Ο προφήτης Ηλίας και οι ιερείς του Βάαλ: Η Αλήθεια έναντι της πλάνης
Ο
λαός του Ισραήλ δέχθηκε κατά καιρούς την επίδραση των γειτονικών του
λαών και ενσωμάτωσε στη λατρεία του ειδωλολατρικά στοιχεία. Η
ισραηλιτική λατρεία όχι μόνο εμπλουτίστηκε με πλήθος ξένων
λατρευτικών στοιχείων, αλλά τα στοιχεία αυτά προσέλαβαν πολλές φορές
μόνιμη θέση στο τυπικό της λατρείας αλλοιώνοντας την πίστη και τη
λατρεία του αληθινού Θεού.
Ο
προφήτης Ηλίας αγωνίστηκε με ζήλο για την κάθαρση της λατρείας του Θεού,
καταπολέμησε την ειδωλολατρία και προσπάθησε να εξυγιάνει τον ηθικό βίο
του Ισραήλ και να στηρίξει την πίστη στον αληθινό Θεό. Ο προφήτης
θεώρησε ως υπεύθυνο για τα δεινά της πατρίδα του τον βασιλιά Αχαάβ, ο
οποίος είχε εγκαταλείψει τον Κύριο και λάτρευε την χθόνια ειδωλολατρική
θεότητα του Βάαλ, την λατρεία του οποίου είχε εισαγάγει η σύζυγος του
Ιεζάβελ.
Η Ιεζάβελ είχε καταδιώξει
και θανατώσει πολλούς από τους προφήτες του Θεού, ενώ ελάχιστοι είχαν
γλιτώσει από τη μανία της. Ο Ηλίας μόνος στέκεται απέναντι στους 450
ψευδοπροφήτες του Βάαλ τους οποίους και προκαλεί σε αναμέτρηση μεταξύ
του θεού τους και του Θεού του Ισραήλ. Όποιος θεός έστελνε φωτιά και
έκαιγε το ολοκαύτωμα, αυτός θα ήταν ο ένας και μόνος αληθινός Θεός.
Οι ψευδοπροφήτες ετοίμασαν το ολοκαύτωμα και άρχισαν να επικαλούνται το
όνομα του Βάαλ για να στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο και να κάψει την
προσφορά τους. Αρχίζουν να προσεύχονται στον Βάαλ, επιδίδονται για ώρα
σε ένα τελετουργικό, αλλά τίποτα, κανένα σημάδι ότι οι προσευχές τους
είχαν εισακουστεί από τον Βάαλ. Μόλις ο Ηλίας επικαλείται το όνομα του
Θεού, αμέσως έπεσε η φωτιά του Κυρίου και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα . Ο
Θεός του Ηλία αποδεικνύεται ο μόνος αληθινός Θεός, ενώ οι ψευδοπροφήτες
του Βάαλ ηττώνται.
Φυσικά ο
ψεύτικος θεός Βάαλ ήταν ανίκανος να βάλει τέρμα και στην ανομβρία που
ταλαιπωρούσε την περιοχή. Αντίθετα ο Θεός του Ισραήλ, πιστοποιεί την
παγκόσμια κυριαρχία του και παρέχει στους πιστούς του τα απαραίτητα για
την επιβίωσή τους. Ο Κύριος στέλνει τελικά τη βροχή, η οποία τερμάτισε
την ξηρασία που είχε διαρκέσει τρία χρόνια και ο λαός, ευρισκόμενος
ενώπιον του θαύματος αυτού που πραγματοποίησε ο Θεός δια της πίστεως του
προφήτου, ομολόγησε την πίστη του στον Θεό του Ισραήλ. Ήταν η στιγμή
της επιστροφής του λαού από την πλάνη της ειδωλολατρίας στην αλήθεια του
ενός και μόνου Θεού.
Μετά από το
θαύμα αυτό, ο Ηλίας διέταξε τη σφαγή των ψευδοπροφητών. Στο σημείο αυτό η
διήγηση αποκτά ιδιαίτερο ερμηνευτικό και θεολογικό ενδιαφέρον, καθώς
τίθεται από πολλούς καλοπροαίρετα και κακοπροαίρετα το ερώτημα· αν ο
Νόμος ορίζει «οὐ φονεύσεις» πως ο προφήτης διατάζει «μηδείς σωθήτω εξ
αυτών»; Είναι να δυνατόν ο προφήτης, ο άνθρωπος του Θεού να γίνεται
ταυτόχρονα και παραβάτης του Νόμου; Κι όμως όχι μόνο παραβάτης δεν
μπορεί να θεωρηθεί ο προφήτης, αλλά και πιστός τηρητής του Νόμου,
σύμφωνα προς τον οποίο, ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ
γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ
(Εξ. 20, 2-3), καθώς στη περίπτωση της λατρείας του Βαάλ έχουμε τη
λατρεία ενός αλλότριου θεού.
Μία
τέτοια παράβαση αντιμετωπιζόταν από τον Νόμο, σύμφωνα με το
Δευτερονόμιο, καθώς «ἐὰν δὲ ἀκούσῃς ἐν μιᾷ τῶν πόλεών σου, ὧν Κύριος ὁ
Θεός σου δίδωσί σοι κατοικεῖν σε ἐκεῖ, λεγόντων· ἐξήλθοσαν ἄνδρες
παράνομοι ἐξ ὑμῶν καὶ ἀπέστησαν πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν αὐτῶν
λέγοντες· πορευθῶμεν καὶ λατρεύσωμεν θεοῖς ἑτέροις, οὓς οὐκ ᾔδειτε, καὶ
ἐτάσεις καὶ ἐρωτήσεις καὶ ἐρευνήσεις σφόδρα, καὶ ἰδοὺ ἀληθὴς σαφῶς ὁ
λόγος, γεγένηται τὸ βδέλυγμα τοῦτο ἐν ὑμῖν, ἀναιρῶν ἀνελεῖς πάντας τοὺς
κατοικοῦντας ἐν τῇ γῇ ἐκείνῃ ἐν φόνῳ μαχαίρας, ἀναθέματι ἀναθεματιεῖτε
αὐτὴν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ…» (Δευτ. 13, 13-16).
Αλλά και σε άλλο σημείο του Νόμου σημειώνεται πως «ἐπὶ δυσὶ μάρτυσιν ἢ
ἐπὶ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθανεῖται ὁ ἀποθνήσκων· οὐκ ἀποθανεῖται ἐφ᾿ ἑνὶ
μάρτυρι» (Δευτ. 17,6) και εμφαίνεται η αντιμετώπιση όσων παρεκκλίνουν
από την αληθινή πίστη στην ειδωλολατρεία, «καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ
ὑμῶν αὐτῶν…» (Δευτ. 17,7), καθώς η εξάλειψη εκείνου που προκαλεί τον
σκανδαλισμό είναι απαραίτητη για το συμφέρον του λαού. Και αυτό γιατί
πολλές φορές ο λαός αποδεικνύεται από τη συμπεριφορά του και τις
επιλογές του ευάλωτος, εύπιστος, έτοιμος να παρασυρθεί από την ορθή δόξα
προς την πλάνη, η οποία παρουσιάζεται πάντοτε όπως η αμαρτία γλυκιά
στην αρχή, αλλά εν τέλει αποδεικνύεται πικρή και οδυνηρή. Για αυτό
λοιπόν και ο προφήτης προς διαφύλαξη της πίστεως λαμβάνει δραστικά
μέτρα.
Η πράξη αυτή του Ηλία παρ’
ότι φαίνεται σκληρή, είναι δίκαιη, σύμφωνη προς τον Νόμο, καθώς και μετά
το θαύμα αυτοί παρέμεναν αμετανόητοι και έτοιμοι να παρασύρουν και πάλι
τον λαό στη πλάνη. Οι ψευδοπροφήτες αυτοί είχαν παραβεί την πρώτη
εντολή του Νόμου. Εκτός αυτού, ήταν οι ηθικοί αυτουργοί της κατάπτωσης
του Ισραήλ. Επομένως είχαν αμαρτήσει ενώπιον του Θεού και σύμφωνα προς
τον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης ήταν άξιοι θανάτου.
Αναμφισβήτητα ο νόμος του Θεού στην προχριστιανική εποχή απαιτεί την
εφαρμογή ανεξαιρέτως όλων των εντολών και επιβάλλει σκληρή τιμωρία στον
παραβάτη. Ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης αποδείχτηκε σκληρός, διότι ο
αρχαίος Ισραήλ είχε χαμηλό πνευματικό επίπεδο και αδυνατούσε να τον
εφαρμόσει. Με αυτές τις συνθήκες μόνον ο φόβος της τιμωρίας μπορούσε να
συγκρατήσει τον λαό, ο οποίος εύκολα λησμονούσε τις ευεργεσίες του Θεού
και στρεφόταν προς θεούς αλλότριους, έργα αδικίας και βίο ακολασίας,
όπως άλλωστε φαίνεται από όλη την ιστορική του πορεία.
Για την Καινή Διαθήκη οι εντολές της Παλαιάς έγιναν αιτία έκπτωσης από
τη θεία Χάρη, ενώ ο παιδευτικός τους χαρακτήρας ολοκληρώθηκε στο πρόσωπο
του Ιησού Χριστού. Μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα η θανατική ποινή
δεν έχει καμία θέση, εφόσον όλο το νομικό πλέγμα της Παλαιάς Διαθήκης
καταργήθηκε από τη Χάρη του Ιησού Χριστού.
Στην Εκκλησία διατηρήθηκε ο σεβασμός προς το θεόσδοτο νόμο της Παλαιάς
Διαθήκης, χωρίς όμως τη νομική νοοτροπία. Οι Πατέρες δεν αρνήθηκαν όλες
τις διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης, άλλες καταργήθηκαν και άλλες
διαφυλάχθηκαν ως πολύτιμη κληρονομιά για τη λατρεία και τη θεολογία της
Εκκλησίας, ενώ σε πολλές δόθηκε πνευματικό περιεχόμενο. Και αυτό γιατί
νέο φως χύθηκε πάνω στις παλαιές αποκαλύψεις από Εκείνον, ο οποίος ήρθε
ακριβώς, για να πληρώσει και να συμπληρώσει τον Νόμο και τους Προφήτες.
Οι Πατέρες είδαν στην Παλαιά Διαθήκη να εξυφαίνεται το σχέδιο του Θεού
για τη σωτηρία του ανθρώπου. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Νόμος γίνεται
παιδαγωγός εις Χριστόν, καθώς κέντρο της θεολογίας της είναι ο Χριστός,
ενώ η Καινή Διαθήκη οδηγεί στην τελείωση εν Χριστώ. Με το απολυτρωτικό
έργο του Χριστού συντελείται η διάβαση από την κηδεμονία του Νόμου στο
καθεστώς της Χάριτος, το πέρασμα από την επίγεια γη της επαγγελίας στην
πνευματική της Εκκλησίας. Ο νόμος εντέλει της Παλαιάς Διαθήκης ελέγχει
την παράβαση, ενώ η Χάρις της Καινής λύνει την παράβαση, αυτός άλλωστε
ήταν και ο σκοπός της σαρκώσεως του Θεού.
Επανερχόμενοι όμως στον προφήτη Ηλίας, σημειώνουμε ότι χάριν του
ονόματος του Θεού και ως όργανο της δικαιοσύνης Του κινείται και
εργάζεται ο προφήτης. Η κρίση κάθε πράξης εξαρτάται άμεσα και πρώτιστα
από τη διάθεση, από την οποία πραγματοποιείται. Αν απομονωθεί η πράξη
από τη διάθεση οδηγούμαστε αναπόφευκτα σε λανθασμένη εκτίμηση. Ο
Προφήτης αποβλέποντας στη διαφύλαξη της μεταμέλειας του λαού και στην
σταθεροποίηση της εκβάλει ότι μπορεί να την κλονίσει και πάλι.
Μετά το μεγάλο θαύμα η ξηρασία έλαβε τέλος και ο Ηλίας έσκυψε την
κεφαλή του, έθεσε αυτήν μεταξύ των γονάτων και προσευχήθηκε. Δυστυχώς
όμως η φανέρωση της υπεροχής του Θεού δεν άλλαξε τη θρησκευτική
κατάσταση του βασιλείου. Ο Ηλίας φοβισμένος από την οργή της Ιεζάβελ,
παρουσιάζεται να καταφεύγει στο όρος Χωρήβ για να σώσει τη ζωή του.
Παραπονιέται στο Θεό λέγοντας ότι οι Ισραηλίτες αθέτησαν τη διαθήκη που
είχαν συνάψει με το Θεό και λάτρεψαν ξένες ειδωλολατρικές θεότητες. Μόνο
εκείνος απέμεινε πλέον ως μόνος αληθινός και γνήσιος προφήτης του Θεού
και ζητούν να τον θανατώσουν. Ο Θεός όμως δεν εγκατέλειψε τον προφήτη
του. Δέχθηκε το θείο θέλημα και πήρε δύναμη για να συνεχίσει τον αγώνα
του μέχρι της εις ουρανούς αρπαγή του.
Ο προφήτης Ηλίας χαρακτηρίστηκε από τον ιερό υμνογράφο ως ὁ ἔνσαρκος
Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος, τῆς παρουσίας
Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος και αγαπήθηκε τόσο από τον Θεό ώστε τον
περιέβαλε με την ύψιστη τιμή, με την οποία είχε περιβάλει την ανθρώπινη
φύση στο πρόσωπο των πρωτοπλάστων, με τη δυνατότητα δηλαδή της
αθανασίας, φυλάττοντας τον ζωντανό ως της Δευτέρας Παρουσίας Του,
αναθέτοντας σε αυτόν το ρόλο του προδρόμου αυτής.
του Γεωργίου Ν. Μανώλη, Θεολόγου, υπ. ΜΔΕ Ερμηνευτικής Θεολογίας