Εντύπωση προκαλεί η κοινή ανακοίνωση που εκδόθηκε πριν από λίγη ώρα για την σημερινή συνάντηση της αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τα ανακοινωθέντα:
«Κατά την σημερινή συνάντηση των Αντιπροσωπειών, αφ’ ενός μεν της Εκκλησίας της Ελλάδος υπό την προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, αφ’  ετέρου δε, του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό την προεδρία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γέροντος Πριγκηποννήσων κ. Δημητρίου, στο Μέγαρο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία διεξήχθη σε κλίμα αμοιβαίας κατανοήσεως, συνεργασίας και ενότητας, διαπιστώθηκε η απόλυτη σύμπνοια και ταύτιση απόψεων των δύο Εκκλησιών, τόσο επί των
προτάσεων αναθεωρήσεως του Συντάγματος όσο και επί της διατηρήσεως του ισχύοντος καθεστώτος μισθοδοσίας του Ορθοδόξου Ιερού Κλήρου».
https://www.facebook.com/ecumenicalpatriarchate/videos/382352892323644/
Για «στήριξη των ιερών συμφερόντων» μίλησε ο επικεφαλής της φαναριώτικης αντιπροσωπείας.
Το ερώτημα που τίθεται εύλογα και αναμένεται να απαντηθεί αργά ή γρήγορα είναι αν τα «καλά και συμφέροντα» γεφύρωσαν το χάσμα Αθήνας και Φαναριου, το οποίο είχε αγγίξει επίπεδα εποχής Χριστόδουλου ή αν πρόκειται απλά για στάχτη στα μάτια του πιστού λαού.

Σημειώνεται πως σήμερα είχαμε και συνάντηση της αντιπροσωπείας της Ελλαδικής Εκκλησίας με τον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, ο οποίος αύριο θα δει και τους Φαναριώτες.
Το ερώτημα μετά από την αιφνιδιαστική ταύτιση απόψεων ιδίως ενώ το Πατριαρχείο δήλωνε μέχρι προσφάτως σφόδρα ενοχλημένο που παραγκωνίστηκε κατά την διάρκεια των μυστικών συνεννοήσεων Τσίπρα-Ιερώνυμου που οδήγησαν στην «συμφωνία» των 15 σημείων, είναι μέχρι που φθάνει αυτή η νέα «συμμαχία».
Είναι προσωρινή ή μπορεί να απλωθεί και σε άλλα θέματα εκκλησιαστικής φύσεως όπως για παράδειγμα το ουκρανικό;
Όσον αφορά στην σημερινή συνάντηση του υπουργού Παιδείας με την αντιπροσωπεία της Ελλάδικής Εκκλησίας δόθηκε στην επιτροπή διαλόγου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου το σχέδιο υλοποίησης της Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας
Στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε σήμερα η δεύτερη συνάντηση της επιτροπής διαλόγου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου διαλόγου για την κατάρτιση συμφωνίας μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας. Στη συνάντηση παραβρίσκονται ο Υπουργός κ. Κώστας Γαβρόγλου, ο  Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου και ο Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων. Στην επιτροπή διαλόγου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δόθηκε δεκασέλιδο σχέδιο υλοποίησης της Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας.  
Σύμφωνα με το υπουργείο με το σχέδιο αυτό αναιρούνται οριστικά όλες οι ανησυχίες που είχαν εκφραστεί, είτε λόγω ελλιπούς ενημέρωσης είτε λόγω παρανόησης, μετά την κοινή ανακοίνωση από τον Πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο του σχεδίου Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας της 6ης Νοεμβρίου 2018. Το υπουργείο ισχυρίζεται πως στο σχέδιο καταγράφονται οι σημαντικοί λόγοι για τους οποίους αυτή η ιστορικής σημασίας συμφωνία θα είναι αμοιβαία επωφελής και για τα δύο μέρη, καθώς και για τον εφημεριακό κλήρο.
Συγκεκριμένα, το σχέδιο προβλέπει την κατάρτιση νομοσχεδίου, το οποίο θα αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος θα κυρώνεται αυτούσιο το κείμενο της Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας όπως τελικά θα διαμορφωθεί μετά την ολοκλήρωση του διαλόγου. Τα υπόλοιπα δύο μέρη θα περιέχουν εφαρμοστικές διατάξεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας ως προς τα δύο βασικά σκέλη της, τη μισθοδοσία των κληρικών και λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος και την ίδρυση και λειτουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
Ειδικά ως προς τη μισθοδοσία του κλήρου, το υπουργείο υποστηρίζει πως η προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση όχι μόνο δεν θίγει το υφιστάμενο καθεστώς, αλλά αντιθέτως το βελτιώνει ουσιωδώς, καθώς η νομική θέση και τα δικαιώματα (υπηρεσιακά, μισθολογικά, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά κ.ά.) των κληρικών για πρώτη φορά κατοχυρώνονται με τις θεσμικές εγγυήσεις που παρέχει η κύρωση διμερούς συμφωνίας.
Έτσι, κατά το υπουργείο πάντα από τη Συμφωνία και την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση:
  • Παραμένει αμετάβλητο και δεν θίγεται το υπηρεσιακό καθεστώς και η μονιμότητα, όπως ισχύει σήμερα, των κληρικών ως θρησκευτικών λειτουργών και υπαλλήλων ν.π.δ.δ.
  • Παραμένει αμετάβλητο και δεν θίγεται το ύψος των αποδοχών των κληρικών, το οποίο εξακολουθεί να καθορίζεται από το ενιαίο μισθολόγιο όπως εκάστοτε ισχύει και ακολουθεί τις αυξήσεις των δημοσίων υπαλλήλων.
  • Παραμένει αμετάβλητος και δεν θίγεται ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής των αποδοχών των κληρικών, η οποία θα εξακολουθήσει να ενεργείται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής.
Επιπροσθέτως, η μισθοδοσία των κληρικών θωρακίζεται ακόμα περισσότερο σε σχέση με το υφιστάμενο καθεστώς, καθότι:
  • Ιδρύεται Ταμείο Μισθοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο θα καταβάλλεται ετησίως από το κράτος, σε αναγνώριση υποχρέωσης που θα απορρέει από κυρωθείσα με νόμο Συμφωνία, η δαπάνη μισθοδοσίας του αριθμού των σήμερα μισθοδοτούμενων κληρικών. Τα σχετικά ποσά δεσμεύονται, υπό τον αυστηρό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ αποκλειστικότητα για τη μισθοδοσία του κλήρου, η οποία θα ενεργείται δια της Ενιαίας Αρχής Πληρωμής.
  • Όπως έχει ήδη νομοθετηθεί, συνιστάται Μητρώο Κληρικών και Λαϊκών Υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο εγγράφεται το σύνολο όσων μισθοδοτούνται με πόρους του Ταμείου Μισθοδοσίας και υπέρ των οποίων κατοχυρώνονται όλα τα δικαιώματα που σήμερα απολαμβάνουν οι κληρικοί (υπαγωγή στο ενιαίο μισθολόγιο, καταβολή μισθού από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής κλπ.).
  • Το σημαντικότερο είναι ότι, για πρώτη φορά, όλα τα παραπάνω κατοχυρώνονται με τρόπο που δεν επιτρέπει τη μονομερή ανατροπή τους από την Πολιτεία. Με το υφιστάμενο καθεστώς, τόσο η μισθοδοσία όσο και το υπηρεσιακό καθεστώς και τα δικαιώματα των κληρικών βρίσκονται σε επισφάλεια, καθόσον έχουν παραχωρηθεί με κοινό νόμο, δηλαδή επαφίενται μονομερώς στη βούληση της Πολιτείας, και ανά πάσα στιγμή μπορούν να μεταβληθούν προς το δυσμενέστερο με νεότερο νόμο. Η ξεχωριστή σημασία του προτεινόμενου σχεδίου έγκειται στο ότι προβλέπει την κύρωση της Συμφωνίας με νόμο, με συνέπεια τα συμφωνηθέντα και κυρωθέντα με νόμο να μην είναι πλέον δυνατόν να τροποποιηθούν στο μέλλον μονομερώς, με νόμο του κράτους. Οποιαδήποτε μεταβολή μόνο με νεότερη τροποποιητική συμφωνία των δύο μερών θα είναι δυνατή.
Τέλος, με το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας προκύπτουν σημαντικά οικονομικά οφέλη, τόσο για το Δημόσιο όσο και για την Εκκλησία της Ελλάδος, από την αξιοποίηση περιουσίας διαμφισβητούμενης και, άρα, μέχρι σήμερα αδρανούς και λιμνάζουσας.