ὅσους ζητοῦν νὰ σβήσουν μὲ τὴ γομμολάστιχα τοῦ διαβόλου ἀπὸ τὸ λεξικὸ τῆς ἀνθρωπότητος τὴ λέξι νηστεία.
* * *
Ἡ νηστεία εἶνε θεσμὸς ἱερός,
ἔχει βαθειὲς ῥίζες, εἶνε ἀναγκαία ἀπὸ κάθε πλευρά. Ἀλλὰ ποιά νηστεία; Νὰ κάνουμε
διάκρισι. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία λέῃ νηστεία, δὲν ἐννοεῖ ν’ ἀπέχῃ μόνο τὸ λαρύγγι, τὸ
στομάχι καὶ ἡ κοιλιὰ ἀπὸ τὰ λεγόμενα τερψιλαρύγγια φαγητά. Δὲν ἀρκεῖ αὐτό. Τί ἄλλο
χρειάζεται; Τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ νηστέψῃ ὅλος ὁ ἄνθρωπος.
⃝ Νὰ νηστέψῃ ἀπὸ ἁμαρτήματα σαρκικῶν ἀπολαύσεων. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια —μὴ παρεξηγηθῶ ποὺ τὸ λέω—, ἔμπαινε νηστεία; τὰ ἀντρόγυνα δὲν πλησίαζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἅγια ἀντρόγυνα. Τώρα σμίγουν καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, τίποτα δὲ σέβονται. Ἀλκοολικοί, κοιμοῦνται μεθυσμένοι μὲ τὶς γυναῖκες τους κ’ ἔπειτα γεννοῦν ἀνάπηρα παιδιά. Τότε νήστευαν ὄχι μόνο ἀπὸ φαγητὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε σαρκικὴ ἐπαφή, καὶ ζοῦσαν καὶ γεννοῦσαν γερὰ παιδιά. Τὸ νὰ ἀπέχῃ ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸν ἄντρα ἕνα διάστημα δημιουργεῖ πιὸ εὔρωστη νέα γενεά. Τώρα γίνονται πράγματα κτηνώδη. Περάσαμε καὶ τὰ ζῷα· αὐτὰ εἶνε πιὸ πειθαρχημένα, ἔχουν ὡρισμένη περίοδο ποὺ πλησιάζει τὸ ἀρσενικὸ τὸ θηλυκὸ καὶ μετὰ ἠρεμοῦν. Νήστεψε λοιπόν, ἐσὺ ἀντρόγυνο, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, περίμενε τὸ Πάσχα, νὰ κοινωνήσῃς τὰ ἄχραντα μυστήρια, καὶ μετὰ ἐπανέρχεσθε στὰ συζυγικά.
⃝ Νὰ νηστέψουν τὰ πόδια. Νὰ μὴν πηγαίνουν σὲ κέντρα ἁμαρτίας, πορνείας καὶ μοιχείας· νὰ πηγαίνουν στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ λέμε «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων…» (Ψαλμ. 83,1).
⃝ Νὰ νηστέψουν τὰ χέρια ἀπὸ κλοπές, ἁρπαγές, ψευδορκίες καὶ κάθε εἴδους ἀτιμία.
⃝ Νὰ νηστέψουν τὰ μάτια ἀπ’ τὰ αἰσχρὰ θεάματα. Πόσο δύσκολη ἡ νηστεία αὐτή! Ἂν δὲν τρῶς κρέας, ἀλλὰ «τρῶς» γυμνὲς σάρκες, δὲ νηστεύεις. Σαράντα μέρες κλεῖσε τὴν τηλεόρασι. Ἂν πρόκειται νὰ εἶσαι ὧρες κάθε βράδυ στὴν ὀθόνη, προτιμότερο νὰ μὴν εἶχες μάτια. Αὐτὸ εἶνε ὀφθαλμοπορνεία – ὀφθαλμομοιχεία.
⃝ Νὰ νηστέψουν τὰ αὐτιὰ ἀπὸ αἰσχρὰ λόγια καὶ τραγούδια. Δὲ μᾶς τά ᾿δωσε ὁ Θεὸς γι’ αὐτό· μᾶς τά ᾽δωσε γιὰ ν’ ἀκοῦμε τὰ λόγια του.
⃝ Νὰ νηστέψῃ ἀκόμη – ποιός; Ἡ γλῶσσα ἀπὸ τὸ ψέμα, τὴ διαβολή, τὴ συκοφαντία, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴ βλασφημία. Νά ἁγία νηστεία.
⃝ Καὶ τώρα ἡ πιὸ δύσκολη νηστεία – στὸ Ἅγιο Ὄρος τὴν κάνουν οἱ ἀσκηταί. Ποιά εἶνε; Νὰ νηστέψῃς ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς· ἀπὸ λογισμοὺς πορνείας, μοιχείας, ἐκδικήσεως, μίσους, ὑπερηφανείας, γαστριμαργίας, κ.λπ..
Αὐτὴ εἶνε ἀληθινὴ νηστεία· νὰ νηστεύῃ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, σῶμα καὶ ψυχή. Ἡ νηστεία τῶν τροφῶν μόνο δὲν ἀρκεῖ. Ἀπ’ αὐτῆς τῆς πλευρᾶς ὁ διάβολος εἶνε ὁ μεγαλύτερος νηστευτής! ὡς πνεῦμα ποὺ εἶνε, δὲν τρώει τίποτε. Τί νὰ τὸ κάνῃς ὅμως; Ἔχει ὅλη τὴν κακία, καὶ γι’ αὐτὸ εἶνε στὴν κόλασι.
* * *
Τελειώνοντας, θὰ συστήσω κάτι πιὸ συγκεκριμένο. Στοὺς ἄντρες λέω· νηστέψτε ἀπὸ τσιγάρο. Καλὰ ἔκαναν αὐτοὶ ποὺ διέταξαν, πάνω στὰ πακέττα νὰ ζωγραφίζεται ἕνας καρκίνος. Κάπνισε, σοῦ λέει, ἀλλὰ νὰ τὸ ξέρῃς θὰ πάθῃς καρκίνο. Καὶ στὶς γυναῖκες λέω· νηστέψτε ἀπὸ κατάκρισι. Ἅμα συναντηθοῦν δυὸ γυναῖκες, ἀρχίζει τὸ κοτσομπολιό. Μπρὸς λοιπόν! γιὰ νὰ δῶ τί χριστιανοὶ εἶστε· καὶ θὰ χαρῶ πολύ, ἂν μάθω ὅτι ἀγωνίζεσθε.
Αὐτὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἀληθινὴ νηστεία. Ὡς πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς βεβαίως ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἐπιεικής. Ὅταν κανεὶς εἶνε ἄρρωστος, τοῦ ἐπιτρέπει καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ φάῃ. Εἶνε μάνα, ἔχει ἀγάπη καὶ στοργή. Γιὰ τὸν ἄρρωστο, τὸ γάλα, τὸ βούτυρο, τὸ κρέας εἶνε φάρμακο. Χίλιες φορὲς νά ’νε γερὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ νηστεύῃ· ὅταν ὅμως ἀσθενῇ, ἂς καταλύσῃ· στοὺς ἀρρώστους ἐπιτρέπεται.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι, μικροὶ – μεγάλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, ἂς τηρήσουμε τὴ νηστεία ὅπως τὴν περιέγραψα, «καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης» θὰ εἶνε μεθ᾿ ἡμῶν (Β΄ Κορ. 13,11)· ἀμήν.
⃝ Νὰ νηστέψῃ ἀπὸ ἁμαρτήματα σαρκικῶν ἀπολαύσεων. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια —μὴ παρεξηγηθῶ ποὺ τὸ λέω—, ἔμπαινε νηστεία; τὰ ἀντρόγυνα δὲν πλησίαζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἅγια ἀντρόγυνα. Τώρα σμίγουν καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, τίποτα δὲ σέβονται. Ἀλκοολικοί, κοιμοῦνται μεθυσμένοι μὲ τὶς γυναῖκες τους κ’ ἔπειτα γεννοῦν ἀνάπηρα παιδιά. Τότε νήστευαν ὄχι μόνο ἀπὸ φαγητὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε σαρκικὴ ἐπαφή, καὶ ζοῦσαν καὶ γεννοῦσαν γερὰ παιδιά. Τὸ νὰ ἀπέχῃ ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸν ἄντρα ἕνα διάστημα δημιουργεῖ πιὸ εὔρωστη νέα γενεά. Τώρα γίνονται πράγματα κτηνώδη. Περάσαμε καὶ τὰ ζῷα· αὐτὰ εἶνε πιὸ πειθαρχημένα, ἔχουν ὡρισμένη περίοδο ποὺ πλησιάζει τὸ ἀρσενικὸ τὸ θηλυκὸ καὶ μετὰ ἠρεμοῦν. Νήστεψε λοιπόν, ἐσὺ ἀντρόγυνο, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, περίμενε τὸ Πάσχα, νὰ κοινωνήσῃς τὰ ἄχραντα μυστήρια, καὶ μετὰ ἐπανέρχεσθε στὰ συζυγικά.
⃝ Νὰ νηστέψουν τὰ πόδια. Νὰ μὴν πηγαίνουν σὲ κέντρα ἁμαρτίας, πορνείας καὶ μοιχείας· νὰ πηγαίνουν στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ λέμε «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων…» (Ψαλμ. 83,1).
⃝ Νὰ νηστέψουν τὰ χέρια ἀπὸ κλοπές, ἁρπαγές, ψευδορκίες καὶ κάθε εἴδους ἀτιμία.
⃝ Νὰ νηστέψουν τὰ μάτια ἀπ’ τὰ αἰσχρὰ θεάματα. Πόσο δύσκολη ἡ νηστεία αὐτή! Ἂν δὲν τρῶς κρέας, ἀλλὰ «τρῶς» γυμνὲς σάρκες, δὲ νηστεύεις. Σαράντα μέρες κλεῖσε τὴν τηλεόρασι. Ἂν πρόκειται νὰ εἶσαι ὧρες κάθε βράδυ στὴν ὀθόνη, προτιμότερο νὰ μὴν εἶχες μάτια. Αὐτὸ εἶνε ὀφθαλμοπορνεία – ὀφθαλμομοιχεία.
⃝ Νὰ νηστέψουν τὰ αὐτιὰ ἀπὸ αἰσχρὰ λόγια καὶ τραγούδια. Δὲ μᾶς τά ᾿δωσε ὁ Θεὸς γι’ αὐτό· μᾶς τά ᾽δωσε γιὰ ν’ ἀκοῦμε τὰ λόγια του.
⃝ Νὰ νηστέψῃ ἀκόμη – ποιός; Ἡ γλῶσσα ἀπὸ τὸ ψέμα, τὴ διαβολή, τὴ συκοφαντία, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴ βλασφημία. Νά ἁγία νηστεία.
⃝ Καὶ τώρα ἡ πιὸ δύσκολη νηστεία – στὸ Ἅγιο Ὄρος τὴν κάνουν οἱ ἀσκηταί. Ποιά εἶνε; Νὰ νηστέψῃς ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς· ἀπὸ λογισμοὺς πορνείας, μοιχείας, ἐκδικήσεως, μίσους, ὑπερηφανείας, γαστριμαργίας, κ.λπ..
Αὐτὴ εἶνε ἀληθινὴ νηστεία· νὰ νηστεύῃ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, σῶμα καὶ ψυχή. Ἡ νηστεία τῶν τροφῶν μόνο δὲν ἀρκεῖ. Ἀπ’ αὐτῆς τῆς πλευρᾶς ὁ διάβολος εἶνε ὁ μεγαλύτερος νηστευτής! ὡς πνεῦμα ποὺ εἶνε, δὲν τρώει τίποτε. Τί νὰ τὸ κάνῃς ὅμως; Ἔχει ὅλη τὴν κακία, καὶ γι’ αὐτὸ εἶνε στὴν κόλασι.
* * *
Τελειώνοντας, θὰ συστήσω κάτι πιὸ συγκεκριμένο. Στοὺς ἄντρες λέω· νηστέψτε ἀπὸ τσιγάρο. Καλὰ ἔκαναν αὐτοὶ ποὺ διέταξαν, πάνω στὰ πακέττα νὰ ζωγραφίζεται ἕνας καρκίνος. Κάπνισε, σοῦ λέει, ἀλλὰ νὰ τὸ ξέρῃς θὰ πάθῃς καρκίνο. Καὶ στὶς γυναῖκες λέω· νηστέψτε ἀπὸ κατάκρισι. Ἅμα συναντηθοῦν δυὸ γυναῖκες, ἀρχίζει τὸ κοτσομπολιό. Μπρὸς λοιπόν! γιὰ νὰ δῶ τί χριστιανοὶ εἶστε· καὶ θὰ χαρῶ πολύ, ἂν μάθω ὅτι ἀγωνίζεσθε.
Αὐτὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἀληθινὴ νηστεία. Ὡς πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς βεβαίως ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἐπιεικής. Ὅταν κανεὶς εἶνε ἄρρωστος, τοῦ ἐπιτρέπει καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ φάῃ. Εἶνε μάνα, ἔχει ἀγάπη καὶ στοργή. Γιὰ τὸν ἄρρωστο, τὸ γάλα, τὸ βούτυρο, τὸ κρέας εἶνε φάρμακο. Χίλιες φορὲς νά ’νε γερὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ νηστεύῃ· ὅταν ὅμως ἀσθενῇ, ἂς καταλύσῃ· στοὺς ἀρρώστους ἐπιτρέπεται.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι, μικροὶ – μεγάλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, ἂς τηρήσουμε τὴ νηστεία ὅπως τὴν περιέγραψα, «καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης» θὰ εἶνε μεθ᾿ ἡμῶν (Β΄ Κορ. 13,11)· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
"χαρά" του διαβόλου και Χαρά των
Αγγέλων!
Σήμερα,
ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡμέρα ποὺ ἴσως πρέπει ὁ ἱεροκήρυκας νὰ σιωπήσῃ καὶ νὰ πάῃ κάπου
νὰ κλάψῃ· καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἱεροκήρυκα καὶ ἐσεῖς –ὅσοι πιστεύετε ἀκόμη στὸν Κύριο
καὶ ἀνήκετε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία–, νὰ πᾶτε σήμερα
στὰ σπίτια σας, νὰ κλεισθῆτε καὶ μπροστὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
καὶ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου προσευχηθῆτε καὶ νὰ κλάψετε γιὰ τὴν κατάστασί μας, γιὰ
τ᾽ ἁμαρτήματά μας. Γιατὶ δυστυχῶς ἡ
σημερινὴ ἡμέρα εἶνε ἡ
πιὸ ἁμαρτωλὴ ἡμέρα τοῦ χρόνου.
Σήμερα Χριστιανοὶ βαπτισμένοι κάνουν τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ διατάζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία του. Καὶ αὐτὸ βέβαια εἶνε μία αἰτία λύπης καὶ στεναγμῶν.
Σήμερα Χριστιανοὶ βαπτισμένοι κάνουν τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ διατάζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία του. Καὶ αὐτὸ βέβαια εἶνε μία αἰτία λύπης καὶ στεναγμῶν.
Γιατὶ σᾶς ἐρωτῶ· ἂν κάποιος ἀξιωματικὸς διατάζῃ
τὸν στρατιώτη νὰ κάνῃ δεξιὰ κι αὐτὸς κάνῃ ἀριστερά, ἢ τὸν διατάζῃ νὰ κάνῃ ἀριστερὰ
κι αὐτὸς κάνῃ δεξιά, τί αἰσθάνεται ὁ ἀξιωματικὸς ἀπέναντί του;
Ἢ ἂν ὁ γιατρὸς συνιστᾷ στὸν ἄρρωστο ὡρισμένα φάρμακα, κι αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν παίρνῃ τὰ φάρμακα ἀλλὰ σπάῃ τὰ μπουκάλια καὶ κάνῃ δίαιτα ἀντίθετη ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ γιατρός, τί θὰ αἰσθάνεται ὁ γιατρὸς γιὰ τὸν ἄρρωστο αὐτό;
Ἢ ἂν εἶσαι μάνα ἢ πατέρας καὶ βλέπῃς τὸ παιδί σου νὰ μὴ σ᾽ ἀκούῃ ἀλλὰ νὰ κάνῃ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ παραγγέλλεις;
Ἢ ἂν εἶσαι δάσκαλος καὶ λὲς στὸ μαθητὴ νὰ γράψῃ στὸν πίνακα τὸ ἄλφα κι αὐτὸς γράφει τὸ βῆτα;
Ἔ, αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει σήμερα· οἱ Χριστιανοὶ κάνουν τὰ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι διατάζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Κι ἂν ὁ δάσκαλος στενοχωριέται γιὰ τὸν ἄτακτο μαθητή του, ἂν ὁ γιατρὸς λυπᾶται γιατὶ ὁ ἄρρωστος δὲν κάνει τὴ δίαιτά του, ἂν ὁ ἀξιωματικὸς στενοχωριέται γιὰ τὸν ἀπείθαρχο στρατιώτη του, κι ἂν ἡ μάνα στενοχωριέται γιὰ τὸ ἄτακτο παιδί της, πολὺ περισσότερο σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «λυπεῖται» (Ἐφ. 4,30) γιὰ τὰ ἄτακτα παιδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ναί, κάνουν τὰ ἀντίθετα.
Τί μᾶς διατάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία; Ἀκούσατε τὸν ἀπόστολο τί λέει;
«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13).
Δηλαδὴ τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά· Σεῖς ποὺ βαπτιστήκατε καὶ βγήκατε ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι, σεῖς οἱ Χριστιανοί, δὲν πρέπει νὰ ζῆτε σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες.
Τί ἔκαναν οἱ εἰδωλολάτρες; Διακόσα – τριακόσα – πεντακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ, οἱ εἰδωλολάτρες τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἀκριβῶς, τὸ μῆνα Φεβρουάριο ἢ καὶ νωρίτερα, ἔπαιρναν καπνιά, μουντζούρωναν τὰ πρόσωπά τους, φοροῦσαν προβειές, παρίσταναν διάφορα ζῷα, ἔβαζαν στὸ κεφάλι τους κέρατα βοδιῶν, κρεμοῦσαν κουδούνια, κρατοῦσαν στὰ χέρια τους αἰσχρὰ κι ἀκατονόμαστα ὁμοιώματα, ἔβγαζαν κραυγὲς ἄτακτες, ἔβριζαν τὸν κάθε διαβάτη, ἔλεγαν χυδαιολογίες, ἔκαναν χειρονομίες, μεθοῦσαν, κυλιοῦνταν στὸ δρόμο, ἔκαναν ὄργια…
Ἔτσι γιώρταζαν οἱ εἰδωλολάτρες.
Καὶ τὰ ἔκαναν αὐτὰ – γιατί;
Διότι ἔτσι ἔλεγε ἡ θρησκεία τους. Κι ἀφοῦ τό ᾿λεγε ἡ θρησκεία τους, δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς κατηγορήσουμε.
Αὐτὰ ἤθελε ἡ θρησκεία τους, γιατὶ τέτοιοι ἦταν οἱ θεοί τους, αἰσχροὶ θεοί· ὁ ἕνας θεὸς ἦταν προστάτης τῆς μοιχείας, ὁ ἄλλος προστάτης τῆς πορνείας, ὁ ἄλλος προστάτης τῆς μέθης…· τέτοιους θεοὺς εἶχαν καὶ αὐτὰ ζητοῦσαν στὶς γιορτές τους.
Ἀλλ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔκαναν ἄλλοτε οἱ εἰδωλολάτρες, δυστυχῶς σήμερα τὰ κάνουν οἱ ὀρθόδοξοι οἱ Χριστιανοί. Τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Τὰ βλέπουμε.
Δὲν ὑπάρχει σύλλογος, σωματεῖο ἢ καὶ σπίτι ποὺ νὰ μὴ διοργανώνῃ τὶς μέρες αὐτὲς χορό, καὶ χορεύουν ἀπ᾽ τὸ βράδυ ὣς τὸ πρωί. Καὶ δὲ χορεύουν ἑλληνικοὺς παραδοσιακοὺς χορούς· οἱ σημερινοὶ χοροὶ εἶνε ὅ,τι «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Ἐφ. 5,12).
Ἔτσι δὲν χορεύουν οὔτε οἱ ἄγριοι οὔτε τὰ θηρία.
Σμίγουν ἄντρες καὶ γυναῖκες, ὁ ἄντρας βλέπει τὴ γυναῖκα του στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, ἡ μάνα βλέπει τὸ κορίτσι της στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, καὶ τὰ θεωροῦν αὐτὰ φυσικά.
Καὶ μόνο αὐτό;
Αὔριο, ποὺ ξημερώνει Δευτέρα, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὀνομάζει Καθαρὰ Δευτέρα, ἐμεῖς τὴν κάναμε ἀκάθαρτη Δευτέρα – ἔτσι ἔπρεπε νὰ λέγεται· γιατὶ εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ γίνονται τὰ περισσότερα ἔκτροπα, οἱ περισσότερες ἁμαρτίες. Μικροὶ – μεγάλοι βγαίνουν ἔξω, γυρίζουν ὅλη μέρα, καὶ τὸ βράδυ ἐπιστρέφουν μεθυσμένοι, ζαλισμένοι, δὲν ξέρουν τί λένε καὶ τί κάνουν. Κι ὅλ᾽ αὐτὰ βέβαια εἶνε ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
–Πολὺ αὐστηρὰ τὰ λές, παπᾶ μου, θὰ πῇ κάποιος ἀπ᾽ αὐτούς. Μὰ τί θέλεις λοιπόν, νὰ μὴ χορέψουμε; Δὲν εἴμαστε καλόγεροι, εἴμαστε κοσμικοὶ ἄνθρωποι, ζοῦμε στὴν κοινωνία…
Τί θ᾿ ἀπαντήσουμε; Ἀσφαλῶς κοσμικοὶ εἶστε. Κανείς δὲν σᾶς εἶπε νὰ πᾶτε στὰ βουνὰ καὶ νὰ κρατᾶτε κομποσχοίνια καὶ νὰ προσεύχεστε ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ. Ἀλλὰ τί λέει ἡ Ἐκκλησία μας;
Ὅλα τὰ ἐπιτρέπει τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ἐπιτρέπει μόνο τὴν ἁμαρτία· ὅλα μπορεῖς νὰ τὰ κάνῃς, ἀπόφυγε μόνο τὴν ἁμαρτία.
Μπορεῖς π.χ. νὰ παντρευτῇς, νὰ ζήσετε σὰν ἀντρόγυνο ἀγαπημένο καὶ νὰ σᾶς φρουροῦν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Σοῦ ἐπιτρέπει τὸ γάμο, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει τὸ διαζύγιο, τὴ μοιχεία, τὴν πορνεία, τὰ ἀκάθαρτα πράγματα.
Ποῦ βλέπεις λοιπὸν δυσκολία; ποῦ βλέπεις πίεσι νὰ γίνῃς καλόγερος;
Μπορεῖς ἀκόμα σήμερα νὰ καθίσῃς μὲ τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιῆτε τὸ ἱκανό· ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει καταχρήσεις· ἐπιτρέπει τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ποτό, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει τὴ μέθη καὶ τὴν ἀκολασία.
Μπορεῖς ἀκόμα τὴν ἡμέρα αὐτὴ νὰ τραγουδήσῃς, ἀλλ᾽ ὄχι τραγούδια τοῦ διαβόλου ποὺ φέρνουν ταραχή· τὴν ὡραία φωνὴ δὲν σοῦ τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ οὐρλιάζῃς σὰν δαιμονισμένος.
Μπορεῖς νὰ τραγουδήσῃς σοβαρὰ καὶ ῥωμαλέα ἑλληνικὰ τραγούδια, σεμνὰ καὶ βαθυστόχαστα χριστιανικὰ τραγούδια· μπορεῖς ἀκόμα νὰ ψάλῃς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ποὺ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης.
Ἢ μπορεῖς ἀκόμα τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ αὔριο νὰ πάρῃς τὴν οἰκογένειά σου καὶ νὰ πᾷς σὲ μιὰ ἐξοχή, ἀλλ᾽ ὄχι νὰ διαπράξῃς ἐκεῖ ὄργια· δὲν εἶνε αὐτὸ ψυχαγωγία – λέξι τόσο προσφιλὴς σήμερα· ἡ πραγματικὴ ψυχαγωγία εἶνε μέσ᾿ στὰ πλαίσια τῆς τιμιότητος καὶ τῆς χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου.
Οἱ χοροὶ μεταμφιεσμένων σὲ σκοτεινὰ κέντρα διασκεδάσεως δὲν εἶνε ψυχαγωγία, εἶνε ψυχοκτονία.
Κι ὅταν περάσῃ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ καὶ ἡ Καθαρὰ Δευτέρα, βλέπουμε τ᾽ ἀποτέλεσμα. Ποιά ψυχαγωγία! Γυρίζουν ὅλοι μὲ μυαλὸ ζαλισμένο, μὲ κορμὶ τσακισμένο, μὲ πορτοφόλι ἀδειανό.
Μὲ πορτοφόλι ἀδειανό! Ὅταν πρόκειται νὰ δώσουν κάτι γιὰ ἐλεημοσύνη, τὰ χέρια τους τρέμουν λὲς κ᾽ εἶνε παράλυτα· ἂν πρόκειται νὰ δώσουν γιὰ τὸ διάβολο, δὲν τρέμουν. Καὶ τί ποσὰ ξοδεύουν! χιλιάδες κ᾽ ἑκατομμύρια. Παραπονούμεθα πὼς εἴμαστε φτωχοί· φτωχοὺς μᾶς ἔκανε ἡ ἁμαρτία. Νά τί κερδίζουμε ἀπὸ τὰ ὄργια τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, ἀπὸ «τὰ ἔργα τοῦ σκότους» ὅπως τὰ ὀνομάζει σήμερα ὁ ἀπόστολος (῾Ρωμ. 13,12). Ἡ ψυχή μας εἶνε κολασμένη κι ὁ Θεὸς ὠργισμένος ἐναντίον μας. Αὐτὰ εἶνε τ᾿ ἀποτελέσματα τῶν ὀργίων τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
Ἢ ἂν ὁ γιατρὸς συνιστᾷ στὸν ἄρρωστο ὡρισμένα φάρμακα, κι αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν παίρνῃ τὰ φάρμακα ἀλλὰ σπάῃ τὰ μπουκάλια καὶ κάνῃ δίαιτα ἀντίθετη ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ γιατρός, τί θὰ αἰσθάνεται ὁ γιατρὸς γιὰ τὸν ἄρρωστο αὐτό;
Ἢ ἂν εἶσαι μάνα ἢ πατέρας καὶ βλέπῃς τὸ παιδί σου νὰ μὴ σ᾽ ἀκούῃ ἀλλὰ νὰ κάνῃ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ παραγγέλλεις;
Ἢ ἂν εἶσαι δάσκαλος καὶ λὲς στὸ μαθητὴ νὰ γράψῃ στὸν πίνακα τὸ ἄλφα κι αὐτὸς γράφει τὸ βῆτα;
Ἔ, αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει σήμερα· οἱ Χριστιανοὶ κάνουν τὰ ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι διατάζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Κι ἂν ὁ δάσκαλος στενοχωριέται γιὰ τὸν ἄτακτο μαθητή του, ἂν ὁ γιατρὸς λυπᾶται γιατὶ ὁ ἄρρωστος δὲν κάνει τὴ δίαιτά του, ἂν ὁ ἀξιωματικὸς στενοχωριέται γιὰ τὸν ἀπείθαρχο στρατιώτη του, κι ἂν ἡ μάνα στενοχωριέται γιὰ τὸ ἄτακτο παιδί της, πολὺ περισσότερο σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «λυπεῖται» (Ἐφ. 4,30) γιὰ τὰ ἄτακτα παιδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ναί, κάνουν τὰ ἀντίθετα.
Τί μᾶς διατάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία; Ἀκούσατε τὸν ἀπόστολο τί λέει;
«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (῾Ρωμ. 13,13).
Δηλαδὴ τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά· Σεῖς ποὺ βαπτιστήκατε καὶ βγήκατε ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι, σεῖς οἱ Χριστιανοί, δὲν πρέπει νὰ ζῆτε σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες.
Τί ἔκαναν οἱ εἰδωλολάτρες; Διακόσα – τριακόσα – πεντακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ, οἱ εἰδωλολάτρες τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἀκριβῶς, τὸ μῆνα Φεβρουάριο ἢ καὶ νωρίτερα, ἔπαιρναν καπνιά, μουντζούρωναν τὰ πρόσωπά τους, φοροῦσαν προβειές, παρίσταναν διάφορα ζῷα, ἔβαζαν στὸ κεφάλι τους κέρατα βοδιῶν, κρεμοῦσαν κουδούνια, κρατοῦσαν στὰ χέρια τους αἰσχρὰ κι ἀκατονόμαστα ὁμοιώματα, ἔβγαζαν κραυγὲς ἄτακτες, ἔβριζαν τὸν κάθε διαβάτη, ἔλεγαν χυδαιολογίες, ἔκαναν χειρονομίες, μεθοῦσαν, κυλιοῦνταν στὸ δρόμο, ἔκαναν ὄργια…
Ἔτσι γιώρταζαν οἱ εἰδωλολάτρες.
Καὶ τὰ ἔκαναν αὐτὰ – γιατί;
Διότι ἔτσι ἔλεγε ἡ θρησκεία τους. Κι ἀφοῦ τό ᾿λεγε ἡ θρησκεία τους, δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς κατηγορήσουμε.
Αὐτὰ ἤθελε ἡ θρησκεία τους, γιατὶ τέτοιοι ἦταν οἱ θεοί τους, αἰσχροὶ θεοί· ὁ ἕνας θεὸς ἦταν προστάτης τῆς μοιχείας, ὁ ἄλλος προστάτης τῆς πορνείας, ὁ ἄλλος προστάτης τῆς μέθης…· τέτοιους θεοὺς εἶχαν καὶ αὐτὰ ζητοῦσαν στὶς γιορτές τους.
Ἀλλ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔκαναν ἄλλοτε οἱ εἰδωλολάτρες, δυστυχῶς σήμερα τὰ κάνουν οἱ ὀρθόδοξοι οἱ Χριστιανοί. Τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Τὰ βλέπουμε.
Δὲν ὑπάρχει σύλλογος, σωματεῖο ἢ καὶ σπίτι ποὺ νὰ μὴ διοργανώνῃ τὶς μέρες αὐτὲς χορό, καὶ χορεύουν ἀπ᾽ τὸ βράδυ ὣς τὸ πρωί. Καὶ δὲ χορεύουν ἑλληνικοὺς παραδοσιακοὺς χορούς· οἱ σημερινοὶ χοροὶ εἶνε ὅ,τι «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Ἐφ. 5,12).
Ἔτσι δὲν χορεύουν οὔτε οἱ ἄγριοι οὔτε τὰ θηρία.
Σμίγουν ἄντρες καὶ γυναῖκες, ὁ ἄντρας βλέπει τὴ γυναῖκα του στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, ἡ μάνα βλέπει τὸ κορίτσι της στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, καὶ τὰ θεωροῦν αὐτὰ φυσικά.
Καὶ μόνο αὐτό;
Αὔριο, ποὺ ξημερώνει Δευτέρα, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὀνομάζει Καθαρὰ Δευτέρα, ἐμεῖς τὴν κάναμε ἀκάθαρτη Δευτέρα – ἔτσι ἔπρεπε νὰ λέγεται· γιατὶ εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ γίνονται τὰ περισσότερα ἔκτροπα, οἱ περισσότερες ἁμαρτίες. Μικροὶ – μεγάλοι βγαίνουν ἔξω, γυρίζουν ὅλη μέρα, καὶ τὸ βράδυ ἐπιστρέφουν μεθυσμένοι, ζαλισμένοι, δὲν ξέρουν τί λένε καὶ τί κάνουν. Κι ὅλ᾽ αὐτὰ βέβαια εἶνε ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
–Πολὺ αὐστηρὰ τὰ λές, παπᾶ μου, θὰ πῇ κάποιος ἀπ᾽ αὐτούς. Μὰ τί θέλεις λοιπόν, νὰ μὴ χορέψουμε; Δὲν εἴμαστε καλόγεροι, εἴμαστε κοσμικοὶ ἄνθρωποι, ζοῦμε στὴν κοινωνία…
Τί θ᾿ ἀπαντήσουμε; Ἀσφαλῶς κοσμικοὶ εἶστε. Κανείς δὲν σᾶς εἶπε νὰ πᾶτε στὰ βουνὰ καὶ νὰ κρατᾶτε κομποσχοίνια καὶ νὰ προσεύχεστε ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ. Ἀλλὰ τί λέει ἡ Ἐκκλησία μας;
Ὅλα τὰ ἐπιτρέπει τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ἐπιτρέπει μόνο τὴν ἁμαρτία· ὅλα μπορεῖς νὰ τὰ κάνῃς, ἀπόφυγε μόνο τὴν ἁμαρτία.
Μπορεῖς π.χ. νὰ παντρευτῇς, νὰ ζήσετε σὰν ἀντρόγυνο ἀγαπημένο καὶ νὰ σᾶς φρουροῦν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Σοῦ ἐπιτρέπει τὸ γάμο, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει τὸ διαζύγιο, τὴ μοιχεία, τὴν πορνεία, τὰ ἀκάθαρτα πράγματα.
Ποῦ βλέπεις λοιπὸν δυσκολία; ποῦ βλέπεις πίεσι νὰ γίνῃς καλόγερος;
Μπορεῖς ἀκόμα σήμερα νὰ καθίσῃς μὲ τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιῆτε τὸ ἱκανό· ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει καταχρήσεις· ἐπιτρέπει τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ποτό, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει τὴ μέθη καὶ τὴν ἀκολασία.
Μπορεῖς ἀκόμα τὴν ἡμέρα αὐτὴ νὰ τραγουδήσῃς, ἀλλ᾽ ὄχι τραγούδια τοῦ διαβόλου ποὺ φέρνουν ταραχή· τὴν ὡραία φωνὴ δὲν σοῦ τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ οὐρλιάζῃς σὰν δαιμονισμένος.
Μπορεῖς νὰ τραγουδήσῃς σοβαρὰ καὶ ῥωμαλέα ἑλληνικὰ τραγούδια, σεμνὰ καὶ βαθυστόχαστα χριστιανικὰ τραγούδια· μπορεῖς ἀκόμα νὰ ψάλῃς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ποὺ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης.
Ἢ μπορεῖς ἀκόμα τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ αὔριο νὰ πάρῃς τὴν οἰκογένειά σου καὶ νὰ πᾷς σὲ μιὰ ἐξοχή, ἀλλ᾽ ὄχι νὰ διαπράξῃς ἐκεῖ ὄργια· δὲν εἶνε αὐτὸ ψυχαγωγία – λέξι τόσο προσφιλὴς σήμερα· ἡ πραγματικὴ ψυχαγωγία εἶνε μέσ᾿ στὰ πλαίσια τῆς τιμιότητος καὶ τῆς χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου.
Οἱ χοροὶ μεταμφιεσμένων σὲ σκοτεινὰ κέντρα διασκεδάσεως δὲν εἶνε ψυχαγωγία, εἶνε ψυχοκτονία.
Κι ὅταν περάσῃ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ καὶ ἡ Καθαρὰ Δευτέρα, βλέπουμε τ᾽ ἀποτέλεσμα. Ποιά ψυχαγωγία! Γυρίζουν ὅλοι μὲ μυαλὸ ζαλισμένο, μὲ κορμὶ τσακισμένο, μὲ πορτοφόλι ἀδειανό.
Μὲ πορτοφόλι ἀδειανό! Ὅταν πρόκειται νὰ δώσουν κάτι γιὰ ἐλεημοσύνη, τὰ χέρια τους τρέμουν λὲς κ᾽ εἶνε παράλυτα· ἂν πρόκειται νὰ δώσουν γιὰ τὸ διάβολο, δὲν τρέμουν. Καὶ τί ποσὰ ξοδεύουν! χιλιάδες κ᾽ ἑκατομμύρια. Παραπονούμεθα πὼς εἴμαστε φτωχοί· φτωχοὺς μᾶς ἔκανε ἡ ἁμαρτία. Νά τί κερδίζουμε ἀπὸ τὰ ὄργια τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, ἀπὸ «τὰ ἔργα τοῦ σκότους» ὅπως τὰ ὀνομάζει σήμερα ὁ ἀπόστολος (῾Ρωμ. 13,12). Ἡ ψυχή μας εἶνε κολασμένη κι ὁ Θεὸς ὠργισμένος ἐναντίον μας. Αὐτὰ εἶνε τ᾿ ἀποτελέσματα τῶν ὀργίων τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
* * *
Πόσοι μείναμε, ἀδελφοί μου, τὰ χρόνια αὐτὰ
κοντὰ στὴν Ἐκκλησία; Λίγοι. Καὶ θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ οἱ ἐκκλησίες θ᾿ ἀδειάσουν ἀκόμα
περισσότερο.
Δὲν εἶνε κρίμα, τὰ κέντρα διασκεδάσεων καὶ θεαμάτων, τὰ σχολεῖα τοῦ διαβόλου, –μὲ ἀκριβὸ μάλιστα εἰσιτήριο– νά ᾿νε πήχτρα, κ᾽ οἱ ἐκκλησίες νά ᾽νε ἀδειανές;
Ποῦ εἶνε οἱ ἄντρες, ποῦ εἶνε οἱ νέοι, ποῦ εἶνε οἱ ἐπιστήμονες; Ἀπὸ τόσες χιλιάδες Χριστιανοὺς πόσοι ἐκκλησιάζονται;
Οὔτε δύο τοῖς ἑκατό. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιαζόμαστε, δὲν ἔχουμε φόβο Θεοῦ· δὲν μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία μὲ εὐλάβεια, δὲν ἔχουμε κατάνυξι καὶ δάκρυα.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶπα στὴν ἀρχὴ ὅτι σήμερα χρειάζονται δάκρυα· νὰ κλαῖμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐκκλησιάζονται, νὰ κλαῖμε καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐκκλησιάζονται μὰ δὲν ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστό, μὴν ἀκολουθήσουμε τὸ ῥεῦμα, μὴν κάνουμε ὅ,τι κάνει ὁ κόσμος· ἂς βαδίσουμε μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἂς διδάξουμε, ἀδελφοί, μὲ τὸ παράδειγμά μας· ἂς δείξουμε στοὺς γύρω μας, ὅτι κοντὰ στὸ Χριστὸ ὑπάρχει χαρά· ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ «χαρὰ» τοῦ διαβόλου, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη χαρά, ἡ χαρὰ τῶν ἀγγέλων· εἶνε ἡ χαρὰ τῆς μετανοίας, ἡ χαρὰ τῆς συγχωρήσεως, ἡ χαρὰ τῆς προσευχῆς, ἡ χαρὰ τῆς ἐλεημοσύνης, ἡ χαρὰ τῆς θείας κοινωνίας, ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Εὔχομαι, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα νὰ αἰσθανθῆτε τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Νὰ προοδεύετε στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, ἕως ὅτου μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων τῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας ζωῆς· ἀμήν.
Δὲν εἶνε κρίμα, τὰ κέντρα διασκεδάσεων καὶ θεαμάτων, τὰ σχολεῖα τοῦ διαβόλου, –μὲ ἀκριβὸ μάλιστα εἰσιτήριο– νά ᾿νε πήχτρα, κ᾽ οἱ ἐκκλησίες νά ᾽νε ἀδειανές;
Ποῦ εἶνε οἱ ἄντρες, ποῦ εἶνε οἱ νέοι, ποῦ εἶνε οἱ ἐπιστήμονες; Ἀπὸ τόσες χιλιάδες Χριστιανοὺς πόσοι ἐκκλησιάζονται;
Οὔτε δύο τοῖς ἑκατό. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιαζόμαστε, δὲν ἔχουμε φόβο Θεοῦ· δὲν μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία μὲ εὐλάβεια, δὲν ἔχουμε κατάνυξι καὶ δάκρυα.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶπα στὴν ἀρχὴ ὅτι σήμερα χρειάζονται δάκρυα· νὰ κλαῖμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐκκλησιάζονται, νὰ κλαῖμε καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐκκλησιάζονται μὰ δὲν ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστό, μὴν ἀκολουθήσουμε τὸ ῥεῦμα, μὴν κάνουμε ὅ,τι κάνει ὁ κόσμος· ἂς βαδίσουμε μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἂς διδάξουμε, ἀδελφοί, μὲ τὸ παράδειγμά μας· ἂς δείξουμε στοὺς γύρω μας, ὅτι κοντὰ στὸ Χριστὸ ὑπάρχει χαρά· ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ «χαρὰ» τοῦ διαβόλου, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη χαρά, ἡ χαρὰ τῶν ἀγγέλων· εἶνε ἡ χαρὰ τῆς μετανοίας, ἡ χαρὰ τῆς συγχωρήσεως, ἡ χαρὰ τῆς προσευχῆς, ἡ χαρὰ τῆς ἐλεημοσύνης, ἡ χαρὰ τῆς θείας κοινωνίας, ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Εὔχομαι, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα νὰ αἰσθανθῆτε τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.
Νὰ προοδεύετε στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, ἕως ὅτου μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων τῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας ζωῆς· ἀμήν.