Η Αγία Κυράννα, η Νύμφη Κυρίου [28.2. 1751]
“Kυράννα
παθών, και βασάνων κυρία,
Φανείσ’ απήλθε προς Kύριον Kυρίων”.
Φανείσ’ απήλθε προς Kύριον Kυρίων”.
ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΑΓΝΟΤΗΣ ΒΙΟΥ:
Η Αγία Κυράννα γεννήθηκε στην Αβυσσώκα της Θεσσαλονίκης, σημερινή Όσσα της
επαρχίας Λαγκαδά. Η εξωτερική της ωραιότητα, αφού ήταν προικισμένη με τις
αρετές της σεμνότητας και της σωφροσύνης, έδενε αρμονικά με την εξωτερική της
εμφάνιση. Περνούσε τη ζωή της ζώντας πιστή χριστιανική ζωή κοντά στους γονείς
της.
Ο μισόκαλος όμως διάβολος τη φθόνησε για την αγνότητα της και αφού δεν
μπόρεσε με πονηρούς λογισμούς και σκέψεις να την παρασύρει στο κακό, βρήκε άλλο
τρόπο να ταράξει την ευτυχία των δικών της και τη γαλήνη της ψυχής της.
“ΕΡΩΤΑΣ” ΟΘΩΜΑΝΟΥ:
Έτσι ένας τούρκος γενίτσαρος, που ήταν σούμπασης, δηλαδή διοικητής του τοπικού
αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορας των φόρων, ερωτεύθηκε την Κυράννα και
προσπαθούσε να την κατακτήσει με διάφορες κολακείες και τεχνάσματα. Η Κυράννα
με κανένα τρόπο δε δεχόταν τις κολακείες του τούρκου και τις υποσχέσεις του για
πλούτη και απολαύσεις. Ούτε όμως και στις φοβέρες του έδινε σημασία. Κι αυτό
γιατί μετά τις κολακείες ο Οθωμανός αυτός χρησιμοποιούσε και τις απειλές, ότι
θα την βασάνιζε σκληρά και στο τέλος θα την θανάτωνε αν δε δεχόταν το σκοπό
του. Η επιμονή του γενίτσαρου δεν μπορούσε όμως να μεταβάλει το Χριστιανικό της
φρόνημα.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ - ΣΥΛΛΗΨΗ:
Έτσι απογοητευμένος ο γενίτσαρος μαζί με άλλους του συναφιού του άρπαξαν την
αγία και την οδήγησαν στη Θεσσαλονίκη. Την έφεραν μπροστά στον Κριτή με την
ψευδή κατηγορία ότι στην αρχή δέχθηκε να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει,
αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη. Οι γονείς της την ακολούθησαν μέχρι τη Θεσσαλονίκη.
Οι τούρκοι άρχισαν την ίδια τακτική, στην αρχή κολακείες, και μετά αγριότητα. Η
Κυράννα άφοβη, ατάραχη μπροστά τους δε μιλούσε. Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας
της είπε μόνο τα λόγια: “Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω νυμφίο τον Κύριόν μου
Ιησούν Χριστόν, στον οποίον προσφέρω ως προίκα την παρθενίαν μου. Αυτόν πόθησα
και ποθώ εκ νεότητός μου και για την αγάπην του είμαι έτοιμη να χύσω και το
αίμα μου, δια να αξιωθώ να τον απολαύσω. Ακούσατε λοιπόν την απάντησή μου και
πλέον άλλον λόγο μη περιμένετε να σας πω”. Ύστερα από την απάντηση αυτή
έσκυψε η Κυράννα με σεμνότητα το κεφάλι της σιώπησε και προσευχόταν νοερά στον
Κύριο να την ενδυναμώσει μέχρι το τέλος του αναμενόμενου μαρτυρίου.
ΦΥΛΑΚΗ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΙ:
Οι Οθωμανοί, όταν είδαν την πίστη της στο Χριστό, ντροπιάστηκαν και την έρριξαν
στη φυλακή. Ο σούμπασης, έλαβε άδεια από τον μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης,
τον Αλή εφέντη, να μπαίνει στη φυλακή όποτε ήθελε. Έμπαινε τακτικά με άλλους
γενίτσαρους και την βασάνιζαν. Άλλος την κλωτσούσε, άλλος τη χτυπούσε με ξύλο ή
με μαχαίρι και άλλος με γροθιές μέχρι λιποθυμίας. Το βράδυ, έπαιρνε σειρά ο
δεσμοφύλακας, ο οποίος την κρεμούσε από τις μασχάλες με αλυσίδες και την έδερνε
ανηλεώς, ενώ εν συνεχεία την άφηνε κρεμασμένη μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο. Ένας
Χριστιανός φύλακας τον πλησίαζε μόλις περνούσε το μένος του και τον παρακαλούσε
να του δώσει άδεια να ξεκρεμάσει την Αγία. Ο βιογράφος της Αγίας γράφει ακόμη
ότι: “Η Αγία είχε τόσην υπομονήν, ησυχίαν και σιωπήν, όπου σου εφαίνετο ότι
άλλη πάσχει και όχι εκείνη και όλος ο νους της και η προσοχή της, ευρίσκετο εις
τους Ουρανούς και εις τον Χριστόν”. Στην ίδια φυλακή ήταν φυλακισμένοι και
άλλοι Χριστιανοί, εβραίοι και μερικές τουρκάλες που έλεγχαν το δεσμοφύλακα ως
άσπλαχνο και ως άνθρωπο που δε φοβάται το Θεό, γιατί τυραννούσε σκληρά μια
γυναίκα που δεν έσφαλε σε τίποτε. Αυτός όμως γινόταν όλο και πιο σκληρός. Τα
φρικτά αυτά βασανιστήρια συνεχίστηκαν επί μία εβδομάδα.
Ο ΕΝ ΒΑΣΑΝΟΙΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ:
Την έβδομη ημέρα κορυφώθηκαν τα βασανιστήρια. Ο δεσμοφύλακας οργισμένος άρπαξε
την Αγία, την κρέμασε και άρχισε να την χτυπάει αλύπητα με μια μεγάλη σανίδα.
Οι τουρκάλες φώναζαν, οι άλλοι φυλακισμένοι τον μάλωναν δυνατά, μέχρι που ο
δεσμοφύλακας έπεσε κάτω μπρούμυτα και άρχισε να κλαίει. Εκείνη τη στιγμή, όμως,
η Αγία άφηνε την τελευταία της πνοή και η ψυχή της πέταξε για να ενωθεί με το
Νυμφίο Χριστό που τόσο ποθούσε και για Χάρη Του μαρτύρησε. Λίγο πριν τα
ξημερώματα, ένα λαμπρό φως έλαμψε ξαφνικά στη φυλακή που κατέβηκε σαν αστραπή
από τη σκεπή της. Το φως αυτό περιέλουσε το σώμα της μάρτυρος και φωτίστηκε όλη
η φυλακή. Οι φυλακισμένοι Χριστιανοί φώναζαν “Κύριε ελέησον”, οι εβραίοι
πέσαν μπρούμυτα ενώ οι τουρκάλες φώναζαν: “αχ, αχ, το κρίμα της φτωχής
Ρωμιάς μας έφθασε και έπεσε σαν αστραπή να μας κάψει”. Ο δεσμοφύλακας από
το φόβο του άρχισε να τρέμει και είπε σε έναν άλλο φύλακα, Χριστιανό, να
κατεβάσει την κρεμασμένη Κυράννα. Ο φύλακας βρήκε την Αγία Κυράννα τελειωμένη.
Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ:
Το φως σιγά-σιγά υποχώρησε, ενώ μια άρρητη ευωδία έμεινε για πολλή ώρα σε όλη
τη φυλακή. Ο φύλακας άνοιξε με τα κλειδιά τα σίδερα, έλυσε τα χέρια της Αγίας,
σκέπασε με σεβασμό το άγιο λείψανό της, άναψε τα φώτα, θύμιασε και κάθησε κοντά
της, ώσπου να ξημερώσει. Δόξασε το Θεό που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά
πράγματα αλλά και να αγγίξει και να περιποιηθεί μαρτυρικό λείψανο. Το πρωί
διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η φήμη της τελείωσης της Αγίας και η έλλαμψη
του Αγίου Φωτός. Οι Οθωμανοί ντροπιασμένοι σιωπούσαν. Όμως, έδωσαν την άδεια
στους Χριστιανούς να πάρουν το Λείψανο της Αγίας και οι Χριστιανοί ένιωθαν χαρά
και ευφροσύνη για τα θαυμάσια του Κυρίου. Την έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη,
εκεί όπου ενταφίαζαν και τους άλλους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ενώ τα φορέματά
της τα μοίρασαν για ευλογία στους πιστούς. Ήταν η 28η Φεβρουαρίου 1751 μ.Χ.
Απολυτίκιο:
“Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού
του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία
σταθερά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου
άθλησιν”.
Κοντάκιο
[Ἦχος β΄]: “Παρθενομάρτυς Κυράννα, νύμφη Χριστοῦ ἀληθῶς
καλλιπάρθενε, τοὺς τῇ θερμῇ σου πρεσβείᾳ προστρέχοντας, παντοίων νόσων καὶ
θλίψεων λύτρωσαι, καὶ δίδου ἡμῖν χαρὰν ἄληκτον”.
Κάθισμα
[Ἦχος β΄]: “Πρεσβείᾳ τῇ σῇ, προστρέχουσα ἑκάστοτε,
Κυράννα σεμνή, λαμβάνει τὰ αἰτήματα, Ὄσσα ἡ σὲ βλαστήσασα, καὶ βοᾷ σοι ἀεὶ μετὰ
πίστεως· ἐκ συμφορῶν με ἐν βίῳ πικρῶν, ἀπήμαντον
Μάρτυς διαφύλαττε”.